Πώς τη “γλίτωσαν” οι ευρωπαϊκές τράπεζες από την αμερικανική τραπεζική κρίση

Οι Ευρωπαίοι καταθέτες μεταφέρουν χρήματα σε προθεσμιακές καταθέσεις Ακόμη όμως και αυτή η πιθανή υστέρηση στα κέρδη φαίνεται περιορισμένη μέχρι στιγ

 



Του Paul J. Davies


Η τραπεζική αναταραχή η οποία έχει “βυθίσει” τέσσερις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ και απειλεί να προκαλέσει περισσότερα θύματα στην Καλιφόρνια έχει αφήσει την Ευρώπη σχεδόν ανέγγιχτη – τουλάχιστον μέχρι στιγμής.

Εκτός από τη χρεοκοπία – εξαγορά της Credit Suisse, μιας ήδη προβληματικής ελβετικής τράπεζας με έτσι κι αλλιώς συρρικνούμενες αποδόσεις, δεν υπήρξαν ενδείξεις τραπεζικών πανικών όπως εκείνοι που σκότωσαν τη Silicon Valley Bank, την First Republic Bank και άλλα αμερικανικά τραπεζικά ιδρύματα.

Υπήρξαν ωστόσο κάποιες πρωτόλειες ενδείξεις ότι τα χρήματα μετακινούνται σε μεγαλύτερες, ασφαλέστερες ευρωπαϊκές τράπεζες, τουλάχιστον όσον αφορά τους μεγάλους εταιρικούς καταθέτες, στα αποτελέσματα α’ τριμήνου της γαλλικής BNP Paribas και της ιταλικής UniCredit την περασμένη εβδομάδα. Οι καταθέτες μετατοπίζουν επίσης μετρητά από απλές σε προθεσμιακές καταθέσεις με υψηλότερες αποδόσεις, γεγονός που θα συμπιέσει τα περιθώρια κέρδους από τις χορηγήσεις δανείων.
Διαφορές

Αρκετές κομβικές διαφορές με τον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ λογικά θα δώσουν στην Ευρώπη περισσότερες πιθανότητες σταθερότητας τους επόμενους μήνες. Αυτές περιλαμβάνουν αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις μικρότερες τράπεζες, λιγότερες επιλογές για τους πελάτες σχετικά με το πού να τοποθετήσουν τα πλεονάζοντα μετρητά τους και βραδύτερη αύξηση των καταθέσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, πράγμα που σημαίνει μικρότερη συρρίκνωση μεταπανδημικά. Πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επίσης περικόψει την έκθεση στις ΗΠΑ: η πώληση από την BNP της δραστηριότητάς της στην Καλιφόρνια, με το σχήμα Banc West, η οποία ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο, δύσκολα θα μπορούσε να είχε γίνει σε καλύτερο χρόνο.

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες είδαν μείωση των καταθέσεων το α’ τρίμηνο σε σύγκριση με τους τελευταίους τρεις μήνες του περασμένου έτους. Η Barclays του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν μια αξιοσημείωτη εξαίρεση, επειδή οι δραστηριότητές της στις ΗΠΑ κέρδισαν από τη σημαντική φυγή προς την ποιότητα εντός του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, πέραν των προφανών μεγεθών, δηλαδή κερδών και εσόδων, η BNP προσέλκυσε εισροές από μεγάλους εταιρικούς καταθέτες αργότερα μέσα στο τρίμηνο, σύμφωνα με τον Lars Machenil, οικονομικό της διευθυντή, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της UniCredit, Andrea Orcel, ανέφερε ότι η κερδοφορία μεγαλύτερων, ισχυρότερων τραπεζών θα μπορούσε να επωφεληθεί από τον χαρακτήρα τους ως ασφαλών λιμένων.

“Οι καταθέτες αποδίδουν μεγαλύτερη αξία σε τράπεζες οι οποίες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, καλύτερα καλυμμένες, με μεγαλύτερη ρευστότητα, λιγότερο επικίνδυνες”, είπε στους επενδυτές στην τηλεδιάσκεψη για τα αποτελέσματα της τράπεζας. “[Ένας] καταθέτης θα πει: θα πάρω ένα ελαφρώς χαμηλότερο επιτόκιο βάσης για τις καταθέσεις μου, αλλά αυτή η τράπεζα θα μου επιστρέψει τα χρήματά μου”.


Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες είδαν μείωση καταθέσεων το α’ τρίμηνο του 2023

Οι μεγάλες τράπεζες που είδαν μεγαλύτερες εκροές καταθέσεων περιελάμβαναν την Deutsche Bank, η οποία υπέφερε στον απόηχο της κατάρρευσης της Credit Suisse επειδή ορισμένοι επενδυτές έχουν συνηθίσει να τη θεωρούν “αδύναμο κρίκο”. Αυτή τη φορά, το ίδρυμα με έδρα τη Φρανκφούρτη απέκρουσε γρήγορα αυτή την αντίδραση της αγοράς.

Η NatWest του Ηνωμένου Βασιλείου είδε επίσης μεγαλύτερες εκροές από τις περισσότερες τράπεζες και αντιμετώπισε πολλά ερωτήματα σχετικά με τις καταθέσεις κατά την τηλεδιάσκεψη για τα αποτελέσματά της. Η τράπεζα έχει υψηλό μερίδιο εταιρικών καταθέσεων, οι οποίες τείνουν να μετακινούνται πιο γρήγορα σε άλλες τράπεζες και να αναζητούν υψηλότερα διαθέσιμα επιτόκια. Ωστόσο, η NatWest ανέφερε ότι οι απώλειες από τις καταθέσεις της ήταν σύμφωνες με τις προσδοκίες της λόγω των πληρωμών φόρων των πελατών και του κλεισίματος λογαριασμών στην Ιρλανδική Δημοκρατία, καθώς αποσύρει το brand της, Ulster Bank, από τη συγκεκριμένη αγορά.
Βιωσιμότητα

Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης ήταν η εντονότερη ανάπτυξη και συρρίκνωση των αμερικανικών επιπέδων καταθέσεων τα τελευταία χρόνια, η οποία αποτέλεσε σημαντική πηγή αστάθειας. Οι συνολικές καταθέσεις στις ΗΠΑ εκτινάχθηκαν κατά 36% από τα προ-Covid επίπεδα σε ένα ανώτατο όριο άνω των 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι. Έκτοτε έχουν συρρικνωθεί κατά 5%. Στη ζώνη του ευρώ, οι συνολικές καταθέσεις αυξήθηκαν μόνο κατά 24% από τις αρχές του 2020 στο ανώτατο όριο των 14 τρισεκατομμυρίων ευρώ (15,4 τρισεκατομμύρια δολάρια) φέτος και έκτοτε έχουν μειωθεί μόνον κατά 2%.

Οι Ευρωπαίοι καταθέτες έχουν επίσης λιγότερες επιλογές σχετικά με το πού να διατηρήσουν τα μετρητά τους: τα funds της χρηματαγοράς είναι λιγότερο ανεπτυγμένα απ‘ ό,τι στις ΗΠΑ, ενώ η έλλειψη πραγματικής ενιαίας τραπεζικής αγοράς στην Ευρώπη καθιστά πιο δύσκολο για τους πελάτες μιας χώρας να χρησιμοποιήσουν μια τράπεζα σε μια άλλη. Τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών από τις χορηγήσεις δανείων θα εξακολουθούν να συμπιέζονται από πελάτες που τοποθετούν περισσότερα χρήματα σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου υψηλότερου επιτοκίου ή σε προθεσμιακές καταθέσεις, κάτι που πράγματι συμβαίνει. Σε όλη την ευρωζώνη, τα νοικοκυριά έχουν αντλήσει 56,9 δισεκατομμύρια ευρώ από λογαριασμούς καταθέσεων μίας ημέρας και έχουν προσθέσει 46,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε λογαριασμούς με διάρκεια έως και δύο χρόνια, σύμφωνα με τον Fred Ducrozet, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην Pictet Wealth Management.


Οι Ευρωπαίοι καταθέτες μεταφέρουν χρήματα σε προθεσμιακές καταθέσεις

Ακόμη όμως και αυτή η πιθανή υστέρηση στα κέρδη φαίνεται περιορισμένη μέχρι στιγμής. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες οι οποίες έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα α’ τριμήνου διατήρησαν ή αύξησαν το guidance τους για τα καθαρά έσοδα από τόκους φέτος, σύμφωνα με την Anke Reingen, τραπεζική αναλύτρια της RBC Capital Markets. Αρκετές εταιρείες υπογράμμισαν επίσης ότι το 2023 είναι πιθανό να αποτελέσει τη χρονιά κορύφωσης της συγκεκριμένης πηγής εσόδων. Αυτό όμως αφορά περισσότερο την κερδοφορία παρά τη σταθερότητα.

Υπάρχουν και άλλες πηγές πίεσης οι οποίες προέρχονται από τις αποπληρωμές οι οποίες οφείλονται σε όλα τα προγράμματα εξαιρετικά φθηνής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γνωστά ως Στοχευμένες Πράξεις Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (LTROs). Ωστόσο, η ΕΚΤ επέτρεψε στις τράπεζες να αποπληρώσουν πρόωρα αυτά τα χρήματα, γεγονός το οποίο μείωσε τα οφειλόμενα ποσά τον Ιούνιο σε λιγότερο από 500 δισεκατομμύρια ευρώ από πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ, δήλωσε την Πέμπτη ότι το γεγονός αυτό είχε μειώσει τις πιθανότητες κάθε ενδεχόμενου “γκρεμού” και έκανε τη διενέργεια των αποπληρωμών οι οποίες απομένουν για τις τράπεζες ευκολότερη. “Γνωρίζω ότι οι τράπεζες έχουν προετοιμαστεί γι΄ αυτό και ότι υπάρχει μεγάλη ρευστότητα εκεί έξω για να συνεχίσουν να προετοιμάζονται”, είπε.

Ο επίμονος πληθωρισμός και η επιστροφή σε κανονικά επιτόκια μετά από χρόνια αρνητικών επιτοκίων στην Ευρώπη θα πλήξουν κάποια στιγμή τα κέρδη. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι ώστε να παρηγορηθεί κανείς ότι η σχετική σταθερότητα στις τράπεζες της περιοχής μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη.

Σχόλια