Αναξίμανδρος και σύγχρονες αναγνώσεις: Nietzsche-Heidegger
Αναξίμανδρος
(περίπου 610/611-545 π.Χ.)
Η γέννηση της φιλοσοφίας:
Το γίγνεσθαι και το άπειρο
§1
Ι. Η επι-στροφή στους Προ-σωκρατικούς στοχαστές αποτελεί, για τους κορυφαίους φιλοσόφους των καιρών μας, όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ, μια στροφή στην αρχέγονη βάση της σύγχρονης σκέψης και επ’ ουδενί μια πληκτική ιστοριογραφική αναδιήγηση παρελθοντικών ιδεών ή απόψεων. Γι’ αυτό και οι προαναφερθέντες Γερμανοί φιλόσοφοι, για να πάνε μπροστά, κάνουν ένα βήμα πίσω, προς τις απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης, προς τους προσωκρατικούς, και στην περίπτωσή μας προς τον Αναξίμανδρο. Τούτο το κρίνουν αναγκαίο για να μετα-στοχαστούν πάνω στα αδιέξοδα του σήμερα και να δώσουν νέα πνοή, νέα δύναμη έμπνευσης στην αυθεντικότητα/αποτελεσματικότητα του σημερινού φιλοσοφείν, το οποίο ολοταχώς τείνει να εκφυλίζεται, κυρίως σε ακαδημαϊκό επίπεδο, σε γοερές κραυγές αποστεωμένων νεκροκεφαλών.
ΙΙ. Ποιος είναι ο
Αναξίμανδρος; Είναι ένας από τους πρώτους
θεμελιωτές του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστήμης. Ανήκει, ως γνωστόν,
στον κύκλο των Μιλησίων φιλο-σόφων και λογίζεται μαθητής του Θαλή και διάδοχός του ως προς τη
στοχαστική διερεύνηση της βαθύτερης αρχής ή ουσίας της
υλικής πραγματικότητας. Ασχολήθηκε ενεργά με τα κοινά της πόλης του και
κατόρθωσε να συνδυάσει στοχαστικό βλέμμα και σκεπτόμενη δράση. Είναι αλήθεια
πως κατά την εποχή εκείνη η διάθεση για φιλοσοφικό στοχασμό προέκυπτε, ως επί
το πλείστον, από υπαρκτές πρακτικές και υλικές ανάγκες. Είναι γνωστό εξάλλου
πως οι μεγάλοι στοχαστές της αρχαϊκής
περιόδου δεν ασχολούνταν απλώς με
μια φιλοσοφική προβληματική, αποκομμένη
από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητας, αλλά συνέδεαν αυτή την προβληματική και με την, έμμεσα ή άμεσα, ανάληψη των ευθυνών ή του ρόλου του νομοθέτη.
Σύμφωνα με τον Νίτσε, η
μορφή του Αναξίμανδρου ομιλεί προς εμάς τη γλώσσα της ευκρίνειας (Kritische Studienausgabe I, σ.817). Στη συνάφεια τούτη, η σκέψη του,
αποφθεγματικά διατυπωμένη με έναν αστραφτερό λόγο, «αποτελεί ορόσημο στο μονοπάτι της ύψιστης σοφίας»
(ό.π., σ. 818). Στα κύρια ενδιαφέροντά του συγκαταλεγόταν μια καθολική
σύλληψη της φυσικής εξέλιξης του κόσμου. Προς αυτή την κατεύθυνση
επιχείρησε να συλλέξει όλη τη διάσπαρτη εμπειρία της εποχής του και με το λεπτό
φιλο-σοφικό του αισθητήριο να εξοικειώσει την πόλη με τον κόσμο της τάξης και
της συγκεκριμένης εξήγησης ή κατανόησης των πραγμάτων. Στον τομέα των
κοσμολογικών και ιστορικο-γεωγραφικών του μελετών και με βάση τα υλικά
πρωτ-αρχικά στοιχεία, διατύπωσε την υπόθεση για την προέλευση της
ζωής από το υλικό της περιβάλλον και εντός αυτού· στην αναλογία τούτη
ασχολήθηκε και με τη δομή του σύμπαντος. Τούτο σημαίνει ότι δεν εκχωρεί στο
θεϊκό στοιχείο κανένα υπέρ το φυσικό σύμπαν του ανθρώπου μετα-φυσικό πεδίο
αυτόνομης δράσης. Έτσι, πέραν κάθε τελεολογίας και μετα-φυσικής
περίσφιξης, καλλιεργεί έναν φιλο-σοφικό στοχασμό, που εισάγει, για πρώτη
φορά, στην ιστορικότητα των ανθρώπων, την έννοια του απείρου ως υπο-κειμένου της αεί κινούμενης ζωής
και φύσης. Αυτή η έννοια συνιστά την καθολική αρχή, στη βάση της οποίας
εκτυλίσσεται οποιαδήποτε κίνηση προς τη σύλληψη «του αιώνιου, του άφθαρτου, του αγέννητου» (Νίτσε ό.π.). Είναι η
ίδια αρχή με το Είναι του Χάιντεγκερ ή το Απόλυτο του Χέγκελ, ομόλογα βεβαίως
αμφότερα ‒Είναι και Απόλυτο‒ προς την ιστορικότητα της εποχής τους.
§3
Ι. Κείμενο
«Ἀναξίμανδρος μὲν Πραξιάδου Μιλήσιος Θαλοῦ γενόμενος διάδοχος καὶ μαθητὴς ἀρχήν τε καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον, πρῶτος τοῦτο τοὔνομα κομίσας τῆς ἀρχῆς. Λέγει δ’ αὐτὴν μήτε ὕδωρ μήτε ἄλλο τι τῶν καλουμένων εἶναι στοιχείων, ἀλλ' ἑτέραν τινὰ φύσιν ἄπειρον, ἐξ ἧς ἅπαντας γίνεσθαι τοὺς οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς κόσμους· ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν ... Δῆλον δὲ ὅτι τὴν εἰς ἄλληλα μεταβολὴν τῶν τεττάρων στοιχείων οὗτος θεασάμενος οὐκ ἠξίωσεν ἕν τι τούτων ὑποκείμενον ποιῆσαι, ἀλλά τι ἄλλο παρὰ ταῦτα· οὗτος δὲ οὐκ ἀλλοιουμένου τοῦ στοιχείου τὴν γένεσιν ποιεῖ, ἀλλ’ ἀποκρινομένων τῶν ἐναντίων διὰ τῆς αἰδίου κινήσεως».
ΙΙ. Μετάφραση
«Ο Αναξίμανδρος, γιος του Πραξιάδη, από τη Μίλητο, που υπήρξε μαθητής και διάδοχος του Θαλή, είπε ότι αρχή και στοιχείο των όντων είναι το άπειρο, πρώτος εισάγοντας [στη φιλοσοφία] τον όρο αυτό: αρχή. Λέει λοιπόν ότι ετούτη δεν είναι ούτε το νερό ούτε κανένα άλλο από τα λεγόμενα «στοιχεία», αλλά κάποια άλλη άπειρη φύση [ή ουσία], από την οποία γεννιούνται όλοι οι ουρανοί και όλοι οι κόσμοι που βρίσκονται μέσα τους· ότι από εκείνα [τα στοιχεία] που γεννήθηκαν τα όντα, σ’ αυτά τα ίδια επιστρέφουν φθειρόμενα κατά φυσική αναγκαιότητα· γιατί αυτά τιμωρούνται και πληρώνουν κατ’ αμοιβαιότητα για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Αναξίμανδρος, παρατηρώντας τη μετατροπή των τεσσάρων στοιχείων από το ένα στο άλλο, κανένα απ’ αυτά δεν θεώρησε «υποκείμενο» των άλλων, αλλά κάποιο άλλο κοντά σ’ αυτά· έτσι θεωρεί πως η γένεση των όντων δεν προκύπτει από την αλλοίωση του πρωταρχικού στοιχείου, αλλά από τον αποχωρισμό [ή διαχωρισμό] των αντιθέτων, δυνάμει της αέναης κίνησής τους».
§4
Ερμηνεία-κατανόηση
1. Όλα τα πράγματα ανάγουν την αρχή της ύπαρξής
τους στο άπειρο. Πώς νοείται η έννοια τούτη; Θεμελιωδώς συλλαμβάνεται ως
μια απροσδιόριστη αρχή, την οποία ο φιλόσοφος περιγράφει, χωρίς να της δίνει κάποιο
ορισμό, στο πλαίσιο της λειτουργικής της παρ-ουσίας και του αντίστοιχου ρόλου
της μέσα στον υλικό κόσμο. Πέραν κάθε ταύτισής της με το μαθηματικό άπειρο
τείνει να εκφράζει το απέραντο μέσα στο χώρο και του χώρου. Είναι
δηλαδή εκείνη η υπόρρητη, εν πολλοίς, αρχή, η οποία μέσα στο αχανές του χώρου
προορίζεται να διατηρεί την ισορροπία του. Υπόρρητη, όχι με κάποιο μετα-φυσικό
νόημα, αλλά ως απέραντη μάζα, που δεν εμφανίζει κάποια εξωτερικά
και οφθαλμοφανή όρια. Μόνο ένα τέτοιας σύλληψης άπειρο μας παρέχει τη
δυνατότητα να παρακολουθούμε και να κατανοούμε την αέναη κίνηση των πραγμάτων,
γενικώς την πορεία του γίγνεσθαι.
2. Η ως άνω απέραντη μάζα ή κάτι όμοιό της δεν
είναι στατική/ή ούτε απλώς ένα μίγμα ή μια συσσώρευση στοιχείων παρά μια
ενέργεια που εκτυλίσσεται μέσα στο χρόνο. Συνεπώς το άπειρο παραπέμπει σε μια
άνευ ορίων ενεργοποίηση, κίνηση, γίγνεσθαι εντός του χρόνου.
Ακριβώς επειδή το άπειρο έχει θέση, υπό την έννοια αυτή, μέσα στο χρόνο και δεν
είναι άχρονο, καθίστανται δυνατές οι κοσμογονικές μεταβολές και αλλαγές. Σε
κάθε περίπτωση ωστόσο, ετούτη η έννοια του απείρου δεν έχει μια ορισμένη
ποιότητα μέσα στο χώρο και τον χρόνο, γιατί, αν είχε, δεν θα ήταν άπειρο, αλλά
κάτι το περατό. Απ’ αυτή την άποψη παραμένει απροσδιόριστο κατά
την ποιότητά του, άρα κάτι το ενιαίο, που
υπό-κειται σε κάθε κίνηση, ενέργεια, αντίθεση και συνέχει τις αντίρροπες
δυνάμεις, στοιχεία κ.λπ. μέσα στο χώρο και τον χρόνο.
3. Ο Αναξίμανδρος υποστηρίζει πως ανάμεσα στα συστατικά
στοιχεία του κόσμου ή γενικότερα του σύμπαντος υπάρχει μια αντιθετική σχέση,
μια αμοιβαία αντί-δραση. Αυτή-εδώ έχει τον χαρακτήρα ενός κοσμικού
παίγνιου ανάμεσα στην αδικία και την αντίστοιχη
αποζημίωση, ανταπόδοση αυτών των
στοιχείων, του ενός προς το άλλο, για τη διαπραττόμενη
αδικία, για κάποια αδικοπραξία τους. Με τούτο εννοεί, κατά πάσα πιθανότητα,
πως εκείνο που γεννιέται αφαιρεί από αυτό, από το οποίο γεννιέται, π.χ. από το
άπειρο, κάτι, το οποίο γυρίζει ξανά και πάλι σε αυτό μέσα από τη φθορά του, με
το να φθείρεται. Αυτό που γεννιέται
και εκείνο, από το οποίο γεννιέται αυτό, είναι οντότητες: πρόκειται
για τα όντα, που γεννιούνται από τα στοιχεία και διαλύονται
μέσα σε τούτα. Ετούτη η διάλυση συνιστά την ως άνω αποζημίωση, την επανόρθωση
που αποδίδουν τα εν λόγω στοιχεία μεταξύ τους για κάποια αδικία που διέπραξαν.
4. Η ιδέα ή η θεωρία της αδικίας εκφράζει
την αντιθετικότητα, την ανταγωνιστικότητα, ως σύμφυτο στοιχείο μιας οργανικής ολότητας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας
ολότητας, η αδικία είναι παρ-ούσα ως εκείνη η δύναμη που υπαγορεύει τους όρους
ή τις συνθήκες, δυνάμει των οποίων λαμβάνουν χώρα οι ποσοτικές αλλαγές και οι
μετατοπίσεις των αντίθετων στοιχείων μέσα στο χώρο και στην καθορισμένη διάσταση
του χρόνου. Τούτα τα στοιχεία βρίσκονται κυριολεκτικά σε μια άπαυτη και
αναπόφευκτη κατάσταση πολέμου, όπου κατά την τάξη του
χρόνου, με βάση δηλαδή τη διαταγή του, το ένα υπερισχύει του
άλλου. Κατά την εξελισσόμενη όμως διαμάχη του κοσμικού
σύμπαντος συμβαίνει, αυτό το στοιχείο που έχει νικηθεί και υποστεί την αδικία,
να θριαμβεύει, κατά την τάξη πάντοτε
του χρόνου και σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα του τελευταίου, να ανταποδίδει έτσι
την αδικία που υπέστη, να παίρνει εκδίκηση και ως εκ τούτου να επανορθώνει. Ανάμεσα στα διάφορα
αντιθετικά στοιχεία, κάθε απόπειρα για υπέρμετρη επικράτηση του
ενός πάνω στο άλλο τιμωρείται. Εν τέλει, η ισορροπία όλων
εξασφαλίζεται μέσα από την αέναη κίνησή τους.
5. Ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει το ως άνω κείμενο του Αναξίμανδρου ως
την μεγάλη απαρχή της δυτικής σκέψης, προτού ακόμα
η τελευταία τούτη παγιδευτεί εντός των ορίων της δυναμικής ανάπτυξης της
πλατωνικής και αριστοτελικής μεταφυσικής. Υπ’ αυτή την έννοια, κατά έναν
εσχατολογικό τρόπο, η σκέψη του Αναξίμανδρου εκτοπίζει όλες
τις μεταγενέστερες μεταφυσικές δεσμεύσεις σχετικά με την αρχή και το τέλος
του πεπρωμένου-προορισμού της ιστορικότητας του Είναι.
Τούτο σημαίνει πως απελευθερώνει δυνατότητες για μια άλλη πορεία αυτού του
πεπρωμένου ή για ένα άλλο πεπρωμένο-προορισμό
(Geschick) του Είναι (GA5, σ. 335). Το γίγνεσθαι,
συνεχίζει ο κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος, συνυφαίνεται με το Είναι υπό
την εξής έννοια: το πρώτο δεν είναι ένα Μηδέν, αλλά μέρος
του Είναι, ανήκει στο Είναι: για να είναι κάτι, πρέπει να είναι σε κίνηση·
τουτέστιν, γεννιέται και φθείρεται. Το Είναι, υπ’ αυτό το νόημα,
φέρει και αποδίδει, εντυπώνει
το γίγνεσθαι, κατά οντολογική-αντιστοιχία, μέσα
στην ουσία (ό.π., σ. 343).
6. Σύμφωνα με τον Νίτσε, το γίγνεσθαι συνιστά
μια χειραφέτηση από το αέναο Είναι, αλλά αξιόποινη:
μια αδικία, που μπορεί να την ξεπληρώσει μόνο η φθορά. Τούτο με τη
σειρά του σημαίνει πως το Είναι/ον δεν καταστρέφεται και έτσι,
ως αληθές, δεν έχει συγκεκριμένες ιδιότητες, που θα το
καθιστούσαν φθαρτό, αλλά παραμένει απροσδιόριστο και με τούτη
την έννοια αέναο, αιώνιο. Το γεγονός ακριβώς ότι το Είναι/ον, κατ’ αυτό
τον τρόπο, τίθεται πάνω από το γίγνεσθαι των
ρευστών ιδιοτήτων διασφαλίζει τόσο την αιωνιότητα του
ίδιου όσο και την ύπαρξη του γίγνεσθαι. Υπ’ αυτή την οπτική,
αποφαίνεται ο Νίτσε, πως ο Αναξίμανδρος εξετάζει την προέλευση του κόσμου από
τη σκοπιά περισσότερο του αρχέγονου ήθους, της ηθικής τάξης του κόσμου,
όπως την υπαγορεύει η φύση ως Είναι, παρά από φυσιολογική σκοπιά
(ό.π.).