Αριστοτέλης: γιατί οι άνθρωποι φιλοσοφούν;
Αριστοτέλης
385-322 π.Χ.
Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι … ἤρξαντο φιλοσοφεῖν
§1
Ο Πλάτων στον Θεαίτητο 155d γράφει τα εξής για την αρχή της φιλοσοφίας:
«Ο Θεόδωρος λοιπόν, φίλε μου, φαίνεται πως δεν μάντεψε άσχημα τη φύση σου. Γιατί ο φιλόσοφος διακρίνεται κατ’ εξοχήν για τούτο το πάθος, δηλ. για την απορία και τον θαυμασμό. Και δεν υπάρχει άλλη αρχή της φιλοσοφίας παρά αυτή».
Ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας
ουσιαστικά κατά γράμμα την ως άνω άποψη του Πλάτωνα ως προς
την αναζήτηση της αρχής του φιλοσοφείν, αποφαίνεται ως ακολούθως:
«Γιατί, όπως και
τώρα, οι άνθρωποι άρχισαν να φιλοσοφούν από έκπληξη και θαυμασμό. Στην αρχή
θεώρησαν άξια θαυμασμού τα παράξενα της καθημερινής ζωής και προχωρώντας σιγά
σιγά κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισαν να εκφράζουν τον προβληματισμό τους και για
τα πιο σπουδαία … Αλλ’ αυτός που απορεί και θαυμάζει αναγνωρίζει ότι έχει
άγνοια (γι’ αυτό και όποιος αγαπά τους μύθους είναι κατά κάποιο τρόπο και
φιλόσοφος· διότι οι μύθοι συντίθενται από γεγονότα θαυμάσια)»[1].
Πώς νοείται αυτό το πάθος
του ανθρώπου, δηλ. το θαυμάζειν, ως αρχή της φιλοσοφίας; Νοείται ως
εξής: ο άνθρωπος έχει εκ φύσεως το πάθος να γνωρίζειꞏ και τούτο το πάθος
προέρχεται από την ικανότητά του να εκπλήσσεται, να απορεί και να
ζητεί να μάθει για τον κόσμο. Αυτή την ικανότητα τη διαθέτει μόνο ο άνθρωπος
και κανένα άλλο ον, γιατί σκέπτεται. Επειδή ακριβώς σκέπτεται, είναι και το μοναδικό
ον που έχει θρησκεία.
§2
Ο Αριστοτέλης αναρωτιέται
σχετικά με το τι ωθεί τον άνθρωπο να επιχειρήσει μια
φιλοσοφική και επιστημονική διερεύνηση, προκειμένου να συγκροτήσει μια
γνώση του σύμπαντος κόσμου. Είναι απαραίτητο να περιγράψει κανείς το πεδίο, στο
οποίο εκτείνονται οι διάφορες επιστήμες, όπως τα μαθηματικά,
η φυσική ή η πρώτη φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης την
ονόμασε πρώτη φιλοσοφία, επειδή πρόκειται για την επιστήμη, που
κατέχει την πρώτη θέση από άποψη αξιωματικής αρχής και έχει προτεραιότητα έναντι
όλων των άλλων επιστημών. Ασχολείται με τις ύψιστες και πιο
γενικές/καθολικές γνώσεις απ’ ό,τι οι άλλες επιστήμες.
Αυτές-εδώ συμβαίνει πράγματι να περιορίζονται σε έναν ορισμένο
τομέα γνώσης, π.χ. τα μαθηματικά στον
τομέα των μαθηματικών αντικειμένων, η φυσική στον αντίστοιχο των φυσικών
φαινομένων κ.λπ. Απεναντίας, η πρώτη φιλοσοφία, δηλαδή η μεταφυσική, συνδέει τη
λειτουργία της με τον καθορισμό των πρωταρχικών αληθειών,
από τις οποίες εκκινώντας μπορεί να δομήσει το σύνολο της γνώσης και
να συλλάβει τις καθολικές πραγματικότητεςꞏ να ερευνήσει και να γνωρίσει ολόκληρη την
πραγματικότητα, ανάγοντας την εννοιολογική της θεμελίωση,
την ενότητά της, στις πρώτες αρχές και τα αίτια,
δυνάμει των οποίων καθίσταται δυνατή η ύπαρξη όλων των άλλων όντων. Ο
Αριστοτέλης της έδωσε επίσης το όνομα θεολογία, επειδή ανήκει στο
πεδίο της και η αναζήτηση της πρώτης αρχής των όντων, που είναι ο θεός. Μεταφυσική ονομάστηκε
από μεταγενέστερους φιλοσόφους, λόγω της ενασχόλησής της με τις πέραν
της φύσεως υπεραισθητές αρχές των όντων.
§3
Η φιλοσοφική έρευνα δεν
συνδέεται με την αναγκαιότητα της βιολογικής ζωής, αλλά προχωρεί πέρα από τις κοινές αντιλήψεις που ισχύουν στο
επίπεδο της καθημερινής πραγματικότητας. Στη συνάφεια τούτη, ο Αριστοτέλης
διερωτάται από πού προέρχεται η σωστή επιθυμία των ανθρώπων να
καθιδρύσουν μια καθολική γνώση του κόσμου, ακόμη
δε περισσότερο με δεδομένο ότι αυτή η γνώση δεν επιζητείται χάριν
κάποιας χρησιμότητας παρά είναι ένα είδος αυτοσκοπού: η γνώση για τη
γνώση. Το πάθος έτσι για τη γνώση είναι ένα πάθος καθαρά πνευματικής ή
ορθολογικής ενόρμησης. Γι’ αυτό ανάγει την προέλευσή του στο ιδιαίτερο
συναίσθημα της έκπληξης και του θαυμασμούꞏ αρχίζει δε να γίνεται αληθινή φιλοσοφική πράξη, όταν
οι άνθρωποι έχουν ικανοποιήσει τις άμεσες ανάγκες
τους. Αλλά τι εκφράζει τούτη η έκπληξη; Εκφράζει, πριν απ’ όλα, το γεγονός ότι
οι άνθρωποι ευχαριστούνται να ανακαλύπτουν νέα πράγματα.
Πρόκειται για την ευχαρίστηση, που έχουν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με
το απροσδόκητο, το νέο, το καινοτόμο,
το ανεξήγητο. Όσο πιο πολύ οι άνθρωποι βιώνουν το ανεξήγητο, τόσο
πιο ενεργά ωθούνται στο να εξηγήσουν και να κατανοήσουν το
φαινόμενο που τους εκπλήσσει. Το φαινόμενο, συνακόλουθα, που μας εκπλήσσει
είναι το θέατρο της ύπαρξής μας, το θέαμα που μας δίνει ο κόσμος και το
οποίο γίνεται αντικείμενο ενατένισης
και θαυμασμού. Γίνεται ένα τέτοιο
αντικείμενο ενατένισης, επειδή στις αισθήσεις μας παρουσιάζει μια ομορφιά και
μια μορφή αρμονίας.
Είναι αλήθεια πως ο κόσμος παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία φαινομένων και όντων που αψηφούν την ανθρώπινη γνώση. Έτσι, ο άνθρωπος χρειάζεται, βήμα προς βήμα, να προχωρεί ανοδικά από πρόβλημα σε πρόβλημα μέχρι να φτάσει στα ερωτήματα που είναι πιο απομακρυσμένα από ζωτικές ανάγκες, όπως αυτά που σχετίζονται με την προέλευση του σύμπαντος, την κίνηση και τη φύση των άστρων κ.λπ. Για παράδειγμα, η αστρονομική εμπειρία δείχνει την κανονικότητα των ουράνιων κινήσεων, δείχνει την ομορφιά των φωτεινών και μακρινών όντων που οι άνθρωποι συχνά έχουν μπερδέψει με θεούς. Αυτός ο έναστρος ουρανός ξεδιπλώνεται σαν μια κοσμική αρμονία και προσφέρει στον άνθρωπο ένα θέαμα που τον γεμίζει με θαυμασμό και έκπληξη με τέτοιο τρόπο, που ο άνθρωπος να μην μπορεί παρά να θέλει να το γνωρίσει και να το εξηγήσει με ορθολογισμό. Φυσικά, αυτή η μεταφυσική αμφισβήτηση αναπτύσσεται μόνο αφού ικανοποιηθούν οι πρώτες ανθρώπινες ανάγκες. Η ανθρώπινη γνώση ακολουθεί προοδευτικά στάδια: ξεκινά με την ανακάλυψη τεχνών χρήσιμων για την επιβίωση και τελειώνει με τις πιο αφηρημένες έννοιες και επιστήμες.
§5
Αυτό που θα μπορούσε κανείς
να πει εν κατακλείδι είναι ότι αυτή η απόλαυση
της γνώσης προϋποθέτει την υλοποίηση
ενός σε βάθος αναστοχασμού, η αφετηρία του οποίου βρίσκεται στην αμφισβήτηση. Η αμφισβήτηση είναι ένα προκαταρκτικό βήμα για να γνωρίζει
κανείς τα πάντα. Γιατί η
αμφισβήτηση, όπως και η κατάπληξη, προϋποθέτει προηγούμενη αναγνώριση της άγνοιάς του. Η έκπληξη συνδέεται με την παρατήρηση
ενός απροσδόκητου και άγνωστου γεγονότος. Συνδέεται επομένως με αμφισβήτηση.
Επιπλέον, εάν ο άνθρωπος λανθασμένα
πιστεύει ότι έχει γνώση του σύμπαντος, δεν θα αναλάβει ποτέ να ερευνήσει
περαιτέρω, αλλά θα αρκείται στις
δικές του πεποιθήσεις και απόψεις χωρίς ποτέ να τις θέσει εκ νέου σε έλεγχο ή να τις αμφισβητήσει. Στη συνάφεια τούτη
πώς κατανοείται η έκπληξη φιλοσοφικά όπως και η άγνοια; Συνήθως, η έκπληξη παραπέμπει σε μια κατάσταση βίαιου αιφνιδιασμού μπροστά σε ένα
γεγονός που δεν είναι συνηθισμένο. Εδώ,
πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης την εννοεί ως τη φιλοσοφική στάση που συνίσταται στην αμφισβήτηση του συνηθισμένου νοήματος του κόσμου γύρω μας,
προκειμένου να τον κατανοήσουμε στην
ουσία του. Κατά έναν παρόμοιο
περίπου τρόπο, η άγνοια δεν
υποδηλώνει μόνο έλλειψη γνώσης, αλλά
πάνω από όλα την άκριτη στάση του νου,
που συνίσταται στο να πιστεύουμε ότι κατέχουμε
τη γνώση χωρίς να αμφισβητούμε την εγκυρότητα
των απόψεών μας. Υπό αυτή την έννοια, η άγνοια σχετίζεται με μια ψευδαίσθηση:
να πιστεύουμε ψευδώς ότι έχουμε γνώση ενώ δεν έχουμε. Αυτός είναι ο λόγος για
τον οποίο η μη αναγνώριση της άγνοιας
εμποδίζει οποιαδήποτε ανάπτυξη της σκέψης.