Προσωκρατικοί: Απαρχές του Διαλεκτικού Λογισμού
Διαλεκτική
Εσωτερικού και Εξωτερικού
§1
Προσωκρατικοί είναι εκείνοι οι φιλόσοφοι, των
οποίων οι ιδέες προηγήθηκαν της κλασικής
φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ακόμη κι αν έχουν επιζήσει του
Σωκράτη, όπως για παράδειγμα ο Δημόκριτος. Η οριοθέτηση, κατά συνέπεια,
βρίσκεται στην ιστορία των ιδεών,
όχι στη ζωή. Η ιστορία των απαρχών των μαθηματικών και της ιατρικής ερευνάται
κατά κύριο λόγο από μαθηματικούς και ιατρικούς επιστήμονες, ενώ η ιστορία των
προσωκρατικών σχετίζεται με μια περιοχή των Ελλήνων λογίων και όχι των φιλοσόφων. Ωστόσο, τα κείμενα των
προσωκρατικών δεν συνδέονται απλώς με φιλολογικές πληροφορίες ή απόψεις αλλά
θεμελιωδώς με φιλοσοφικό στοχασμό,
ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι όροι «φιλοσοφία» και «φιλοσοφικός» δεν είχαν
εισαχθεί ακόμη στην περιοχή του στοχασμού με το νόημα που τους χρησιμοποίησε ο
Πλάτων και όλοι οι φιλόσοφοι μετά απ’ αυτόν. Μια ιστορία της φιλοσοφίας δεν μπορεί να περιοριστεί στην
απαρίθμηση του ποιος είπε τι και πότε· πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσει τι εννοούσε
με αυτό. Δεν είναι μόνο φιλολογικά προβλήματα, πρέπει να ξέρει κανείς κάτι για τα ερωτήματα και τα εννοιολογικά εργαλεία της φιλοσοφίας για να καταλάβει τα έργα τους.
Οι προσωκρατικοί δεν ήθελαν απλώς να εκφράσουν απόψεις, ήθελαν να διαμεσολαβήσουν γνώση. Αν δεν θέλουμε
να τους αδικήσουμε, να τους κατανοήσουμε λαθεμένα, πρέπει να εισχωρήσουμε στην ουσία
της αλήθειας τους.
§2 Οι προσωκρατικοί διανοητές είναι οι πρώτοι στην
ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, που επιχείρησαν να αρθρώσουν
στοχαστικό-διαφωτιστικό λόγο σε σαφή διάκριση από τους αρχαϊκούς ποιητές.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τούτοι οι ποιητές ανήκουν στους μυθολόγους και
θεολόγους, γιατί αντλούν τα θέματά τους κυρίως από μύθους για ήρωες και για
θεούς. Απεναντίας, οι προσωκρατικοί διατυπώνουν ολικές και βαθυστόχαστες αποφάνσεις, που εκτείνονται από την άμεση
πολιτική κατάσταση της πόλεως έως το Είναι
και μη-Είναι, τη φύση και τη δια-νοηματική συνάρτηση κόσμου και ψυχής. Μέσα
στον ορίζοντα ανάπτυξης αυτού του πρώτου ιστορικά διασκεπτικού λόγου, ο λόγος του μύθου [=μυθο-λογία] υπερβαίνεται
διαλεκτικά: παύει βαθμιαία να συγκροτεί τα περιεχόμενα της σκέψης και
αναλαμβάνεται ως στοιχείο μορφής μέσα στη στοχαστική κίνηση του λέγειν και του θεωρείν. Τούτη η κίνηση
είναι παρούσα στις διάφορες πτυχές της προσωκρατικής σκέψης ως κίνηση ή
διεργασία ζήτησης και εύρεσης.
Δυνάμει αυτής της διεργασίας και διαδικασίας, αποκαθηλώνεται η αυθεντία των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων
και προσ(ς)-βάλλονται, χωρίς να
καθυβρίζονται, οι ως τώρα προστακτικές αρχές γύρω από το Πολιτικό και το
κοσμολογικό, μα όχι λιγότερο και γύρω από τις πεποιθήσεις για το θείο. §3 Η διαλεκτική ζήτηση και εύρεση έτσι δεν
εξελίσσεται ως διαπιστωτική
περιγραφή αυτών που συμβαίνουν ούτε ως μια καταστροφική
«Λογική» απέναντι στο παραδεδομένο ή ως ουδέτερη παρατήρηση, που δεν εγγίζει
τον βίο και τον τρόπο ζωής των ίδιων των πρώτων στοχαστών. Απεναντίας
συνυφαίνεται με ένα είδος ερευνητικής
διάθεσης, της «διζήσιος»,
σύμφωνα με την οποία η σκέψη αντιπαρατίθεται με το Παραδοσιακό και είναι ικανή
για μια τέτοια αντιπαράθεση, επειδή πρωτίστως καθιδρύεται μέσα στον κόσμο [=τάξη και φύση-Είναι] της
ζωής ως προστακτική αυτογνωσίας των ίδιων των στοχαστών και
γι’ αυτό δημιουργών: «εδιζησάμην
εμεωυτόν» [=ψάχνω να βρω τον εαυτό μου] (Ηράκλειτος). Από το παρατηρητήριο
αυτής της «διζήσιος» λοιπόν
γεννιούνται τα σπέρματα για χειραφέτηση
της σκέψης. Μια τέτοια χειραφέτηση και τότε και τώρα και πάντα μπορεί να είναι
μόνο συγκεκριμένη και όχι γενική και αφηρημένη, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες
εποχές του απόλυτου παρα-λογισμού και θρυμματισμού. Στα σπέρματα αυτά ανήκει η διαλεκτική λάθους και α-λήθειας: το καθιδρυμένο λάθος, που ενεργοποιείται
ως ψεύδος με τη φιλοσοφική έννοια, δηλαδή ως επίφαση, φαινομενικότητα,
πλάνη, απάτη και εν τέλει ως αδιαμφισβήτητο δόγμα, στέκεται τώρα απέναντι στον δυναμικό λόγο, που εκτυλίσσεται μέσα
στον χρόνο και στον εκάστοτε
συγκεκριμένο χώρο. §4 Η πρώτη
λοιπόν διαλεκτική αντιπαράθεση είναι αυτή της α-λήθειας–λάθους και εκδιπλώνεται
μέσα στα κείμενα των Προσωκρατικών ως διαφορά ή διάκριση δόξας [=γνώμης] και
αλήθειας. Πρόκειται για μια ουσιωδώς θεμελιακή διαφορά, που στον κάθε προσωκρατικό
στοχαστή εμφανίζεται με μορφή αντίστοιχη προς τη συγκεκριμένη ανάπτυξη των στοχασμών του. Στον
Παρμενίδη, ας πούμε, είναι η διάκριση της «δόξας
των βροτών» και της α-λήθειας, το ίδιο περίπου και στον Ξενοφάνη. Ο
Ηράκλειτος συλλαμβάνει τη διαφορά ως διάκριση ανάμεσα στον «ξυνόν λόγον» και την «ιδίην φρόνησιν» κ.λπ. Αυτή η θεμελιακή
διαφορά απηχεί γενικώς την οντο-λογική διαφορά Είναι και φαίνεσθαι. Στη συνάφεια
τούτη, η τοπολογία του διαλεκτικά εκδηλωνόμενου λόγου εδράζεται στο ερώτημα για
την α-λήθεια και το ψεύδος ή λάθος, για το Είναι και το φαινόμενο. Το ερώτημα
δεν νοείται ως κάποιο μεμονωμένο ερώτημα, αλλά ως ερωτηματική στάση, που ζητεί να συλλάβει, να αναλύσει, να
κατανοήσει, να συνθέσει και να ρωτήσει
πάλι από την αρχή. Κατ’ αυτή την ερωτηματική διαδικασία διαμορφώνονται πυρηνικά μόρια γνώσης, τα οποία με τη
σειρά τους συγκροτούν αυτή τούτη την αλήθεια της προσωκρατικής σκέψης ως
τέτοιας. §5 Η δυναμική των ως άνω πυρηνικών μορίων εγγράφεται
ως ο βαθύς λόγος της ψυχής
(Ηράκλειτος) και κατ’ επέκταση ως η αυτοκινησία
της. Με σημερινούς όρους, τούτη η αυτοκινησία είναι ο αυτοπροσδιορισμός του πνεύματος: δηλαδή η αυτοθέσμιση της κοινωνίας
και της πολιτείας του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος. Αυτή η πράξη αυτοθέσμισης,
δηλαδή η αυτοκινησία χαρακτηρίζεται από δυο τινά: 1. την εσωτερικότητα, ήτοι τον προαναφερθέντα βαθύ λόγο, που είναι
αυτοδύναμος, αυτόνομος, ελεύθερος· 2. την εξωτερικότητα,
που απηχεί ή αντανακλά εν πολλοίς την βαθύτητα
του εσωτερικού, ενώ την ίδια στιγμή
εσωτερικεύεται από το τελευταίο. Χωρίς ετούτη την εσωτερίκευση του εξωτερικού δεν νοείται βαθύτητα του εσωτερικού.
Δομικό στοιχείο έτσι του προσωκρατικού λόγου αναδεικνύεται η διαλεκτική
εσωτερικού και εξωτερικού. Αυτή εδώ θα αποτελέσει την πρώτη διαλεκτική ύλη,
πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Χέγκελ για να διατυπώσει, εναρμονισμένος με το
πνεύμα της εποχής του, τη δική του διαλεκτική αυτονομία ως διαλεκτική
εσωτερικότητας–εξωτερικότητας, γνώμης–γνώσης, περατού–απείρου, με γνώμονα
πάντοτε την απελευθέρωση του
νεωτερικού ανθρώπου από την αιχμαλωσία
της αυθαίρετης υποκειμενικότητας και
από τα δεσμά μιας απρόσωπης, δεσποτικής αντικειμενικότητας, που
απροσχημάτιστα πλέον αντιποιείται
ό,τι ακόμη θα μπορούσε να ζωογονεί
την ουσία του ανθρώπου.