M. Heidegger: η γλώσσα είναι το Είναι μας
Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889–1976
Η οντολογική μαρτυρία της
γλώσσας
§1
Όταν κανείς θέλει να κακοποιήσει στη ρίζα του ιστορικού του Είναι έναν λαό, τον στρέφει ενάντια στην οργάνωση της σκέψης του και του αφαιρεί έτσι κάθε δυνατότητα ιστορικής του ανα–και–αυτο–δημιουργίας. Τη στιγμή δε που η πλήρης αποδιοργάνωση της σκέψης είναι πλέον γεγονός, τότε συμβαίνει ό,τι ακριβώς εμπειρώμεθα στις σύγχρονες κοινωνίες, μηδέ εξαιρουμένης της ελληνικής: παντελώς ανίκανοι επί του πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, επιστημονικού πεδίου να βιάζονται να νομοθετήσουν, με περισσή αυταρέσκεια, και για τη γλωσσική παιδεία ενός ολόκληρου Έθνους· στην πράξη να αποσαθρώσουν, με διατάγματα και πολιτικές αποφάσεις, ό,τι έχει απομείνει από τα τελευταία ερείσματα της παιδείας, του στοχασμού και της γλώσσας. Η ολοσχερής πλέον και χωρίς προσχήματα επικράτηση της αγλωσσίας τώρα επιχειρείται με τη συρρίκνωση του αλφάβητου και τη μεταποίηση του όλου γλωσσικού οικοδομήματος, μέσω της κατάρρευσης [και] του γραμματικού συστήματος της γλώσσας, σε ένα άρρυθμο, αντι-αισθητικό, αντι-στοχαστικό συνονθύλευμα παραφθαρμένων λέξεων ή φράσεων.
§2
Εν τέλει, τι είναι η γλώσσα;
Όργανο εξωτερίκευσης της σκέψης μας, κάποια ιδιαίτερη τέχνη του λόγου ή
μήπως μια ρητορικώς φλυαρούσα συσκότιση του υπάρχοντος; Σύμφωνα με τον
Χάιντεγκερ, η γλώσσα είναι ο τόπος, όπου το λέγειν του ανθρώπου συναντάται με τον Λόγο ως πόλεμο. Ο
Λόγος ως πόλεμος είναι αυτό
τούτο το Είναι, το οποίο, ως «πατήρ πάντων» (Ηράκλειτος) καλεί τα όντα να φανερώνονται στις
αντιθέσεις τους, στις διαφορές τους, στις αντιπαραθέσεις τους και συγχρόνως τα περι-συλ-λέγει μέσα στην αποκαλυμμένη,
δια της αντιπαράθεσης τούτης, ενότητα της ύπαρξής τους. Αυτό το Είναι δεν είναι
διαφορετικό από το Είναι εκάστου εξ ημών, άρα είναι αυτό που καλεί κι
εμάς τους ίδιους προς το φως της αντιπαράθεσης. Η «φυλή» των αναφερθέντων στην
§1 ενταφιαστών της γλώσσας-σκέψης [=νομοθετούντων, πολιτικολογούντων, δοτών «συγγραφέων»
α-γλωσσικών-αντιπνευματικών εγχειριδίων κ.λπ.], ως πνευματικά εκφυλισμένη, αγνοεί αντικειμενικά
τον ως άνω Ηρακλείτειο-Χαϊντεγκεριανό πόλεμο. Αδυνατεί, εξ ανικανότητας λογισμού,
να διακρίνει σ’ αυτόν το Είναι που
στοχάζεται τη γλώσσα. Γι' αυτό και πάντα ενεργεί ως παραπαίουσα και
εσωτερικά διχασμένη φυλή. Όταν η γλώσσα λαμβάνεται ως σκέψη του Είναι, δηλαδή
ως η στοχαστική του ικανότητα,
σημαίνει, κατά τον Χάιντεγκερ, ότι αυτή δεν είναι ένα ηχητικό συμβάν ή ένα συνονθύλευμα τυχαίων
γλωσσικών σημείων, όπως νηπιακά πιστεύουν ορισμένοι, αλλά η διαρκής και ασφαλής
περισυλλογή των καθέκαστων όντων μέσα στην πιο αρχέγονη ενότητα του Είναι. Αυτή
η Χαϊντεγκεριανή περισυλλογή περιέχει
το ίδιο ακριβώς νόημα με τη μνημονευθείσα στην §1 οργάνωση της σκέψης. Ποια είναι
τούτη η αρχέγονη ενότητα ή συναρμογή του Είναι (μας); Είναι η αρχέγονη-ποίηση (Urdictung), εντός
της οποίας η λέξη δεν είναι απλώς μια λεκτική ήχηση ή συνήχηση, αλλά το ίδιο το
Είναι, ο λόγος που παραπέμπει στην αποκαλυπτική
ομιλία αυτού του Είναι. Με τούτο το νόημα λέει ο Χάιντεγκερ
ότι αυτός που ομιλεί
πρωταρχικά δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η γλώσσα, η οποία, ομιλώντας,
μας διανοίγει στην αλήθεια του Είναι. Ως εκ τούτου, η ομιλία του
ανθρώπου, που από άποψη ουσίας δεν είναι ξέχωρη από το Είναι του, οντολογικά
μαρτυρείται ως συστατικό γνώρισμα της ομιλίας της γλώσσας, επομένως
εκδιπλώνεται πάντοτε ως αντ-απόκριση σε ό,τι λέγει και συλ-λέγει ο Λόγος.
§3
Από το έργο του Χάιντεγκερ:
Επιλογή κειμένων για τη γλώσσα
1. «Η γλώσσα δεν είναι ούτε κάτι το υποκειμενικό ούτε
κάτι το αντικειμενικό⸱ επί της
αρχής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτής της αβάσιμης διαφοροποίησης. Η
γλώσσα, ως ιστορική στην εκάστοτε περίπτωση, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα
γεγονός, όπου η εκθετότητα στο ον εξ ολοκλήρου εγχειρίζεται στο Είναι για να
του ανταποκρίνεται. Η θελκτικότητα της κοιλάδας και η απειλή του βουνού και της
μαινόμενης θάλασσας, το μεγαλείο των άστρων, η απορροφημένη ζωή στις ρίζες του
φυτού και η ζωή σε κράτημα του ζώου, το υπολογισμένο φρένιασμα των μηχανών και
η τραχύτητα του ιστορικού πράττειν, η τιθασευμένη μέθη για το έργο που
δημιουργήθηκε και η ψυχρή παρατολμία του ερωτάν που καταγίνεται με τη γνώση, η
σταθερή νηφαλιότητα της εργασίας και η σιωπηρότητα της καρδιάς – όλα αυτά είναι γλώσσα: το Είναι κερδίζει
και χάνει μόνο μέσα στο συμβάν της γλώσσας. Η γλώσσα είναι η κυριαρχία του
κέντρου του ιστορικού Dasein του
λαού, του κέντρου που διαμορφώνει και διαφυλάττει έναν κόσμο».
2. «Η Λογική για μας δεν είναι κάτι που ένα
άτομο θα μπορούσε να κατασκευάσει εν μια νυχτί και να το διαθέσει στην αγορά ως
εγχειρίδιο. Η Λογική δεν είναι ούτε μπορεί να είναι για χάρη της
Λογικής. Το ερωτάν της συμβαίνει ως η μέριμνα της γνώσης σχετικά με το Είναι
του όντος, ένα Είναι που αποκτά ισχύ, όταν μέσα στη γλώσσα συμβαίνει η
κυριαρχία του κόσμου».
3. «Η ουσία της γλώσσας δεν εκδηλώνεται εκεί,
όπου η γλώσσα είναι παραφθαρμένη και ισοπεδωμένη, όπου τη
διαστρεβλώνουν και την εξαναγκάζουν να μεταποιείται σε μέσο επικοινωνίας και
όπου την υποβιβάζουν σε απλή έκφραση μιας λεγόμενης εσωτερικότητας. Η ουσία της
γλώσσας αναπτύσσεται ως ουσία εκεί, όπου η γλώσσα συμβαίνει ως διαμορφωτική
δύναμη του κόσμου, δηλαδή εκεί, όπου η γλώσσα εκ των προτέρων προεικονίζει,
κατά πρώτο λόγο, το Είναι του όντος και το άγει σε συναρμογή. Η αρχέγονη γλώσσα είναι η γλώσσα της
ποίησης. Ο ποιητής ωστόσο δεν είναι εκείνος που γράφει στίχους για το εκάστοτε
σήμερα. Η ποίηση δεν αποτελεί κανέναν κατευνασμό για τα μικρά
κορίτσια που ξετρελαίνονται, κανένα θέλγητρο για τους εστέτ που πιστεύουν ότι η
τέχνη είναι για να την απολαμβάνουν και να τη γεύονται. Η αληθινή ποίηση είναι
η γλώσσα εκείνου του Είναι, που ήδη προ πολλού μας έχει λεχθεί στο ομιλείν
–ευρέως εκδιπλωμένο ενώπιόν μας– και το οποίο ακόμη ποτέ δεν έχουμε
προϋπαντήσει. Γι’ αυτό, η
γλώσσα του ποιητή δεν είναι ποτέ σημερινή, αλλά πάντοτε παρελθούσα και
ελευσόμενη. Ο ποιητής δεν είναι ποτέ σύγχρονος. Οι σύγχρονοι ποιητές μπορεί
πράγματι να εντάσσονται σε ενώσεις, αλλά παρά ταύτα παραμένουν ένας παραλογισμός.
Η ποίηση και κατ’ επέκταση η καθαυτό γλώσσα συμβαίνει μόνο εκεί, όπου η
κυριαρχία του Είναι άγεται στο υπέρτερο άθικτο του αρχέγονου λόγου/λέξης».
4. «Η γλώσσα δεν είναι ούτε μόνο το πεδίο
έκφρασης ούτε μόνο το μέσο έκφρασης ούτε μόνο αμφότερα από κοινού.
Ποίηση και σκέψη ποτέ δεν χρησιμοποιούν τη γλώσσα μόνο για να τις βοηθά να
εκφράζονται· απεναντίας, ποίηση και σκέψη είναι εντός εαυτού το
πρωταρχικό, ουσιώδες και γι’ αυτό το έσχατο ομιλείν που η γλώσσα ομιλεί μέσω
του ανθρώπου».