Η πρωτοτυπία της εγελιανής σκέψης
Η θέση του Χέγκελ στην ιστορία της φιλοσοφίας
1. Ο Χέγκελ είναι ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές στην ιστορία της ανθρωπότητας: όλη η προηγούμενη σκέψη συγκλίνει πάνω του, και όλοι οι διάδοχοί του, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έχουν ως «πηγή λαλαίουσα» αυτόν ή επεξεργάζονται τις φιλοσοφίες τους σε διάλογο με τη σκέψη του, ακόμη κι αν προτίθενται να την διαψεύσουν, όπως π.χ. Ο Μαρξ, ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ κ.λπ., καθένας από τη δική του σκοπιά. Ο Χέγκελ αποτελεί την αποκορύφωση της νεοτερικής φιλοσοφίας και μετά τις εμπειριστικές και καντιανές «αποδομήσεις», σκόπευε να αποκαταστήσει το βασίλειο του Λόγου. Αλλά ο Λόγος που συνάπτεται με τον πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας είναι ένας διευρυμένος Λόγος, που περιλαμβάνει όλα τα έργα και τις δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος στην ιστορία: τέχνη, θρησκεία, πολιτικά συστήματα, κοινωνική ηθική κ.λπ. Δυνάμει αυτού του διευρυμένου Λόγου, ο κορυφαίος διαλεκτικός φιλόσοφος επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει το συγκεκριμένο νόημα αυτού του πνεύματος.
2. Η
αφοσίωση του Χέγκελ στο βασίλειο του Λόγου συνοψίζεται στην περιώνυμη φράση του
από τον Πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου:
«Ό,τι
είναι λογικό, αυτό είναι ενεργώς-πραγματικόꞏ και ό,τι είναι ενεργώς-πραγματικό, αυτό είναι λογικό».[2]
Τούτη η φράση σημαίνει ότι το λογικό δεν κινείται
στη σφαίρα κάποιας ουτοπίας, αλλά υπάρχει στα βάθη της πραγματικότητας. Δεν
είναι ένα αφηρημένο όνειρο, αλλά ενδημεί στον τόπο του συγκεκριμένου, μέσα στον
πλούτο των πολλαπλών όψεων και αντιφάσεων του. Το πραγματικό, με τη σειρά του,
δεν είναι «μια ιστορία που αφηγείται ένας
ηλίθιος», αλλά είναι εμποτισμένο με τη λογική, που το δομεί και του
δίνει νόημα. Η σκέψη του Χέγκελ, σε αντίθεση με τον μηδενισμό του Χάιντεγκερ και των μεταμοντέρνων, είναι εποικοδομητική σκέψη, αφού οι
αντιφάσεις αποτελούν διαμεσολάβηση
για μια πληρέστερη πραγματοποίηση. Η πρωτοτυπία
του Χέγκελ, που συγκροτεί το μεγαλείο του αλλά που είναι και πηγή παρεξηγήσεων,
είναι η διαλεκτική του σκέψη.
3.
Ο πρωταρχικές ρίζες της εγελιανής
διαλεκτικής ανάγονται πίσω στον Ηράκλειτο. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Χέγκελ:
«δεν υπάρχει καμιά
πρόταση του Ηράκλειτου, που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου».[3]
Η
πραγματικότητα, όπως τη συνέλαβε ο Ηράκλειτος, είναι μια συνεχής ροή, σαν το ποτάμι, σαν τη φωτιά. Για να εισδύσει κανείς
στα ανείκαστα βάθη αυτής της πραγματικότητας, πρέπει να σκέπτεται διαλεκτικά. Η διαλεκτική σκέψη αντιμετωπίζει την αντίφαση ως αναγκαίο στοιχείο και την
αφομοιώνει, τηρεί το περίγραμμά της και παρακολουθεί
την κίνησή της. Όλη η φιλοσοφία του Χέγκελ συνίσταται στην έκθεση αυτής της
διαλεκτικής. Ο ρόλος της διαλεκτικής αντίφασης συνεπώς είναι αναντικατάστατος: σε κάθε βήμα κλονίζει τις βεβαιότητες και τις ανυψώνει
σε ένα νέο επίπεδο πραγματικότητας και κατανόησης, στο οποίο αναιρούνται ως προς την αρχική τους μορφή και συγχρόνως
διατηρούνται στη βαθύτερη ουσία τους, σε ένα ανώτερο επίπεδο, ως
διαμεσολαβημένη Γνώση. Ο
Χέγκελ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του
λουλουδιού που υφίσταται άρνηση της
αρχικής του μορφής ως μπουμπουκιού, αλλά διατηρείται,
σε ένα ανώτερο επίπεδο, υπό τη μορφή της πληρότητας
του καρπού.
4.
Αυτές και πολλές άλλες μεταφορές δείχνουν
πως η διαλεκτική αποτελεί την
υπέρτατη προσπάθεια του κατανοητικού
Λόγου αλλά και τη μόνη ικανή μέθοδο να κατανοήσει το σύνολο των όντων και των
πραγμάτων. Γι' αυτό, μεταξύ των μεγάλων φιλοσόφων, ο Χέγκελ είναι ο λιγότερο
κατανοητός και πολλές ερμηνευτικές απόπειρες είναι επιφανειακές όσο και παραμορφωτικές,
ανίκανες να συλλάβουν τη σκέψη του. Από την άλλη, η σκέψη του είναι επίσης μια παγίδα: κανείς δεν μπορεί να τη
συλλάβει χωρίς να είναι ή να γίνει εγελιανός,
δηλαδή να την εσωτερικεύει, καθώς τη
μελετά, και να επαναλαμβάνει την κίνηση της εγελιανής έννοιας μέσα του. Υπό την προϋπόθεση τούτη,
όσοι επιχειρούν απλώς μια εξωτερική
ανάγνωση δεν επιτυγχάνουν παρά να κινούνται στην περιφέρεια της εγελιανής σκέψης και όχι στο κέντρο της. Η κοινή τάση είναι συνήθως να παραμένουμε έξω από την
οδό της εγελιανής διαλεκτικής και να μην κατανοούμε πραγματικά τον Χέγκελ. Εάν
ρίξει κανείς μια ματιά στα μορφωτικά μας ιδρύματα, θα διαπιστώσει πως ο Χέγκελ ουσιαστικά
δεν διδάσκεται, αποβαίνει απλησίαστος
από διδάσκοντες και διδασκομένων ή παραμορφώνεται
οικτρά, με ορισμένες πάντοτε φωτεινές εξαιρέσεις διδασκόντων.