Nietzsche: η Ηθική ως εξαπάτηση
Φρίντριχ Νίτσε
1844–1900
Είναι η ηθική μια καθορισμένη εξαπάτηση;
§1
Ποιος είναι ο Νίτσε; Είναι ένας φιλόσοφος εκπληκτικής πρωτοτυπίας, ταυτόχρονα προσιτός και προκλητικός, σχεδόν πάντα πολεμικός: συχνά όταν γράφει με όρους που φαίνονται απλοί αποδεικνύονται πως είναι στην πιο χλευαστική και βίαιη μορφή τους. Στο έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα μας υπενθυμίζει πως
«η σοφία μας θέλει ξένοιαστους, χλευαστές και βίαιους. Η σοφία είναι μια γυναίκα, που αγαπάει πάντα μόνο έναν πολεμιστή».
Ο
πολεμιστής μπορεί κάποιες φορές να
μιλάει ωμά, αλλά τούτο δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως είναι επιθυμία
του και πρέπει οι άλλοι να τον ακούν και να τον καταλαβαίνουν έτσι ωμά[1].
Η φιλοσοφία του, με άλλα λόγια, θα πρέπει να κατανοείται ως εκείνη η σκέψη που σφυροκοπάει στη ρίζα του και ανελέητα όλο
το καθιερωμένο σύστημα των αξιών, που
είναι η έσχατη πλάνη για τον άνθρωπο, τον αληθινά ελεύθερο. Όσο πιο πλανερές και εχθρικές προς τη φύση του ανθρώπου είναι οι ηθικές αξίες, τόσο
περισσότερο πλασάρονται ως το ιερό
βιβλίο της ζωής που δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο
Νίτσε ανήκει στους πιο τελεσφόρους
φιλοσόφους, ειδικά από την άποψη της δριμείας κριτικής των ιδεαλιστικών θέσεων του Λόγου
του Διαφωτισμού. Τούτος ο Λόγος αυτοπροσδιοριζόταν
ως αυτόνομος, αλλά στην πράξη ήταν δεσμευτικός σε ευθεία αναλογία και με
το γεγονός ότι αποτελούσε τον κήρυκα των προλήψεων
και της δεισιδαιμονίας.
§2
Η σκέψη
του Νίτσε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος πρέπει να διαμορφώσει αυτόνομα τη ζωή του και σύμφωνα πάντα με τους νόμους που ιδιάζουν σε αυτόν τον ίδιο και αφήνουν
το ένστικτό του να εκφραστεί. Αυτή η
σκέψη είναι που θέτει σε κίνηση μια ολοκληρωμένη κριτική της παραδοσιακής ηθικής φιλοσοφίας και των αξιών εν όλω. Τούτη η κριτική έχει γίνει
υποδειγματικής σημασίας για τη μετα-ιδεαλιστική
φιλοσοφία, κυρίως μεθοδολογικά, ως εναλλακτική λύση στη θεωρητική
μεταφυσική του λόγου. Ο Νίτσε αναδομεί την ηθική εκκινώντας από την ιστορική
της εξέλιξη και την εξηγεί στο πλαίσιο μιας γενεαλογίας, όπως την
γνωρίζουμε κυρίως στα έργα του: Πέραν του Καλού και του Κακού (1886)
και Γενεαλογία
της Ηθικής (1887). Η ηθική δεν έχει κανένα λογικό έρεισμα,
γιατί ζούμε σε έναν κόσμο που δεν είναι «ελεύθερος», σε έναν κόσμο της αναγκαιότητας. Ο Νίτσε βέβαια δίνει διαφορετικό
νόημα από τους διαλεκτικούς φιλοσόφους στις λέξεις ελευθερία και αναγκαιότητα.
Π.χ μια καταιγίδα με όλες τις καταστροφικές της συνέπειες που προέρχεται από τη
φύση εκφράζει μια φυσική αναγκαιότητα, την οποία δεν κρίνουμε με όρους ηθικής.
Η αναγκαιότητα υποδηλώνει μια κατάσταση της φύσης, η οποία δεν μπορεί να αξιολογείται με ηθικά κριτήρια,
δεν λέμε δηλαδή ότι ο κεραυνός, η καταιγίδα κ.λπ. είναι ηθικά φαινόμενα ή
ανήθικα. Ο κόσμος διέπεται από αναγκαιότητα σημαίνει λοιπόν ότι είναι αυτός που
είναι, χωρίς να μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό. Άρα και η ελευθερία δεν μπορεί να υφίσταται.
§3
Έτσι, οι
αρχές, για παράδειγμα, της χριστιανικής
ηθικής ή της καντιανής ηθικής
φιλοσοφίας χάνουν τον άνευ όρων δεσμευτικό και διαχρονικό τους χαρακτήρα
και γίνονται κατανοητές υπό το πρίσμα της ιστορικής
και πολιτικής δύναμης και των
διαφόρων αστερισμών συμφερόντων. Από ψυχολογική-κριτική σκοπιά, η ηθική και η
θρησκεία εμφανίζονται ως έκφραση μιας εξαρτημένης
στάσης ζωής που επιδιώκει να καλύψει τις δικές της αδυναμίες μέσω του εξορθολογισμού. Το θετικό αποτέλεσμα
αυτής της κριτικής είναι η ιδέα ενός τρόπου ζωής, που βασίζεται στην αυτόνομη
αυτοδιαμόρφωσή του, μια τέτοια δηλαδή που να υπερβαίνει την παραδοσιακή ηθική και να μην αφήνει περιθώρια για
προκαθορισμές αξίες του πράττειν, αλλά να τις θέτει ανεξάρτητα. Αυτό που
περνάει για «ελευθερία» είναι η «ελευθερία»
να θεσπίζουν οι εκάστοτε
εξουσιαστικοί θεσμοί και μηχανισμοί κώδικες ηθικής. Αυτοί οι κώδικες
μαθαίνουν το άτομο να
λειτουργεί ως αγέλη. Ιεραρχούν, αξιολογούν τις παρορμήσεις και τις
ενέργειές του και μετατρέπουν το ένστικτό
του σε ένστικτο αγέλης. Έτσι όλοι σκέφτονται την ανυπόθετη υπακοή ως
«προτέρημα» της ανθρώπινης φύσης. Ο
άνθρωπος τελικά «αγωνίζεται», επιδιώκει διακαώς σε όλη του τη ζωή να εφαρμόσει,
σαν να πρόκειται για εκπλήρωση αδήριτων αναγκών του, προσταγές του είδους: «οφείλεις
να κάνεις αυτό και να μην κάνεις το άλλο κ.α.»ˑ και μάλιστα αυτές τις
προσταγές να τις θεωρεί ως φωνές της
συνείδησής του.
§4
Ο Νίτσε χαρακτηρίζει αυτό το είδος της
υπακοής αγελαίο ένστικτο
υπακοής. Προέκταση αυτού του τελευταίου ενστίκτου είναι η ηθική υποκρισία των αρχόντων έναντι των
αρχομένων: οι άνθρωποι της εξουσίας, ακολουθώντας την κακή τους
συνείδηση και εφαρμόζοντας το δικό τους αγελαίο ένστικτο, δηλαδή να υπακούουν σε κάτι,
παρουσιάζονται να εκτελούν διαταγές, γιατί έτσι πρέπει. Γράφει σχετικά ο Νίτσε:
1. «Τι αφέλεια είναι να λέμε “ο άνθρωπος θα έπρεπε να είναι
έτσι και έτσι!”. Η πραγματικότητα μας δείχνει έναν θελκτικό πλούτο τύπων, τη
δαψίλεια που προκύπτει από ένα σπάταλο παιχνίδι μορφών και αλλαγής μορφών: και
κάποιος άθλιος χασομέρης μοραλιστής λέει επ’ αυτού: “όχι! Ο άνθρωπος θα έπρεπε
να είναι αλλιώς”. […] Το μεμονωμένο άτομο είναι ένα κομμάτι μοίρας
από πάνω ως κάτω, ένας ακόμη νόμος, μια ακόμη αναγκαιότητα για όλα όσα έρχονται
και θα γίνουν. […] Η ηθική, στο μέτρο που καταδικάζει καθεαυτήν και όχι
ξεκινώντας από απόψεις, εκτιμήσεις, προθέσεις της ζωής, είναι μια ειδική πλάνη,
για την οποία δεν πρέπει να νιώθει κανείς κανέναν οίκτο, είναι μια
ιδιοσυγκρασία εκφυλισμένων. […] Εμείς οι αμοραλιστές, αφήσαμε αντίθετα την
καρδιά μας ανοιχτή για κάθε είδος κατανόησης, σύλληψης, έγκρισης» (Νίτσε: Το
λυκόφως των ειδώλων).
2. «Όπου κι αν συναντήσουμε μια ηθική, εκεί συναντούμε και
μια αξιολόγηση, μια ιεραρχική κατάταξη των ανθρώπινων παρορμήσεων και πράξεων.
Αυτές εδώ είναι πάντοτε εκφράσεις των αναγκών μιας κοινότητας και μιας αγέλης
[…] Η ηθική μαθαίνει στο άτομο να είναι μια λειτουργία της αγέλης και να
αποδίδει αξία στον εαυτό του ως λειτουργία μόνο. Επειδή η διατήρηση
διαφορετικών κοινοτήτων απαιτούσε διαφορετικούς όρους, γι’ αυτό υπήρξαν και
διαφορετικές ηθικές. Έχοντας κατά νου τις ουσιώδεις αλλαγές στις μορφές των
μελλοντικών αγελών και κοινοτήτων, κρατών και κοινωνιών, μπορούμε να
προφητέψουμε πως θα υπάρξουν κι άλλες διιστάμενες μεταξύ τους ηθικές. Η ηθική
είναι το αγελαίο ένστικτο του ατόμου» (Νίτσε: Πέραν
του καλού και του κακού).