Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και οι καταθέτες θα πληρώσουν το κόστος της διάσωσης των όποιων υπερχρεωμένων κρατών και τραπεζών – ενώ οι ισχυρές κυρίως επιχειρήσεις καθόλου, αφού θα αυξήσουν απλά τις τιμές τους ανάλογα με τα κόστη τους. Όσον αφορά την Ελλάδα, η κατάσταση της είναι κάτι περισσότερο από προβληματική – ενώ η κυβέρνηση αδυνατεί να καταλάβει πως τα ανοδικά επιτόκια θα επηρεάσουν μεν λιγότερο το δημόσιο, αφού το μεγαλύτερο μέρος των χρεών του είναι μακροπρόθεσμο, με σταθερά επιτόκια, αλλά θα είναι θανατηφόρα για τον υπερχρεωμένο ιδιωτικό μας τομέα. Εκτός αυτού, ο ιδιωτικός τομέας μας δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει με την πληθωριστική ληστεία του, για να διασωθεί το δημόσιο – πόσο μάλλον όταν ήδη τα τέσσερα από τα δέκα δάνεια κοκκινίζουν ξανά.
.
Ανάλυση
Μπορεί να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός προσφοράς με αυξήσεις των επιτοκίων; Η άνοδος των επιτοκίων θα οδηγήσει σε περισσότερα τρόφιμα, φυσικό αέριο ή/και πετρέλαιο θέρμανσης; Δηλαδή σε μία αύξηση της προσφοράς, οπότε σε χαμηλότερες τιμές;
Προφανώς όχι – οπότε γιατί η ΕΚΤ αύξησε ξανά στις 8 Σεπτεμβρίου τα τρία βασικά της επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης; Γιατί θεωρήθηκε θετικό από πολλούς οικονομολόγους (πηγή), ιδίως του τραπεζικού τομέα, παρά το ότι ήταν η μεγαλύτερη αύξηση από το 2002; Πώς είναι δυνατόν να είναι ικανοποιημένοι, από μία αύξηση ρεκόρ των επιτοκίων, εν μέσω προβλέψεων ύφεσης, αφού ασφαλώς θα την επιδεινώσει;
Δεν είναι σίγουρα ασυνήθιστο για μία κεντρική τράπεζα να αυξάνει τα επιτόκια της, όταν πλησιάζει μία βαθιά ύφεση; Πόσο μάλλον όταν υπάρχει πλήρης συμφωνία σχετικά με το ότι, ο τρέχων πληθωρισμός είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης προσφοράς; Μίας έλλειψης που έχει σχέση με τα προβλήματα στην προμήθεια ενδιάμεσων αγαθών, με τις καθυστερήσεις στην αποστολή προϊόντων, με την άνοδο των τιμών της ενέργειας λόγω της μειωμένης παραγωγής και της πολιτικής κυρώσεων κατά της Ρωσίας, με την κερδοσκοπία εμπορευμάτων κοκ.;
Από την άλλη πλευρά, η αυξήσεις των επιτοκίων δεν αυξάνουν το κόστος των επιχειρήσεων; Δεν σημαίνει λοιπόν πως οι εταιρίες με ισχύ στην αγορά θα προσπαθήσουν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις του κόστους χρηματοδότησης τους στις τιμές; Από μόνο του αυτό το γεγονός, δεν θα έχει πληθωριστικό και όχι αποπληθωριστικό αποτέλεσμα;
Παράλληλα, πώς δικαιολογούνται οι λανθασμένες προβλέψεις της ΕΚΤ, της Fed, του ΔΝΤ κλπ. για τον πληθωρισμό του 2022 από το 2021; Εκτός αυτού, πώς τεκμηριώνονται οι προβλέψεις για πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό το 2023 και τα επόμενα έτη, από τόσες κεντρικές τράπεζες, κράτη και οργανισμούς;
Στην ουσία, η απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι πολύ εύκολη – αφού είναι γενικά αποδεκτό το ότι, οι προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σχετικά με το μελλοντικό πληθωρισμό, είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας του. Με απλά λόγια θεωρείται ότι, εάν οι προσδοκίες για την εξέλιξη του πληθωρισμού είναι θετικές, προκαλούν πληθωρισμό – καθώς επίσης το αντίθετο.
Ως εκ τούτου, κυρίως οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που έχουν αυτήν την άποψη, προσπαθούν επηρεάσουν τις προσδοκίες. Να τις ελέγξουν καλύτερα και να τις διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα – έτσι ώστε να μην οδηγήσουν σε πληθωρισμό.
Εν προκειμένω, όταν μία κεντρική τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια, οι αγορές αναμένουν πως ο πληθωρισμός θα μειωθεί – ενώ όσο πιο αποφασιστική είναι η κεντρική τράπεζα στην αύξηση των επιτοκίων, τόσο πιο σίγουρες είναι οι αγορές πως κάνει τη δουλειά της αποτελεσματικά. Έτσι, τόσο οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, όσο και ο πραγματικός πληθωρισμός μειώνονται. Αντίθετα, εάν η κεντρική τράπεζα μειώσει τα επιτόκια της, επειδή πιστεύει πως ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, τότε οι αγορές αναμένουν υψηλότερο πληθωρισμό – οπότε στην ουσία τον τροφοδοτούν.
Από την πλευρά τώρα των κρατών και των λοιπών οργανισμών, θεωρείται ανάλογα πως εάν οι προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό είναι χαμηλές, συνεπικουρούμενες από τις κεντρικές τράπεζες, τότε θα διατηρηθεί χαμηλός – μεταξύ άλλων επειδή δεν θα ζητήσουν οι εργαζόμενοι αυξήσεις και δεν θα τεθεί σε λειτουργία το σπιράλ «μισθών-τιμών-μισθών» (ανάλυση), το οποίο προκαλεί τον κανονικό πληθωρισμό της ζήτησης.
Με άλλα λόγια, με τις προειδοποιήσεις τους οι κεντρικές τράπεζες θέλουν να πείσουν (να χειραγωγήσουν είναι ο σωστός όρος) τους διάφορους οικονομικούς παράγοντες, δηλαδή τα συνδικάτα των εργαζομένων, τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και τις κυβερνήσεις, να απέχουν από την αύξηση των τιμών και των μισθολογικών απαιτήσεων, όσο το δυνατόν περισσότερο – έτσι ώστε να αποφευχθεί το σπιράλ «μισθών-τιμών-μισθών», οπότε να εμποδισθεί ο φαύλος κύκλος της ανόδου των τιμών.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουν δύο αποτελέσματα μαζί: (α) την πληθωριστική μείωση των κρατικών χρεών ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ, σε μία εποχή που έχουν εκτοξευθεί στα ύψη και (β) τη σχετική σταθερότητα των τιμών. Προφανώς βέβαια εις βάρος των εργαζομένων, αφού η αγοραστική αξία των μισθών τους μειώνεται, χωρίς να εξισορροπείται από ανάλογες αυξήσεις – όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ενεργειακής κρίσης της δεκαετίας του 1970.
Ειδικά όσον αφορά τις αποταμιεύσεις, κυριολεκτικά ληστεύονται προς όφελος των τραπεζών που αυξάνουν μεν τα επιτόκια χορηγήσεων, αλλά όχι αυτά των καταθέσεων – ενώ τα κρατικά χρέη μειώνονται τόσο με τη βοήθεια του πληθωρισμού, όσο και με τη χρηματοπιστωτική καταστολή (ανάλυση).
Συμπερασματικά λοιπόν, οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και οι καταθέτες θα πληρώσουν το κόστος της διάσωσης των υπερχρεωμένων κρατών και τραπεζών – ενώ οι ισχυρές κυρίως επιχειρήσεις καθόλου, αφού θα αυξήσουν απλά τις τιμές τους ανάλογα με τα κόστη τους.
Αυξήσεις μισθών και πληθωριστικές προσδοκίες
Συνεχίζοντας, εάν οι εργαζόμενοι αναμένουν υψηλότερο πληθωρισμό, διαπραγματεύονται νέες συλλογικές συμβάσεις με μεγαλύτερους μισθούς – έτσι ώστε να αντισταθμίσουν την απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης. Στη συνέχεια όμως, οι εταιρίες μετακυλούν το αυξημένο κόστος στις τιμές, οι εργαζόμενοι ζητούν ξανά αυξήσεις κοκ.– γεγονός που επεξηγεί τη φράση της διευθύντριας της ΕΚΤ σε συνέντευξη της, σύμφωνα με την οποία αυτό που πρέπει να αποφύγει η κεντρική τράπεζα, είναι να παγιωθούν οι προσδοκίες πως θα υπάρχει ένας επίμονα υψηλός πληθωρισμός (πηγή).
Μία τέτοια εξέλιξη βέβαια θα απαιτούσε από τα συνδικάτα να έχουν μία εξαιρετικά ισχυρή διαπραγματευτική θέση – η οποία θα τους επέτρεπε να επιβάλουν ονομαστικές αυξήσεις μισθών, ανάλογα με τις πληθωριστικές προσδοκίες τους. Εν τούτοις, είναι πλέον πρακτικά αδύνατον – λόγω της σημαντικής απώλειας της διαπραγματευτικής ισχύος των συνδικαλιστικών οργανώσεων που έχει λάβει χώρα παγκοσμίως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ η θέση τους έχει επιδεινωθεί από τις μεταναστευτικές εισροές φθηνού εργατικού δυναμικού.
Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες είναι απίθανο να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό που αναμένεται στο μέλλον – κάτι που φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, στο οποίο η μπλε καμπύλη απεικονίζει την εξέλιξη των ονομαστικών μισθών στην Ευρωζώνη, ενώ η πορτοκαλί των πραγματικών στη ζώνη του ευρώ.
Συμφωνημένοι μισθοί στη ζώνη του ευρώ (ετήσια ανάπτυξη)
Εν προκειμένω, οι τελευταίες τρεις δεκαετίες έως το δεύτερο τρίμηνο του 2022 τεκμηριώνουν ότι, δεν υπάρχει ανοδική τάση στην εξέλιξη των ονομαστικών μισθών – ενώ, με δεδομένο το ότι, ο πληθωρισμός αυξήθηκε τα τελευταία τρίμηνα, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν απότομα. Επομένως η ΕΚΤ, τουλάχιστον έως σήμερα, έχει πετύχει το στόχο της – χειραγωγώντας τόσο τους εργαζομένους, όσο και τους αποταμιευτές, με τις χαμηλές πληθωριστικές προσδοκίες.
Στο παράδειγμα δε της Ελλάδας, μπορεί να φαίνεται αστεία η πρόβλεψη της κυβέρνησης για πληθωρισμό 3% το 2023 στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, αλλά απλά εξυπηρετεί το στόχο της χειραγώγησης εργαζομένων και καταθετών – όπως άλλωστε επίσης το 2022.
Επιχειρήσεις και πληθωριστικές προσδοκίες
Περαιτέρω, σε αντίθεση με τις μεγάλες εταιρίες, οι μικρομεσαίες δεν μπορούν να αυξήσουν τις τιμές τους εύκολα – ακόμη και αν δεν έχουν χειραγωγηθεί από τις χαμηλές πληθωριστικές προσδοκίες που τους προβάλουν σκόπιμα οι κεντρικές τράπεζες. Ειδικότερα, είναι αντιμέτωπες με τις εξής τρεις περιοριστικές προϋποθέσεις:
(α) με το επίπεδο του ανταγωνισμού στον κλάδο τους, (β) με την ελαστικότητα της ζήτησης, ως προς τις τιμές των προϊόντων τους και (γ) με την ισχύ των νέων πιθανών ανταγωνιστών τους.
Όσον αφορά το πρώτο, εάν μία επιχείρηση αυξήσει τις τιμές της, τότε οι ανταγωνιστές της μπορεί να τις διατηρήσουν χαμηλές – έτσι ώστε να της «κλέψουν» το μερίδιο αγοράς της, αυξάνοντας το δικό τους. Σε σχέση με το δεύτερο, είναι απαραίτητο να είναι χαμηλή η ελαστικότητα της ζήτησης σε σχέση με την τιμή – γεγονός που σημαίνει πως οι αγοραστές αντιδρούν ελάχιστα όταν αλλάζει η τιμή. Αναφορικά δε με το τρίτο, πρέπει να υπάρχουν σχετικά υψηλά εμπόδια εισόδου νέων ανταγωνιστών στους αντίστοιχους τομείς – όπως οι μεγάλες επενδύσεις, η ακριβή καινοτομία κλπ.
Επομένως, ευνοούνται τα καρτέλ, τα Ολιγοπώλια και οι ισχυρές κυρίως επιχειρήσεις – γεγονός που επεξηγεί γιατί οι μεγάλες εταιρίες αυξάνουν τα μερίδια αγοράς και τα κέρδη τους σε περιόδους κρίσεων, ενώ πολλές μικρομεσαίες χρεοκοπούν, ενδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τις μεγάλες. Πόσο μάλλον αφού οι μεγάλες επιχειρήσεις με χαμηλό ανταγωνισμό στον κλάδο τους, με προϊόντα ανελαστικών τιμών και με υψηλά εμπόδια εισόδου πιθανών ανταγωνιστών τους, μπορούν να αντιδρούν προληπτικά – αυξάνοντας έγκαιρα τις τιμές τους, όταν προβλέπουν παρατεταμένο πληθωρισμό.
Η έρευνα πληθωριστικών προσδοκιών
Συνεχίζοντας, η ΕΚΤ διενεργεί μηνιαία «έρευνες καταναλωτικών προσδοκιών» (CES), σχετικά με τις πληθωριστικές προσδοκίες στην Ευρωζώνη – στις οποίες συμμετέχουν περίπου 14.000 καταναλωτές ηλικίας άνω των 18 ετών από το Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία και την Ισπανία.
Με βάση τώρα την τελευταία της έρευνα από τον Οκτώβριο του 2022, με το «ποιοτικό ερώτημα» πώς αναμένουν να εξελιχθεί γενικά ο ρυθμός πληθωρισμού τους επόμενους 12 μήνες, δεν υπάρχει παραδόξως προς το παρόν κανένας λόγος μεγάλης ανησυχίας – αφού, όπως φαίνεται από το γράφημα, παρατηρείται πτωτική τάση στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό από τν Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2022. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, παρατηρείται μια ελαφρά ανοδική κίνηση σε σχέση με τον Ιούνιο – η οποία όμως δεν επιστρέφει στο επίπεδο των προσδοκιών για τον πληθωρισμό του Μαρτίου του 2022.
Προσδοκίες για τον πληθωρισμό για τους επόμενους 12 μήνες. Ερώτηση: Πώς πιστεύετε ότι θα εξελιχθούν γενικά οι τιμές τους επόμενους 12 μήνες; Πιθανές απαντήσεις: «Σημαντική αύξηση», «Ελαφριά αύξηση», «Θα παραμείνουν ίδιες», «Θα μειωθούν ελαφρά», «Θα μειωθούν σημαντικά». Σημειώσεις: Σταθμισμένες εκτιμήσεις. Τα καθαρά ποσοστά λαμβάνονται αφαιρώντας το ποσοστό των ερωτηθέντων που λένε πως οι τιμές θα μειωθούν, από το ποσοστό των ερωτηθέντων που λένε ότι οι τιμές θα αυξηθούν. Πηγή: ΕΚΤ: Έρευνα Προσδοκιών Καταναλωτή (CES), 7 Οκτωβρίου 2022
Επομένως, οι παραπάνω Ευρωπαίοι καταναλωτές δεν πιστεύουν πως ο πληθωρισμός επιταχύνεται και κινδυνεύει να γίνει ανεξέλεγκτος – ενώ το Μάρτιο, τον Απρίλιο, τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2022, αναμενόταν κατά μέσο όρο ότι, ο πληθωρισμός θα ήταν 5% τους επόμενους δώδεκα μήνες.
Το γεγονός αυτό σημαίνει πως οι Ευρωπαίοι έχουν χειραγωγηθεί επαρκώς – αφού ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ οι προσδοκίες τους διατηρούνται χαμηλές. Εν τούτοις, η ΕΚΤ σχεδιάζει να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια – προφανώς επειδή είναι σίγουρη για τη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού, οπότε δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι αρνητικά τα πραγματικά επιτόκια (=ονομαστικά μείον τον πληθωρισμό).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από προβληματική – ενώ η κυβέρνηση αδυνατεί να καταλάβει πως τα ανοδικά επιτόκια θα επηρεάσουν μεν λιγότερο το δημόσιο, αφού το μεγαλύτερο μέρος των χρεών του είναι μακροπρόθεσμο, με σταθερά επιτόκια, αλλά θα είναι θανατηφόρα για τον υπερχρεωμένο ιδιωτικό μας τομέα. Εκτός αυτού, ο ιδιωτικός τομέας μας δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει με την πληθωριστική ληστεία του για να διασωθεί το δημόσιο – πόσο μάλλον όταν ήδη τα τέσσερα από τα δέκα δάνεια κοκκινίζουν ξανά.
Με πιθανότερο ενδεχόμενο δε το στασιμοπληθωρισμό, κατά τον οποίο η ανάπτυξη είναι χαμηλή εάν όχι αρνητική, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, η χώρα μας θα κινδυνεύσει ξανά να χρεοκοπήσει – οπότε είναι ακατανόητη η κυβερνητική θριαμβολογία.
Υστερόγραφο: Για να μην θεωρηθεί πως υπερβάλουμε σχετικά με τη θλιβερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, θα αναφέρουμε επιγραμματικά τις αναφορές ορισμένων άλλων Ελλήνων. Εν προκειμένω τα εξής:
Τ. Γιαννίτσης, πρώην υπουργός: Για να ανακτήσουμε το προ πανδημίας ΑΕΠ (2019), ξοδέψαμε 55 δις € – δηλαδή το 33% του ΑΕΠ μίας χρονιάς….Η οικονομική μεγέθυνση συνδέεται με ένα ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου αυξήθηκε κατά 60% – γεγονός που σημαίνει πως μετατρέπουμε μία τραγική κατάσταση, σε υμνολόγιο….Το 16% του ΑΕΠ μας, δηλαδή δύο φορές αυτό της βιομηχανίας, προέρχεται από ενοίκια και αγοραπωλησίες ακινήτων – και αυτό το ονομάζουμε ανάπτυξη!
Ν. Βέττας, ΙΟΒΕ: Το καλό σενάριο περιλαμβάνει πολλές αβεβαιότητες – το κακό σενάριο καλύτερα να μην το συζητάμε.
Προβόπουλος, πρώην διοικητής της ΤτΕ: Η κυβέρνηση επιμένει να εξαιρεί τις εγγυήσεις του δημοσίου από το χρέος – ενώ ανέρχονται κάπου στο 10% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ (παρά την πληθωριστική άνοδο του ΑΕΠ στα 210 δις €), ακόμη και αν αφαιρέσει κανείς τα περιβόητα διαθέσιμα, θα είναι 190% (το 2022). Εάν αυτό συνδυαστεί με τις παραδοχές του ΔΝΤ για την άσκηση βιωσιμότητας του χρέους και ιδιαίτερα με την παραδοχή για επιτόκια 3%-4%, καθώς επίσης με τα συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τότε το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό της χρεοκοπίας.
analyst.gr