Γιατί χρειάζεται ο προεδρικός θεσμός (εν καιρώ πολέμου)
Στη μεταπολεμική Ευρώπη πολλά από τα κοινοβουλευτικά συστήματα που αναδύθηκαν ή αναδιαμορθώθηκαν μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και μεταγενέστερα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την Πτώση τους Τείχους, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας, επέλεξαν ως τύπο πολιτεύματος αυτόν της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με πλειοψηφικές κυβερνήσεις. Ένα σχετικά ευέλικτο πολιτικό σύστημα, κι άλλο τόσο εύθραστο σε πολιτικούς κλυδωνισμούς, που επέτρεπε όμως σε πολλές χώρες την άρση πολιτικών αδιεξόδων, τη δημιουργία κυβερνήσεων συνασπισμού, την ευκολότερη λήψη αποφάσεων σε κυβερνητικό αλλά και κοινοβουλευτικό επίπεδο.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο προεδρικός θεσμός αποδυναμώθηκε πολιτικά, αν και συνταγματικά ήταν και είναι ενδεδυμένος με πολλές και κρίσιμες αρμοδιότητες. Άλλωστε σε πολλές χώρες τα τραύματα πολέμων, διχασμών, δικτατοριών δεν επέτρεπαν στο δημοκρατικό συλλογικό υποσυνείδητο την αποδοχή Προέδρων, εκλεγμένων άμεσα ή έμμεσα από το λαό, με υπερεξουσίες.
Έτσι ο προεδρικός θεσμός παρέμεινε στην πολιτική πράξη διαχρονικά περιορισμένος στις συμβολικές, εγγυητικές και ρυθμιστικές του πολιτεύματος αρμοδιότητες, αποστασιοποιημένος, εκ συνταγματικής θέσεως, από τις κομματικές έριδες και την αναπόφευκτη φθορά της πολιτικής πράξης. Σε πολλές χώρες ανά διαστήματα έχει τεθεί στη θεωρία και τον δημόσιο διάλογο το ερώτημα: Γιατί λοιπόν χρειαζόμαστε έναν θεσμό όπως τον προεδρικό, ο οποίος ζει μέσα στη σκόνη της πολιτικής αδράνειας και η συντήρηση του οποίου κοστίζει αδρά, όταν έχουμε πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις;
Σε καιρούς γεωπολιτικής και οικονομικής αστάθειας και ενώ μαίνεται ένας νέος, ερεβώδης πόλεμος στην Ευρώπη, ίσως αυτή ακριβώς η αποστασιοποιημένη, υπερκομματική -αλλά όχι απολιτική- θέση του προέδρου να είναι αυτό που απαιτούν οι καιροί. Όπως και ο συμβολισμός του ίδιου του προεδρικού θεσμού, ενσαρκώνοντας τη δημοκρατική συνέχεια, την ενότητα, τη διαρκή επαγρύπνηση για την εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος σε μια περίοδο αμφισβήτησής του.
Την ώρα που στην Πράγα οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων δεν κατάφεραν, για μια ακόμη φορά, να συμφωνήσουν σε μια κοινή ευρωπαϊκή πλεύση για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, οι Πρόεδροι έστελναν μήνυμα αραγούς ενότητας, συσπείρωσης και αλληλεγγύης υπερβαίνοντας τις διαχωριστικές γραμμές που υπάρχουν μεταξύ των χωρών τους, οι οποίες ενίοτε υπερτονίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις που εναλλάσσονται στην εξουσία.
Όταν οι κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας για παράδειγμα επιλέγουν εδώ και καιρό μια αμφιλεγόμενη ευρωσκεπτικιστική πορεία, ήταν τουλάχιστον ενθαρρυντικό και αισιόδοξο να βλέπει κανείς τους Προέδρους των χωρών τους, Αντρέι Ντούντα και Καταλίνα Νόβακ, να χαμηλώνουν τους τόνους και να τονίζουν την ανάγκη συνεργασίας για υπέρβαση των διαφωνιών. Όταν η πολωνική κυβέρνηση ειδικότερα διεκδικεί 1,3 τρις ευρώ από τη Γερμανία για πολεμικές αποζημιώσεις, η δεδηλωμένη διάθεση των προέδρων Αντρέι Ντούντα και Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ να συνδράμουν στον γερμανοπωλονικό διάλογο για υπέρβαση της ρήξης στέλνει τουλάχιστον ένα μήνυμα ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού.
Όταν η ακροδρεξιά Τζώρτζια Μελόνι στην Ιταλία προκαλεί τρόμο στην υπόλοιπη Ευρώπη για το τι πορεία θα ακολουθήσει εφόσον σχηματίσει κυβέρνηση, είναι τουλάχιστον καθησυχαστική η ρυθμιστική και εγγυητική παρουσία του Ιταλού προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλλα, ο οποίος κάνει τα πάντα, όσα του επιτρέπει ο ρόλος του, για να μην υπάρξει θεσμικός εκτροχιασμός.
Και όπως τόνισε άλλωστε και ο Πρόεδρος της Πορτογαλίας Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα, αυτή τη στιγμή όλοι μας, και βέβαια οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας των ευρωπαϊκών χωρών, δίνουμε μια ζωτική μάχη στη σκιά της ρωσικής εισβολής: τη μάχη για την υπεράσπιση του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των ελευθεριών.