Mises Institute: H ψυχροπολεμική νοοτροπία στοιχειώνει ακόμα τις ΗΠΑ

Με τη Ρωσία να εξαπολύει μια στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο κατεστημένος Τύπος έχει παροξύνει τις εκκλήσεις του για την
Η προσκόλληση στις παραδοχές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα να σκοντάψουν οι ΗΠΑ πάνω σε έναν καταστροφικό πόλεμο, από επιλογή τους


Άρθρο του Jose Nino, που δημοσιεύτηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2022 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 5'. Απόδοση στα ελληνικά, Θεόδωρος Μίχας - Νίκος Μαρής. Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα από το Libertarian Corfu

Με τη Ρωσία να εξαπολύει μια στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο κατεστημένος Τύπος έχει παροξύνει τις εκκλήσεις του για την τιμωρία της Ρωσίας με δρακόντειες κυρώσεις, την παροχή αυξημένης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, και τη διπλωματική απομόνωση της Ευρασιατικής αυτής δύναμης για όσο το δυνατόν περισσότερο. Το μίσος κατά της Ρωσίας έχει φτάσει στο ζενίθ, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε ενδελεχή ανάλυση των λόγων για τους οποίους η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έφτασε σε τέτοιο σημείο.

Η αποτυχία των σκουριασμένων πολιτικών επιστημόνων να κατανοήσουν γιατί η Ρωσία ανέλαβε αποφασιστική δράση εναντίον της Ουκρανίας, είναι εμβληματική μιας ελαττωματικής μεγαλεπήβολης στρατηγικής που κυριαρχεί στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μόλις κατακάθισε η σκόνη από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων ήταν πεπεισμένοι ότι οι ΗΠΑ είχαν εισέλθει σε μια εποχή «τέλους της ιστορίας», όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία θα γινόταν το πρότυπο της διακυβέρνησης παγκοσμίως. Τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θα αποτελούσαν το προκαταρκτικό πεδίο δοκιμών για αυτό το νέο φιλελεύθερο δημοκρατικό σχέδιο.

Μέσω της επέκτασης της εμβέλειας του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) στα πρώην σοβιετικά κράτη, και της υποκίνησης επαναστάσεων στην περιοχή, η Ουάσινγκτον πίστευε ότι μπορούσε να αναδιαμορφώσει αυτό το τμήμα του κόσμου κατ' εικόνα της. Από την αντιμετώπιση των βίαιων εξεγέρσεων στον Καύκασο μέχρι την αντιμετώπιση της κατακόρυφης μείωσης του προσδόκιμου ζωής και άλλων κοινωνικών δεινών, όπως η αύξηση της εγκληματικής δραστηριότητας, η διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσική Ομοσπονδία, δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στην αμερικανική επιρροή, πόσο μάλλον να προεκτείνει την ισχύ της στην ίδια της την γειτονιά κατά τη δεκαετία της δεκαετίας του 1990.

Δεν είναι να απορεί κανείς που το ΝΑΤΟ μπόρεσε εύκολα να επέμβει στα Βαλκάνια, μια περιοχή με εθνοτικές ομάδες όπως οι Σέρβοι, που παραδοσιακά ήταν σύμμαχοι της Ρωσίας, σε μια εποχή που η Ρωσία βρισκόταν σε ασταθή κατάσταση. Παρ' όλα αυτά, μανιώδεις μελετητές της ρωσικής ιστορίας, όπως ο Τζορτζ Κένναν, ο συγγραφέας υπέρ της πολιτικής του περιορισμού της Σοβιετικής Ένωσης και του Long Telegram, αναγνώριζαν ότι η ρωσική αρκούδα είχε μεν πέσει, αλλά δεν είχε βγει νοκ άουτ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο διάσημος διπλωμάτης προειδοποίησε για τους κινδύνους της επέκτασης του ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά τις παραινέσεις του Κένναν, η πολιτική τάξη της Ουάσινγκτον ήταν συνεπαρμένη από την ιδέα ότι οι ΗΠΑ θα παρέμεναν ο μοναδικός και κυρίαρχος πόλος, και ότι θα μπορούσαν να επιβάλλουν το οικουμενικό τους όραμα σε ολόκληρο τον πλανήτη κατά βούληση.

Ενώ οι ΗΠΑ άρχισαν να ρίχνουν το βάρος τους φανερά και κρυφά στα Βαλκάνια, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία, η Ρωσία ανασυγκροτήθηκε σταδιακά, προς μεγάλη έκπληξη των Αμερικανών ειδικών στην εξωτερική πολιτική. Η Επανάσταση των Ρόδων και η Πορτοκαλί Επανάσταση στη Γεωργία και την Ουκρανία, αντίστοιχα, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες να τεθούν οι χώρες αυτές υπό την ομπρέλα ασφαλείας του ΝΑΤΟ, λειτούργησαν ως κάλεσμα αφύπνισης για το κατεστημένο εθνικής ασφάλειας της Ρωσίας. Η προς τα έξω καλοπροαίρετη εικόνα των ΗΠΑ έμοιαζε τότε όλο και περισσότερο με εκείνη ενός εχθρικού εξωτερικού παράγοντα που προσπαθεί να εισχωρήσει κρυφά στην ιστορική σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων θα γινόταν σύντομα αναπόφευκτη.

Οι ανησυχίες της Ρωσίας είναι κατανοητές αν τις δει κανείς από γεωπολιτική σκοπιά. Οι ΗΠΑ έχουν το Δόγμα Μονρόε για να κρατούν τους εξωτερικούς παράγοντες μακριά από το δυτικό ημισφαίριο. Ωστόσο, τέτοιες πολιτικές δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο των ΗΠΑ. Καθώς άλλα πολιτισμένα κράτη ισχυροποιούνται και επανέρχονται στην εξέχουσα θέσης του παρελθόντος τους, προχωρούν στην εκ νέου καθιέρωσή τους στα αντίστοιχα πεδία. Ο κύριος στόχος αυτών των δυνάμεων είναι να αποβάλουν κάθε αδικαιολόγητη επιρροή από ξένες δυνάμεις, οι οποίες μπορεί να προσπαθήσουν να εισβάλουν στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής τους.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν το Δόγμα Μονρόε σε παγκόσμια κλίμακα, αντιμετωπίζοντας σαν σφαίρα επιρροής τους ολόκληρο τον κόσμο. Οι Αμερικανοί υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής το έκαναν αυτό αδιαφορώντας πλήρως για το πιθανό κόστος και τα αντίποινα που θα μπορούσαν να προκύψουν από τον υπερβολικό ζήλο των επεμβάσεών τους στις «γειτονιές» μεγάλων δυνάμεων.

Κανείς εδώ δεν ισχυρίζεται ότι η Ρωσία είναι ένας άγγελος. Για να είμαστε δίκαιοι, τα κράτη της Πολωνίας και της Βαλτικής έχουν εύλογα ιστορικά παράπονα από τη Ρωσία λόγω της προηγούμενης αυτοκρατορικής κυριαρχίας της τελευταίας πάνω τους. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η Ρωσία απέχει δευτερόλεπτα από το να εξαπολύσει έναν αιφνιδιαστικό πόλεμο εναντίον της ευρύτερης Ανατολικής Ευρώπης. Αν οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία ανησυχούσαν τόσο πολύ για τη ρωσική επιθετικότητα, θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν τη δική τους δομή ασφαλείας, ανεξάρτητη από το ΝΑΤΟ, και θα εξέταζαν ακόμη και το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν καποια ελάχιστα αλλά βιώσιμα πυρηνικά αποτρεπτικά μέσα.

Ολοι αυτοί οι ισχυρισμοί όμως, ότι η Ρωσία είναι μια δεύτερη ναζιστική Γερμανία, με όλους τους συνακόλουθες συνειρμούς του κατευνασμού της, είναι απλώς επιφανειακές αναλογίες με ελάχιστη ιστορική βάση. Υπάρχουν ποιοτικές διαφορές μεταξύ αυτών των καθεστώτων. Επιπλέον, για ορισμένους στην Ουάσιγκτον, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Για παράδειγμα, ο γερουσιαστής του Τέξας Τεντ Κρουζ αποκάλεσε τον Βλαντιμίρ Πούτιν «κομμουνιστή» τον περασμένο Μάιο.

Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως πατρίδας του σοβιετικού σοσιαλισμού είναι μια ξεπερασμένη και ανακριβής περιγραφή της σύγχρονης Ρωσίας. Ο Bryan MacDonald, ένας δημοσιογράφος του οποίου η κύρια εστίαση είναι οι ρωσικές υποθέσεις, επεσήμανε ότι «η Ρωσία έχει έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή εισοδήματος 13%» και «χαμηλότατες δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας» για να καταδείξει ότι η ρωσική οικονομία δεν είναι απαραίτητα μια οικονομία κεντρικού σχεδιασμού, όπως η σοβιετική.

Επιπλέον, ο μελετητής διεθνών σχέσεων Artyom Lukin παρατήρησε ότι η Ρωσία υπό την κηδεμονία του Πούτιν είναι «μια συντηρητική απολυταρχία που μοιάζει με την τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία» ως προς τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τις εσωτερικές της υποθέσεις. Ο Lukin ανέφερε την περίπτωση ενός ακτιβιστή του Κομμουνιστικού Κόμματος που σύρθηκε ενώπιον του δικαστηρίου επειδή συμμετείχε σε μια λεγόμενη ρητορική μίσους, για να καταδείξει το ξεχωριστό είδος του αυταρχισμού της ρωσικής κυβέρνησης, ο οποίος δεν είναι απαραίτητα ολόιδιος με της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ένα περιβάλλον πολιτικού διαλόγου γεμάτο υστερία, αυτού του είδους οι αποχρώσεις περνούν στο περιθώριο.

Δυστυχώς, στις μέρες μας δεν υπάρχουν πολλές αναστοχαστικές γεωπολιτικές αναλύσεις. Για να αλλάξει η πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, θα χρειαστεί μια νέα γενιά ηγετών που δεν θα τους βαραίνουν οι τετριμμένες πολιτικές παραδοχές.

Το πρώτο βήμα είναι να παραδεχτούν οι υπεύθυνοι της εξωτερικής πολιτικής ότι το τοπίο των διεθνών σχέσεων του εικοστού αιώνα έχει καταρρεύσει, και ότι οι πρωταρχικές απειλές για τις ΗΠΑ είναι περισσότερο εσωτερικής παρά εξωτερικής φύσεως.

Η προσκόλληση στις παραδοχές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου είναι μια συνταγή για μια υπο-βέλτιστη εξωτερική πολιτική, που θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα να σκοντάψουν οι ΗΠΑ πάνω σε έναν καταστροφικό πόλεμο, από επιλογή τους. Αν οι αρχικές αντιδράσεις στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μας λένε κάτι, αυτό είναι ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει διδαχθεί ακόμα από τις εσφαλμένες της επιλογές.

Σχόλια