Παρμενίδης: "Ν’ ακούς και να σκέπτεσαι"
Παρμενίδης
περίπου 515-440 π.Χ.
Περί Φύσεως
Οδός
της αλήθειας: Είναι ή Μηδέν;
§1
ΙΙ. Η
σχολαστική περιγραφή της ανόδου του στοχαστή στο θρόνο της θεάς είναι εντυπωσιακή. Πρώτα πρώτα παρατάσσει μια
σειρά από ζωηρές εικόνες, όπως οι φοράδες που με πάνε, άξονες των τροχών, πύλη του ουρανού κ.λπ.,
και παραθέτοντάς τις με μια έξοχα ακριβή
περιγραφή, μαθαίνει από το στόμα της θεάς για τους δυο νοητούς δρόμους της έρευνας, που χωρίζονται ο ένας από τον άλλο. Στον
Παρμενίδη το Λέγειν,
το Νοείν και
το Είναι συγκροτούν
ένα ενιαίο όλο, ώστε να δύναται ο ίδιος να λέγει πως η νόηση και το Είναι είναι ένα και το αυτό· ώστε τα περιεχόμενα αυτού του
στοχασμού, αλλά και ο ίδιος ο στοχασμός ως τέτοιος να μένουν ανέγγιχτα από τη
φθορά του χρόνου (Χάιντεγκερ). Μένουν ανέγγιχτα όχι επειδή διαφυλάσσονται σε
κάποιον τόπο πάνω και πέρα από τον χρόνο, διατηρούνται, ας πούμε, σε ένα
επέκεινα, αλλά γιατί εξέφρασαν και εκφράζουν το αυθεντικά ιστορικό. Εκφράζουν
«αυτό που
προηγείται και το οποίο ως εκ τούτου προπορεύεται όλης της ιστορίας που
ακολουθεί» (Heidegger, GA 54, σ. 26).
Τούτο σημαίνει πως συνιστούν την απαρχή της
σκέψης όχι μόνο ιστοριογραφικά, αφηγηματικά –δηλαδή κάπου κάποτε υπήρχε κάποιος
Παρμενίδης που είπε αυτό και το άλλο κ.λπ.– αλλά κυρίως ως αρχέγονος στοχασμός. Ο λόγος, για
παράδειγμα του Παρμενίδη, είναι αρχέγονος, γιατί σκέπτεται ριζικά και όχι υπο-λογιστικά:
αποφαίνεται για εκείνο που συμβαίνει και πρόκειται να συμβεί ως ιστορία όχι με
υπο-λογιστικό τρόπο, αλλά με τη μορφή της δια-χρονικής ρήσης, ενός συμπαντικού λέγειν.
ΙΙΙ. Είναι συμπαντικό,
γιατί η αλήθεια του δεν νοθεύεται ή δεν ακυρώνεται από το λέγειν των διάδοχων
εποχών παρά μόνο επ-ανα-λαμβάνεται [=λαμβάνεται εκ νέου και εξαρχής] στο
εκάστοτε παρόν ως η ομιλούσα πηγή της σκέψης. Είναι η
πηγή που μας καλεί σε μετα-στοχασμό: δηλαδή να ξανασκεφτούμε την Παρμενίδεια
ρήση, προκειμένου να πούμε,
να εν-τοπίσουμε και να αποκαλύψουμε στο ιστορικό
παρόν εκείνο που την εποχή του Παρμενίδη ήταν συγκαλυμμένο μέσα στη ρήση του ως το ανείπωτο και ως το
μη κατανοητό για τους πολλούς. Το πρώτο απόσπασμα του εν λόγω ποιήματος
λογίζεται ως αλληγορικός
πρόλογος, όπου ο Παρμενίδης περιγράφει ένα φιλοσοφικό του ταξίδι, έτσι όπως το συνέλαβε
με τη φαντασία του: είναι πάνω σε ένα άρμα, που το σέρνουν άλογα, και
κατευθύνεται στο δρόμο του ήλιου. Η πορεία που ακολουθεί είναι ουσιωδώς
μετά-βαση από τη χώρα της
Νύχτας στη χώρα της Ημέρας, του Φωτός. Μόλις το άρμα φτάνει στη χώρα
του Φωτός, κάποια ανώνυμη θεά, με μεγάλη σοφία και χάρη, υποδέχεται τον
παράξενο ταξιδιώτη και υπόσχεται να τον μυήσει στα μυστικά της «ευκυκλέος» [=ολοστρόγγυλης] και «ευπειθέος» [=πειστικής]
αλήθειας, αφού συγχρόνως του μιλήσει και για το πόσο αναξιόπιστες είναι οι
γνώμες των θνητών. Η φιλοσοφική πεμπτουσία αυτού του ταξιδιού εστιάζεται στο
εξής: μας διανοίγει στην οδό
της αλήθειας, που βρίσκεται πέρα από τις ανθρώπινες δοξασίες. Για να
διανοιγόμαστε στην ως άνω οδό είναι ανάγκη να γνωρίζουμε τα όρια των ανθρώπινων
δοξασιών. Οι τελευταίες είναι θεμιτές ως το μη-ον σε
αντίθεση με την οδό της αλήθειας, που οδηγεί στο όντως ον.
Αρχαίο κείμενο
Απόσπασμα 2
Εἰ δ΄ ἄγ΄ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·
ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος· ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ·
[5] ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν - οὐ γὰρ ἀνυστόν -
οὔτε φράσαις.
Μετάφραση
τον
λόγο μου,
ποιοι
μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στη νόηση·
ο
ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν
μπορεί να μην υπάρχει,
είναι
ο δρόμος της Πειθούς· γιατί
ακολουθεί την αλήθεια·
[5]
ο άλλος όμως πως το μη-Είναι δεν
υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην υπάρχει·
αυτό
το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο·
γιατί
ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το
ανέφικτο· ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.
§3
Σχολιασμός
1. Σε τούτο το δεύτερο
απόσπασμα, η ανώνυμη θεά μιλάει στον Παρμενίδη για την οδό της αλήθειας. Ο στοχαστικός του έτσι
λόγος στο παρόν απόσπασμα, αλλά και σε όλο το ποίημα, εκφέρεται δια στόματος
αυτής της θεάς, που ενδημεί στη χώρα
του φωτός.
2. Ποιος είναι ο ρόλος του Παρμενίδη εδώ; Να
ακούει και να σκέπτεται. Τι να σκέπτεται; Τους πιθανούς δρόμους, ήτοι τρόπους,
οδούς, μεθ-όδους [=μετά-οδούς], που καθιστούν την ανθρώπινη νόηση ικανή να συλλαμβάνει την αλήθεια.
3. Το να σκέπτεται ο θνητός
τους πιθανούς δρόμους, μεθ-όδους κ.λπ. σημαίνει ότι
συλλέγει εκείνη την εμπειρία που τον καθιστά ικανό να μαθαίνει πώς να σκέπτεται. Η
γνώση, επομένως, δεν είναι απλώς μια παρεχόμενη πληροφορία, αλλά πρωτίστως η
γνώση του να μαθαίνει κανείς
να σκέπτεται.
4. Είναι, με άλλα λόγια, αυτή
τούτη η ανακάλυψη/αποκάλυψη της αληθινής,
ήτοι αδιάψευστης πορείας προς το όντως ον. Τούτο
το τελευταίο δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα ολόκληρης της πορείας, αλλά και αυτό
που προοιωνίζεται τούτη
την πορεία, είναι η νοητή γραμμή ή εικόνα του κόσμου και ως το εστί αυτής-εδώ συμπυκνώνει
την εσωτερική, θεία αναγκαιότητα ύπαρξής της: γνωρίζεται ως αυτό που εστί, που υπάρχει και το οποίο
δεν μπορεί να μην υπάρχει·
δηλαδή υπάρχει κατ’
αναγκαιότητα ως οδός/ μέθ-οδος γνώσης, ανεξάρτητα από τη γνώμη
των θνητών, από τον υποκειμενικό και ασταθή κόσμο τους.
5. Γιατί δεν μπορεί να μην
υπάρχει; Επειδή διαθέτει τη μαρτυρία του λόγου ως κατάφαση
της νοητικής ικανότητας του ανθρώπου όχι
μόνο να δέχεται το δώρο της θεάς, δηλαδή αυτό που ετούτη λέει, αλλά να το
υποβάλλει και σε έλεγχο, να το κρίνει, να το σκέπτεται. Είναι αναγκαίο να
σκέπτεται πως
χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ᾿ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ᾿ οὐκ ἔστιν:
πρέπει
να λέει κανείς και να σκέπτεται ότι το ον είναι· διότι είναι
δυνατόν
να είναι,
το
μηδέν όμως δεν είναι δυνατόν να είναι (Β6.1-2).
6. Το να το σκέπτεται ο άνθρωπος,
προϋποθέτει ότι υπάρχει ως (δυνάμει) σκεπτόμενο ον, το οποίο γίνεται εν έργω,
πραγματικά το ον που νοεί το Είναι, όταν ακολουθεί τον δρόμο της θεάς, του
φωτός, όταν ακούει τα κελεύσματά της, δηλαδή συμμερίζεται τον δρόμο της Πειθούς, και δεν χάνεται μέσα
στην πολλαπλότητα του φαινόμενου κόσμου, αλλά απεναντίας την υπερβαίνει.
7. Τότε
συμβαίνει να πραγματοποιεί το φιλοσοφικό ταξίδι του
Παρμενίδη. Πρόκειται για ένα ταξίδι, για μια υπέρβαση του διχαστικού και
διχοτομημένου φαινομενικού, που μέσα στη φιλοσοφική ιστορία του ανθρώπου λαμβάνει διάφορες
ονομασίες και εκδηλώνεται με τις πιο διαφορετικές αποχρώσεις, αλλά στο
οντολογικό του/της βάθος είναι ένα και το αυτό.
8. Τέτοια φιλοσοφικά
ταξίδια/υπρεβάσεις είναι όλες οι μεγάλες συλλήψεις των φιλοσόφων είτε με τη
μορφή της ανάβασης προς το
αγαθό ή της πραγμάτωσης της ου-τοπικής Πολιτείας στον Πλάτωνα, είτε ως φαινομενολογική πορεία του πνεύματος στον
Χέγκελ, είτε ως το φιλοσοφικό
ερωτάν για το νόημα του Είναι στον Χάιντεγκερ, είτε ως η
οδός προς τον υπεράνθρωπο στο
Νίτσε κ.λπ.
9. Να γιατί λοιπόν η σκέψη είναι το Είναι και αντίστροφα: το μη-ον το
κατονομάζει ο λόγος της σκέψης ως τέτοιο, οπότε ο ίδιος υπάρχει ως άρνηση του μη-όντος, ήτοι
ως μη-άρνηση του όντος.