Ο κίνδυνος από το ηλεκτρονικό εμπάργκο της Δύσης στη Ρωσία


Η μαζική και συλλογική εκστρατεία να στερηθεί η Ρωσία την τεχνολογία της Δύσης, αποκλείοντάς την από τα πάντα –είτε πρόκειται για iPhone είτε για την πλατφόρμα της Airbnb είτε για ηλεκτρονικά συστήματα που χρησιμοποιούνται σε αμυντικό εξοπλισμό– συνιστά ένα πρωτόγνωρο πείραμα, που ίσως σπρώξει τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη σφαίρα επιρροής της Κίνας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνται της προσπάθειας να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης οι εξαγωγές και να αποκλειστεί η Ρωσία από την πρόσβαση σε εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται σε προηγμένους βιομηχανικούς κλάδους και όπλα. Εξαγωγές σε υπολογιστές, ημιαγωγούς και αισθητήρες διακόπηκαν από αμερικανικούς κολοσσούς, ενώ οι ίδιοι προέβησαν και σε ένα ευρύτερο μποϊκοτάζ. Την ιδέα προώθησαν Ουκρανοί, τονίζοντας ότι εάν δεν έχουν πρόσβαση οι Ρώσοι σε τεχνολογικές και ψηφιακές πλατφόρμες, θα προκληθεί δυσαρέσκεια και οι άνθρωποι θα αντιδράσουν, υπονομεύοντας τη στρατιωτική εκστρατεία. Ωστόσο, μέχρι σήμερα ουδείς στην Ιστορία έχει αποδυθεί σε τέτοιας κλίμακας απομόνωση. Επίσης, δεν μπορεί να προβλέψει τελικά κανείς τις αντιδράσεις των 145 εκατομμυρίων που ζουν στη χώρα. Η διακοπή των ηλεκτρονικών υπηρεσιών δυσχεραίνει τις προσπάθειες των αγωνιστών της Δημοκρατίας να οργανώσουν αντιπολεμικά συλλαλητήρια, πιθανώς να επιδεινώσει περαιτέρω τη λογοκρισία και την παραπληροφόρηση, ενώ ίσως παρακινήσει τη Ρωσία να συνδεθεί στενότερα με την Κίνα – κι αυτό είναι απειλητικό.
Η όλη εκστρατεία αποκοπής της Ρωσίας από την Ουάσιγκτον και τους τεχνολογικούς ομίλους έχει πειραματικό χαρακτήρα, όπως τόνισε στο Bloomberg News υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης του προέδρου Τζο Μπάιντεν, αν και θεωρείται πως είναι ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Η Ουάσιγκτον τονίζει πως η απαγόρευσή της σε συνδυασμό και με ανάλογες κινήσεις των συμμάχων θα «παγώσει» άνω του 50% των εισαγωγών υψηλής τεχνολογίας της Ρωσίας. Επίσης, σε ορίζοντα τριετίας η κύρωση αυτή θα κρατήσει αγαθά 50 δισ. δολαρίων εκτός της χώρας. Μεταξύ όσων συμπορεύτηκαν ήταν και η Ευρωπαϊκή Ενωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία, ενώ προσφάτως τις ακολούθησε και η Νότια Κορέα, βασική προμηθεύτρια έξυπνων κινητών στη Ρωσία. Οσες αμερικανικές επιχειρήσεις παραβιάσουν τις κυρώσεις θα αντιμετωπίσουν ποινή φυλάκισης, θα πληρώσουν πρόστιμα και θα τους απαγορευθούν οι εξαγωγές, ενώ οι ξένες εταιρείες δεν θα έχουν πρόσβαση σε αμερικανικά εξαρτήματα. Η πολιτική αυτή έχει ομοιότητες με εκείνη κατά της κινεζικής Huawei το 2020, στην οποία ο τότε πρόεδρος Τραμπ απαγόρευσε την πρόσβαση σε ημιαγωγούς αναγκαίους για τα δίκτυα 5ης γενιάς και τα κινητά.

Ο Ντον Γκρέιβς, αναπληρωτής γενικός γραμματέας Εμπορίου των ΗΠΑ, τονίζει ότι «εάν αποκλείσεις τη Ρωσία από το οικοσύστημα των ημιαγωγών (τσιπ), τότε ο Πούτιν θα χάσει τις δυνατότητές του σε προηγμένο αμυντικό εξοπλισμό, ενώ τον αντίκτυπο θα τον αισθανθούν και οι καταναλωτές, εφόσον δεν θα μπορούν να αγοράσουν Η/Υ και ανταλλακτικά. Η μεγαλύτερη κατασκευάστρια ημιαγωγών του κόσμου, TSMC, δεν θα προμηθεύει τη Ρωσία με αγαθά, αν και η Κίνα προσφέρει εναλλακτική. Είναι η μεγαλύτερη προμηθεύτρια της Ρωσίας σε ημιαγωγούς, Η/Υ και έξυπνα κινητά, σε ποσοστό 33% περίπου. Πάντως, η βιομηχανία τσιπ της Κίνας είναι και μικρότερη και λιγότερο προηγμένη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ ή της Ν. Κορέας.

Kathimerini.gr
Σχόλια