Τα… πετρογιουάν θα σημάνουν την παραπέρα αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας;
Στη δεκαετία του 1970 τα πετροδολάρια ήταν ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης του συστήματος ισοτιμιών που είχαν εγκαθιδρύσει οι συμφωνίες του Μπρέτον
Στη δεκαετία του 1970 τα πετροδολάρια ήταν ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης του συστήματος ισοτιμιών που είχαν εγκαθιδρύσει οι συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς και που έθεταν το δολάριο στο κέντρο ενός συστήματος κανόνων για τις ισοτιμίας.
Θυμίζουμε ότι η βασική αρχή του συστήματος ήταν ότι μόνο το δολάριο ήταν συνδεδεμένο με το χρυσό, ενώ τα υπόλοιπα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο. Όμως, το 1971 η αμερικανική κυβέρνηση αντιμέτωπη με στασιμοπληθωρισμό και μια μεγάλη δομική παγκόσμια οικονομική κρίση ανακοίνωσε την έξοδο των ΗΠΑ από το σύστημα των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς, πράγμα που σήμαινε ότι με τεχνικούς όρους το σύνολο των νομισμάτων αποκτούσε τον χαρακτήρα νομισμάτων αναγκαστικής κυκλοφορίας, με τις ισοτιμίες να ρυθμίζονται στις χρηματαγορές.
Βεβαίως οι αλλαγές που έφερε η εγκατάλειψη των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς, πρώτα και κύρια από τις ίδιες τις ΗΠΑ, δεν οδήγησαν σε κάποια κατάρρευση της αμερικανικής ηγεμονίας και μάλλον δημιούργησαν όρους ώστε να παραμείνει το δολάριο στο κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας, ως διεθνές νόμισμα αναφοράς.
Και μία από τις αλλαγές ήταν η εμφάνιση των πετροδολαριών. Οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία συμφώνησαν να θέτουν τις τιμές του πετρελαίου σε δολάρια. Αυτό σήμαινε ότι όποια χώρα ήθελε να αγοράσει πετρέλαιο έπρεπε πρώτα να αγοράσει δολάρια για να αγοράσει πετρέλαιο. Αυτό δημιούργησε μια διεθνή αγορά για δολάρια, ενώ αυτό επιτάθηκε ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι και τα προθεσμιακά συμβόλαια και συνολικά όλες οι συναλλαγές γύρω από το πετρέλαιο τιμολογούνταν επίσης σε δολάρια.
Αυτό είχε βεβαίως την επίπτωση η αξία του πετρελαίου να επηρεάζεται και από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του δολαρίου ή τον αμερικανικό πληθωρισμό. Όμως ταυτόχρονα κατοχύρωνε το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς.
Άλλωστε, το αμερικανικό κράτος διαπίστωσε πολύ νωρίς ότι αυτό του επιτρέπει να έχει μια απεριόριστη πρόσβαση σε δανεισμό για να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες του, χωρίς κανένας να αναρωτιέται πόσο πραγματικά αξιόχρεη χώρα είναι οι ΗΠΑ.
Όμως, το τελευταίο διάστημα οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει μια ιδιότυπη πολεμική «εργαλειοποίηση» του δολαρίου κυρίως μέσα από τη λογική κυρώσεων που σκοπό έχουν να αποκόψουν ολόκληρες οικονομίες από τα δίκτυα διεθνών συναλλαγών στα οποία κυριαρχεί το δολάριο.
Αυτό φάνηκε και στον τρόπο που επέλεξαν να αποκόψουν ρωσικές τράπεζες από το σύστημα διεθνών συναλλαγών SWIFT αλλά και στον τρόπο που δέσμευσαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας που βρίσκονταν εκτός συνόρων, σε μια προσπάθεια να υπονομεύσουν τη δυνατότητα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας να υπερασπίζεται την ισοτιμία του ρουβλιού αλλά και να μπορεί να αποπληρώνει το τμήμα του χρέους που είναι σε συνάλλαγμα (αν και υπήρξε η ανακοίνωση ότι η Ρωσία μπορεί πάντα να πληρώσει σε ρούβλια).
Μόνο που φαίνεται ότι όλο αυτό επιταχύνει την τάση προς την «αποδολαριοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας.
Τι σημαίνει η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να τιμολογεί πετρέλαιο και σε γιουάν
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε συνομιλίες με το Πεκίνο με σκοπό να τιμολογήσει ένα μέρος των πωλήσεών της σε πετρέλαιο σε γιουάν, κίνηση που εντάσσεται στη στροφή του μεγαλύτερου εξαγωγέα αργού πετρελαίου του κόσμου προς τις ασιατικές αγορές.
Οι συζητήσεις δεν ξεκίνησαν τώρα, όμως φαίνεται ότι επιταχύνθηκαν από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του Ριάντ για τον τρόπο που οι ΗΠΑ δεν υλοποιούν πλήρως τις δεσμεύσεις ασφαλείας που έχουν αναλάβει προς τη Σαουδική Αραβία.
Και βέβαια η Κίνα δεν είναι ένας τυχαίος πελάτης, εφόσον αγοράζει περισσότερο από το 25% του πετρελαίου που εξάγει η Σαουδική Αραβία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το να τιμολογούνται τόσο μεγάλες ποσότητες πετρελαίου σε γιουάν θα ενισχύει τη θέση του νομίσματος της Κίνας, αφού θα του δίνει και χαρακτηριστικά διεθνούς νομίσματος αναφοράς.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων πετρελαίου παγκοσμίως γίνονται με δολάρια και μέχρι τώρα οι Σαουδάραβες πωλούσαν αποκλειστικά πετρέλαιο με αντάλλαγμα δολάρια, εφόσον αυτή ακριβώς ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει με τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφάλειας.
Από τα μεριά της η Κίνα ήδη από το 2018 είχε προσπαθήσει να κατοχυρώσει τη δυνατότητα προθεσμιακών συμβολαίων πετρελαίου σε γιουάν για να τονώσει το διεθνές προφίλ του νομίσματός της. Βεβαίως δεν είχε καταφέρει να έχει μεγάλη απήχηση.
Ούτως ή άλλως, ο τρόπος με τον οποίο ένα νόμισμα αποκτά χαρακτηριστικά διεθνούς νομίσματος αναφοράς έχει να κάνει με το εάν τα χρησιμοποιούν κεντρικές τράπεζες για συναλλαγματικά αποθέματα και με την κλίμακα με την οποία χρησιμοποιούνται για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών εκτός των εθνικών συνόρων.
Στο τέλος του 2019, με βάση στοιχεία του ΔΝΤ τα επίσημα συναλλαγματικά αποθέματα των κεντρικών τραπεζών αποτελούνταν κατά 60,75% σε δολάρια, 20,59% σε ευρώ, 5,87% σε γιεν, με το γιουάν/ρενμπίμπι να αντιπροσωπεύει μόλις το 1,94%. Μένει να δούμε εάν αυτή τη φορά η ανάπτυξη των πετρογιουάν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες τοποθετήσεις σε γιουάν.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε συνομιλίες με το Πεκίνο με σκοπό να τιμολογήσει ένα μέρος των πωλήσεών της σε πετρέλαιο σε γιουάν, κίνηση που εντάσσεται στη στροφή του μεγαλύτερου εξαγωγέα αργού πετρελαίου του κόσμου προς τις ασιατικές αγορές.
Οι συζητήσεις δεν ξεκίνησαν τώρα, όμως φαίνεται ότι επιταχύνθηκαν από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του Ριάντ για τον τρόπο που οι ΗΠΑ δεν υλοποιούν πλήρως τις δεσμεύσεις ασφαλείας που έχουν αναλάβει προς τη Σαουδική Αραβία.
Και βέβαια η Κίνα δεν είναι ένας τυχαίος πελάτης, εφόσον αγοράζει περισσότερο από το 25% του πετρελαίου που εξάγει η Σαουδική Αραβία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το να τιμολογούνται τόσο μεγάλες ποσότητες πετρελαίου σε γιουάν θα ενισχύει τη θέση του νομίσματος της Κίνας, αφού θα του δίνει και χαρακτηριστικά διεθνούς νομίσματος αναφοράς.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων πετρελαίου παγκοσμίως γίνονται με δολάρια και μέχρι τώρα οι Σαουδάραβες πωλούσαν αποκλειστικά πετρέλαιο με αντάλλαγμα δολάρια, εφόσον αυτή ακριβώς ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει με τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφάλειας.
Από τα μεριά της η Κίνα ήδη από το 2018 είχε προσπαθήσει να κατοχυρώσει τη δυνατότητα προθεσμιακών συμβολαίων πετρελαίου σε γιουάν για να τονώσει το διεθνές προφίλ του νομίσματός της. Βεβαίως δεν είχε καταφέρει να έχει μεγάλη απήχηση.
Ούτως ή άλλως, ο τρόπος με τον οποίο ένα νόμισμα αποκτά χαρακτηριστικά διεθνούς νομίσματος αναφοράς έχει να κάνει με το εάν τα χρησιμοποιούν κεντρικές τράπεζες για συναλλαγματικά αποθέματα και με την κλίμακα με την οποία χρησιμοποιούνται για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών εκτός των εθνικών συνόρων.
Στο τέλος του 2019, με βάση στοιχεία του ΔΝΤ τα επίσημα συναλλαγματικά αποθέματα των κεντρικών τραπεζών αποτελούνταν κατά 60,75% σε δολάρια, 20,59% σε ευρώ, 5,87% σε γιεν, με το γιουάν/ρενμπίμπι να αντιπροσωπεύει μόλις το 1,94%. Μένει να δούμε εάν αυτή τη φορά η ανάπτυξη των πετρογιουάν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες τοποθετήσεις σε γιουάν.
Οι κυρώσεις και η αποδολαριοποίηση
Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει ποικίλους τρόπους για να επιβάλουν κυρώσεις, με βασικό στοιχείο την προσπάθεια να ακυρώνουν προκαταβολικά τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν χώρες να παρακάμψουν τις κυρώσεις, κυρίως μέσα από μηχανισμούς «δευτερογενών κυρώσεων» σε βάρος εταιρειών και χωρών που θα έκαναν συναλλαγές με χώρες στις οποίες οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις, ακόμη και εάν αυτές είναι μονομερείς και αφορούν μόνο τις ΗΠΑ.
Πλέον, εφαρμόζουν και στη Ρωσία τις πρακτικές «αποκοπής» από τα διεθνή οικονομικά δίκτυα που είχαν στο παρελθόν δοκιμάσει κυρίως σε βάρος του Ιράν. Αυτό επιταχύνει την ανησυχία χωρών όπως η Κίνα – που υφίσταται κυρώσεις κυρίως ως προς την πρόσβασή της σε συγκεκριμένα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας – να μπορούν να έχουν συναλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση του δολαρίου.
Σε αυτή την κατεύθυνση ούτως ή άλλως κινείται και η Ρωσία και οι χώρες της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (που εκτός της Ρωσίας περιλαμβάνει το Καζακστάν, το Κιργιστάν, τη Λευκορωσία και την Αρμενία) που έχει συμφωνήσει με την Κίνα την διαμόρφωση ενός ανεξάρτητου διεθνούς νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος.
Άλλωστε, ανεξάρτητα από την πραγματικότητα των διαφόρων κυρώσεων, υπάρχουν και οι ανάγκες των αγορών, ιδίως εάν αναλογιστούμε τη ζήτηση προϊόντων όπως το πετρέλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μια χώρα όπως το Ιράν, όπου βρίσκεται ακόμη σε καθεστώς κυρώσεων, εφόσον δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό της πρόγραμμα, μπορεί και έχει σημαντικές εξαγωγές πετρελαίου. Και βέβαια και η Ρωσία συνεχίζει να πουλάει κανονικά φυσικά αέριο στην Ευρώπη αλλά και πετρέλαιο σε χώρες όπως π.χ. η Ινδία.
Με αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι ΗΠΑ, με τον τρόπο που επιχειρηθούν να «εργαλειοποιήσουν» το δολάριο, στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου ανταγωνισμού που είναι μάλλον σε μεγάλο βαθμό οικονομικός, κινδυνεύουν να επιταχύνουν αυτό που προσπαθούν να αποτρέψουν, δηλαδή την ανάδυση ενός κόσμου πιο πολυκεντρικού και στο οικονομικό επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει ποικίλους τρόπους για να επιβάλουν κυρώσεις, με βασικό στοιχείο την προσπάθεια να ακυρώνουν προκαταβολικά τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν χώρες να παρακάμψουν τις κυρώσεις, κυρίως μέσα από μηχανισμούς «δευτερογενών κυρώσεων» σε βάρος εταιρειών και χωρών που θα έκαναν συναλλαγές με χώρες στις οποίες οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις, ακόμη και εάν αυτές είναι μονομερείς και αφορούν μόνο τις ΗΠΑ.
Πλέον, εφαρμόζουν και στη Ρωσία τις πρακτικές «αποκοπής» από τα διεθνή οικονομικά δίκτυα που είχαν στο παρελθόν δοκιμάσει κυρίως σε βάρος του Ιράν. Αυτό επιταχύνει την ανησυχία χωρών όπως η Κίνα – που υφίσταται κυρώσεις κυρίως ως προς την πρόσβασή της σε συγκεκριμένα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας – να μπορούν να έχουν συναλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση του δολαρίου.
Σε αυτή την κατεύθυνση ούτως ή άλλως κινείται και η Ρωσία και οι χώρες της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (που εκτός της Ρωσίας περιλαμβάνει το Καζακστάν, το Κιργιστάν, τη Λευκορωσία και την Αρμενία) που έχει συμφωνήσει με την Κίνα την διαμόρφωση ενός ανεξάρτητου διεθνούς νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος.
Άλλωστε, ανεξάρτητα από την πραγματικότητα των διαφόρων κυρώσεων, υπάρχουν και οι ανάγκες των αγορών, ιδίως εάν αναλογιστούμε τη ζήτηση προϊόντων όπως το πετρέλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μια χώρα όπως το Ιράν, όπου βρίσκεται ακόμη σε καθεστώς κυρώσεων, εφόσον δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό της πρόγραμμα, μπορεί και έχει σημαντικές εξαγωγές πετρελαίου. Και βέβαια και η Ρωσία συνεχίζει να πουλάει κανονικά φυσικά αέριο στην Ευρώπη αλλά και πετρέλαιο σε χώρες όπως π.χ. η Ινδία.
Με αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι ΗΠΑ, με τον τρόπο που επιχειρηθούν να «εργαλειοποιήσουν» το δολάριο, στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου ανταγωνισμού που είναι μάλλον σε μεγάλο βαθμό οικονομικός, κινδυνεύουν να επιταχύνουν αυτό που προσπαθούν να αποτρέψουν, δηλαδή την ανάδυση ενός κόσμου πιο πολυκεντρικού και στο οικονομικό επίπεδο.
Κατηγορίες:
Σχόλια