Η πολιτική των «μεγάλων συνόρων»

Ηεισαγωγή των ψηφιακών τεχνολογιών, στο πλαίσιο της διαχείρισης της λεγόμενης «μεταναστευτικής κρίσης», έχει κάνει αυτούς τους πληθυσμούς «αντικείμενα


Ηεισαγωγή των ψηφιακών τεχνολογιών, στο πλαίσιο της διαχείρισης της λεγόμενης «μεταναστευτικής κρίσης», έχει κάνει αυτούς τους πληθυσμούς «αντικείμενα πειραματισμού» (populations of data experimentation). Ταυτόχρονα είναι και οι πιο επιτηρούμενοι πληθυσμοί, ενώ οι αγώνες και οι εμπειρίες τους είναι οι πιο αόρατες. Οι τεράστιες διαλειτουργικές βάσεις δεδομένων, οι ψηφιακές διαδικασίες καταγραφής, η συλλογή βιομετρικών δεδομένων, η ταυτοποίηση μέσω κοινωνικών δικτύων και άλλες μορφές διαχείρισης και εκτίμησης της επικινδυνότητας με βάση τα data, αποτελούν πλέον μέρος του ευρωπαϊκού καθεστώτος στα σύνορα για τους μετανάστες.

Το θέμα των συνόρων έχει γίνει ιδιαίτερα έντονο στη δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια, ιδίως στην Ευρώπη όπου η αυξανόμενη βία στα σύνορα σηματοδοτεί την γεωπολιτική του Ευρωπαϊκού σχεδίου. Ταυτόχρονα, οι μηχανισμοί μέσω των οποίων θεσπίζονται τα σύνορα, συνδέονται σημαντικά με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Έτσι, με τα «μεγάλα δεδομένα (big data)» έρχονται και τα «μεγάλα σύνορα», καθώς η αύξηση της dato-ποίησης οδηγεί σε αυξανόμενη ρύθμιση των συνόρων, περιλαμβάνοντας την μεγαλύτερη συγκέντρωση προσωπικών δεδομένων. Αυτά τα δεδομένα περιλαμβάνουν συμπεριφορές που σχετίζονται με τη φυσική μετακίνηση σε διάφορες περιοχές καθώς και τις καθημερινές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών συναλλαγών, της χρήσης κοινωνικών δικτύων κλπ. Επομένως τα δεδομένα επαυξάνουν σημαντικά τα σύνορα· τόσο στην διαχείριση των εξωτερικών συνόρων, όσο και στην «διασπορά» των συνόρων εντός των κοινωνιών.

Οόρος «iBorder» (Pötzsch -2015) είναι χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση των dato-ποιημένων συνόρων. Περιγράφει τον τεχνολογικά ενισχυμένο συνοριακό έλεγχο, που περιλαμβάνει βάσεις δεδομένων για την μετανάστευση, όπως το EURODAC ή το SIS II, και συστήματα πληροφοριών για τους αξιόπιστους ταξιδιώτες όπως το Registered Traveller και το e-Borders. Αυτές οι βάσεις δεδομένων χρησιμοποιούνται ως μέσο ταυτοποίησης κατηγοριοποίησης και επιτήρησης της μετανάστευσης εντός της Ευρώπης καθώς και την προώθηση των προσπαθειών για την ανάπτυξη ενός «λειτουργικού» κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (CEAS), ικανό για την αστυνόμευση των εξωτερικών συνόρων και την λήψη αποφάσεων για τις αιτήσεις ασύλου μεταξύ των κρατών μελών. Ένα τέτοιο «κοινό» πλαίσιο είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της πολιτικής της ΕΕ μετά την άνοδο της αντι-μεταναστευτικής ρητορικής και της αυξανόμενης πολιτικής πίεσης για τον έλεγχο της μετανάστευσης, μετά από την αύξηση των αφίξεων το 2015. Η χρησιμότητα ενός όρου όπως το "iBorder", που απεικονίζει ολόκληρο το κοινωνικο-τεχνικό σύνολο, είναι ότι περιλαμβάνει την επίδραση τόσο των ανθρώπινων όσο και των μη-ανθρώπινων μεθόδων στις διαδικασίες της ταξινόμησης, της κατηγοριοποίησης και του φιλτραρίσματος των ατόμων-εν-κινήσει. Μέσα σε ένα dato-ποιημένο σύστημα απομακρυσμένου ελέγχου συνόρων, οι άνθρωποι ακολουθούνται από το δικό τους «ίχνος δεδομένων», που αποτελείται από σημεία-δεδομένα από ένα ευρύ φάσμα πηγών - τα κοινωνικά δίκτυα, τις προτιμήσεις γευμάτων, τις οικονομικές συναλλαγές, τα προηγούμενα ταξίδια, καθώς και πιο παραδοσιακά δεδομένα, όπως τόπος και ημερομηνία γέννησης.

Ιδιαίτερα σχετικό με τις εξελίξεις στην διαχείριση της μετανάστευσης, προς και εντός της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, είναι η συλλογή βιομετρικών δεδομένων. Αποθηκευμένη σε βάσεις δεδομένων, αυτή η συλλογή είναι μέρος της δημιουργίας μιας ατομικής ταυτότητας που μπορεί να διαμοιραστεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αν και το EURODAC, η παλαιότερη βιομετρική βάση δεδομένων στην Ευρώπη, ιδρύθηκε το 2003 ως μια κεντρική βάση δεδομένων για την εξυπηρέτηση των αιτήσεων ασύλου μεταξύ των κρατών μελών, η αυξανόμενη σημασία της συλλογής βιομετρικών μπορεί να φανεί στις πρόσφατες αλλαγές στο EURODAC που επιτρέπουν την λήψη βιομετρικών πληροφοριών από μικρότερη ηλικία, από 14 ετών έως και έξι ετών, και την διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από 18 μήνες έως πέντε έτη. Επιπλέον, η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά, από το 8% των αφίξεων που καταγράφηκαν τον Σεπτέμβριο του 2015, σε 78% τον Ιανουάριο του 2016.

Ταυτόχρονα, η χρήση βιομετρικών είναι βασικό στοιχείο στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθεια σε μετανάστες, από τη χρήση του IrisGuard στην Ιορδανία, μέχρι την ανάπτυξη του PRIMES σε πολλές περιοχές της Αφρικής. Αν και η βιομετρία δεν χρησιμοποιείται ακόμη για την ανθρωπιστική βοήθεια στην Ευρώπη, η ανάπτυξη συγκεντρωτικών διαλειτουργικών βάσεων δεδομένων για τη διαχείριση της βοήθειας, έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του αυξημένου αριθμού αφίξεων. Για παράδειγμα, η ανθρωπιστική βοήθεια μέσω «κάρτας μετρητών», με το πρόγραμμα GCA (Greek Cash Alliance), που παρέχει στην Ελλάδα η Ύπατη Αρμοστεία, είναι «εναρμονισμένη» σε όλη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά μέσω της χρήσης της βάσης ProGresV4, η οποία παρακολουθεί τα δεδομένα των «δικαιούχων» μέσω μηνιαίων συναντήσεων και εξακρίβωσης εγγράφων, που στη συνέχεια διασταυρώνονται με τη βάση δεδομένων της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου (GAS), ALKIONI.

Ηβάση ProGresV4 δεν περιέχει μόνο βασικές πληροφορίες όπως το όνομα και η ηλικία, αλλά και δεδομένα που σχετίζονται με τις ευπάθειες, την οικογενειακή κατάσταση και την γεωγραφική τοποθεσία ενός ατόμου, που κοινοποιούνται σε ολόκληρο το πρόγραμμα UNHCR ESTIA, το οποίο παρέχει επίσης στέγαση για τους αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα.

Μια σημαντική πτυχή της «κάρτας μετρητών», είναι ότι μπορούν να επιβληθούν γεωγραφικοί περιορισμοί στους αιτούντες άσυλο. Όταν ένα άτομο εισέλθει στην Ελλάδα από τη διαδρομή του Αιγαίου, έχει περιορισμό παραμονής στο νησί καθ 'όλη τη διάρκεια της αίτησής του για άσυλο, εκτός εάν υπάρχουν ρητοί λόγοι για το αντίθετο. Εάν κάποιος που έχει μια τέτοια «κάρτα μετρητών» εγκαταλείψει το νησί, με δική του πρωτοβουλία, δεν θα έχει πλέον δικαίωμα στην βοήθεια. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι η ενίσχυση των γεωγραφικών περιορισμών, μέσα στην ίδια χώρα, από την ανθρωπιστική οργάνωση. Οι περιορισμοί της «κάρτας μετρητών» γίνονται μια επέκταση του hotspot - μια πολιτική που είναι αντίθετη με την Σύμβαση του 1951 για τους Πρόσφυγες, που ορίζει στο άρθρο 26, ότι ο πρόσφυγας έχει «το δικαίωμα να επιλέξει τον τόπο κατοικίας του και να κυκλοφορήσει ελεύθερα εντός της επικράτειάς του».

Αυτές οι διαδικασίες, που σχετίζονται με την συλλογή προσωπικών και βιομετρικών δεδομένων ως μορφές γεωγραφικών περιορισμών, αποτελούν την «εσωτερίκευση» των συνόρων, στις οποίες η αυξανόμενη εστίαση στο ανθρώπινο σώμα ως οριστική μορφή ταυτοποίησης σημαίνει ότι φέρουμε τα σύνορα μαζί μας όπου κι αν πηγαίνουμε, χωρίς να μπορούμε να ξεφύγουμε.

Τα συστήματα δεδομένων οδηγούν επίσης και στην «εξωτερίκευση» των συνόρων, μέσω του απομακρυσμένου ελέγχου των συνόρων. Οι εξελίξεις σε τεχνολογίες ψηφιακής παρακολούθησης, όπως οι κάμερες, τα drones, και οι μέθοδοι ανάλυσης κινδύνου με βάση τα GIS έχουν επιτρέψει την αλλαγή τόσο στον τρόπο διεξαγωγής των ελέγχων στα σύνορα, όσο και στον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν τις προσπάθειες διέλευσης των συνόρων. Το EUROSUR χρησιμοποιεί μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα (UAV ή drone), μεταξύ άλλων εργαλείων επιτήρησης, για τον καλύτερο εντοπισμό ατόμων που προσπαθούν να περάσουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια, δημιουργώντας ένα «προ-σύνορο» που επιτρέπει τον έλεγχο πέρα από τα παραδοσιακά εδαφικά σύνορα. Πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του προγράμματος «Horizon 2020» της ΕΕ, περιλαμβάνουν σχέδια όπως το RANGER και SafeShore, για την περαιτέρω επιτήρηση και ψηφιοποίηση των συνόρων της ΕΕ. Ο συνδυασμός αυτών των τεχνολογιών, που περιλαμβάνουν μη επανδρωμένα εναέρια συστήματα, δορυφόρους, βιομετρικά δεδομένα, τεχνικές αναζήτησης δεδομένων, δημιουργία προφίλ και καταγραφές πληθυσμών, είναι μέρος μια «επίμονης επιτήρησης» που λειτουργεί με βάση την συνεχή και διαρκή παρέμβαση.

Το αναδυόμενο πεδίο των «μελετών ψηφιακής μετανάστευσης» (digital migration studies) έχει αρχίσει να προωθεί συζητήσεις για αυτές τις πολύπλευρες εξελίξεις που συχνά ενσωματώνουν παράδοξες τεχνολογικές χρήσεις. Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των κυβερνητικών συνόρων δημιουργούν νέες μορφές διακρίσεων και εγκληματοποίησης με βάση τα «δεδομένα», ενώ ταυτόχρονα χτίζουν μια «νέα ψηφιακή υποδομή για την παγκόσμια μετακίνηση». Το κινητό τηλέφωνο, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως μέσο ταυτοποίησης, πρόβλεψης κινδύνου και παρακολούθησης, παράλληλα με τις βιομετρικές βάσεις δεδομένων. Στη Γερμανία και την Αυστρία έχει ήδη θεσπιστεί νομοθεσία που επιτρέπει την προσωρινή κράτηση των κινητών τηλεφώνων για την εξαγωγή μετα-δεδομένων, σε περιπτώσεις που λείπει το διαβατήριο ή η ταυτότητα. Νομοθεσίες όπως αυτή δείχνουν σαφώς το πώς η πολιτική ασύλου επιδιώκει να ενσωματώσει τα κινητά τηλέφωνα ως μέσο παρακολούθησης, ταυτοποίησης και κατηγοριοποίησης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η ψηφιακή υποδομή, όπως και τα ίδια τα σύνορα, είναι πολύ-σημα και πολύ-πλευρα. Αποτελούν διαδικασίες εντός των μεταναστευτικών οδών, αλλά ανοίγουν ακόμη περισσότερο διαδρομές παρακολούθησης και εκμετάλλευσης. Επομένως, είμαστε αντιμέτωποι με ένα περίπλοκο και ολοκληρωμένο καθεστώς συνόρων που περιλαμβάνει μια σειρά από τεχνολογίες, τοποθεσίες και πρακτικές που δεν μπορούν να «απλοποιηθούν» σε έναν παράγοντα ή ένα «κατευθυντικό βλέμμα». Περιλαμβάνουν τόσο την «εσωτερίκευση» όσο και την «εξωτερίκευση» των συνόρων, τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων σωμάτων, και τόσο των προσωπικών συσκευών όσο και των διαλειτουργικών βάσεων δεδομένων. Επίσης, δεν είναι ποτέ ένα «ολοκληρωμένο» έργο, αλλά αντιθέτως, βασίζονται σχετικά στο «τεχνολογικό έργο» πολλών σημείων, που δημιουργούν συνεχώς χώρους αρνήσεων και διαμεσολαβήσεων των συνοριακών πρακτικών, «εν-κινήσει».

Ηδιαλειτουργικότητα των δεδομένων σε αυτήν την «πανταχού παρουσία» των συνόρων μπορεί να φανεί καθαρά με τις μορφές αναγνώρισης και κατηγοριοποίησης που δημιουργούνται με βάση τη μαζική συλλογή δεδομένων. Τα συστήματα δεδομένων παράγουν «μετρήσιμους τύπους», όπως για παράδειγμα η «επικινδυνότητα», που είναι «αναλύσιμες δομές ταξινομητικής σημασίας, με βάση αποκλειστικά αυτό που είναι διαθέσιμο για μέτρηση». Αυτό το βλέπουμε, για παράδειγμα, στον τρόπο με τον οποίο τα δακτυλικά αποτυπώματα και το EURODAC λειτουργούν ως θεμελιώδη στοιχεία του ελέγχου των συνόρων και του ασύλου στην Ευρώπη. Η χρήση υποχρεωτικών δακτυλικών αποτυπωμάτων, που συνδέεται συνήθως στην Ευρώπη με την εγκληματικότητα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης του Δουβλίνου και του EURODAC και καταδεικνύει την αυξανόμενη τάση της ψηφιακής διακυβέρνησης σε αυτό που έχει περιγραφεί ως «γενική ποινικοποίηση και κοινωνική ταξινόμηση των εκτοπισμένων ανθρώπων» - αυτό που ο Aas (2011) αναφέρει ως η δημιουργία «εγκληματικών σωμάτων» (crimmigrant bodies). Αυτή η διαδικασία βασίζεται στην κατασκευή μιας «δεύτερης ταυτότητας» από δεδομένα, η οποία επιβάλλεται στα άτομα και χρησιμοποιείται σε βάσεις δεδομένων και γραφειοκρατίες βασισμένες σε πρακτικές δυσπιστίας και ελέγχου. Για το EURODAC, όταν λαμβάνεται ένα δακτυλικό αποτύπωμα ενός ατόμου, τοποθετείται σε μία από τις τρεις κατηγορίες. Η κατηγορία 1 ορίζει ένα άτομο ως αιτούντα διεθνής προστασίας, η κατηγορία 2 ορίζει ότι ένα άτομο διέσχισε ή προσπάθησε να διασχίσει παράνομα τα σύνορα και η κατηγορία 3 ορίζει κάποιον ως δυνητικό παράνομο μετανάστη, ο οποίος απέτυχε να αποκτήσει καθεστώς ασύλου, είναι χωρίς έγγραφα και έχει βρεθεί σε ένα κράτος μέλος. Μέσα σε αυτές τις κατηγορίες, οι δύο τελευταίες επιβάλλουν άμεσα ένα παράνομο καθεστώς στο άτομο, αν και η πρώτη κατηγορία έχει επίσης τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα παράνομο σώμα, εάν το άτομο πρόκειται να μετακομίσει σε ένα δεύτερο κράτος με παράνομα μέσα και να υποβάλει αίτηση ασύλου εκεί. Ανεξάρτητα από τις αιτιολογήσεις, ο παραγωγικός χαρακτήρας τέτοιων μηχανισμών δημιουργεί αυτό που ο Aas αναφέρει όχι μόνο ως «ακινητοποιημένη παγκόσμια υποκατηγορία», αλλά και ως «παράνομη παγκόσμια υποκατηγορία», η οποία γίνεται ο λόγος και ο στόχος της εντατικής παρακολούθησης.


η συνέχεια στο έντυπο τεύχος του Cyborg.
[ σημεία διακίνησης ]

Σχόλια