Έλληνες και Κέλτες
Ο Έλληνας Πυθέας ήταν ο πρώτος θαλασσοπόρος της Iστορίας, λέει σε νέο βιβλίο Bρετανός ιστορικός. Ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.X. από τη Mασσαλία για τον ευ
Ο Έλληνας Πυθέας ήταν ο πρώτος θαλασσοπόρος της Iστορίας, λέει σε νέο βιβλίο Bρετανός ιστορικός. Ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.X. από τη Mασσαλία για τον ευρωπαϊκό βορρά. Kαι δεν βρήκε βαρβάρους, αλλά κασσίτερο, ήλεκτρο και χρυσό.Στο παλιό λιμάνι της Μασσαλίας, μία χάλκινη πλάκα γράφει: «Εδώ γύρω στο 600 π.X. Έλληνες ναυτικοί αποβιβάστηκαν προερχόμενοι από τη Φώκαια, ελληνική πόλη της Μικράς Ασίας. Ίδρυσαν τη Μασσαλία από την οποία μεταλαμπαδεύτηκε στη Δύση ο πολιτισμός».
Υπάρχει ένα πρόσωπο που υπονοείται πίσω από τις λέξεις αυτές. Λέγεται Πυθέας και το άγαλμά του βρίσκεται σε μία εσοχή της πρόσοψης του Χρηματιστηρίου Αξιών της πόλης, μαζί με εκείνο του Ευθυμένη.H παρουσία τους εκεί έχει έναν ειδικό συμβολισμό. Οι δύο Έλληνες θαλασσοπόροι από τη Μασσαλία βοήθησαν το άνοιγμα του εμπορίου σε μια πόλη που κάποτε ήλεγχε μεγάλο μέρος της μεσογειακής οικονομίας. Και ο μεν Ευθυμένης ταξίδεψε προς Νότον. Έφθασε στη Σενεγάλη, πιθανόν και στην Γκάνα.
Ο Πυθέας όμως τράβηξε προς Βορράν, να βρει τους τόπους που ήταν σκεπασμένοι με τον πέπλο του μύθου, τόπους βαρβαρικούς όπου οι άνθρωποι «δεν μιλούσαν ελληνικά αλλά συνεννοούνταν με θορύβους που έμοιαζαν με κραυγές ζώων».
Ο Άγγλος ιστορικός Μπάρι Κάνλιφ ανέλαβε να χαρτογραφήσει ξανά το μυθικό εκείνο ταξίδι.
Καθηγητής στην έδρα Ευρωπαϊκής Αρχαιολογίας της Οξφόρδης από το 1972, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, μονογραφιών, άρθρων, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κελτικό πολιτισμό, κυκλοφόρησε πρόσφατα (Εκδόσεις Penguin) το βιβλίο «Το συναρπαστικό ταξίδι του Πυθέα του Έλληνα», με υπότιτλο «Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη Βρετανία».
Βέβαια το ταξίδι του δεν είναι άγνωστο. Ο Πυθέας είχε γράψει, γύρω στο 320 π.X., «Περί Ωκεανού», βιβλίο το οποίο δεν σώζεται, αναφέρεται όμως σε αρκετές πηγές μέσω των οποίων σώζονται και αυτούσια αποσπάσματα. Αρκετοί μεταγενέστεροι του Πυθέα γεωγράφοι και ιστορικοί, όπως ο.. Στράβωνας και ο Πολύβιος, αμφισβήτησαν τα γραπτά του Πυθέα και τα μεταχειρίστηκαν ως μυθεύματα – «Πυθέου πλάσματα» τα αποκαλούσαν.
Άλλοι όμως τα υποστήριξαν – παράδειγμα ο Ίππαρχος, ο Ερατοσθένης, ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης. Και σήμερα θεωρείται πια βέβαιο ότι το ταξίδι έγινε, και ο Πυθέας θα πρέπει να πάρει τη θέση του δίπλα στον Κάπτεν Κουκ και τον Κολόμβο.
Ο Πυθέας υπήρξε πράγματι, σύμφωνα και με νεώτερα ευρήματα, ο πρώτος άνθρωπος τού τότε γνωστού κόσμου που έφθασε στη Βρετανία, στις χώρες των Κελτών και των Γαλατών, τρεις αιώνες νωρίτερα από τις λεγεώνες του Ιούλιου Καίσαρα. Και ο Κάνλιφ ανασυνέθεσε το ταξίδι χρησιμοποιώντας όλες τις γραπτές πηγές αλλά και τα ευρήματα της αρχαιολογίας, για να πει τι ακριβώς συνάντησε στον δρόμο του.
Ταυτόχρονα ανασυνθέτει το ιστορικό πλαίσιο μιας περιόδου από το 600 έως το 100 π.X., τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε Ετρούσκους, Έλληνες, Καρθαγένιους και Ρωμαίους και αναδεικνύει την αξία του εμπορίου, ως κινήτρου του ταξιδιού αυτού, όπως συνέβη και με τους θαλασσοπόρους του 15ου αιώνα.
Αναδεικνύει τη σημασία του κασσίτερου, του ήλεκτρου και του χρυσού, στην οικονομία της εποχής.
Ο κόσμος του Πυθέα ήταν ο μεσογειακός κόσμος που είχε όριο τις Άλπεις και τις Ηράκλειες Στήλες στο Γιβραλτάρ, ήταν όμως και ένας κόσμος που είχε ανάγκη την υπέρβαση των ορίων του. «Ήταν ένας κόσμος αλλαγών, ανάπτυξης οριζόντων, επαφών σε μεγάλες αποστάσεις, ανταλλαγής αγαθών και επέκτασης των γνώσεων», λέει. «H Μεσόγειος ήταν μέρος ενός γρήγορα αυξανόμενου παγκόσμιου συστήματος που περιελάμβανε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική, χαρακτηριζόταν δε από διογκούμενη αλληλεξάρτηση».
Υπάρχει ένα πρόσωπο που υπονοείται πίσω από τις λέξεις αυτές. Λέγεται Πυθέας και το άγαλμά του βρίσκεται σε μία εσοχή της πρόσοψης του Χρηματιστηρίου Αξιών της πόλης, μαζί με εκείνο του Ευθυμένη.H παρουσία τους εκεί έχει έναν ειδικό συμβολισμό. Οι δύο Έλληνες θαλασσοπόροι από τη Μασσαλία βοήθησαν το άνοιγμα του εμπορίου σε μια πόλη που κάποτε ήλεγχε μεγάλο μέρος της μεσογειακής οικονομίας. Και ο μεν Ευθυμένης ταξίδεψε προς Νότον. Έφθασε στη Σενεγάλη, πιθανόν και στην Γκάνα.
Ο Πυθέας όμως τράβηξε προς Βορράν, να βρει τους τόπους που ήταν σκεπασμένοι με τον πέπλο του μύθου, τόπους βαρβαρικούς όπου οι άνθρωποι «δεν μιλούσαν ελληνικά αλλά συνεννοούνταν με θορύβους που έμοιαζαν με κραυγές ζώων».
Ο Άγγλος ιστορικός Μπάρι Κάνλιφ ανέλαβε να χαρτογραφήσει ξανά το μυθικό εκείνο ταξίδι.
Καθηγητής στην έδρα Ευρωπαϊκής Αρχαιολογίας της Οξφόρδης από το 1972, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, μονογραφιών, άρθρων, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κελτικό πολιτισμό, κυκλοφόρησε πρόσφατα (Εκδόσεις Penguin) το βιβλίο «Το συναρπαστικό ταξίδι του Πυθέα του Έλληνα», με υπότιτλο «Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη Βρετανία».
Βέβαια το ταξίδι του δεν είναι άγνωστο. Ο Πυθέας είχε γράψει, γύρω στο 320 π.X., «Περί Ωκεανού», βιβλίο το οποίο δεν σώζεται, αναφέρεται όμως σε αρκετές πηγές μέσω των οποίων σώζονται και αυτούσια αποσπάσματα. Αρκετοί μεταγενέστεροι του Πυθέα γεωγράφοι και ιστορικοί, όπως ο.. Στράβωνας και ο Πολύβιος, αμφισβήτησαν τα γραπτά του Πυθέα και τα μεταχειρίστηκαν ως μυθεύματα – «Πυθέου πλάσματα» τα αποκαλούσαν.
Άλλοι όμως τα υποστήριξαν – παράδειγμα ο Ίππαρχος, ο Ερατοσθένης, ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης. Και σήμερα θεωρείται πια βέβαιο ότι το ταξίδι έγινε, και ο Πυθέας θα πρέπει να πάρει τη θέση του δίπλα στον Κάπτεν Κουκ και τον Κολόμβο.
Ο Πυθέας υπήρξε πράγματι, σύμφωνα και με νεώτερα ευρήματα, ο πρώτος άνθρωπος τού τότε γνωστού κόσμου που έφθασε στη Βρετανία, στις χώρες των Κελτών και των Γαλατών, τρεις αιώνες νωρίτερα από τις λεγεώνες του Ιούλιου Καίσαρα. Και ο Κάνλιφ ανασυνέθεσε το ταξίδι χρησιμοποιώντας όλες τις γραπτές πηγές αλλά και τα ευρήματα της αρχαιολογίας, για να πει τι ακριβώς συνάντησε στον δρόμο του.
Ταυτόχρονα ανασυνθέτει το ιστορικό πλαίσιο μιας περιόδου από το 600 έως το 100 π.X., τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε Ετρούσκους, Έλληνες, Καρθαγένιους και Ρωμαίους και αναδεικνύει την αξία του εμπορίου, ως κινήτρου του ταξιδιού αυτού, όπως συνέβη και με τους θαλασσοπόρους του 15ου αιώνα.
Αναδεικνύει τη σημασία του κασσίτερου, του ήλεκτρου και του χρυσού, στην οικονομία της εποχής.
Ο κόσμος του Πυθέα ήταν ο μεσογειακός κόσμος που είχε όριο τις Άλπεις και τις Ηράκλειες Στήλες στο Γιβραλτάρ, ήταν όμως και ένας κόσμος που είχε ανάγκη την υπέρβαση των ορίων του. «Ήταν ένας κόσμος αλλαγών, ανάπτυξης οριζόντων, επαφών σε μεγάλες αποστάσεις, ανταλλαγής αγαθών και επέκτασης των γνώσεων», λέει. «H Μεσόγειος ήταν μέρος ενός γρήγορα αυξανόμενου παγκόσμιου συστήματος που περιελάμβανε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική, χαρακτηριζόταν δε από διογκούμενη αλληλεξάρτηση».
Ο Πυθέας πέρασε τις Ηράκλειες Στήλες, ανέβηκε τις ισπανικές ακτές, τις γαλλικές, είδε από ποιες ακριβώς περιοχές του άγνωστου Βορρά, της Μάγχης και της Βαλτικής, έφθανε έως τον Νότο ο κασσίτερος και το κεχριμπάρι. Και έφθασε μέχρι και την περίφημη Θούλη (πιθανολογείται ότι είναι η Ισλανδία), όπου δεν υπήρχε ακριβώς «ούτε γη ούτε θάλασσα ούτε αέρας», παρά μόνον ένα είδος «θαλασσίου πνεύμονος». Άντε μετά να τον πιστέψει ο Στράβωνας. Αλλά ο Πυθέας μιλούσε για τους πάγους.
Ο Μπάρι Κάνλιφ, ήδη με τον τίτλο και τον υπότιτλο, παίζει με το θανατηφόρο όπλο της λεπτής ειρωνείας. Είναι σαν να μας προτείνει μια σειρά ανακαλύψεων: Οι Έλληνες (ο «Pytheas the Greek») ανακάλυψε τους Κέλτες κάνοντας τον περίπλου της Ιβηρικής. Οι απόγονοι των λαών αυτών ανακάλυψαν την Αμερική. Και όλοι ετούτοι μαζί, ανακάλυψαν αργότερα έναν απόγονο του Πυθέα, ναυτικό κι αυτόν, τον «Zorba the Greek». Τα πάντα είναι θέμα οπτικής γωνίας, μας λέει εντέλει. Όλα εξαρτώνται από το ποιος είναι κέντρο του κόσμου και ποιος φολκλόρ.
Γιατί ο ανομολόγητος στόχος του διακεκριμένου οξφορδιανού, στο απόγειο της καριέρας του, τόσο σε αυτό το βιβλίο του όσο και στο αμέσως προηγούμενό του, το «Facing the Ocean», είναι ένας: να αποδείξει τη θεωρία που σε διαλέξεις του έχει διατυπώσει περί «καθιερωμένης ψευδο-ιστορίας», σύμφωνα με την οποία οι Κέλτες πήραν τα φώτα του πολιτισμού από τη Μεσόγειο. Να πει, με άλλα λόγια, ότι παρά τα όσα συκοφαντικά λέγονται, το χαρακτηριστικό των λαών αυτών δεν ήταν η κατανάλωση… βελανιδιών.
Φυσικά, για να εδραιώσει τις θέσεις του, πρέπει υποχρεωτικά να συνταξιδέψει με τον Πυθέα. Διότι το δικό του θεωρητικό ταξίδι έχει αναπόφευκτη αφετηρία τις μεσογειακές γραπτές πηγές, μια και οι Κέλτες τότε δεν είχαν ακόμη γραπτή γλώσσα.
Δικαιούται, ωστόσο, να υποστηρίξει ότι αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα σημεία υστέρησης των Κελτών, καθώς οι πληθυσμοί της Γαλατίας, της Γαλικίας, της Κορνουάλης ή της Βρετάνης, οι «κοινωνίες του Ατλαντικού», όπως τις αποκαλεί, είχαν καινοτομήσει με άλλους τρόπους: «Ήταν πιο μπροστά στη ναυσιπλοΐα, στη ναυπηγική και στις γνώσεις για τις εποχές και την αστρονομία».
Σαν ελληνική «μόδα»
Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που μίλησαν για τους «Κελτούς», από τον 6ο αιώνα π.X. Στους επόμενους αιώνες, οι δύο πολιτισμοί, ο ελληνικός και ο γαλατικός, έμελλε να συναντηθούν.
Ο Πίτερ Μπέρεσφορντ Έλις, διακεκριμένος μελετητής του κελτικού πολιτισμού, στην πρώτη σχετική μελέτη που δημοσιεύεται -μόλις κυκλοφόρησε- στα ελληνικά («Έλληνες και Κέλτες», Εκδ. Θεμέλιο, Σελ. 292, τιμή: 19,70 ευρώ ), περιγράφει πώς το διαρκές κελτικό μεταναστευτικό ρεύμα οδηγήθηκε μέχρι τη Νοτιοανατολική Ευρώπη αλλά και την Ουκρανία!
Και καταγράφει την πορεία των Κελτών της Ανατολής μέχρι τη σταδιακή τους αφομοίωση και εξαφάνιση.
thesecretrealtruth.blogspot.com
Κατηγορίες:
Σχόλια