Δ. Σολωμός: το ποίημα και το νόημα


 

Διονύσιος Σολωμός

1798-1857


Ελεύθεροι Πολιορκημένοι:

Λόγος του ποιητικού φωτός

  

    Η ποιητική σύνθεση Ελεύθεροι Πολιορκημένοι ανήκει στα έργα της ποιητικής ωριμότητας του ποιητή, η οποία συνδέεται με την τρίτη περίοδο (1833–1849) της συνολικής του δημιουργίας.

     

      Τρία διαφορετικά Σχεδιάσματα:

           Το Α΄ Σχεδίασμα (1829–1830) άρχισε να απασχολεί τον ποιητή ήδη      από το 1829.

           Το Β΄ Σχεδίασμα τον απασχόλησε για μια δωδεκαετία (1833–1844).

           Το Γ΄ Σχεδίασμα (1844–1849):

           αναφέρεται πολύ λίγο σε εξωτερικά στοιχεία και συναφείς λεπτομέρειες,

και συνδέεται με τη στροφή του Σολωμού από το 1844 προς θεωρητικές-φιλοσοφικές αναζητήσεις.

     Συνολικά το έργο του Σολωμού χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους:

Πρώτη περίοδος (1818–1823): εδώ εντάσσονται ποιήματα στα ιταλικά και  ορισμένα στα ελληνικά.

Δεύτερη περίοδος (1823–1833): τότε γράφτηκε ο κύριος όγκος του ελληνόγλωσσου έργου του ποιητή.

Τρίτη περίοδος (1833–1849): εκτός από τους  Ελεύθερους Πολιορκημένους (Β΄ και Γ΄ σχεδίασμα) σε τούτη την περίοδο ανήκουν επίσης ο Κρητικός και ο Πόρφυρας.

Τέταρτη περίοδος (1849–1857): επιστροφή στην ιταλική γραφή με ανολοκλήρωτα σχεδιάσματα σε στίχο ή σε πεζό.


    

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι —ο αρχικός του τίτλος ήταν Χρέοςδεν ολοκληρώθηκε ποτέ ως ποιητική σύνθεση, όπως και άλλες μεγαλόπνοες συνθέσεις της ποιητικής ωριμότητας του Σολωμού.

  Το θέμα ο ποιητής το εμπνεύσθηκε από το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας του Μεσολογγίου.

    Πρόκειται για τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους (Απρίλιος ή Μάιος 1825–Απρίλιος 1826).

   Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι έχουν ένα καθορισμένο ιστορικό υπόβαθρο, αλλά ως ποιητική σύνθεση το μετουσιώνουν ποιητικά και αναδεικνύουν την έννοια της ηθικής ελευθερίας.

     Κατ’ αυτό τον τρόπο εξηγείται και ο οξύμωρος τίτλος Ελεύθεροι Πολιορκημένοι:

   στην υλική, σωματική τους ύπαρξη είναι εξωτερικά πολιορκημένοι από τις συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις  του εχθρού, εσωτερικά από την πείνα, τις υλικές στερήσεις, τη μαγευτική ομορφιά της άνοιξης και γενικότερα της  ζωής.  

   ηθικά όμως είναι ελεύθεροι. Διακρίνονται για την ισχυρή τους βούληση να αγωνιστούν με αυταπάρνηση ενάντια σε όλες τις πιο πάνω δυνάμεις και στους πειρασμούς της φύσης ή της ζωής. Άρα είναι ελεύθεροι στην ψυχή, αποφασίζουν για τη ζωή τους με οδηγό το ελεύθερο φρόνημα.

 

Κείμενο Ερμηνεία

 

Απόσπασμα Ι

                   Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

                   Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

                   Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

                   Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

                  «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

                      Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

 

   Θέμα: η πείνα και οι συνακόλουθες επιπτώσεις της στους πολιορκητές του Μεσολογγίου.

 

στ. 1: Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

 

Αποτελεί εισαγωγή στο θέμα. Στον κάμπο του Μεσολογγίου κυριαρχεί νεκρική σιγή. Πλήρης ακινησία και ερημιά χαρακτηρίζει το τοπίο/τον τόπο:

Η  αίσθηση της ερήμωσης θυμίζει ή και προμηνύει θάνατο και είναι πλέον ορατή ή ζωηρή μέσα από τις θαυμαστές, κατ’ εξοχήν υποβλητικές λέξεις του στίχου.

Επίσης, η νεκρική σιγή μας υποβάλλει και την εικόνα της απουσίας κάθε ζωτικότητας.

Η ανυπαρξία αυτής της ζωτικότητας έχει να κάνει πιθανώς με την απόγνωση των ανθρώπων αλλά συγχρόνως και με μια άδηλη, αθόρυβη ηρεμία εν όψει της εξόδου: της απόφασης για την ελευθερία· ίσως και με κάποια στιγμή πολεμικής απραξίας.

Μορφικά γνωρίσματα του στίχου: πυκνότητα νοήματος, λιτότητα έκφρασης.

 

στ. 2:  Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

 

Τα πράγματα εδώ εξειδικεύονται περισσότερο: από το γενικό ή καθολικό στοιχείο, που συμβολίζει ο κάμπος, στο ειδικό ή μερικό, που είναι το πουλί.

Επίσης από την επικρατούσα στον κάμπο σιωπή στη λαλιά του πουλιού.

Εδώ ο ρόλος μοιράζεται ανάμεσα στο πουλί που λαλεί, γιατί βρίσκει σπόρο τροφής, και στη μάνα, που υποφέρει τόσο πολύ από την πείνα, ώστε να ζηλεύει το πουλί, γιατί βρίσκει ελεύθερα την τροφή του και πετάει ξένοιαστο στον αιθέρα.

Το μαρτύριο της πείνας πιέζει και συνθλίβει τη βιοτική συνθήκη της μάνας. Την έχει αδρανοποιήσει σε σημείο που να μην μπορεί να σκεφτεί ή να πράξει τίποτε άλλο παρά να παρακολουθεί παθητικά:

Να  ζηλεύει και να μακαρίζει το πουλί που σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής δεν θα της προκαλούσε καμιά ιδιαίτερη αίσθηση, γιατί σε επίπεδο οντολογική ύπαρξης το ανθρώπινο πλάσμα βρίσκεται πάνω από το ζωικό πλάσμα.

Σε τούτο τον στίχο παρατηρείται παρουσία έμψυχων όντων: α) η γυναίκα-μάνα κυρίως, που συμβολίζει την ανθρώπινη παρουσία· β) το πουλί ως καθαρά ζωική παρουσία.

Η ανθρώπινη παρουσία υφίσταται την πλήρη αποσύνθεσή της, λόγω της απόλυτης στέρησης και της καθολικής της εξάντλησης.

Η ζωική παρουσία, στο σημείο αυτό, δείχνει να ενσαρκώνει το βασίλειο της ελευθερίας, γιατί μπορεί και επιβιώνει, σε αντίθεση με τη γυναίκα-μάνα, η οποία βρίσκεται σε απόγνωση, γιατί διακυβεύεται η επιβίωσή της.

 

στ. 3: Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·


Η εξάντληση από την πείνα στον παρόντα στίχο αισθητοποιείται με την εικόνα του μαυρισμένου ματιού.

Με τα μάτια βλέπουμε και αυτά αποτελούν ένα από τα πιο πολύτιμα αισθητήρια όργανα του ανθρώπινου όντος.

Στα μάτια λοιπόν αποτυπώνονται εικονιστικά ή, πράγμα που είναι το ίδιο, γίνονται ορατές/αποκαλυπτικές ψυχικές καταστάσεις αλλά και καταστάσεις της στέρησης και της πείνας. 

Τα μάτια της γυναίκας-μάνας τώρα έχουν μαυρίσει από την πείνα: δείγμα μεγάλης στέρησης και γενικευμένης σωματικής εξάντλησης.

Αλλά και στα μάτια ορκίζεται η μάνα εκδίκηση: αγώνας μέχρις εσχάτων για την ελευθερία·

η πείνα και όποιες άλλες εξωτερικές στερήσεις, όσο και αν θέτουν υπό θανάσιμη δοκιμασία τις βιολογικές αντοχές των Πολιορκημένων, δεν είναι σε θέση να κάμψουν το φρόνημά τους, να τους διαβρώσουν ψυχικά ή να τους εμβάλλουν το παραμικρό αίσθημα ηττοπάθειας, να τους οδηγήσουν τελικά στην ψυχοσωματική τους κατάρρευση, με άμεσο επακόλουθο την άνευ όρων παράδοση στον εχθρό και την προδοσία.

 

στ. 4: στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει

 

Η κατάσταση του Σουλιώτη πολεμιστή δεν είναι λιγότερο τραγική απ’ αυτή της μάνας.

Από την κατάσταση του άμαχου πληθυσμού γίνεται μετάβαση σε  των πολεμιστών.

Πρωτίστως, ο Σουλιώτης χαρακτηρίζεται ως καλός· αυτός ο χαρακτηρισμός εδώ δεν χρησιμοποιείται με το ηθικό νόημα του καλοσυνάτου ανθρώπου, αλλά με την έννοια του εν πολέμω ενάρετου, δηλαδή του γενναίου, του ανδρειωμένου πολεμιστή, που διακρίνεται για την πολεμική του αρετή· άρα μάχεται ηρωικά και δεν λυγίζει μπροστά σε τίποτα.

Και όμως τώρα τον βλέπουμε να στέκεται παράμερα και να κλαίει.

Στέκει παράμερα: είναι «παροπλισμένος», βρίσκεται σε ολοκληρωτική αδράνεια, κυριολεκτικά στο περιθώριο, λόγω της πείνας και της γενικής στέρησης.

Κλαίει: κλαίει,  επειδή έχει τεθεί εκτός μάχης χωρίς τη θέλησή του και συνακόλουθα αναλογίζεται τη δραματική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει, ευρύτερα έχουν περιέλθει οι Πολιορκημένοι αγωνιστές.

 Ακριβώς επειδή είναι καλός, επειδή δηλαδή εμφορείται από πολεμική αρετή, θρηνεί για να «ξεσπάσει»· δεν ξεσπάει σε κλάμα από φόβο ή δειλία ή από αίσθημα ηττοπάθειας, παρά επειδή «άλλα θέλησε και άλλα κατορθώνει» (Παλαμάς). Η αντικειμενική πραγματικότητα στέκει πιο πάνω από την ατομική υποκειμενικότητα, η οποία θέλει, αλλά δεν μπορεί. Πρόκειται για μια τραγική εικόνα σχετικά με την υποδούλωση, την πολιορκία από παντού, αλλά και με τη βούληση για την αναγκαιότητα του πολεμικού  αγώνα παρά τη σωματική εξάντληση.

 

στ. 5-6: «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
              Οπού συ μού’ γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

 

Ο Σουλιώτης «συνομιλεί» με το τουφέκι του σαν να πρόκειται για ένα έμψυχο ον. Τούτο σημαίνει ότι είναι απόλυτα ταυτισμένος με αυτό.

Ως γενναίος πολεμιστής υπολογίζει πάντοτε στην πυρακτωμένη δύναμη του τουφεκιού του.

Αλλά και αυτό τώρα κείτεται ακινητοποιημένο, αχρηστευμένο, όπως και ο ίδιος, από τα δεινά της πολιορκίας.

Η έλλειψη πολεμοφοδίων από τη μια, η σωματική εξάντληση του Σουλιώτη από την άλλη, σε βαθμό μάλιστα που να μη μπορεί να πολεμήσει, κάνουν το τουφέκι να είναι περιττό, να είναι βάρος στα χέρια του πολεμιστή.

Έτσι, ο ποιητής το χαρακτηρίζει έρμο, σκοτεινό και βαρύ: εγκαταλειμμένο-παρατημένο, ανενεργό, ασήκωτο για τα αδύναμα από τη σωματική εξασθένηση χέρια του πολεμιστή. 

 

Μορφή:

 

Το απόσπασμα παρουσιάζει αισθητική αρτιότητα:

α) Περιεκτικός στίχος με πληρότητα νοήματος και με σχετική αυτονομία.

β) Ο λόγος είναι παραστατικός, χάρη στην ποιητική απόδοση εικόνων.

γ) Λιτότητα στο ποιητικό ύφος, με ολοκληρωμένη, ζωντανή, άμεση περιγραφή καταστάσεων και ανθρώπινου ψυχισμού.

δ) Απεικόνιση του γενικού, του καθολικού μέσα από την προβολή του μερικού.

                                             

                                     Απόσπασμα ΙΙ:

 

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

…………………………………………………….

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

 

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·

Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·

Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

     

     Θέμα: η ομορφιά της άνοιξης και η χαρά της ζωής· η απόλαυση και ο Έρωτας κατά την περίοδο της άνοιξης· ο πειρασμός για τους πολιορκημένους και ο διχασμός που αυτοί υφίστανται.

 

στ. 1-2:
   Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
   Κι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε

 

Οι στίχοι αυτοί μας εισάγουν σε ένα  ριζικά διαφορετικό κλίμα από εκείνο   του πρώτου αποσπάσματος: από την πείνα και τον θάνατο στην ομορφιά της φύσης και της ζωής.

Στον πρώτο στίχο παρατηρούμε τη συμβολική προσωποποίηση του Απρίλη και του Έρωτα.

Απρίλης: συμβολίζει τη φύση κατά την χρονική στιγμή που αναγεννιέται και πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα με χαρά και ευφροσύνη. Όλα τώρα συνυπάρχουν αρμονικά και συνθέτουν μια μαγευτική εικόνα με απαράμιλλη ομορφιά.

Έρωτας: συμβολίζει τη γονιμότητα, τη δημιουργική ανάταση ψυχών και σωμάτων, την προσέλκυση των ανθρώπων από τα κάλλη της φύσης και της ζωής και τελικά τις πραγματικά ερωτικές τους εκδηλώσεις, οι οποίες μαρτυρούν την εσωτερική τους ευφορία σε συνάφεια με την ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης.

Χορεύουν και γελούνε: εκφράζουν τη χαρούμενη διάθεση, ως κυρίαρχο  στοιχείο της φύσης και της ζωής. Η χαρούμενη διάθεση εκδηλώνεται ως χαρωπή κίνηση (=χορεύουν) ξεγνοιασιάς και κεφιού, γιορτής και ευδίας ή ευδαιμονίας (=γελούνε).  

Στο δεύτερο στίχο βλέπουμε τη γενική ανθοφορία της φύσης –με την ευχάριστη ατμόσφαιρα που δημιουργεί– να συμπλέκεται με το πολιορκημένο Μεσολόγγι.  

Ο ασφυκτικός κλοιός της πολιορκίας (=τόσ’ άρματα σε κλειούνε) παραμένει δυσβάστακτος για τους πολιορκημένους· τα εχθρικά όπλα είναι αμέτρητα, οι εχθρικές δυνάμεις γενικότερα είναι τόσες πολλές, όσα τα άνθη και οι καρποί της φύσης.

Πώς μπορεί να ευδοκιμήσει η διάθεση ή η τάση εσωτερικής ανανέωσης της ανθρώπινης φύσης, μέσα στο γενικό κλίμα ομορφιάς της ανοιξιάτικης φύσης, όταν η ύπαρξη των ανθρώπων τελεί κάτω από την ανελέητη πολιορκία των εχθρών;

Ο ποιητής απευθύνεται, σε β΄ πρόσωπο, προς τους πολιορκημένους, προς την ψυχική και υπαρξιακή τους κατάσταση και είναι σαν να τους αποσαφηνίζει ρητά πως συμβαίνει τώρα και εδώ να είναι πολιορκημένοι από τόσες δυνάμεις και όπλα του εχθρού όσα είναι τα άνθη και καρποί  της φύσης.

Η γλυκιά ώρα της φύσης,  τα τόσα άνθη και καρποί της, οι χαρές και τα τραγούδια είναι σε ευθεία αντίθεση με την πραγματική κατάσταση των πολιορκημένων.

Στο Γ΄ σχεδίασμα η ομορφιά της φύσης θα λειτουργήσει ως πειρασμός για την ανθρώπινη κατάσταση των πολιορκημένων.

 

στ. 3-5:
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,/Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,/Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

 

Από τον στ. 3 μέχρι και τον στ. 11 ο ποιητής μας γνωρίζει με μοναδικές λυρικές εικόνες, οι οποίες είναι και αυτές φαντασιακές συλλήψεις του ποιητή με ρεαλιστικό, πραγματικό περιεχόμενο, σε αντίθεση με τη φανταστική εικόνα του στ. 1.

Στην πρώτη εικόνα, στ. 3-5,  περιγράφεται ένα κοπάδι (=βουνάκι)  λευκά πρόβατα να κινείται (=κίνηση)  και να βελάζει (=ήχος).

Ερμηνείες, που σε τούτη την εικόνα βλέπουν λευκό βουναλάκι να μοιάζει να κινείται και να βελάζει, για το λόγο ότι πάνω σε αυτό κινούνται και βελάζουν λευκά πρόβατα, δεν φαίνεται να είναι εύστοχη.

Το σωστότερο είναι ότι το κοπάδι τα λευκά πρόβατα από μακριά φαίνεται σαν ένα λευκό,  χιονισμένο βουναλάκι.

Αυτό το σαν λευκό βουναλάκι κοπάδι παρουσιάζεται να αντικαθρεφτίζεται στα νερά της θάλασσας και στο βάθος του ορίζοντα να ενώνεται με την ομορφιά του ουρανού.

 

στ. 6-8:
 Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,/ Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,/ Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·


Η δεύτερη εικόνα παρουσιάζει μια πεταλούδα να καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης και να παίζει με τον ίσκιο της: πειρασμός για τους πολιορκημένους η φυσική ομορφιά του επιζητούμενου ζωτικού τους περιβάλλοντος.

Βασικές πτυχές του ωραίου τοπίου:

Η λίμνη είναι η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και εδώ σπεύδει η πεταλούδα να απολαύσει το γαλάζιο τοπίο, να ταυτισθεί μαζί του.

Επίσης την παρουσιάζει να έχει κοιμηθεί μέσα στον άγριο κρίνο που σκορπούσε ευωδιά.

Έτσι και η ίδια συμμετείχε ζωντανά στο παιχνίδι της χαράς και της ευτυχίας:

Τη νύχτα που κοιμόταν δεν ήταν απονεκρωμένη, αλλά είχε αφεθεί να απολαύσει έναν ευωδιαστό ύπνο. Την ημέρα απολάμβανε το γαλάζιο της θάλασσας.

Η εικόνα της πεταλούδας περιέχει οπτικά, κινητικά και οσφρητικά στοιχεία.

 

στ. 9: το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.

 

Η εικόνα τούτη παρουσιάζει ακόμα και ένα μικρό σκουλήκι (=σκουληκάκι) να περνάει την πιο γλυκιά του ώρα. 

Η γλυκύτητα και η ομορφιά της φύσης δεν έχει αφήσει κανέναν και τίποτα ασυγκίνητο. Και οι πιο επουσιώδεις ή αμελητέες μορφές ζωής, σαν το σκουληκάκι, περνούν στιγμές χαράς και ευφροσύνης.

Μέσα στο γενικό κλίμα της ευφορίας, το σκουληκάκι, αν και ασήμαντος ζωικός οργανισμός, γίνεται συμπαθητικό και αγαπητό. Με ένα τέτοιο βλέμμα το αντιμετωπίζει και ο ποιητής.

 

στ. 10: Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη

 

Ο παρών στίχος συνοψίζει πολύ παραστατικά (μεταφορές: μάγεμα, όνειρο) την ομορφιά των πιο πάνω επί μέρους εικόνων της φύσης σε μια πιο καθολική, πιο μεγαλεπήβολη, πιο ονειρική ομορφιά.

Αυτή η ομορφιά αγκαλιάζει όλη τη φύση πέρα ως πέρα, την προσδιορίζει στο βάθος της ουσίας της, κυριολεκτικά αποτυπώνει την αλήθεια της και οδηγεί τη φαντασία μαζί και την ανθρώπινη αίσθηση πάνω από την κοινή ρεαλιστική πραγματικότητα, προς τον κόσμο και τον χώρο του ονείρου, της ιδεατής αρμονίας. 

 

στ. 11: η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.

 

Η ομορφιά και η χάρη της φύσης δεν επηρεάζει μόνο τα ζωντανά όντα αλλά και τα πιο άψυχα πράγματα.

Ως και η πέτρα με το χορτάρι γίνονται οντότητες που απολαμβάνουν τη μαγεία της φύσης· δεν υστερούν σε τίποτα από τα άλλα όντα και μεταμορφώνονται σε πανέμορφα (:ολόχρυσα) πλάσματα.

 

στ. 12-13:
       Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
       «όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει».

 

Η φύση τώρα προσωποποιείται και αποκτά φωνή· τα περίσσια κάλλη της, η σαγηνευτική της ομορφιά ξεχύνεται από παντού ορμητικά και διαχέεται πληθωρικά μέσα στη ζωή των ανθρώπων, σε βαθμό που η φύση να μετουσιώνεται σε ομιλούσα υπόσταση.

Είναι σαν να ομιλεί η μαγεία της στην ψυχή και στο νου των πολιορκημένων και να τους λέει πως αυτές τις ανοιξιάτικες στιγμές, όπου βασιλεύει απέραντη ομορφιά, η ζωή δείχνει όλη της τη γλυκύτητα και αξίζει κανείς να την ζει.

Ποια ψυχή, όσο και ηρωική κι αν είναι, θα μπορούσε να αντιταχθεί σε τούτη την ελκυστική γλυκύτητα της ζωής, μπροστά στην οποία ο θάνατος είναι βαρύς και ισοδυναμεί με χίλιους θανάτους;

Η θριαμβευτική φωνή της φύσης απευθύνει στους  πολιορκημένους μια μελιστάλακτη πρόσκληση-πρόκληση για την ομορφιά της ζωής, την ώρα ακριβώς που αυτοί οφείλουν να θυσιάσουν τη ζωή τους για την ελευθερία.

Αυτή η πρόσκληση-πρόκληση τους θέτει μπροστά στο ηθικό δίλημμα: να  εγκαταλείψουν τον αγώνα και να σώσουν τη ζωή τους για να απολαύσουν τις χαρές της ή να αψηφήσουν τη ζωή, που τώρα την άνοιξη (=σήμερα) είναι χίλιες φορές πιο ωραία, και να πεθάνουν χίλιες φορές;

 

Μορφή

 

Πλούσια γλώσσα με ποικίλη χρήση λέξεων και κυρίως επιθέτων.

Εννοιολογικές αποχρώσεις χωρίς να χάνεται η νοηματική ακρίβεια και η πυκνότητα των στίχων.

Γίνεται χρήση υποκοριστικών, που συνάδει προς τον λυρικό χαρακτήρα του αποσπάσματος. 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια