Αριστοτέλης: Φιλοσοφία της πράξης
Αριστοτέλης
384-322 π.Χ.
Λόγος και φρόνηση
§1
Εισαγωγικές υποτυπώσεις
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι αρετές
διακρίνονται σε ηθικές και σε διανοητικές. Οι πρώτες αφορούν τον χαρακτήρα του
ανθρώπου, το πρακτικό μέρος της ψυχής, οι δεύτερες το θεωρητικό μέρος της
ψυχής. Ετούτο το μέρος μας παρέχει τη δυνατότητα να σχηματίζουμε μια αληθινή αντίληψη για τα πράγματα. Πρόκειται για τη σύλληψη των αρχικών αιτίων, που είναι σταθερά και αμετάβλητα. Με το πρακτικό μέρος
της ψυχής αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα που υπόκεινται σε συνεχή μεταβολή. Το ένα και το άλλο μέρος συνδέονται πολλαχώς μεταξύ
τους, έτσι ώστε ο Λόγος, η λογική ενέργεια να μην είναι άσχετη με την προαίρεση της ψυχής, τουτέστιν με την κατά προαίρεση ψυχική διάθεση, ενώ ετούτη η προαίρεση να είναι προαίρεση ή
επιθυμία που βασίζεται στη σκέψη, που προκύπτει μετά από σκέψη. Κατ’ αυτή
την έννοια, Λόγος, λογική ενέργεια και επιθυμία πρέπει να εναρμονίζονται. Με μια τέτοια εναρμόνιση, η
θεωρητική δραστηριότητα της ψυχής, η διανοητική ή λογική της ενέργεια, καθώς
και η ανάλογη προς τούτη την ενέργεια αποτίμηση της αληθινής ουσίας των
πραγμάτων, λαμβάνουν πρακτικό χαρακτήρα, εντάσσονται μέσα στην πραγματικότητα της ζωής και την ερμηνεύουν. Η διανοητική ενέργεια, αυτή καθεαυτήν,
αποβλέπει στη θεωρητική εξέταση των πραγμάτων, η οποία επιτρέπει να προσδιορίζεται η αλήθεια των τελευταίων
σε συμφωνία με την ορθή επιθυμία. Έτσι παράγεται ο ορθός Λόγος. Ο τελευταίος, με άλλα λόγια, δεν είναι
άλλος από τη λογική ή διανοητική ενέργεια, η οποία τελικά αποκτά πρακτικό χαρακτήρα.
§2
Βούληση και Προαίρεση
Τι μπορεί να καθορίζει τις θεμελιώδεις αρχές ενός ορθού τρόπου ενέργειας; Ο Αριστοτέλης απαντά: η έλλογη ή λογική ενέργεια, που είναι μελετημένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να υφίστανται «αφλογιστία» οι αλόγιστες συναισθηματικές εξάρσεις, οι ανεξέλεγκτες επιθυμίες, και να επικρατεί νηφαλιότητα. Η κινητική ενέργεια του Λόγου μπορεί να κατευθύνει τη σύνεση της πράξης. Αυτή η ενέργεια συνδέεται με τη βούληση του ανθρώπου, αλλά όχι με οποιαδήποτε βούληση παρά με εκείνη που συνάπτεται με την προαίρεση. Η προαίρεση είναι απόφαση, όχι απλώς ως μια εκφρασμένη γνώμη ή ως μια διαμορφωμένη και διατυπωμένη κρίση, αλλά θεμελιωδώς ως μια κατά Λόγο επιδίωξη, βουλητική ενέργεια ή πράξη. Ωστόσο, και ένα τέτοιο είδος βουλητικής επιδίωξης δεν εκτυλίσσεται πάντοτε με βάση την έλλογη, τη διανοητική ενέργεια. Πράγματι, η τελευταία, από άποψη θεωρητικής αρχής, θέτει την ύψιστη κίνηση προς την πράξη, οδηγεί στη λεγόμενη σκόπιμη ενέργεια, ήτοι την ενέργεια μετά σκοπούˑ επομένως είναι το θεμέλιο σκέψης και η αιτία για να υπάρχει ή να εκδηλώνεται προαίρεση, να προκύπτει απόφαση. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί άμεσα, σε πρακτικό επίπεδο, να προκαθορίσει πλήρως τη βούληση του ανθρώπου, καθώς αυτή εδώ επιδιώκει ενίοτε και πράγματα όχι τόσο εφικτά. Τότε τι μπορεί να διασφαλίζει μια κατά το δυνατόν σωστή, εύρυθμη συν-εργασία βούλησης και προαίρεσης, ώστε να συμβαίνει έλλογη πράξη; Ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει κάτι το εκπληκτικό, που βρίσκει την αποκορύφωσή του στην κατά Χέγκελ διαλεκτική σύλληψη Λογικού και Πραγματικού: ο άνθρωπος πρέπει να βούλεται και να αποφασίζει βάσει πραγματικών δυνατοτήτων του ίδιου και της συγκεκριμένης εκάστοτε πραγματικότητας. Επενδύει, συνεπώς, στην εγγενή ελευθερία και ελεύθερη σκέψη του ανθρώπου να δρα σύμφωνα με τον πραγματοποιήσιμο χαρακτήρα των πραγμάτων. Το κριτήριο του πραγματοποιήσιμου εκπορεύεται από την φρόνηση του ανθρώπου, από το υποκείμενο που σκέπτεται επί της πραγματικότητας, που την αντιμετωπίζει με φρόνηση. Τούτο σημαίνει πως είναι κυρίαρχος και όχι κυριαρχούμενος των πραγμάτων. Κατ’ αυτό το πνεύμα, εν τέλει, η βούληση θέτει τους στόχους, τους σκοπούς, και η απόφαση τον τρόπο πραγματοποίησής τους.