Πλάτων: ποια είναι η ουσία του ανθρώπου;
ΠΛΑΤΩΝ
428/27‒348/47 π.Χ.
Ι. Το έργο του
Πλάτωνος: πρώτος Αλκιβιάδης είναι
ένας διάλογος, όπου ο Σωκράτης συνομιλεί
με τον Αλκιβιάδη. Πρόκειται για ένα διάλογο,
ο οποίος μάλλον θα είχε λάβει χώρα γύρω στα 430 π. Χ., λίγο πριν την έναρξη του
Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν ο Σωκράτης ήταν 40 ετών και ο Αλκιβιάδης 20 ετών.
Ο Αλκιβιάδης είναι ένας νέος, που βρίσκεται στην αρχή της πολιτικής του
καριέρας· δεν είναι ακόμη εκείνη η προσωπικότητα, που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του
εν ταυτώ την αίγλη και την αμφισβήτηση. Ο φιλόσοφος γνώριζε πολύ καλά τις
πολιτικές φιλοδοξίες του νεαρού συνομιλητή του και με τον παρόντα διάλογο, ανάμεσα στις πολλές προσπάθειές
του να τον διαπαιδαγωγήσει σωστά, αναλαμβάνει να του εκθέσει την αληθινή εικόνα
του δημόσιου άνδρα, τις αρετές που πρέπει να διαθέτει και τον ορθό δρόμο που
πρέπει να ακολουθήσει στην πολιτική του σταδιοδρομία. Στο πλαίσιο αυτής της
εξέλιξης απαραίτητος είναι ο εσωτερικός δεσμός γνώσης και αρετής, έτσι ώστε ο
φέρελπις πολιτικός να επιτύχει την αναγκαία ηθικο-πνευματική καλλιέργεια σε
απόλυτη αλληλεπίδραση με την ενάρετη πράξη.
IV. Ο Σωκράτης, με απτά παραδείγματα από την ατομική και κοινωνικοπολιτική ζωή, δεν δυσκολεύεται να του δείξει ότι αυτό προϋποθέτει τη γνώση του δικαίου και του αδίκου, την οποία ο Αλκιβιάδης πήρε μόνο «από τον πολύ κόσμο»[1]. Εάν ο Αλκιβιάδης έχει δασκάλους τους πολλούς, τη μάζα, τότε ποια εγκυρότητα έχουν τέτοιοι δάσκαλοι ως προς το πιο πάνω θέμα της δικαιοσύνης; Μηδαμινή εγκυρότητα έχουν οι γνώμες των πολλών, γιατί είναι ευμετάβλητες και ασταθείς, χωρίς ένα σταθερό γνωσιακό θεμέλιο. Όταν επομένως δεν εκκινούν από μια σταθερή βάση γνώσης, πώς μπορούν να γίνουν δάσκαλοι τόσο σοβαρών θεμάτων, όπως είναι η γνώση περί δικαίου και αδίκου; Το μόνο που κατορθώνουν είναι να διαφωνούν μεταξύ τους και να αλληλοσπαράσσονται εντός και εκτός της Εκκλησίας του Δήμου, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν κάποια γνώση. Ο όχλος έτσι είναι «δάσκαλος» χωρίς γνώση, είναι κακός «δάσκαλος», γιατί ποτέ δεν συμφωνεί σχετικά με το τι είναι δίκαιο και τι άδικο[2]. και
Ο Αλκιβιάδης που δέχτηκε να διδαχθεί από την άγνωμη μάζα δεν έχει παρά μια ψευδή συνείδηση, με άμεση συνέπεια να
«σκέπτεται
να έλθει στην Εκκλησία του Δήμου προκειμένου να συμβουλεύσει τους Αθηναίους για
πράγματα που καθόλου δεν γνωρίζει»[4].
V. Ο Σωκράτης χαρακτηρίζει ένα τέτοιο εγχείρημα παρανοϊκό, καθώς ο Αλκιβιάδης επιχειρεί να διδάσκει πράγματα, για τα οποία δεν έχει καμιά γνώση, αδιαφορώντας να μάθει. Τούτο συνεπάγεται περαιτέρω πως στην Εκκλησία του Δήμου δεν μπορεί να παράγει μια πολιτική ανώτερη απ’ αυτή που εκπροσωπούν εκεί μέσα οι παραδοσιακοί πολιτικοί, οι οποίοι συμβαίνει να είναι αμόρφωτοι, απαίδευτοι και συνακόλουθα ανίκανοι να κυβερνήσουν. Το μόνο που ξέρουν είναι να κολακεύουν τα πλήθη[5]. Ο καλός πολιτικός κρίνεται από το αν κυβερνά σωστά και δίκαια: μια δίκαιη διακυβέρνηση δεν ταυτίζεται με την κολακεία της μάζας ούτε με τους διαφόρους πολιτικούς ανταγωνισμούς παρά με την αναζήτηση της αρετής της δικαιοσύνης και της σωφροσύνης. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει κατ’ αρχήν να αποκτήσει γνώση της άγνοιάς του και με βάση τούτη την αυτογνωσία και τη φροντίδα του εαυτού να αντιμετωπίσει την υπεροχή του πολιτικού αντιπάλου, χωρίς την παραμικρή εμπλοκή σε ανώφελους πολιτικούς, κομματικούς ανταγωνισμούς. Ο Αλκιβιάδης αντιτείνει πως οι Αθηναίοι πολύ σπάνια συζητούν περί του δικαίου σε αντίθεση με το γεγονός ότι συχνά συναθροίζονται για να συζητήσουν σχετικά με το τι είναι συμφέρον[6].
VI. Παρευθύς ο Σωκράτης κατορθώνει, μέσα από έναν διακριτικό τρόπο της ερμηνευτικής διαλεκτικής, να καθορίσει μια ισοδυναμία ανάμεσα στο δίκαιο, το ωραίο και το ωφέλιμο. Ο Αλκιβιάδης τότε ομολογεί ότι δεν ξέρει πια τι να πει[7], κάτι που για τον Σωκράτη συνιστά μια ακόμη απόδειξη της άγνοιας του φιλόδοξου νεαρού συνομιλητή του. Όσο ο Αλκιβιάδης διέπεται από μια ψευδή συνείδηση, του λέει όχι χωρίς τη δέουσα ειρωνεία ο Σωκράτης πως θέλει να ασχοληθεί με τις δημόσιες υποθέσεις, προτού ακόμη αποκτήσει την απαραίτητη μόρφωση και μια ολοκληρωμένη γνώση γύρω από την υπόθεση της πολιτικής, λίαν αναγκαία για τον σωστό πολιτικό άνδρα[8]. Αντ’ αυτού απομιμείται τους πιο διεφθαρμένους και διεστραμμένους τύπους της Αθήνας. Ο Σωκράτης στη συνέχεια και μετά την εμμονή του Αλκιβιάδη ότι δεν είναι αναγκαία η επιστημονική μόρφωση του πολιτικού ανδρός για μια καλή διακυβέρνηση, γιατί στην πολιτική έχουν υπάρξει και υπάρχουν αμόρφωτοι, απαίδευτοι και ανίκανοι πολιτικοί, του θυμίζει προς καλυτέρευση του εαυτού του τη δελφική ρήση: γνώθι σαυτόν. που δεν έχει να κάνει με κάποια ψυχολογική ενδοσκόπηση παρά με την ενθάρρυνση του ανθρώπου να συνειδητοποιήσει την αληθινή του φύση, να γνωρίζει ότι είναι πρωτίστως μια ψυχή:
VII. Η γνώση και η φροντίδα του εαυτού, ως προκύπτει, δεν έχει να κάνει μόνο με την υλική φροντίδα του σώματος, τις σαρκικές ηδονές ή τις υλικές απολαύσεις, αλλά πρωτίστως με την ψυχική και πνευματική ανάταση του ανθρώπου. Το κύριο μέλημα επομένως είναι να γνωρίσει ο Αλκιβιάδης και να κατανοήσει σε βάθος την ψυχική και πνευματική φύση του ανθρώπου, στην περίπτωσή του, του ίδιου του εαυτού του και να επιδοθεί πριν απ’ όλα στη βελτίωσή του. Η γνώση της αληθινής ουσίας της ψυχής οδηγεί τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το πρώτο του καθήκον, που είναι η αρετή. Ο Αλκιβιάδης έχει και σε τούτο το ζήτημα ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Πρέπει να καλλιεργήσει την αρετή και να μην αφεθεί στο έλεος της καταστροφικής επιρροής του όχλου των Αθηνών. Η καλλιέργεια της αρετής θα τον καταστήσει όχι μόνο δίκαιο αλλά και ωφέλιμο τόσο για τον εαυτό του όσο και για την πατρίδα του. Ο ίδιος συμφωνεί με όσα τον συμβουλεύει εδώ ο Σωκράτης, για να τελειώσει ο διάλογος με κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με μια ευδόκιμη πορεία ζωής του Αλκιβιάδη. Σε τούτο το έργο συνοψίζονται τα μεγάλα θέματα της σκέψης του Πλάτωνος στην ενιαία τους ολότητα: πολιτική, ηθική, γνώση. Αν η πολιτική αξίζει κάτι, μπορεί να υπάρχει μόνο ως πρακτική υλοποίηση καθολικών σκοπών, που διακρίνονται για αυτο-επίγνωση, και όχι ως ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών.