Der Patient Physik : Ο ασθενής, η Φυσική - Η συνείδηση σε κρίση και ο πειρασμός της τεχνολογίας
Big Science: Vom Gruppenzwang zur kollektiven Verdrängung
Big Science: από τον καταναγκασμό της ομάδας στην συλλογική απώθηση
Ή αλλιώς, η Φυσική ως Con-CERN
Περιλαμβάνεται στο βιβλίο:Auf dem Holzweg durchs Universum
Του Alexander Unzicker
Εκδόσεις Hanser, 2012
O NAOΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ. Ο ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΣΤΕΡΟ ΙΕΡΑΤΕΙO.
Το πιο δύσκολο και σύνθετο πείραμα της ανθρωπότητας, αυτό που λαμβάνει χώρα στο CERN, και διεξάγεται στον επιταχυντή Large Hadron Collider, απασχολεί κάπου δέκα χιλιάδες ερευνητές, (εάν συμπεριληφθούν και οι επισκέπτες επιστήμονες). Ένας ερευνητής, ο Michael Faraday, (ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως βιβλιοδέτης το 1810),
αυτός που ανακάλυψε την ηλεκτρική επαγωγή, έχει διεξάγει κάπου δέκα χιλιάδες πειράματα, τα οποία βρίσκονται καταγεγραμμένα στα τετράδια του. Δεν είναι φυσικά δίκαιο να συγκρίνουμε αυτά τα νούμερα. Αλλά ποιος μπορεί να ισχυρισθεί πως η επιστήμη σήμερα δουλεύει κάτω από τις ίδιες συνθήκες όπως παλιά; Υφίσταται η ίδια «επιστημονική μέθοδος» εδώ και 200 χρόνια, το ίδιο εξιδανικευμένο παιχνίδι μεταξύ θεωρίας και πειράματος; Θα ήταν ανόητο να αρνηθούμε τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές επιδράσεις που επέφερε η μεταβολή της εποχής στους ερευνητές. Είναι επίσης βέβαιο πως και τα αποτελέσματα της Φυσικής δεν έμειναν ανεπηρέαστα. Γιατί οι άνθρωποι κάνουν την επιστήμη
Στο συνέδριο, το λεγόμενο Solvay-Conference, που έλαβε χώρα το 1927, συζήτησαν ίσως για τελευταία φορά όλοι οι κορυφαίοι φυσικοί μαζί. Σήμερα λαμβάνουν χώρα εκατοντάδες συνέδρια το χρόνο, με δεκάδες χιλιάδες συμμετέχοντες. Η Φυσική έχει διασπαστεί σε αναρίθμητες υποειδικότητες. Αυτό βέβαια είναι αναπόφευκτο εάν ο στόχος είναι η εφαρμογή. Ισχύει όμως το ίδιο και για την αναζήτηση των θεμελιωδών νόμων της φύσης; Εδώ επανεμφανίζεται το ερώτημα περί απλότητας. Μήπως ο λόγος που οι ομάδες των ερευνητών που ασχολούνται με τα θεμελιώδη ερωτήματα έχουν διασπαστεί, είναι επειδή η θεμελιώδης Φυσική δεν είναι πια απλή; Η μήπως η θεμελιώδης Φυσική δεν είναι πια απλή, επειδή συνίσταται από γνώσεις που αποκτήθηκαν από κοινότητες που είναι χωρισμένες; Φυσικοί εξειδικευμένοι στην φυσική του νετρίνο ή στην φυσική υψηλών ενεργειών, εδικοί στην δυναμική των γαλαξιών ή στην βαρύτητα, δεν μπορούν πια να επικοινωνήσουν σε ένα επίπεδο που να κατανοεί ο ένας τον άλλο. Κανένας σχεδόν δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει πρωτογενή δεδομένα που δεν προέρχονται από την ειδικότητα του. Κανένας ειδικός δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να ελέγξει τα βήματα συναδέλφου άλλης ειδικότητας, που τον οδηγούν στα συμπεράσματα του. Ο ένας πρέπει να πιστεύει πως ισχύουν αυτά που του λέει ο άλλος.
Θα ήταν πρόχειρο εάν οι φυσικοί δεν λάβουν υπ’ όψιν τους την κριτική που η κοινωνιολογία ασκεί στην Φυσική. Αυτά που ο Andrew Pickering στο βιβλίο του Constructing Quarks ή ο Harry Collins στο έργο του Gravity’s Shadow εκθέτουν, είναι δεδομένα που αφορούν την Φυσική: πως επικοινωνούν οι ερευνητές, τι εμπιστεύονται, τι ρόλο παίζουν ο ανταγωνισμός, η αυθεντία και δυναμική της ομάδας. Είναι αποδεδειγμένο πως αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τι θα επικρατήσει ως επιστημονική αλήθεια.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι το εξής: δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την θεμελιώδη Φυσική χωρίς λεπτομερή γνώση της ιστορίας της. Ο Derek de Solla Price περιγράφει στο βιβλίο του περί Big Science, πως διάβασε γραμμή προς γραμμή όλους τους τόμους του περιοδικού Philosophical Transactions of the Royal Society of London, από το 1662 μέχρι το 1930. Όλες οι σημαντικές επιστημονικές γνώσεις ήταν εκεί συγκεντρωμένες. Φανταστείτε να γίνει σήμερα! Πράγμα αδύνατο, ενώ είναι τόσο αναγκαίο. Δεν είναι τυχαίο που για τον Einstein η ηλεκτροδυναμική, η κβαντομηχανική, η θερμοδυναμική και φυσικά η θεωρία της σχετικότητας και η κοσμολογία ήταν τομείς οικείοι. Ταυτόχρονα γνώριζε τα αποτελέσματα όλων των σημαντικών πειραμάτων της εποχής. «Χρειαζόμαστε έναν νέο Einstein!» αναστενάζουν οι φυσικοί πότε πότε. Αλλά δεν ξέρουν τι λένε. Με τα 7 δισεκατομμύρια ανθρώπων και τις σημερινές δυνατότητες εκπαίδευσης, θα έπρεπε να είχε βρεθεί κάποιος σαν τον Einstein. Αλλά ένας Einstein δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα, γιατί είναι αδύνατο να έχει κανείς την εποπτεία του συνόλου της θεμελιώδους Φυσικής. Το ερώτημα είναι: έγιναν οι άνθρωποι τόσο βλάκες ή η ανθρωπότητα οδήγησε την θεμελιώδη Φυσική σε ένα τέτοιο σημείο πολυπλοκότητας και ασάφειας ώστε να μην υπάρχει πια δυνατότητα επιστροφής; Γιατί η εξυπνάδα του κοπαδιού υφίσταται μόνο στα μυθιστορήματα του Frank Schätzing.
Μεγάλα ζώα με μακρούς αγωγούς-η αύξηση δεν είναι το παν
Η ζωή του Einstein αντικατοπτρίζει τις παγκόσμιες πολιτικές αναταραχές που μετάλλαξαν την Φυσική. Όταν η ναζιστική ιδεολογία είχε πια δηλητηριάσει τα κέντρα της επιστήμης στην Γερμανία, οι ανακαλύψεις του Einstein δυσφημίστηκαν από τους εκπροσώπους της «γερμανικής επιστήμης». Η μετανάστευση του το 1933 συμβολίζει το τέλος της παράδοσης που χαρακτήριζε την ευρωπαϊκή Φυσική, η οποία μέχρι τότε ρίζωνε στην Φιλοσοφία. Και κανένα άλλο γεγονός δεν έχει επηρεάσει την Φυσική τόσο, όσο η ρίψη των ατομικών βομβών τον Αύγουστο του 1945. Η επιστήμη είχε πλησιάσει την πολιτική, είχε δηλαδή αποκτήσει εξουσία. Τα μηχανήματα και οι επιταχυντές, οι οποίοι είχαν απελευθερώσει τις δυνάμεις του πυρήνα του ατόμου, και που μετατόπισαν τις δυνάμεις του πλανήτη, όχι μόνο μετατοπίστηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά απέκτησαν και μια ζωή αυτόνομη. Το πόσο δραματικά άλλαξε η επιστήμη μετά τον β’ΠΠ, περιγράφεται ίσως με τον καλύτερο τρόπο στο βιβλίο του Robert P. Crease, «Making Physics». Με όλο και μεγαλύτερους επιταχυντές δημιουργήθηκε ο κλάδος της φυσικής των υψηλών ενεργειών. Το κύκλοτρο, που ο Ernest Lawrence είχε κατασκευάσει το 1930, και είχε το μέγεθος της παλάμης, μεγάλωσε και απέκτησε την απίστευτη περίμετρο των 27 χιλιομέτρων στο CERN. Το μέγεθος από μόνο του, δεν έχει μια υποβλητική δύναμη πειθούς; Και όμως, η επιστημονική πρόοδος και η πρόοδος της τεχνολογίας αξιολογούνται με διαφορετικά κριτήρια.
«Στο τέλος του πολέμου, όλοι εκείνοι οι φυσικοί που δούλεψαν για την βιομηχανία του πολέμου, βρέθηκαν μπροστά στο ερώτημα: και τώρα τι θα κάνουμε;»-Emilio Segre, βραβείο Nobel το 1959.
Με την εμφάνιση στο προσκήνιο της Big Science, η Φυσική έγινε εξαρτημένη από το χρήμα: σήμερα υπάρχει ανταγωνισμός για τεράστια κονδύλια, πολλές ομάδες μάλιστα κρατούν μυστικές τις τεχνικές τους, για να διατηρήσουν το προβάδισμα τους. Αυτό είναι ανώμαλο, γιατί το βαθύ χαρακτηριστικό της επιστήμης είναι κάτι το θεωρητικό, κάτι μη ανταγωνιστικό. Όταν στην υπόθεση μπλέκονται τα χρήματα, το μέγεθος είναι πλεονέκτημα. Είναι όμως αμφίβολο αν στα μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα γίνεται εστιασμένη έρευνα, επειδή η έρευνα σε τέτοια ιδρύματα(μεγάλου μεγέθους) έχει τα ίδια αποτελέσματα όπως στην βιολογία και την οικονομία: η μεγάλη ποικιλία είναι κάτι το υγιές, τα ολιγοπώλια φιμώνουν, τα μεγάλα σχέδια και προγράμματα είναι επιρρεπή σε λάθη, και τους δεινόσαυρους της επιστήμης απειλή η μοίρα των δεινοσαύρων. Δεν είναι δυνατόν να προγραμματιστούν οι ανακαλύψεις-πόσο μάλλον να αγοραστούν με χρήματα. Στην φυσική υψηλών ενεργειών όμως, έχει δημιουργηθεί μια αυτοαναπαραγώμενη γιγαντομανία, που δεν αντέχει την δημιουργικότητα. Ο Emilio Segre, που ανακάλυψε το αντιπρωτόνιο, σημείωσε ήδη το 1972, τα εξής για το θέμα:
«Ο σχεδιασμός και οι αποφάσεις βρίσκονται συχνά στα χέρια των επιτροπών, τις διανοητικές δυνατότητες των οποίων δεν είναι πάντα εύκολο να τις εμπιστευθεί κανείς. Οι φυσικοί είναι σήμερα αναγκασμένοι να προτείνουν σίγουρα πειράματα, τα αποτελέσματα των οποίων είναι προβλέψιμα. Τα πειράματα αυτά είναι ίσως ενδιαφέροντα επειδή διεξάγονται σε μεγάλες ενέργειες, κατά άλλα όμως είναι απλοϊκά.»
Οι επιταχυντές ήταν τότε εκατόν φορές μικρότεροι. Θα ήταν ενδιαφέρον να ακούσουμε τι θα έλεγε σήμερα. Ο Alvin Weinberg, για πολλά χρόνια διευθυντής του Oak Ridge National Laboratory, και σύμβουλος του προέδρου Kennedy, εκφράζει τις ανησυχίες του στο βιβλίο του Reflexions on Big Science: «Η ατμόσφαιρα στις επιτροπές είναι τόσο ανταγωνιστική, ρητορική, επίσημη, ώστε είναι αδύνατο να προκύψει σοφία από αυτές», και προσθέτει «οι ανακαλύψεις είναι συνήθως ατομικές πράξεις...δεν μπορώ να φανταστώ πως η θεωρία της σχετικότητας ή η εξίσωση του Dirac θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν εντός μιας ομάδας, πράγμα χαρακτηριστικό για την Big Science.» Και μόνο το χρονικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα νέα πειράματα είναι πιεστικό: ενώ παλιά ένα νέο πείραμα έδινε αποτελέσματα μετά από βδομάδες, το χρονικό διάστημα μεταξύ σχεδιασμού και ερμηνείας των αποτελεσμάτων του Large Hadron Collider είναι 20 χρόνια, χωρίς να προεξέχει ατομικά κάποιος επιστήμονας. Ποιος νέος, δημιουργικός φυσικός θα αισθανθεί έλξη για μια τέτοια προοπτική;
Ερημίτες και κοπάδια
Επειδή θέλουν να αποφύγουν την περίπτωση να επωφεληθεί κάποιος ατομικά εις βάρος της ομάδας, τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μεγάλες συνεργασίες δημοσιεύονται αφού έχει συμφωνηθεί η ερμηνεία που θα δοθεί. Κατά την συζήτηση λοιπόν, για το ποια ερμηνεία θα δοθεί, είναι πιθανόν να απορριφθεί μια πρόταση που αργότερα αποδεικνύεται ορθή. Αλλά και η δημοσιότητα απαιτεί συμφωνία. Τίποτα δεν είναι πιο ζημιογόνο για την υπόληψη, από επιστήμονες που τσακώνονται και δεν μπορούν να συμφωνήσουν να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ο καταναγκασμός της συμφωνίας, που σε ακραίες περιπτώσεις καταλήγει σε συμβιβασμό, είναι κάτι βαθιά αντιεπιστημονικό. Η πλειοψηφία θεωρούσε συχνά τις μεγάλες ανακαλύψεις ως κάτι το περίεργο. Και όταν η πλειοψηφία καθορίζει το τι πρόκειται να ερευνηθεί και τι όχι, μερικά πραγματικά ενδιαφέροντα πράγματα μένουν απ’ έξω. Όταν μια τέτοια «δημοκρατία» εξουσιάζει, αποτελεί δηλητήριο για την δημιουργικότητα.
«Δεν είμαι κατάλληλος για ομαδική εργασία...τέτοια απομόνωση είναι μερικές φορές πικρή...αλλά αισθάνομαι αποζημιωμένος, γιατί με τον τρόπο αυτό μπορώ να είμαι ανεξάρτητος από τις συνήθειες, τις γνώμες και τις προκαταλήψεις των άλλων, και προσπαθώ να μην αφήσω την ειρήνη του πνεύματος μου να ησυχάσει σε τέτοια σαθρά θεμέλια».- Albert Einstein
Αν παρακολουθήσουμε τις γνώσεις που απέκτησε η Φυσική μετά την εμφάνιση της Big Science, αξίζει να παρακολουθήσουμε σε ποιους δόθηκαν βραβεία Nobel. Αν και οι ερευνητικές δραστηριότητες έχουν εκραγεί μετά τον β’ΠΠ, η σουηδική Ακαδημία θεώρησε μόνο λίγες ανακαλύψεις άξιες. Και έτσι ήδη από το 1960 βραβεύει εργασίες του παρελθόντος, και συχνά αντί να βραβεύει για μια συγκεκριμένη εργασία, δίνει το βραβείο για το συνολικό έργο των ερευνητών. Εδώ φαίνεται πως η Φυσική δεν παράγει πια και πολλές νέες θεμελιώδεις γνώσεις. Η κατάσταση όμως με την φυσική σωματιδίων είναι ωραιοποιημένη. Γιατί όπως φαίνεται, τα 8 πιο διακεκριμένα πανεπιστήμια στην ανατολική όχθη των ΗΠΑ, συμφωνούσαν συχνά μεταξύ τους, ποιο όνομα να αναφέρουν πρώτο, σε περίπτωση που δεχόντουσαν τηλεφώνημα από την Στοκχόλμη. Δεν είχαν και πολλές επιλογές.
Η αλήθεια υπό πίεση
Πέραν από τις διακρίσεις, για τις οποίες πρέπει συχνά να διερωτάται κανείς γιατί δόθηκαν, η επιστημονική επιτυχία αποτελείται από τις δημοσιεύσεις. Η συμφωνία (με την κοινώς αποδεκτή τοποθέτηση) βοηθά την δημοσίευση σε περιοδικά όπου τα άρθρα περνούν από έλεγχο ανεξάρτητων ειδικών. Και επειδή κάθε τι που ακολουθεί το ρεύμα χαιρετίζεται, τα περιοδικά ξεχειλίζουν από ορθές, αλλά συχνά κενές δημοσιεύσεις. Και επειδή η ποσότητα παράγεται πολύ εύκολα, προέκυψαν κριτήρια «ποιότητας», τα οποία βασίζονται-τρομερή ιδέα-στην συχνότητα των αναφορών μιας εργασίας σε άλλες. Αυτό βέβαια είναι πολύ εύκολο να κατευθυνθεί, και έτσι οδηγούμαστε απλά σε ένα νέο γύρο του φετιχισμού της αξιολόγησης. Για το πραγματικά κορυφαίο δεν έχουμε κριτήρια. Δεν υπάρχουν, γιατί η επιστήμη δεν προχωρά με τις γνώμες τις πλειοψηφίας, αλλά υπό την προστασία των δημιουργικών μειονοτήτων. Όσον αφορά στο περιεχόμενο πολύπλοκων εργασιών, ο έλεγχος από πλευράς ειδικών είναι μια φάρσα, γιατί κανένας δεν είναι σε θέση να το κάνει. Ο μόνος τρόπος να γίνει σοβαρός έλεγχος της ορθότητας των αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων, είναι ίσως η δημοσιοποίηση του συνόλου των πρωτογενών αποτελεσμάτων από τα οποία προκύπτει η υπό δημοσίευση εργασία. Το σύστημα peer review, δηλαδή ο έλεγχος των εργασιών από ειδικούς, είναι απλώς γραφειοκρατεία με υποτιθέμενη ικανότητα κρίσης, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του mainstream (του ρεύματος), και δρα υπό την προστασία της ανωνυμίας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τους οίκους αξιολόγησης στον κόσμο της οικονομίας. Και εκεί πρέπει να έχει γίνει η εισήγηση πως το καλύτερο θα ήταν να καταργηθούν. Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως μέσω του ίντερνετ θα προκύψει ένα διαφανές και ανοικτό σύστημα αξιολόγησης.
Οι διαταγές δεν οδηγούν στην γνώση
Στις ανακαλύψεις του Faraday, Kepler ή Planck η ψυχολογία συμμετείχε σε σχετικά χαμηλό βαθμό. Όταν όμως εκατοντάδες επιστήμονες σχεδιάζουν και ερμηνεύουν ένα πείραμα, είναι προχειρότητα να υποθέσουμε ότι η δυναμική της ομάδας δεν παίζει ρόλο-αυτό είναι καθαρόαιμος αφελής ρεαλισμός.
Σε ένα πείραμα που διεξήγαγε ο ψυχολόγος Solomon Asch, τα άτομα που λάμβαναν μέρος έπρεπε να εκτιμήσουν εάν μια γραμμή ήταν πιο μακριά ή πιο κοντή από μια δεδομένη γραμμή. Στο πείραμα αυτό λάμβαναν μέρος και ηθοποιοί οι οποίοι εκ προθέσεως του πειραματιστή έκαναν λανθασμένες εκτιμήσεις. Τα ανυποψίαστα άτομα παρέβλεπαν την δική τους εκτίμηση ώστε αυτό που θα έλεγαν να συμφωνεί με την πλειοψηφία των ηθοποιών(5 ηθοποιοί προς ένα ανυποψίαστο).
Σκεφτείτε τώρα, πόσο δύσκολο είναι, κάτω από μια μέτρια κοινωνική πίεση, στην δουλειά πχ, να πει κανείς όχι. Και όταν δεν είμαστε σίγουροι για κάτι, μας επηρεάζει ισχυρώς η γνώμη των άλλων. Όσο πιο πολλοί συμμετέχουν, τόσο αδυνατίζει η συναίσθηση ευθύνης του μεμονωμένου ατόμου. Είναι πολλοί αυτοί που πνίγηκαν, γιατί ένας σωρός ανθρώπων που παρευρίσκονταν περίμενε να εμφανιστεί ο θαρραλέος που θα βουτήξει να σώσει τον κινδυνεύοντα. Όταν η μάζα είναι τόσο μεγάλη, ώστε να είναι αδύνατο να την εποπτεύσει κανείς, τότε συμπεριφέρεται πιο παράλογα από τα άτομα. Για τον λόγο αυτό πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί όταν διαβάζετε ένα άρθρο που αρχίζει ως εξής: «It is generally believed that…». Αυτή η πρόταση δηλώνει ότι οι συγγραφείς της εργασίας δεν διερωτήθηκαν καθόλου.
Το να έχεις την ίδια γνώμη με τον προϊστάμενο σου είναι μερικές φορές πλεονέκτημα, αλλά για την επιστήμη είναι μάλλον άχρηστο. Γιατί είναι πολλά τα παραδείγματα μεγάλων στοχαστών που είχαν πρόβλημα με την αυθεντία. Ο Evariste Galois, που μέχρι τα 16 του δεν είχε δει πως είναι το σχολείο από μέσα, κατάφερε μετά από ένα χρόνο μελέτης των μαθηματικών να γίνει παγκοσμίου κλάσης μαθηματικός. Στους δασκάλους του όμως έριχνε καμιά φορά το σφουγγάρι όταν τον τσάντιζαν. Τον Leon Foucault, που είναι διάσημος για το εκκρεμές του(απέδειξε ότι η γη γυρίζει), τον έδιωξαν από το σχολείο γιατί ήταν τεμπέλης και δεν είχε καλή επίδοση. Ο Einstein ήταν ξεροκέφαλος. Αποκάλεσε ένα καθηγητή, χωρίς να σεβαστεί τον ακαδημαϊκό του βαθμό, απλώς «Herr Weber». Αυτός προσβλήθηκε, και τον εκδικήθηκε, αφού του ζήτησε να ξαναγράψει την διπλωματική του εργασία, σε χαρτί που είχε το προβλεπόμενο από τους κανόνες του πανεπιστημίου μέγεθος. Δεν υπάρχει κανένας ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί δάσκαλος του Einstein. Το ίδιο ισχύει και για τους Newton, (που είχε έναν απαίσιο πατριό), Maxwell, Planck, Bohr και Schrödinger. Μόνο οι Heisenberg και Pauli επωφελήθηκαν αποφασιστικά από τον δάσκαλο τους Arnold Sommerfeld. Η δημιουργικότητα ταιριάζει με την ιεραρχία. Οι περισσότεροι επιστήμονες σήμερα έχουν ένα προϊστάμενο.
Προς Θεού, μη δείξεις ότι δεν ξέρεις
Αν οι φυσικοί θέλουν να έχουν επικοινωνία μεταξύ τους, πρέπει να έχουν την τόλμη να πουν: «Αυτό δεν το καταλαβαίνω.» Ο επιβλέπων της διπλωματικής μου εργασίας είχε κάποτε υπό την επίβλεψη του έναν διδακτορικό φοιτητή, ο οποίος απέτυχε, γιατί σε κάθε συζήτηση χαμογελώντας κουνούσε το κεφάλι του, δηλώνοντας ότι τα κατάλαβε όλα. Ντρεπόταν να πει ότι δεν καταλαβαίνει. Ο καθένας έχει περισσότερα κενά απ’ όσα παραδέχεται. Ενώ θα έπρεπε να παραδέχεται κανείς ότι δεν έχει καταλάβει κάτι, αν και το έχει μάθει-στην Φυσική υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δυο. Μια τέτοια παραδοχή απαιτεί εμπιστοσύνη. Έτσι και μέσα στην ίδια ομάδα, η συζήτηση μεταξύ των φυσικών γίνεται επιφανειακά. Η παραδοχή της άγνοιας θεωρείται αδυναμία, η ημιμάθεια γίνεται ο κανόνας της επικοινωνίας. Σε περίπτωση που υφίσταται διαφορά επιπέδου, στην ιεραρχία ή την διανοητική ικανότητα, μεταξύ των συνομιλητών, το πράγμα επιδεινώνεται. Εμπιστεύεται κανείς τον έμπειρο ή γρήγορο στους υπολογισμούς συνάδελφο, για την ακεραιότητα του οποίου έχει πεισθεί μέσω προσωπικής γνωριμίας, και προσλαμβάνει τις γνώμες του ως πραγματικά δεδομένα της φυσικής. Με τον τρόπο αυτό, το σφάλμα εξαπλώνεται σαν το φαινόμενο του ντόμινο.
«Η μισή γνώση είναι πιο νικηφόρα από την ολόκληρη γνώση: γνωρίζει τα πράγματα πιο απλά απ’ ότι είναι, και γι’ αυτό είναι η γνώμη της πιο κατανοητή και πειστική.»-Friedrich Nietzsche
Διαβάστε παρακαλώ το σκονάκι σας
Σχεδόν όλα όσα ξέρετε για την Φυσική, τα ξέρετε εξ ακοής. Και αν είστε φυσικός, ή και αν ακόμα μιλάτε για θέματα που αφορούν την ειδικότητα σας, τα περισσότερα δεδομένα στα οποία αναφέρεστε τα έχετε απλώς ακουστά. Αυτό είναι ως ένα βαθμό αναπόφευκτο, αλλά αξίζει να το σκεφτεί κανείς. Πρέπει να είμαστε σε θέση να εμπιστευόμαστε τις πληροφορίες που μας δίνουν οι συνάνθρωποι μας, αλλά σε ποιον βαθμό; Για να είμαστε σε θέση να λάβουμε μέρος σε κάποια συζήτηση, πρέπει μερικές φορές να παπαγαλίζουμε. Το ότι οι αναλύσεις των οικονομολόγων κατέληξαν σε συλλογική ιδιωτεία δεν είναι καινούργιο. Ίσως οι φυσικοί θεωρούν ότι είναι πιο έξυπνοι. Αλλά και εδώ πέφτει πολλή παπαγαλία. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους: από την μια η διάσπαση της γνώσης, και από την άλλη ο φόβος ότι θα απομονωθεί κανείς από την Community. Και δεν είναι τυχαίο που ο όρος αυτός θυμίζει την κοινωνία(εκκλησιαστική) και τον αφορισμό. Γιατί κάθε αποκλίνουσα άποψη δεν θεωρείται σκέψη, αλλά βλάσφημο σφάλμα. Όταν λοιπόν ακούτε-και πόσο συχνά το ακούμε από τους φυσικούς-ότι τα καθιερωμένα μοντέλα(standard model) έχουν «επιβεβαιωθεί περίφημα», μπορείτε να είστε σίγουροι ότι ο ομιλών αναφέρεται σε ότι ξέρει από τρίτο χέρι, και όσο πιο πειστικός ο τόνος της φωνής, τόσο απρόθυμος θα είναι να δεχθεί ερωτήσεις επί της ουσίας. Η παπαγαλία είναι σήμερα το εισιτήριο στην επιστημονική κοινότητα, το τελετουργικό μιας ύβρεως του παρόντος, που πλασάρει ότι τα έχει καταλάβει όλα.
Ελπίζω να έχετε καταλάβει γιατί θεωρώ πως η Φυσική δεν είναι πια υγιής: η πιθανότητα ότι κάνουμε μεγάλο λάθος όσον αφορά την πραγματικότητα, είναι δυστυχώς πολύ πραγματική. Πέραν από τα καθαρά εξωτερικά συμπτώματα, η Φυσική έχασε την φιλοσοφική της βάση, με την οποία θα έπρεπε να προσδιορίζει τους στόχους της και να αξιολογεί τα αποτελέσματα της. Τα ιστορικά παραδείγματα, όπου η Φυσική είχε πάρει λάθος δρόμο δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Τα τραγικά συμπτώματα παραβλέπονται, όπως το γεγονός ότι τα μοντέλα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Παραγνωρίζεται η αρρωστημένη συμβίωση της θεωρίας που παράγει φιλόδοξα πειράματα, και της ερμηνείας των πειραμάτων η οποία είναι ερωτευμένη με την θεωρία. Οι κοινωνιολογικοί και οι ψυχολογικοί μηχανισμοί, οι οποίοι παίζουν μεγάλο ρόλο στην παραγωγή των αποτελεσμάτων, απωθούνται. Και δεν είναι τυχαίο που η άρνηση των ελαττωμάτων της Φυσικής οδήγησε στο να πιάσουν τόπο συλλογικές φαντασίες, όπως η θεωρία χορδών.
«Μια προϋπόθεση ψυχικής υγείας, είναι το να διαφωνεί κανείς με την βρετανική κοινή γνώμη»- Oscar Wilde
[1] Η ισχύς αυτή της έκανε κακό. Όταν οι στρατιωτικοί σχεδίαζαν να ρίξουν την ατομική βόμβα σε κατοικημένες περιοχές, από τέσσερα μέλη του scientific panel-Compton, Oppenheimer, Fermi, Lawrence-μονο ο τελευταίος εναντιώθηκε ξεκάθαρα.
[2] Πρόσφατα έχει αποδειχθεί ότι κατά τις μετρήσεις της απόστασης στην οποία βρίσκονται οι συνοδοί μας γαλαξίες, οι τιμές που προσδιορίζουν οι αστρονόμοι συμφωνούν απίθανα μεταξύ τους. Σε βαθμό που δεν γίνεται πιστευτό ότι πρόκειται για ανεξάρτητες μετρήσεις.
Μετάφραση Πέτρος
amethystosbooks.blogspot.com
Σχόλια