Θαλάσσιος ναρκοπόλεμος και διεθνές δίκαιο

Εισαγωγή-Εφαρμοστέο δίκαιο Η θαλάσσια νάρκη αποτελεί εξαιρετικά διαδεδομένο ναυτικό όπλο, διαθέσιμο ακόμη και σε ναυτικές δυνάμεις κρατών με χαμηλή ο


Εισαγωγή-Εφαρμοστέο δίκαιο

Η θαλάσσια νάρκη αποτελεί εξαιρετικά διαδεδομένο ναυτικό όπλο, διαθέσιμο ακόμη και σε ναυτικές δυνάμεις κρατών με χαμηλή οικονομική δυνατότητα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε αμφότερους τους Παγκόσμιους Πολέμους, τον Πόλεμο της Κορέας, τον Πόλεμο του Βιετνάμ, τον Πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988), τον Πόλεμο του Κόλπου (2003) και το Λιβυκό Εμφύλιο Πόλεμο (2011). Σε αντίθεση με τις χερσαίες νάρκες, οι οποίες για την πλειοψηφία των μελών της διεθνούς κοινότητας θεωρούνται απαγορευμένο όπλο δυνάμει της Συνθήκης της Οτάβας (1997) περί Απαγόρευσης της Χρήσης, Αποθήκευσης, Παραγωγής και Μεταφοράς Ναρκών κατά Προσωπικού και της Καταστροφής τους, οι θαλάσσιες νάρκες θεωρούνται κατ’ αρχήν νόμιμες και η χρήση τους διέπεται από τη Σύμβαση VIII της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου 1907 σχετικά με την Πόντιση Αυτόματων Υποθαλάσσιων Ναρκών Επαφής. Η Σύμβαση VIII θεσπίστηκε μετά το Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904-1905), περιλαμβάνει μόλις πέντε διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και αποτελεί προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην προστασία των διεθνών εμπορικών συμφερόντων, την επίτευξη επιχειρησιακών επιδιώξεων και την υπηρέτηση ανθρωπιστικών σκοπών. Η Σύμβαση αποτελεί πλέον εθιμικό δίκαιο και δεσμεύει όλα τα κράτη, ανεξάρτητα αν την έχουν κυρώσει ή όχι. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα και την Τουρκία, οι οποίες ήταν συμβαλλόμενα μέρη, αλλά δεν έχουν κυρώσει τη Σύμβαση VIII. Η Τουρκία κατέθεσε επιφυλάξεις, μεταξύ άλλων σχετικά με την προστασία του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου.

Η Σύμβαση VIII αποτελεί μέρος του δικαίου προσφυγής στη χρήση βίας (ius ad bellum). Αντίθετα, δίκαιο σχετικό ειδικά με τη χρήση ναρκών κατά τη διάρκεια ένοπλης σύρραξης (ius in bello) δεν υφίσταται. Για το λόγο αυτό εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ), που αποτελείται από τις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα του 1977, ανάμεσα στα οποία κρίσιμη είναι εν προκειμένω η Δεύτερη Σύμβαση της Γενεύης για τη βελτίωση της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών μελών των ενόπλων δυνάμεων στη θάλασσα και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο για την προστασία των θυμάτων διεθνών ενόπλων συρράξεων, το οποίο, κατά μία άποψη, εφαρμόζεται και στον κατά θάλασσα πόλεμο. Το ΔΑΔ διατρέχουν τέσσερις βασικές αρχές, οι οποίες είναι: 1) Η αρχή της διάκρισης (μεταξύ στρατιωτικών στόχων και αμάχων). 2) Η αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ των απωλειών σε αμάχους και του αναμενόμενου άμεσου στρατιωτικού πλεονεκτήματος), 3) Η αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας (των όπλων που θεωρούνται απαραίτητα για την κατά το δυνατόν ταχύτερη παράδοση του εχθρού) και 4) Η αρχή του ανθρωπισμού (απαγόρευσης πρόκλησης περιττών τραυμάτων και μη απαραίτητου πόνου). Η εφαρμογή της τελευταίας στο ναυτικό πόλεμο είναι περιορισμένη, επειδή αυτός εστιάζεται κυρίως στην εξουδετέρωση αντικειμένων και φορέων και πολύ λιγότερο μαχητών.

Τέλος, εθιμικό δίκαιο κωδικοποιεί και το Εγχειρίδιο του Κατά Θάλασσα Πολέμου, το οποίο καταρτίσθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Ανθρωπιστικού Δικαίου του Σαν Ρέμο το 1994 για να καλύψει τα συμβατικά κενά στον κατά θάλασσα πόλεμο και να ενσωματώσει τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982. Έκτοτε έχει μεταφερθεί στα στρατιωτικών εγχειρίδια των περισσότερων κρατών και διδάσκεται στις ένοπλες δυνάμεις. Το Εγχειρίδιο του Σαν Ρέμο κωδικοποιεί τέσσερις αρχές που προκύπτουν από τη Σύμβαση VIII και το εθιμικό διεθνές δίκαιο: Αυτές είναι: 1) Η χρήση ναρκών αποκλειστικά για την επιδίωξη νόμιμου στρατιωτικού σκοπού. 2) Η δυνατότητα των εμπολέμων να διατηρούν τον έλεγχο των ναρκών που έχουν ποντίσει και τη δυνατότητα αδρανοποίησής τους. 3) Η γνωστοποίηση των ναρκοπεδίων και 4) Η καταγραφή της θέσης των ναρκοπεδίων για την εκκαθάρισή τους μετά το τέλος των επιχειρήσεων.

Ναρκοθέτηση σε περίοδο ειρήνης

Η UNCLOS δεν περιέχει ειδικότερες διατάξεις για το ναρκοπόλεμο, με οποιαδήποτε μορφή του. Γίνεται απολύτως δεκτό ότι το παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα ναρκοθέτησης στα εσωτερικά ύδατα, τη χωρική θάλασσα και τα αρχιπελαγικά ύδατα, όμως το δικαίωμά του αυτό του περιορίζεται από το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης από τη χωρική θάλασσα και τα αρχιπελαγικά ύδατα, το οποίο ασκούν τα πλοία τρίτων κρατών. Η UNCLOS προβλέπει (άρθρ. 25 παρ. 3) ότι το παράκτιο κράτος μπορεί, χωρίς να προβαίνει σε τυπικές ή ουσιαστικές διακρίσεις μεταξύ των πλοίων τρίτων κρατών, να αναστέλλει προσωρινά, εντός καθορισμένων περιοχών της χωρικής θάλασσας, την αβλαβή διέλευση των ξένων πλοίων, αν αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία της ασφάλειάς του, όμως η αναστολή αυτή έχει νομική ισχύ μόνο μετά την προσήκουσα δημοσίευσή της. Επομένως τυχόν μη γνωστοποιημένη ναρκοθέτηση της χωρικής θάλασσας του παράκτιου κράτους συνιστά παραβίαση διεθνούς υποχρέωσής του. Μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής, επιβάλλεται η περισυλλογή ή η αδρανοποίηση των ποντισμένων ναρκών. Τέλος, επειδή σκοπός της διάταξης του άρθρ. 25 παρ. 3 είναι η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αβλαβούς διέλευσης, υποστηρίζεται ότι δεν απαιτείται προηγούμενη γνωστοποίηση για την πόντιση ελεγχόμενων ναρκών. Οι ελεγχόμενες νάρκες ενεργοποιούνται κατ’ επιλογήν από την ξηρά, γεγονός που τους προσδίδει τα πλεονεκτήματα της πόντισης ήδη από τον καιρό της ειρήνης και της πλήρους ασφάλειας για τα φιλικά πλοία (για την τυπολογία των θαλάσσιων ναρκών δείτε εδώ). Είναι όμως αυτονόητο ότι σε καιρό ειρήνης δεν επιτρέπεται η ναρκοθέτηση των εσωτερικών υδάτων, της χωρικής θάλασσας και των αρχιπελαγικών υδάτων άλλου κράτους, χωρίς τη συναίνεσή του, καθώς αυτό θα συνιστούσε χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητάς του, η οποία απαγορεύεται από το άρθρ. 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και ένοπλη επίθεση, η οποία είναι δεκτική ατομικής και συλλογικής νόμιμης άμυνας κατά το άρθρ. 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Επίσης απαγορεύεται η ναρκοθέτηση σε διεθνή ύδατα, στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας και αρχιπελαγικούς θαλάσσιους διαδρόμους σε καιρό ειρήνης. Η απαγόρευση αυτή συνάγεται από την ελευθερία της ανοικτής θάλασσας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρ. 87 της UNCLOS, από το δικαίωμα πλου διέλευσης από στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας, που αναγνωρίζεται στο άρθρ. 38 και από το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης μέσα από τα αρχιπελαγικά ύδατα, που προβλέπεται στο άρθρ. 52 της Σύμβασης. Ανάλογη απαγόρευση συνάγεται από το άρθρ. 58 της UNCLOS για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των τρίτων κρατών. Εντούτοις, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι επιτρέπεται η ναρκοθέτηση σε διεθνή ύδατα πριν τυχόν ένοπλη σύρραξη, με βάση το δικαίωμα της ατομικής και συλλογικής νόμιμης άμυνας, όμως στην περίπτωση αυτή απαιτείται προηγούμενη γνωστοποίηση σχετικά με την ευρύτερη θέση του ναρκοπεδίου και διαρκής παρουσία με σκοπό την αποτροπή της πρόκλησης κινδύνου για τα παραπλέοντα πλοία. Στην περίπτωση που η παράνομη ναρκοθέτηση προκάλεσε βλάβη στη ναυσιπλοΐα, στοιχειοθετείται διεθνώς άδικη ενέργεια του κράτους που προέβη σ’ αυτήν, με συνέπεια τούτο να υπέχει διεθνή ευθύνη και να γεννάται υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση. Επιπλέον είναι νοητή η λήψη αντιμέτρων από το βλαπτόμενο κράτος, με σκοπό τον εξαναγκασμό του ενεχόμενου κράτους σε συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις του. Πάντως τα αντίμετρα δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις του βλαπτόμενου κράτους να απέχει από τη χρήση βίας, να προστατεύει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και να εφαρμόζει επιτακτικές διατάξεις του γενικού διεθνούς δικαίου (άρθρ. 50 της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ περί ευθύνης των Κρατών από διεθνώς άδικες ενέργειες). Τέλος, κατά μία άποψη, ανάλογα με την έκταση και τη βαρύτητα της βλάβης που προκλήθηκε, είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση ένοπλης επίθεσης, εκδοχή που πάντως δεν υιοθετήθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση που αφορούσε τις Πλατφόρμες Πετρελαίου (Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν κατά ΗΠΑ (ICJ Reports 2003, p. 161).

Ναρκοθέτηση κατά τη διάρκεια διεθνούς ένοπλης σύρραξης

Οι διατάξεις που αναφέρθηκαν εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε περίπτωση διεθνούς ένοπλης σύρραξης, τόσο από τα μη συμμετέχοντα σ’ αυτήν κράτη, όσο και από τα συμμετέχοντα έναντι των πρώτων. Η εφαρμογή της Σύμβασης VIII της Χάγης περιορίζεται στις αυτόματες νάρκες επαφής, οι οποίες όμως εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από μεγάλο αριθμό ναυτικών δυνάμεων. Η χρήση των υπόλοιπων τύπων ναρκών, στους οποίους κυρίαρχη θέση κατέχουν οι νάρκες επίδρασης, ρυθμίζεται από τους κανόνες του ΔΑΔ. Η Σύμβαση VIII διακρίνει ανάμεσα σε αγκυροβολημένες και μη νάρκες και επιτάσσει (άρθρ. 1 παρ. 1) οι τελευταίες να καθίστανται αβλαβείς εντός μίας ώρας από την πόντισή τους, ενώ απαγορεύει και τις αγκυροβολημένες νάρκες που δεν καθίστανται αβλαβείς αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους από το μηχανισμό αγκυροβολίας. Οι διατάξεις αυτές συνιστούν κωδικοποίηση της αρχής της διάκρισης μεταξύ των στρατιωτικών στόχων και των αμάχων, η οποία γενικότερα διατρέχει το ΔΑΔ και ειδικότερα προβλέπεται στα άρθρα 48 και 51 παρ. 4 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ενώ επιπλέον κωδικοποιείται στις παρ. 83 και 84 του Εγχειριδίου του Σαν Ρέμο. Για τον ίδιο λόγο η Σύμβαση VIII (άρθρ. 3) επιτάσσει τα εμπόλεμα μέρη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε να καθιστούν τις νάρκες αγκυροβολίας αβλαβείς εντός περιορισμένου χρόνου και, σε περίπτωση που παύουν να επιτηρούνται, να γνωστοποιούν τις επικίνδυνες ζώνες τόσο προς τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, όσο και προς τις κυβερνήσεις μέσω της διπλωματικής οδού, στο συντομότερο χρόνο που επιτρέπουν οι επιχειρησιακές απαιτήσεις. Η γνωστοποίηση αυτή δεν απαιτείται προκειμένου για νάρκες με ικανότητα διάκρισης στόχων, των οποίων όμως επιβάλλεται ο προγραμματισμός ώστε να στοχεύουν αποκλειστικά στρατιωτικούς στόχους. Επομένως συνάγεται το γενικότερο συμπέρασμα ότι η χρήση ναρκών κατά πολεμικών πλοίων είναι γενικά νόμιμη, σε αντίθεση με την προσβολή εμπορικών πλοίων ή πολεμικών που απολαύουν προστασίας, όπως για παράδειγμα των νοσοκομειακών πλοίων. Είναι προφανές ότι τα προβλήματα περιπλέκονται ενδεικτικά στην περίπτωση πλοίων που μεταφέρουν στρατιωτικό προσωπικό και αμάχους (πχ μετά από εκκένωση), με συνέπεια να καθίστανται δυσεφάρμοστες οι αρχές της διάκρισης και της αναλογικότητας.

Κατά τη διάρκεια διεθνούς ένοπλης σύρραξης επιτρέπεται η ναρκοθέτηση της γενικής περιοχής των ναυτικών επιχειρήσεων, δηλαδή του εδάφους των συμμετεχόντων κρατών στο οποίο έχουν πρόσβαση οι ναυτικές δυνάμεις τους, των εσωτερικών υδάτων, της χωρικής θάλασσας και των αρχιπελαγικών υδάτων τους, καθώς και της ΑΟΖ τους και της ανοικτής θάλασσας. Επίσης επιτρέπεται η χρήση γι’ αυτόν το σκοπό του υπερκείμενου των εν λόγω ζωνών εναέριου χώρου. Συνεπώς απαγορεύεται η ναρκοθέτηση των αντίστοιχων ζωνών που ανήκουν στην κυριαρχία κρατών που δε μετέχουν στη σύρραξη. Βεβαίως η ναρκοθέτηση σε καιρό σύρραξης απαιτεί την επίτευξη συμβιβασμού ανάμεσα στους αντικειμενικούς σκοπούς των ναυτικών επιχειρήσεων και στα δικαιώματα διέλευσης των πλοίων τρίτων κρατών. Αυτό σημαίνει ότι η ναρκοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών του αντιπάλου δεν μπορεί να διεξάγεται κατά τρόπο απεριόριστο: Δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, οι νάρκες επιτρέπεται να πλήττουν μόνο στρατιωτικούς στόχους, η ναρκοθέτηση με αποκλειστικό στόχο τη διακοπή της εμπορικής ναυτιλίας του δεν είναι νόμιμη (άρθρ. 2 της Σύμβασης VIII). Στην περίπτωση αυτή παραβιάζεται και η αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας. Επίσης η ναρκοθέτηση της ανοικτής θάλασσας επιβάλλεται να διεξάγεται σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρ. 87 παρ. 2 της UNCLOS, δηλαδή λαμβάνοντας προσηκόντως υπ’ όψη τα συμφέροντα των άλλων κρατών κατά την άσκηση της ελευθερίας της ανοικτής θάλασσας, καθώς επίσης και τα δικαιώματα που παρέχονται από τη Σύμβαση σχετικά με τις δραστηριότητες εντός της περιοχής. Αναφορικά με την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα ουδέτερων κρατών, η ναρκοθέτηση επιτρέπεται, όμως πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη τα κυριαρχικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων τους, όπως αναγνωρίζεται στα άρθρα 56 και 77 της UNCLOS. Τα κράτη που είναι ουδέτερα στη διεθνή ένοπλη σύρραξη επιτρέπεται να προβούν σε ναρκοθέτηση, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τα εμπόλεμα μέρη και με την υποχρέωση να γνωστοποιούν τις επικίνδυνες ζώνες τόσο προς τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, όσο και προς τις κυβερνήσεις μέσω της διπλωματικής οδού, η παραβίαση της οποίας στοιχειοθετεί διεθνή ευθύνη τους (άρθρ. 4 της Σύμβασης VIII). Τέλος αμφισβητείται το δικαίωμα του παράκτιου κράτους να αναστείλει μέσω ναρκοθέτησης το δικαίωμα διέλευσης των πλοίων τρίτων κρατών από στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας. Η θέση των ΗΠΑ είναι ότι επιτρέπεται η ναρκοθέτηση προκειμένου να διοχετευθούν πλοία ουδέτερων κρατών σε συγκεκριμένη διαδρομή, όχι όμως κατά τρόπο που αποκλείει εντελώς το δικαίωμα διέλευσής τους από στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας ή αρχιπελαγικούς θαλάσσιους διαδρόμους, ενώ άλλα κράτη, όπως η Γερμανία, υποστηρίζουν ότι η αναστολή της διέλευσης από στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον παρέχονται εναλλακτικές διαδρομές συγκρίσιμης ευκολίας.

Επιχειρήσεις Αντιμέτρων Ναρκών σε περίοδο ειρήνης

Η κύρια διάκριση των επιχειρήσεων Αντιμέτρων Ναρκών (MCM) είναι αυτή μεταξύ ναρκοθηρίας και ναρκαλιείας. Η ναρκοθηρία είναι αποτελεσματική εναντίον όλων των τύπων ναρκών και περιλαμβάνει πέντε στάδια: ανίχνευση, ταξινόμηση, εντοπισμό, αναγνώριση και εξουδετέρωση της νάρκης. Η ναρκαλιεία περιλαμβάνει τη ρυμούλκηση μηχανικών γρίπων ή γρίπων επίδρασης, με σκοπό αντίστοιχα τη βλάβη ή καταστροφή του μηχανισμού αγκυροβολίας ή τη μίμηση του μαγνητικού, ηλεκτρικού, ακουστικού, σεισμικού ή πιεστικού ίχνους ενός πλοίου, με σκοπό την ενεργοποίηση του σχετικού μηχανισμού επίδρασης. Σε καιρό ειρήνης επιτρέπεται η διεξαγωγή επιχειρήσεων MCM στην ανοικτή θάλασσα, με σκοπό την προστασία της ελευθερίας ναυσιπλοΐας. Με το πέρας διεθνούς ένοπλης σύρραξης, κάθε εμπλεκόμενο μέρος οφείλει να προβεί στην ανέλκυση ή εξουδετέρωση των ναρκών που πόντισε στη χωρική θάλασσά του ή στην ανοικτή θάλασσα (άρθρ. 5 της Σύμβασης VIII). Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής προϋποθέτει την καταγραφή και χαρτογράφηση των ναρκοπεδίων, στην οποία οφείλουν ούτως ή άλλως να προβούν εξ αιτίας της υποχρέωσής τους να γνωστοποιούν την ευρύτερη θέση τους στα αμέτοχα στη σύρραξη κράτη. Είναι αυτονόητο ότι η διεξαγωγή επιχειρήσεων MCM στη χωρική θάλασσα του πρώην αντιπάλου επιτρέπεται μόνο με τη συναίνεσή του, διαφορετικά παραβιάζεται η εδαφική ακεραιότητά του. Επίσης επιτρέπεται σε οποιοδήποτε κράτος η διεξαγωγή επιχειρήσεων MCM σε αρχιπελαγικούς θαλάσσιους διαδρόμους και στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας, με σκοπό την προστασία της ελευθερίας ναυσιπλοΐας, αν και υφίσταται αμφισβήτηση σχετικά με τη διεξαγωγή τους κατά ελεγχόμενων ναρκών. Η μεγαλύτερη όμως αμφισβήτηση ανέκυψε στην περίπτωση επιχειρήσεων MCM σε στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας που αλληλεπικαλύπτεται με τη χωρική θάλασσα στην οποία το παράκτιο κράτος έχει προβεί σε ναρκοθέτηση: Αυτή είναι η περίπτωση της διάσημης απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Στενό της Κέρκυρας (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας κατά Αλβανίας), η οποία εκδόθηκε στις 9 Απριλίου 1949 και ήταν μάλιστα η πρώτη στην ιστορία του δικαιοδοτικού οργάνου των Ηνωμένων Εθνών.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: Στις 15 Μαΐου 1946 το επάκτιο πυροβολικό της Αλβανίας άνοιξε πυρ κατά των καταδρομικών HMS ORION (85) κλάσης Leander και HMS MINOTAUR (25) της ομώνυμης κλάσης του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού (RN), ενώ αυτά διέρχονταν από το Στενό της Κέρκυρας. Το Ηνωμένο Βασίλειο διαμαρτυρήθηκε υποστηρίζοντας ότι τα εμπορικά και πολεμικά πλοία έχουν το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης από στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας, ενώ η Αλβανία απάντησε ότι κανένα πλοίο δεν έχει δικαίωμα διέλευσης από τη χωρική θάλασσά της χωρίς την (προηγούμενη) συναίνεσή της. Στις 2 Αυγούστου το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι αν στο μέλλον πολεμικά πλοία του δέχονταν πυρ ενώ διέρχονταν από το Στενό της Κέρκυρας, θα ανταπέδιδαν. Ακολούθως, στις 21 Σεπτεμβρίου το βρετανικό Ναυαρχείο απέστειλε στο Διοικητή των Δυνάμεων Μεσογείου του RN το ακόλουθο μήνυμα: «Η εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία επανεξετάζεται από την Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας, η οποία επιθυμεί να γνωρίζει εάν η Αλβανική Κυβέρνηση έχει μάθει να συμπεριφέρεται. Επιθυμούμε πληροφόρηση εάν πλοία υπό τη διοίκησή σας έχουν διαπλεύσει το Βόρειο Στενό της Κέρκυρας από τον Αύγουστο και, σε αρνητική περίπτωση, εάν πρόκειται να τα διατάξετε να το πράξουν προσεχώς». Στις 22 Οκτωβρίου το καταδρομικό HMS MAURITIUS (80) κλάσης Fiji της της 1ης Μοίρας Καταδρομικών του RN εισήλθε με βόρεια πορεία στο Βόρειο Στενό της Κέρκυρας, συνοδευόμενο από το αντιτορπιλικό HMS SAUMAREZ (G12) κλάσης S και ακολουθούμενο από το καταδρομικό HMS LEANDER (75) της ομώνυμης κλάσης και της ίδιας Μοίρας, το οποίο συνοδευόταν από το αντιτορπιλικό HMS VOLAGE (R41) κλάσης V του RN. Στις 14:53 το SAUMAREZ προσέκρουσε σε νάρκη με συνέπεια την εκδήλωση πυρκαγιάς και διαρροής στο πρόσθιο τμήμα του, ενώ το ίδιο συνέβη στις 16:31 με το VOLAGE, το οποίο είχε σπεύσει να το ρυμουλκήσει και με συνέπεια την πλήρη αποκοπή της πλώρης του εμπρός από τον πύργο δύο πυροβόλων QF Mk XII διαμετρήματος 120mm. Το αποτέλεσμα των δύο εκρήξεων ήταν να χάσουν τη ζωή τους 45 μέλη του πληρώματος των δύο αντιτορπιλικών, ενώ ακόμη 42 τραυματίσθηκαν. Ο Πορθμός της Κέρκυρας θεωρούταν ασφαλής από νάρκες, καθώς εκεί είχαν πραγματοποιηθεί επιχειρήσεις ναρκαλιείας κατά τα έτη 1944 και 1945.

Κατόπιν τούτων, το Ηνωμένο Βασίλειο απέστειλε διακοίνωση προς τα Τίρανα, με την οποία ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προβεί σε επιχείρηση ναρκαλιείας στον Πορθμό της Κέρκυρας. Η Αλβανία απάντησε ότι θα παρείχε τη συναίνεσή της μόνο αν η επιχείρηση πραγματοποιούταν εκτός της χωρικής θάλασσάς της και ότι διαφορετική εκδοχή θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση της κυριαρχίας της. Στις 12 και 13 Νοεμβρίου 1946 ναρκαλιευτικά του RN εκτέλεσαν επιχείρηση ναρκαλιείας εντός της χωρικής θάλασσας της Αλβανίας και εντός του διαύλου που είχε παλαιότερα ελεγχθεί, με αποτέλεσμα την περισυλλογή 22 ναρκών αγκυροβολίας επαφής, τύπου EMC, γερμανικής προέλευσης (GY κατά τη βρετανική ταξινόμηση). Παράλληλα, μετά από βρετανικό αίτημα, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε Ψήφισμα στις 9 Απριλίου 1947, συστήνοντας την παραπομπή της διαφοράς μεταξύ των δύο κρατών στο Διεθνές Δικαστήριο. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, κατά της οποίας η Αλβανία προέβαλε ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας, η οποία απορρίφθηκε με προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 1948. Την ίδια ημέρα τα δύο κράτη συνυπέγραψαν συνυποσχετικό, με τα ακόλουθα ερωτήματα: 1) Ευθύνεται η Αλβανία κατά το διεθνές δίκαιο για τις εκρήξεις που έλαβαν χώρα στις 22 Οκτωβρίου 1946 στα αλβανικά ύδατα και για τη ζημία και την απώλεια ανθρώπινης ζωής που προκλήθηκε απ’ αυτές και υπέχει υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση; 2) Παραβίασε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διεθνές δίκαιο την κυριαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας μέσω των ενεργειών του Βασιλικού Ναυτικού στα αλβανικά ύδατα στις 22 Οκτωβρίου και στις 12 και 13 Νοεμβρίου 1946 και υπέχει υποχρέωση να παράσχει ικανοποίηση;

Με την απόφασή του της 9ης Απριλίου 1949 (ICJ Reports 1949, p. 4), το Διεθνές Δικαστήριο αποφάσισε τα εξής: Ως προς το πρώτο ερώτημα, κρίθηκε, με πλειοψηφία 11 ψήφων έναντι 6, ότι η ναρκοθέτηση της χωρικής θάλασσας της Αλβανίας δεν μπορούσε να έχει λάβει χώρα χωρίς τη γνώση της. Και αυτό επειδή η Αλβανία διαμαρτυρήθηκε έντονα για το διάπλου της από τα βρετανικά πλοία, όχι όμως από τυχόν άλλη ναυτική δύναμη, η οποία θα μπορούσε να έχει προβεί στη ναρκοθέτηση του Στενού, καθώς αυτό επιτηρείται ευχερώς, δεδομένου ότι μία από τις νάρκες ανευρέθηκε σε απόσταση μόλις 500m από την αλβανική ακτή. Με δεδομένη τη γνώση αυτή, η Αλβανία υπείχε την υποχρέωση να γνωστοποιήσει την πόντιση ναρκών προς τα παραπλέοντα πλοία, μεταξύ των οποίων και αυτά που ανήκαν στην 1η Μοίρα Καταδρομικών του RN, καθώς και το γεγονός ότι ήταν εκτεθειμένα σε κίνδυνο. Η παράλειψή της να εκπληρώσει την υποχρέωσή της αυτή στοιχειοθετούσε διεθνή ευθύνη της. Με μεταγενέστερη απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1949, η Αλβανία υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση 844.000 λίρες στερλίνες.


Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι το Στενό της Κέρκυρας αποτελεί στενό διεθνούς ναυσιπλοΐας, αν και δευτερεύουσας σημασίας, από το οποίο τα πολεμικά πλοία έχουν το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης. Επίσης έκρινε ότι η διέλευση των πλοίων του RN στις 22ης Οκτωβρίου ήταν αβλαβής ως προς τόσο το σκοπό, όσο και την εκτέλεσή της, επειδή πραγματοποιήθηκε για την επιβεβαίωση της άσκησης εντός δικαιώματος που η Αλβανία είχε παράνομα αρνηθεί στις 15 Μαΐου. Κατ’ ακολουθία, το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε με πλειοψηφία 14 ψήφων έναντι 2 ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παραβίασε την κυριαρχία της Αλβανίας στις 22 Οκτωβρίου. Εντούτοις, η κρίση του ήταν ομόφωνα αντίθετη ως προς την επιχείρηση ναρκαλιείας στις 12-13 Νοεμβρίου, επειδή αυτή εκτελέσθηκε αντίθετα προς τη βούληση της κυβέρνησης της Αλβανίας και των διεθνών οργανώσεων για την εκκαθάριση ναρκών και δε συνιστούσε αβλαβή διέλευση κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου, ούτε περίπτωση αυτοπροστασίας ή αυτοβοήθειας (self-help), που άλλωστε υποχωρεί έναντι της υποχρέωσης σεβασμού της εδαφικής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί το θεμέλιο των διεθνών σχέσεων.


Επισημαίνεται ότι το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης από στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας, το οποίο αναγνώρισε το 1949 το Διεθνές Δικαστήριο, έχει πλέον αντικατασταθεί από το δικαίωμα πλου διέλευσης που θεσπίσθηκε με την UNCLOS και το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν αναστέλλεται στην περίπτωση που δεν παρέχεται εναλλακτική διαδρομή συγκρίσιμης ευκολίας. Αυτό παρέχει επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι τρίτα κράτη έχουν το δικαίωμα να εκτελέσουν επιχείρηση MCM σε στενό διεθνούς ναυσιπλοΐας που αλληλεπικαλύπτεται με τη χωρική θάλασσα του παράκτιου κράτους. Αντίθετα, όταν παρέχεται εναλλακτική διαδρομή, η ναρκοθέτηση του στενού διεθνούς ναυσιπλοΐας δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι το παράκτιο κράτος εκπληρώνει την υποχρέωση γνωστοποίησης προς τα παραπλέοντα πλοία του κινδύνου έκθεσής τους σε ενεργό ναρκοπέδιο.

Επιχειρήσεις Αντιμέτρων Ναρκών κατά τη διάρκεια διεθνούς ένοπλης σύρραξης

Κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων, η εφαρμογή των ρυθμίσεων αποσκοπεί στον αποδεκτό συγκερασμό ανάμεσα στις επιχειρησιακές επιδιώξεις των εμπολέμων μερών και στο δικαίωμα των ουδέτερων κρατών να εκτελούν επιχειρήσεις MCM. Δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, επιτρέπεται η ναρκοθέτηση της ανοικτής θάλασσας κατά τη διάρκεια διεθνούς ένοπλης σύρραξης, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η εκτέλεση επιχειρήσεων MCM συνεπάγεται παραβίαση της ουδετερότητάς τους. Ειδικότερα, η εκτέλεση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων κατά λογική αναγκαιότητα παρέχει επιχειρησιακή ωφέλεια στο αντίπαλο κράτος εκείνου που προβαίνει στη ναρκοθέτηση, επομένως ο σκοπός τους πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στην προστασία της ελευθερίας ναυσιπλοΐας. Στην περίπτωση που η ναρκοθέτηση στην ανοικτή θάλασσα αντίκειται στο διεθνές δίκαιο, η πρακτική των κρατών υποδεικνύει ότι η διενέργεια επιχείρησης MCM με αυτόν το σκοπό δεν περιορίζει υπερβολικά τη ελευθερία των εμπολέμων κρατών να διεξάγουν επιχειρήσεις. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση πόντισης ναρκών που δε στοχεύουν αποκλειστικά στρατιωτικούς στόχους, μη αγκυροβολημένων ναρκών που δεν καθίστανται αβλαβείς εντός μίας ώρας από την πόντισή τους ή αγκυροβολημένων ναρκών που δεν καθίσταται αβλαβείς αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους από το μηχανισμό αγκυροβολίας. Πρόσθετη αιτιολόγηση της διενέργειας των επιχειρήσεων MCM αποτελεί η ατομική και συλλογική νόμιμης άμυνας κατά το άρθρ. 51 του Χάρτη. Τέλος, η διενέργεια επιχειρήσεων MCM στη χωρική θάλασσα εμπόλεμου κράτους υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς όπως και σε καιρό ειρήνης, επομένως η νομιμότητά της αμφισβητείται όταν η χωρική θάλασσα αλληλεπικαλύπτεται με στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας.

marsecstrat.com
Σχόλια