«Βουτιά» στις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση...
Αν εξετάσει κανείς την εξέλιξη των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση στη χώρα μας θα διαπιστώσει ότι διακρίνονται από μια μόνιμη «σταθερά»: την ανεπάρκεια.
Η Ελλάδα κατατασσόταν, και πριν από την κρίση, μόνιμα στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφού οι... δαπάνες για την εκπαίδευση ποτέ δεν ξέφυγαν από το 3,5% περίπου του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) όταν το ποσοστό του ΑΕΠ που αφιερώνεται κατά μέσον όρο στην εκπαίδευση στην Ε.Ε. ξεπερνούσε το 5%!
Ωστόσο ο φετινός προϋπολογισμός, ο τακτικός προϋπολογισμός που είναι η «ατμομηχανή» της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, ξεπερνάει κάθε αρνητικό προηγούμενο καθώς παρουσιάζει νέα σοβαρότατη απόκλιση προς τα κάτω: στις κύριες λειτουργικές δαπάνες της δημόσιας εκπαίδευσης έχουμε μείωση πάνω στη μείωση, αφού σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και ο φετινός προϋπολογισμός (του 2020) εκτελείται με σοβαρότατη απόκλιση προς τα κάτω: μείον 125 εκατ. € σύμφωνα με την ίδια την εισηγητική έκθεση.
Επιπλέον για το 2021 έχουμε: μείωση 0,69% στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μείωση 33,38% στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (από τα 85 στα 56 εκατ. €). Επίσης μείωση 7,77% στην ανώτατη εκπαίδευση.
Αλλά το ΥΠΑΙΘ, «μανούλα» στις αλχημείες, ανακοίνωσε πανηγυρικά «αύξηση +2,6% του προϋπολογισμού του», αποκρύπτοντας ότι αυτή προκύπτει λόγω αύξησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του υπουργείου κατά 200 εκατ. Ομως, το ΠΔΕ δεν καλύπτει λειτουργικές δαπάνες, αφορά κατασκευές και εξοπλισμό υποδομών (με εξαίρεση ορισμένες δαπάνες μισθοδοσίας συμβασιούχων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης).
Η σχετική διόγκωση του ΠΔΕ αφορά παγίωση του καθεστώτος των συμβασιούχων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έναντι των μόνιμων διορισμών, επιλογή που δεν δικαιολογείται καθότι οι έκτακτες συνθήκες δημοσιονομικών και πολιτικών περιορισμών λόγω μνημονίων έχουν παρέλθει. Σε κάθε περίπτωση, η μείωση του Τακτικού Προϋπολογισμού θα επηρεάσει αρνητικά τη χρηματοδότηση και των τριών εκπαιδευτικών βαθμίδων.
Είναι βέβαια γνωστό ότι η δωρεάν εκπαίδευση ως κοινωνικό δικαίωμα και κρατική υποχρέωση —σύμφωνα με τη διακήρυξη του ΟΗΕ— αποτελεί έναν αστικό μύθο, αφού δεν είναι στην πραγματικότητα δωρεάν, καθώς πίσω από τον τυπικά δωρεάν χαρακτήρα της υποκρύπτονται σημαντικές επιβαρύνσεις για τις οικογένειες των μαθητών – σπουδαστών. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η επιχείρηση «υποχρηματοδότηση» της δημόσιας εκπαίδευσης είναι δεμένη με ένα νήμα με την επιχείρηση «ιδιωτικοποίησής» της.
Χρόνια προβλήματα
Η χρόνια ανεπαρκής οικονομική στήριξη του εκπαιδευτικού συστήματος δημιούργησε όχι μόνο ποσοτικά αλλά και σοβαρότατα ποιοτικά προβλήματα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, συμβάλλοντας με αποφασιστικό τρόπο στη διαμόρφωση μιας «υποδόριας» εκπαιδευτικής διαδικασίας με πολύμορφες εκφάνσεις.
Για παράδειγμα, η ανάπτυξη και η διόγκωση του ιδιωτικού, εξωσχολικού-παραεκπαιδευτικού δικτύου (φροντιστήρια, ιδιαίτερα κ.λπ.) ή το κόστος της φοίτησης σε ΑΕΙ εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας είναι ένα σύνθετο κοινωνικο-οικονομικό και εκπαιδευτικό φαινόμενο που «λιπαίνεται» στο έδαφος της λειψής δημόσιας χρηματοδότησης της Παιδείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «τρέφεται» αποκλειστικά από αυτό.
Αυτό που έχουν καταφέρει εδώ και πολλά χρόνια οι κυρίαρχες εκπαιδευτικές πολιτικές είναι να εισαγάγουν έναν τύπο εξωγενούς ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, ενώ η δημόσια εκπαίδευση δεν καταργείται με τυπικό τρόπο, διάφορες εκπαιδευτικές υπηρεσίες και αγαθά μεταβιβάζονται προς εκμετάλλευση και πώληση σε ιδιωτικούς κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Τα συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες είτε είναι συμπληρωματικά εκπαιδευτικά εφόδια είτε παραπληρωματικά.
Παράλληλα με την εξωγενή ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, τώρα επιχειρείται από την κυβερνητική πολιτική, ακόμη πιο συγκροτημένα, και το μοντέλο της ενδογενούς ιδιωτικοποίησης. Με άλλα λόγια, πρακτικές και επιλογές που εφαρμόζονται στη δημόσια εκπαίδευση οδηγούν σε ιδιωτικοποίησή της εκ των έσω. Για παράδειγμα, όσα προτείνει η λεγόμενη Εκθεση Πισσαρίδη («σκονάκια» από παλιότερες και νέες προτάσεις του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ), όπως οι διάφορες μορφές αξιολογήσεων (αξιολόγηση η οποία θα λαμβάνει υπόψη της την επίδοση των μαθητών και θα τη συνδέει με την κατανομή́ της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες), ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ σχολικών μονάδων («Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των σχολικών μονάδων θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και να παρουσιάζονται σε συγκριτική μορφή»), η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στο εκπαιδευτικό επάγγελμα, η εισαγωγή τέλους επανεγγραφής για όσους σπουδαστές παρατείνουν τις σπουδές τους πέρα από τον προβλεπόμενο χρόνο ολοκλήρωσής τους, η καταβολή ποσών εκ μέρους των γονέων για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του σχολείου, η αναζήτηση δωρεών, χορηγιών κ.λπ., παρά το γεγονός ότι δεν οδηγούν σε μια απευθείας ιδιωτικοποίηση, εισάγουν ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια λειτουργίας στο δημόσιο σχολείο.
Η αγορά
Στοχεύουν, λοιπόν, σε μια ταχύτερη εν τη πράξει διείσδυση της αγοράς στη δημόσια εκπαιδευτική σφαίρα και από την άποψη αυτή δεν αποτελεί παρά έναν πολιορκητικό κριό ή έναν δούρειο ίππο που στο πέρασμα του χρόνου θα αλώσει ό,τι έχει απομείνει από ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά δικαιώματα. Η βασική στρατηγική της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι να αφήνει αναλλοίωτη τη γενική μορφή της εκπαίδευσης ώστε να μην ενοχλεί τους υπερασπιστές της, εισάγοντας παράλληλα και σταδιακά επιλογές και πολιτικές που αλλοιώνουν και τελικά καταργούν τα βασικά συστατικά του δημόσιου και δωρεάν εκπαιδευτικού συστήματος.
Η «εκπαιδευτική» πολιτική του ΥΠΑΙΘ κάνει ακόμη πιο οξύμωρο το σχήμα που κυριαρχεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ολα είναι δημόσια και δωρεάν, και ως προς το τυπικό τους μέρος κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι η σχολική επιτυχία μοιάζει να εξαρτάται από τα χρήματα που μπορεί να δαπανήσει μια οικογένεια ώστε να αγοράσει εκπαιδευτικά αγαθά από ιδιωτικούς φορείς. Και ακόμα περισσότερο, πολλά από τα εκπαιδευτικά πιστοποιητικά που η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό Δημόσιο θεωρούν ως σημαντικά και απαιτητά αποκτώνται έξω από το επίσημο και δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα (βλ. μεταπτυχιακά, πιστοποιητικά γλωσσομάθειας, υπολογιστών, μουσικής κ.λπ.)...
Χρήστος Κάτσικας
efsyn.gr
Σχόλια