Εκτοξεύεται το παγκόσμιο χρέος
Από την έντυπη έκδοση
Tου Δημήτρη Τζάνα*
Το φθινόπωρο του 2008, πριν από 12 χρόνια, όλοι θυμόμαστε ότι η χρεοκοπία της Lehman Brothers κινητοποιούσε τις Κεντρικές Τράπεζες και τις κυβερνήσεις σε δράσεις για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Με πρώτη τη Federal που αγόρασε ομόλογα αλλά και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα για να προσφέρει άφθονη ρευστότητα στις τράπεζες, αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση που μετά από πολύμηνη προσπάθεια πέτυχε τη νομοθέτηση πακέτου στήριξης, του TARP (Troubled Assets Relief Programme), ενώ ανάλογα έπραξαν στην Ιαπωνία και στην Ε.Ε. Σύντομα, μετά το 2010, το παγκόσμιο χρέος, δηλαδή το άθροισμα του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, έφτασε στα 200 δισ. ευρώ που τότε ήταν το 200% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Εν μέσω της συνεχιζόμενης χρηματοοικονομικής κρίσης που μεταλλάχθηκε σε πολλές χώρες σε ευρύτερα οικονομική αλλά και κοινωνικο-πολιτική, το παγκόσμιο χρέος συνέχισε την ανοδική του κίνηση για να ξεπεράσει το 2016 τα 300 δισ. ευρώ διαμορφωνόμενο περί το 240% του παγκόσμιου ΑΕΠ (στοιχεία IIF). Τα επόμενα έτη, αν και το χρέος συνέχισε την ανοδική του κίνηση, σταθεροποιήθηκε σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Για να φτάσουμε στο τέλος του 2019, οπότε ξεκινά η πανδημία λόγω των κρουσμάτων του κορωνοϊού, πρώτα στην Κίνα και στη συνέχεια, το 2020, σε όλο τον πλανήτη.
Οι οικονομίες βιώνουν πρωτόγνωρες καταστάσεις καθώς οι επιστήμονες της υγείας (λοιμωξιολόγοι, επιδημιολόγοι κοκ.) εισηγούνται ακραία περιοριστικά μέτρα, τα lockdown, προκειμένου να ελεγχθεί η πανδημία. Η μία χώρα μετά την άλλη τα υιοθετούν με αποτέλεσμα οι οικονομίες να εισέρχονται σε ύφεση, το μέγεθος και η διάρκεια της οποίας είναι πρωτόγνωρα και συγκρίσιμα μόνο με ανάλογες καταστάσεις κατά τη διάρκεια του 1ου ή του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου.
Έτσι, μετά τα μέσα Μαρτίου 2020, Κεντρικές Τράπεζες και κυβερνήσεις εξαντλούν το οπλοστάσιο των μέτρων οικονομικής πολιτικής που εισηγούνται οι οικονομολόγοι. Η νομισματική πολιτική, στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ε.Ε. και τη Μ. Βρετανία γίνεται υπερ-χαλαρή, με τα πακέτα ποσοτικής χαλάρωσης να ενεργοποιούνται για να προσφερθεί άφθονη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Καθώς, όμως, οι φύσει συντηρητικές τράπεζες αρνούνται να μεταβιβάσουν τη ρευστότητα αυτή στην οικονομία, με τη δικαιολογία ότι το έλλειμμα αξιόχρεων δανειοληπτών θα οδηγήσει σε έκρηξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επόμενη φάση, κάποιος άλλος πρέπει να το κάνει για να αποφευχθούν οι ορδές των ανέργων από το βέβαιο κύμα απολύσεων λόγω της μαζικής κατάρρευσης επιχειρήσεων μεσαίου και μικρού μεγέθους κυρίως.
Ήταν λοιπόν η ώρα των κυβερνήσεων που για μια ακόμη φορά έπρεπε να δραστηριοποιηθούν για να φτάσει ρευστότητα στα ευρύτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα των πληττομένων καταναλωτών και επιχειρήσεων για να συντηρηθεί η ελάχιστη κατανάλωση για τα είδη πρώτης ανάγκης και να αποφευχθούν οι καταστάσεις που βίωσαν οι οικονομίες στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1928- 32) μετά το μεγάλο κραχ. Είναι βέβαιο ότι ο Keynes θα εισηγείτο εκτεταμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, αφού στις συνθήκες κρίσης η οικονομία μοιάζει με το φλεγόμενο σπίτι που πρέπει να δεχθεί άφθονο νερό από τους πυροσβέστες για να σβήσει πρώτα απ’ όλα η φωτιά, με αναπόφευκτο κόστος να καταστραφεί ακόμη περισσότερο. Και έτσι έπραξαν οι κυβερνήσεις, αναπτύσσοντας δημοσιονομικές δράσεις για να καλυφθούν οι αυξημένες δαπάνες υγείας, να καταβληθούν επιδόματα ανεργίας σε εργαζόμενους υπό αναστολή και ανέργους, να χρηματοδοτηθούν πάσης φύσεως υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που τέθηκαν σε αργία και να σχεδιαστούν επενδυτικά προγράμματα (σύγχρονα σχέδια Μάρσαλ) για να αναζωογονηθούν και να επανεκκινήσουν οι οικονομίες όταν οι επιστήμονες θα ανακαλύψουν τα κατάλληλα εμβόλια, όπως συμβαίνει με την Pfizer και τη Moderna ή άλλες φαρμακευτικές αγωγές. Μάλιστα, προκειμένου οι κυβερνητικές δράσεις να έχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα, υιοθετήθηκε η ιδέα του Milton Friedman για το από ελικοπτέρου χρήμα, δηλαδή η άμεση πίστωση των λογαριασμών των πολιτών με ένα ποσό ώστε να ξοδευτεί το ταχύτερο δυνατό, αν και στη συνέχεια η αύξηση των αποταμιεύσεων αποκάλυψε ότι και αυτό το μέτρο δεν ήταν πλήρως αποτελεσματικό, λόγω της δυσμενούς ψυχολογίας των καταναλωτών εν όψει της αβεβαιότητας για τη διάρκεια της κρίσης.
Οι δράσεις των κυβερνήσεων έγιναν βέβαια παντού με τρόπους που εκτόξευσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα εκτροχιάζοντας τους προϋπολογισμούς και εκδίδοντας ομόλογα, επωφελούμενες από τη διαμόρφωση των επιτοκίων σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα, καθώς ήδη ομόλογα 17 τρισ. δολ. έχουν αρνητικά επιτόκια! Έτσι, η τελευταία εκτίμηση του IIF, φορέας ειδικού σκοπού του ΔΝΤ, είναι ότι στο 4ο τρίμηνο του 2020 το παγκόσμιο χρέος θα προσεγγίσει τα 280 τρισ. δολ. και θα διαμορφωθεί στο 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ, επίπεδο που προκαλεί προβληματισμό σε σχέση με τους τρόπους διαχείρισής του, αφού η συνομολόγηση στην έκρηξη των πακέτων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για την άμβλυνση της κρίσης δεν αναιρεί τον πονοκέφαλο της διαμόρφωσης προϋποθέσεων για να πειστούν οι αγορές για τη βιωσιμότητά του. Στο μεταξύ, είναι πιθανή η διαμόρφωσή του πάνω από το 400% του παγκόσμιου ΑΕΠ εντός του 2021, αφού ήδη προαναγγέλλεται ότι η δημοσιονομική χαλάρωση δεν θα επέλθει ούτε το επόμενο έτος, παρά μόνο όταν δρομολογηθούν στέρεες προϋποθέσεις για θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στην παγκόσμια οικονομία, οπότε και θα χρειαστεί οι κυβερνήσεις να παρουσιάσουν τον οδικό χάρτη για την τιθάσευση του παγκόσμιου χρέους.
* O Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος
naftemporiki.gr