Η παραδοσιακή μελισσοκομία στην Ιερισσό

Η παραδοσιακή μελισσοκομία στην Ιερισσό Γιώργος Μαυροφρύδης Αρχαιολόγος, Μελισσοκόμος [Αρχές Απριλίου, και σε παλαιότερες εποχές πραγματοποιούνταν η σπουδαία αλλά ξεχασμένη σήμερα μελισσοκομική πανήγυρη της Ιερισσού. Ήταν μία από τις δύο πιο προσοδοφόρες οικονομικά δραστηριότητες της κοινότητας (η άλλη ήταν η ενοικίαση των κισλάδων της κοινότητας στους νομάδες Σαρακατσάνους της περιοχής). Η μελισσοκομία ασκείται με βεβαιότητα από την αρχαιότητα στη Χαλκιδική και από τον 12ο αιώνα έχουμε μαρτυρίες για τους μελισσοκόμους της Ιερισσού. Στους Οθωμανικούς καταλόγους του 1478 βρίσκουμε η κοινότητα να πληρώνει 400 άσπρα φόρο για τα μελίσσια της. Αυτό φανερώνει ότι την εποχή αυτή ήταν μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες. Στους πρώτους εκλογικούς καταλόγους της Ιερισσού του 1914 βρίσκουμε αρκετές οικογένειες να έχουν ως κύριο επάγγελμα την μελισσοκομία, όπως η οικογένειες του Χρήστου και του Μανώλη Γιαγλή, του Γεώργιου και του Θεολόγη Στυλιάρου, του Δημητρίου και του Κωνσταντίνου Τζίτζου, του Στεριανού Τσιαμαντάνη κ.α.. Πολλοί περισσότεροι ασκούσαν την μελισσουργία ως δεύτερο επάγγελμα. Σε επιστολή τους σε εφημερίδα το 1924 η Ένωση Παλαιών Πολεμιστών της Ιερισσού, μεταξύ των άλλων αναφέρουν: “…Πρός τούτους παραπλεύρως τοῦ ρηθέντος ἀγροκτήματος ἐκτείνεται πλατεῖα Π. Κουντουργιώτου ὀνομαζομένη καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Κοινότης μας ἔχει πρὸ εἰκοσαετίας ἱδρύσει ὑδραγωγεῖον καὶ ἐναποθέσει πρὸ πενταετίας ὑλικὸν διὰ τὴν ἀνέγερσιν Σχολικοῦ κτιρίου καὶ ἐντὸς αὐτῆς γίνεται ἐμποροπανύγηρις μελισσῶν ἐξ ᾖς ὠφελεῖται ἀρκετὰ ἡ Κοινότης καί ἔνθα γίνεται ὁ Δημόσιος χορός και περίπατος…” Πιθανότατα αυτή η πανήγυρις σταμάτησε μετά την ολική καταστροφή της παλιάς Ιερισσού το 1932. Ας θυμηθούμε ένα άρθρο του αρχαιολόγου & μελισσοκόμου Γεώργιου Μαυροφρύδη που δημοσιεύθηκε στο 13ο τεύχος του “Κυττάρου Ιερισσού, σ. 8. Χ. Καραστέργιος] Η Χαλκιδική είναι από τις ελάχιστες περιοχές της Ελλάδας (άλλη ήταν η Θάσος και ίσως ένα τμήμα της Αττικής) όπου η παραδοσιακή μελισσοκομία αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που οδήγησε στην εμφάνιση επαγγελματιών μελισσοκόμων, μελισσοκόμων δηλαδή που η αποκλειστική ή κύρια ασχολία τους ήταν η μελισσοκομία. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Χαλκιδική, σύμφωνα με έκθεση του Γάλλου πρόξενου στη Θεσσαλονίκη Felix Beaujour[i], παρήγαγε ετησίως 30 με 40 χιλιάδες οκάδες κερί. Η ποσότητα αυτή του κεριού αντιστοιχεί σε παραγωγή 300 – 400 χιλιάδων οκάδων μελιού, σε 384 με 512 τόνους δηλαδή, εφόσον η αναλογία κεριού – μελιού στην παραδοσιακή μελισσοκομία είναι περίπου 10%. Μια τέτοια παραγωγή σημαίνει βέβαια μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη μελισσοκομία. Κοφίνια μελισσών μπροστά σε κατεστραμμένο σπίτι της Ιερισσού στον σεισμό του 1932 [αρχείο Κυττάρου Ιερισσού] Λίγο μετά την ελληνική επανάσταση, το 1830 συγκεκριμένα, επισκέφθηκε τη Χαλκιδική ο Εγγλέζος διπλωμάτης και περιηγητής David Urquhart[ii], ο οποίος έμεινε εντυπωσιασμένος τόσο από τον νομαδικό τρόπο που ασκούνταν η μελισσοκομία όσο και από τον τρύγο χωρίς θανάτωση του μελισσιού. Κι αυτό διότι την περίοδο εκείνη η καταστροφή του μελισσιού για τον τρύγο ήταν μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική στη χώρα του. Ο μοναδικός τύπος παραδοσιακής κυψέλης που έχει καταγραφεί στη Χαλκιδική είναι το επίστομο κοφίνι με την κατά το μάλλον ή ήττον επίπεδη οροφή. Τα κοφίνια αυτά ήταν δύο ειδών: τα μεγάλα, τα οποία χρησιμοποιούσαν βέργες λυγαριάς για υφάδι και ήταν βαρύτερα και τα μικρά, τα οποία είχαν για υφάδι σχίζες καλαμιού. Ο λόγος της διαφοροποίησης αυτής είχε να κάνει με τον τρόπο που διενεργούνταν η νομαδική μελισσοκομία στις διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής. Έτσι στα βόρεια της χερσονήσου, όπου οι μεταφορές γίνονταν με μουλάρια, χρησιμοποιούνταν τα μικρότερα και ελαφρύτερα, ενώ στα παραθαλάσσια όπου οι μεταφορές πραγματοποιούνταν κυρίως δια θαλάσσης, ήταν σε χρήση τα μεγαλύτερα[iii]. Υπάρχει η άποψη πως τα επίστομα κοφίνια (και γενικότερα οι κάθετες κυψέλες) εισήχθησαν στην Ελλάδα από τον βορρά, από διάφορους λαούς που εισέβαλαν στη βυζαντινή επικράτεια από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά[iv]. Για τα κοφίνια μάλιστα της Χαλκιδικής προτείνεται ως πιθανή οδός που συνέβη αυτό η ίδρυση, τον 12ο αιώνα, του σέρβικου μοναστηριού στο Άγιο Όρος, το οποίο έλαβε ως δώρα ολόκληρα μελισσοκομία τόσο από τον ιδρυτή του όσο και από τους διαδόχους του Σέρβους βασιλείς τον 13ο και 14ο αιώνα[v]. Ο τρόπος μάλιστα που είναι γραμμένα τα παραπάνω, επιτρέπει σε κάποιον να αποκομίζει την εντύπωση πως η ίδρυση του σέρβικου μοναστηριού σχετίζεται και με αυτήν ακόμη την έναρξη της μελισσοκομίας στην περιοχή! Δυστυχώς, η εν λόγω άποψη, εξαιτίας του κύρους της Eva Crane -της κατ’ εξοχήν ιστορικού της παγκόσμιας μελισσοκομίας- που τη διατύπωσε, ευρεία αποδοχή. Το κοφίνι της Χαλκιδικής (Φωτογραφία Θ. Μπίκος, 1998). Για το παράλογο της θέσης να αποδίδεται υψηλότερος μελισσοκομικός πολιτισμός σε νομάδες και λοιπούς πλιατσικολόγους, όπως οι Ούννοι και οι Βησιγότθοι, οι οποίοι φέρονται να επηρέασαν τις μελισσοκομικές πρακτικές των μόνιμα εγκαταστημένων κατοίκων της αυτοκρατορίας έχουμε γράψει αλλού[vi]. Το ίδιο ισχύει και για τους Σλάβους, που από τον 6ο αιώνα ξεκίνησαν να εγκαθίστανται σε εδάφη του Βυζαντίου, οι οποίοι στις κοιτίδες τους ασκούσαν την επίμαχη περίοδο ακόμη τη δενδρομελισσοκομία, τη μελισσοκομία δηλαδή με εκμετάλλευση των φυσικών φωλιών των μελισσών στα δέντρα[vii]. Άλλωστε, πέραν όλων αυτών, κάθετες πήλινες κυψέλες αποδείχθηκε πως ήταν ήδη γνωστές στον ελλαδικό χώρο από τον 3ο, το αργότερο, π.Χ. αιώνα[viii] και δεν μπορεί καν να τεθεί θέμα εισαγωγής της χρήσης των κάθετων κυψελών από λαούς του βορρά κατά τη βυζαντινή εποχή. Όσον αφορά τώρα στους Σέρβους και την υποτιθέμενη εισαγωγή του κοφινιού της Χαλκιδικής από αυτούς, έχουμε να παρατηρήσουμε πως η μελισσοκομία ασκούνταν στη Χαλκιδική αιώνες προτού κάνουν την εμφάνισή τους στο ιστορικό προσκήνιο οι Σέρβοι. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αλεξάνδρου Καμπίτογλου, επί σειρά ετών διευθυντή των ανασκαφών του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, την οποία παραθέτει ο Ιωακείμ Παπάγγελος[ix], έχει ανακαλυφθεί στην Τορώνη πήλινη κυψέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Εκτός αυτού, η μελισσοκομία στη Χαλκιδική ήταν ήδη ανεπτυγμένη πριν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ παραχωρήσει (το 1198) στον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια και τον γιό του Ράστκο τη Μονή Χιλανδαρίου. Σε «έκθεση» του επόπτου Θωμά για το θέμα των οριακών διαφορών μεταξύ των κατοίκων της Ιερισσού και των Αθωνιτών, η οποία συνετάγη το 942, δυόμιση δηλαδή αιώνες νωρίτερα της ίδρυσης του σέρβικου μοναστηριού, συμπεριλαμβάνεται και η εντολή να μην εγκαθιστούν οι Ιερισσιώτες μελισσοκομεία στην περιοχή των Αγιορειτών[x] . Πέραν των κατοίκων της Ιερισσού και οι ίδιοι οι μοναχοί ασκούσαν μελισσοκομία στο Άγιο Όρος και υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες[xi] για αυτήν τους τη δραστηριότητα. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος εδώ πως μπορεί μεν στη Χαλκιδική να ασκούνταν μελισσοκομία, όχι όμως με επίστομα κοφίνια και αυτά τα τελευταία μπορεί όντως να εισήχθησαν στη Χερσόνησο από τις σερβικές δωρεές μελισσιών στο νεοϊδρυθέν μοναστήρι. Ωστόσο, εάν δεχθούμε πως το κοφίνι της Χαλκιδικής είναι σερβικής προέλευσης, θα έπρεπε, λογικά, ο συγκεκριμένος τύπος κοφινού να χρησιμοποιούνταν και από Σέρβους μελισσοκόμους στην πατρίδα τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Όλα τα σερβικά κοφίνια που έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία διαθέτουν οξύληκτη οροφή. Είναι δηλαδή παρόμοια με τα κωνικού σχήματος κοφίνια που απαντούν στις βαλκανικές χώρες βορείως της Ελλάδας. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα πως δεν είναι δυνατόν να είναι οι Σέρβοι αυτοί που εισήγαγαν το χαρακτηριστικό κοφίνι της Χαλκιδικής. Πρόσφατα σχετικά αναφέρθηκε πως η καταγωγή του τύπου του κοφινιού που χρησιμοποιείται στη Χαλκιδική είναι πιθανώς από τη Σκύρο[xii], στην οποία δραστηριοποιούνταν μελισσοκομικά, στο εκεί μετόχι της Μονής Μεγίστης Λαύρας, Αγιορείτες μοναχοί. Οι μοναχοί αυτοί φέρονται να μετέφεραν τη χρήση του στο Άγιο Όρος αρχικά και από εκεί στην υπόλοιπη Χαλκιδική. Σε μια προσπάθεια μάλιστα ισχυροποίησης της θέσης αυτής, παρατίθεται το σκεπτικό πως εάν η πορεία της εξάπλωσης της χρήσης του κοφινιού ήταν αντίστροφη, δηλαδή από τη Χαλκιδική στη Σκύρο, τότε θα έπρεπε λογικά το συγκεκριμένο κοφίνι να έχει διαδοθεί και σε άλλα μέρη της βόρειας Ελλάδας επηρεάζοντας τη μελισσοκομία τους. Είναι ενδιαφέρον πως το εν λόγω σκεπτικό δίνει και την απάντηση αναφορικά με την καταγωγή του κοφινιού, γιατί όντως έτσι συνέβη! Το κοφίνι της Χαλκιδικής απαντούσε και σε πολλές άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας όπου είτε δραστηριοποιούνταν ασκώντας νομαδική μελισσοκομία Χαλκιδικιώτες, είτε πουλούσαν μελίσσια στα χαρακτηριστικά βέβαια κοφίνια τους, είτε τέλος διέθεταν μετόχια οι μονές του Αγίου Όρους[xiii]. Οι περιοχές αυτές ήταν οι δυτικές ακτές του Θερμαϊκού (νομοί Λάρισας και Πιερίας), ο σημερινός νομός Θεσσαλονίκης, η Θάσος και οι Βόρειες Σποράδες. Στα ανατολικά παράλια της Χαλκιδικής, από τα μέσα τουλάχιστον του 19ου αιώνα, πραγματοποιούνταν μελισσοκομικές πανηγύρεις για την πώληση μελισσοσμηνών. Οι πανηγύρεις αυτές ελάμβαναν χώρα δύο φορές ετησίως, την άνοιξη στην Ιερισσό και το καλοκαίρι στη Λιμπσάσντα, σημερινή Ολυμπιάδα. Την πρώτη αναφορά στις εν λόγω πανηγύρεις οφείλουμε στον Νικόλαο Βουργαρελίδη, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος σε σχολεία αρκετών χωριών της περιοχής, στη Βαρβάρα, τη Λιαρίγκοβη, το Λειβάδι και την Ιερισσό[xiv], όπου και εγκαταστάθηκε μονίμως[xv]. Ο Βουργαρελίδης συνέγραψε το 1878 μελέτη υπό τον τίτλο «Τα Μαδεμοχωρικά μετά των ηθών και εθίμων», η οποία ωστόσο δεν ευτύχησε δημοσίευσης στον καιρό του. Έναν αιώνα αργότερα, μέρος του πονήματος του Βουργαρελίδη δημοσιεύθηκε, σε συνέχειες, στην εφημερίδα Αντίλαλοι της Αρναίας. Αναφέρει λοιπόν ο Βουργαρελίδης πως στην κοιλάδα «Λειψάσδα», όπου μένουν οι κάτοικοι της Βαρβάρας καλλιεργώντας τα χωράφια τους, πραγματοποιείται για ένα δεκαπενθήμερο πανήγυρις, την οποία επισκέπτονται Θάσιοι με σκοπό να αγοράσουν μελίσσια από τους κατοίκους των Μαδεμοχωρίων. «Το τοιούτο», όπως γράφει, «συμβαίνει κατά Μάρτιον και εν Ιερισσώ»[xvi]. Στην πανήγυρη της «Λιμπσάσδας» αναφέρεται λίγο αργότερα (1887) και ο Νικόλαος Σχινάς, σύμφωνα με τον οποίο: «… μεταφέρουσι κατ’ έτος εξ όλων των χωρίων κυψέλας μελισσιών περί τας 6 -7 χιλιάδας τα οποίας πωλούσι προς τους επί τούτω προσερχομένους κατοίκους της νήσου Θάσου»[xvii]. Έναν χρόνο αργότερα, το 1888, έκανε την εμφάνισή του, στην εφημερίδα Φάρος της Μακεδονίας, άρθρο, στο οποίο εξηγούνται οι λόγοι που την χρονιά εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε η πανήγυρις της Ολυμπιάδας, με αποτέλεσμα τα 25 πλοία των Θασίων να κατευθυνθούν σε άλλους προορισμούς (στο Άγιο Όρος κυρίως) για αγορά μελισσιών[xviii]. Μελισσοκομείο κοφινιών στη Χαλκιδική (φωτογραφία Α. Τυπάλδος –Ξυδιάς, 1926). Περισσότερες όμως πληροφορίες για τις μελισσοκομικές πανηγύρεις της Χαλκιδικής μας παρέχει ο Άγγελος Τυπάλδος Ξυδιάς. Κατά την πρώτη πανήγυρη, αυτήν της Ιερισσού, η οποία ελάμβανε χώρα (από) την 7η Απριλίου (του Ευαγγελισμού σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο), τα μελίσσια πωλούνταν ακριβότερα επειδή ως τον Αύγουστο μεσολαβούσε αρκετό διάστημα και ως εκ τούτου μπορούσαν να πολλαπλασιασθούν, δια τεχνητής σμηνουργίας, αμέσως μετά την αγορά και να αποδώσουν αργότερα περισσότερο μέλι. Αντιθέτως, στην πανήγυρη της Λιμπσάσντας οι τιμές ήταν φθηνότερες, περίπου στο μισό αυτών της Ιερισσού, εφόσον οι αγοραστές θα έπρεπε να περιοριστούν μόνο στη συγκομιδή μελιού. Ενδεικτικά, το 1923 οι τιμές στην πανήγυρη της Ιερισσού κυμαίνονταν από150 έως 200 δραχμές ανά μελίσσι και σε αυτήν της Λιμπσάσντας από 75 έως 100 δραχμές[xix]. Οι Ιερισσιώτες μελισσοκόμοι μετέρχονταν κι αυτοί, όπως άλλωστε και οι λοιποί συνάδελφοί τους στη Χαλκιδική, τη νομαδική μελισσοκομία. Το 1861 πέρασε από την Ιερισσό ο Εγγλέζος φιλόλογος και περιηγητής William George Clark, ο οποίος λίγο αργότερα δημοσίευσε με τα αρχικά του, ως W. G. C.[xx], τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Ο Clark αναφέρει πως φιλοξενήθηκε σε ένα σπίτι Ιερισσιώτη, του Αναγνώστη Μαρίνου (Anagnostes Marin), ο οποίος ωστόσο απουσίαζε γιατί είχε πάει να κοιτάξει τα μελίσσια του που βρισκόταν στη Θάσο[xxi]. Τα παραπάνω σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Clark την 13η Σεπτεμβρίου, γεγονός που καθιστά σε εμάς σαφές πως ο Αναγνώστης Μαρίνος, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν ένας από τους προεστούς της Ιερισσού[xxii], είχε μεταφέρει τα μελίσσια του στη Θάσο για την εκμετάλλευση των μελιτωδών εκκρίσεων του εντόμου Marchalina hellenica στα πευκοδάση του νησιού. Φαίνεται πως για (ορισμένους τουλάχιστον) Ιερισσιώτες μελισσοκόμους ήταν ευκολότερο να μεταφέρουν δια θαλάσσης τα μελίσσια τους στους πευκώνες της Θάσου απ’ ότι στους αντίστοιχους της Χαλκιδικής ή ίσως στη Θάσο να έπαιρναν μεγαλύτερη παραγωγή πευκόμελου. Όπως μας ενημερώνει το 1903 ο Γεράσιμος Σμυρνάκης, ιερομόναχος τότε της Μονής Εσφιγμένου, οι Ιερισσιώτες μελισσοκόμοι (μαζί με αυτούς της Λιαρίγκοβης και του Στανού· συνολικά δέκα χιλιάδες κυψέλες) συνήθιζαν να μεταφέρουν τα μελίσσια τους (και) στο Άγιο Όρος[xxiii], πρακτική που, όπως είδαμε παραπάνω, καταγράφηκε για τους συντοπίτες τους και στον 10ο αιώνα. Στις μέρες μας όλο και σπανιότερα αντικρίζει κανείς κοφίνια στη Χαλκιδική. Σε αντίθεση όμως με άλλες περιοχές -όπου η χρήση παραδοσιακών κυψελών έχει εδώ και καιρό εγκαταλειφθεί- υπάρχουν ακόμη μελισσοκόμοι που συνεχίζουν να μεταχειρίζονται στην μελισσοκομική τους πρακτική (και) κοφίνια, κυρίως επειδή επιτρέπουν την πρωιμότερη ανάπτυξη του σμήνους την άνοιξη[xxiv]. Στην Ιερισσό, κρίνοντας από άρθρο της Βιβής Λεμπίδα στο 10ο τεύχος του ανά χείρας περιοδικού[xxv], δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται πλέον. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [i] Beaujour, F. Tableau du commerce de la Grèce. T. I, Paris 1800, p. 255. [ii] Urquhart. D. The Spirit of the East. Vol. II, London 1838, p. 135. [iii] Τυπάλδος – Ξυδιάς, Α. Η νομαδική μελισσοκομία εν Ελλάδι. Αθήναι 1927, σ. 20-21. [iv] Crane, E. The World History of Beekeeping and Honey Hunting. London 1999, p. 219. [v] Crane, E. ό.π. Της ιδίας, The Transmission of Beekeeping Round the Ancient Mediterranean, στο Eva Crane Bee Scientist. Cardiff 2008, p. 40. [vi] Μαυροφρύδης, Γ. Αναφορικά με την προέλευση των ελληνικών επίστομων κοφινιών. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 2011, τ. 3, σ. 209. [vii] Πάλι εκεί. [viii] Anderson-Stojanovic, V.R., Jones, J.E. Ancient Beehives from Isthmia. Hesperia, 2002, n. 4, p. 349-351. Μαυροφρύδης, Γ. Κυψέλες κινητής κηρήθρας στην αρχαία Ελλάδα. Αρχαιολογική Εφημερίς, 2013, Τ. 152, σ. 21-25. [ix] Παπάγγελος, Ι. Η μελισσοκομία στη Χαλκιδική κατά τους μέσους χρόνους και την τουρκοκρατία, στο ΣΤ΄Τριήμερο Εργασίας «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη, 12-15 Σεπτ. 1996, Αθήνα 2000, σ. 190. [x] Πάλι εκεί. [xi] Πάλι εκεί, σ. 190-192. [xii] Μπίκος, Θ. Μελισσοκομικές Καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 2008, τ. 4, σ. 225-226. [xiii] Μαυροφρύδης, Γ. Αναφορικά…, σ. 212. [xiv] Κύρου, Δ. Θ. Πληροφορίες για τις σχέσεις της Θάσου με τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Δ΄ Συμπόσιο Θασιακών Μελετών, Πρακτικά. Θασιακά 12 (2001-2003), 2005, σ. 406, σημ. 7. Του ιδίου, Η εκπαίδευση στην Ιερισσό στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Κύτταρο Ιερισσού, τ. 2, 2010, σημ. 13. [xv] Καραστέργιος, Χ. Προφορική μαρτυρία στον γράφοντα (5/2/2016). [xvi] Κύρου, Δ. Θ. Η μελισσοκομία στην οικονομία και τον καθημερινό βίο της Αρναίας σε παλαιότερες εποχές, στο ΣΤ΄ Τριήμερο Εργασίας «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτ. 1996, Αθήνα, 2000 (Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ), σ. 372. Του ιδίου, Πληροφορίες…, σ. 406. [xvii] Σχινάς, Ν. Θ. Οδοιπορικαί Σημειώσεις. Μακεδονίας Τεύχος Γ΄, Εν Αθήναις 1887, σ. 564-565. [xviii] Ξ. Δ. Εκ των επαρχιών. Φάρος της Μακεδονίας, 30 Ιουλίου 1888, σ. 2. Το άρθρο εντόπισε και αναπαρήγαγε εν μέρει ο Δ. Θ. Κύρου, Πληροφορίες…, ό.π., σ. 407. [xix] Τυπάλδος – Ξυδιάς, Α. ό.π., σ. 29-30. [xx] Για τον συγγραφέα πίσω από τα αρκτικόλεξα W.G.C.: Carty, T. J. A Dictionary of Literary Pseudonyms in the English Language. New York & London 2000, p. 353. [xxi] W. G. C. From Athos to Salonica. Macmillan’s Magazine, Vol. VII, Nov 1862 Apr 1863, p. 307. [xxii] Καραστέργιος, Χ., Κόκκορα, Γ. Η περιοχή της Ιερισσού στα μέσα του 19ου αιώνα με τα μάτια ενός περιηγητή. Κύτταρο Ιερισσού, 2010, τ. 4, σ. 11. [xxiii] Σμυρνάκης, Γ. Το Άγιον Όρος. Αθήναι 1903, σ. 499. [xxiv] Μαυροφρύδης, Γ. Η αναπαραγωγική μελισσοκομία της Χαλκιδικής. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 2016, τ. 245, σ. 36. [xxv] Λεμπίδα, Β. Η αξία των μελισσοκομικών φυτών. Κύτταρο Ιερισσού, 2014, τ. 10, σ. 20-21.



Γιώργος Μαυροφρύδης
Αρχαιολόγος, Μελισσοκόμος


[Αρχές Απριλίου, και σε παλαιότερες εποχές πραγματοποιούνταν η σπουδαία αλλά ξεχασμένη σήμερα μελισσοκομική πανήγυρη της Ιερισσού. Ήταν μία από τις δύο πιο προσοδοφόρες οικονομικά δραστηριότητες της κοινότητας (η άλλη ήταν η ενοικίαση των κισλάδων της κοινότητας στους νομάδες Σαρακατσάνους της περιοχής).

Η μελισσοκομία ασκείται με βεβαιότητα από την αρχαιότητα στη Χαλκιδική και από τον 12ο αιώνα έχουμε μαρτυρίες για τους μελισσοκόμους της Ιερισσού. Στους Οθωμανικούς καταλόγους του 1478 βρίσκουμε η κοινότητα να πληρώνει 400 άσπρα φόρο για τα μελίσσια της. Αυτό φανερώνει ότι την εποχή αυτή ήταν μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες. Στους πρώτους εκλογικούς καταλόγους της Ιερισσού του 1914 βρίσκουμε αρκετές οικογένειες να έχουν ως κύριο επάγγελμα την μελισσοκομία, όπως η οικογένειες του Χρήστου και του Μανώλη Γιαγλή, του Γεώργιου και του Θεολόγη Στυλιάρου, του Δημητρίου και του Κωνσταντίνου Τζίτζου, του Στεριανού Τσιαμαντάνη κ.α.. Πολλοί περισσότεροι ασκούσαν την μελισσουργία ως δεύτερο επάγγελμα.

Σε επιστολή τους σε εφημερίδα το 1924 η Ένωση Παλαιών Πολεμιστών της Ιερισσού, μεταξύ των άλλων αναφέρουν:

“…Πρός τούτους παραπλεύρως τοῦ ρηθέντος ἀγροκτήματος ἐκτείνεται πλατεῖα Π. Κουντουργιώτου ὀνομαζομένη καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Κοινότης μας ἔχει πρὸ εἰκοσαετίας ἱδρύσει ὑδραγωγεῖον καὶ ἐναποθέσει πρὸ πενταετίας ὑλικὸν διὰ τὴν ἀνέγερσιν Σχολικοῦ κτιρίου καὶ ἐντὸς αὐτῆς γίνεται ἐμποροπανύγηρις μελισσῶν ἐξ ᾖς ὠφελεῖται ἀρκετὰ ἡ Κοινότης καί ἔνθα γίνεται ὁ Δημόσιος χορός και περίπατος…”

Πιθανότατα αυτή η πανήγυρις σταμάτησε μετά την ολική καταστροφή της παλιάς Ιερισσού το 1932.

Ας θυμηθούμε ένα άρθρο του αρχαιολόγου & μελισσοκόμου Γεώργιου Μαυροφρύδη που δημοσιεύθηκε στο 13ο τεύχος του “Κυττάρου Ιερισσού, σ. 8.
Χ. Καραστέργιος]



Η Χαλκιδική είναι από τις ελάχιστες περιοχές της Ελλάδας (άλλη ήταν η Θάσος και ίσως ένα τμήμα της Αττικής) όπου η παραδοσιακή μελισσοκομία αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που οδήγησε στην εμφάνιση επαγγελματιών μελισσοκόμων, μελισσοκόμων δηλαδή που η αποκλειστική ή κύρια ασχολία τους ήταν η μελισσοκομία. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Χαλκιδική, σύμφωνα με έκθεση του Γάλλου πρόξενου στη Θεσσαλονίκη Felix Beaujour[i], παρήγαγε ετησίως 30 με 40 χιλιάδες οκάδες κερί. Η ποσότητα αυτή του κεριού αντιστοιχεί σε παραγωγή 300 – 400 χιλιάδων οκάδων μελιού, σε 384 με 512 τόνους δηλαδή, εφόσον η αναλογία κεριού – μελιού στην παραδοσιακή μελισσοκομία είναι περίπου 10%. Μια τέτοια παραγωγή σημαίνει βέβαια μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη μελισσοκομία.

Κοφίνια μελισσών μπροστά σε κατεστραμμένο σπίτι της Ιερισσού στον σεισμό του 1932 [αρχείο Κυττάρου Ιερισσού]

Λίγο μετά την ελληνική επανάσταση, το 1830 συγκεκριμένα, επισκέφθηκε τη Χαλκιδική ο Εγγλέζος διπλωμάτης και περιηγητής David Urquhart[ii], ο οποίος έμεινε εντυπωσιασμένος τόσο από τον νομαδικό τρόπο που ασκούνταν η μελισσοκομία όσο και από τον τρύγο χωρίς θανάτωση του μελισσιού. Κι αυτό διότι την περίοδο εκείνη η καταστροφή του μελισσιού για τον τρύγο ήταν μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική στη χώρα του.

Ο μοναδικός τύπος παραδοσιακής κυψέλης που έχει καταγραφεί στη Χαλκιδική είναι το επίστομο κοφίνι με την κατά το μάλλον ή ήττον επίπεδη οροφή. Τα κοφίνια αυτά ήταν δύο ειδών: τα μεγάλα, τα οποία χρησιμοποιούσαν βέργες λυγαριάς για υφάδι και ήταν βαρύτερα και τα μικρά, τα οποία είχαν για υφάδι σχίζες καλαμιού. Ο λόγος της διαφοροποίησης αυτής είχε να κάνει με τον τρόπο που διενεργούνταν η νομαδική μελισσοκομία στις διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής. Έτσι στα βόρεια της χερσονήσου, όπου οι μεταφορές γίνονταν με μουλάρια, χρησιμοποιούνταν τα μικρότερα και ελαφρύτερα, ενώ στα παραθαλάσσια όπου οι μεταφορές πραγματοποιούνταν κυρίως δια θαλάσσης, ήταν σε χρήση τα μεγαλύτερα[iii].

Υπάρχει η άποψη πως τα επίστομα κοφίνια (και γενικότερα οι κάθετες κυψέλες) εισήχθησαν στην Ελλάδα από τον βορρά, από διάφορους λαούς που εισέβαλαν στη βυζαντινή επικράτεια από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά[iv]. Για τα κοφίνια μάλιστα της Χαλκιδικής προτείνεται ως πιθανή οδός που συνέβη αυτό η ίδρυση, τον 12ο αιώνα, του σέρβικου μοναστηριού στο Άγιο Όρος, το οποίο έλαβε ως δώρα ολόκληρα μελισσοκομία τόσο από τον ιδρυτή του όσο και από τους διαδόχους του Σέρβους βασιλείς τον 13ο και 14ο αιώνα[v]. Ο τρόπος μάλιστα που είναι γραμμένα τα παραπάνω, επιτρέπει σε κάποιον να αποκομίζει την εντύπωση πως η ίδρυση του σέρβικου μοναστηριού σχετίζεται και με αυτήν ακόμη την έναρξη της μελισσοκομίας στην περιοχή! Δυστυχώς, η εν λόγω άποψη, εξαιτίας του κύρους της Eva Crane -της κατ’ εξοχήν ιστορικού της παγκόσμιας μελισσοκομίας- που τη διατύπωσε, ευρεία αποδοχή.


Το κοφίνι της Χαλκιδικής (Φωτογραφία Θ. Μπίκος, 1998).

Για το παράλογο της θέσης να αποδίδεται υψηλότερος μελισσοκομικός πολιτισμός σε νομάδες και λοιπούς πλιατσικολόγους, όπως οι Ούννοι και οι Βησιγότθοι, οι οποίοι φέρονται να επηρέασαν τις μελισσοκομικές πρακτικές των μόνιμα εγκαταστημένων κατοίκων της αυτοκρατορίας έχουμε γράψει αλλού[vi]. Το ίδιο ισχύει και για τους Σλάβους, που από τον 6ο αιώνα ξεκίνησαν να εγκαθίστανται σε εδάφη του Βυζαντίου, οι οποίοι στις κοιτίδες τους ασκούσαν την επίμαχη περίοδο ακόμη τη δενδρομελισσοκομία, τη μελισσοκομία δηλαδή με εκμετάλλευση των φυσικών φωλιών των μελισσών στα δέντρα[vii]. Άλλωστε, πέραν όλων αυτών, κάθετες πήλινες κυψέλες αποδείχθηκε πως ήταν ήδη γνωστές στον ελλαδικό χώρο από τον 3ο, το αργότερο, π.Χ. αιώνα[viii] και δεν μπορεί καν να τεθεί θέμα εισαγωγής της χρήσης των κάθετων κυψελών από λαούς του βορρά κατά τη βυζαντινή εποχή.

Όσον αφορά τώρα στους Σέρβους και την υποτιθέμενη εισαγωγή του κοφινιού της Χαλκιδικής από αυτούς, έχουμε να παρατηρήσουμε πως η μελισσοκομία ασκούνταν στη Χαλκιδική αιώνες προτού κάνουν την εμφάνισή τους στο ιστορικό προσκήνιο οι Σέρβοι. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αλεξάνδρου Καμπίτογλου, επί σειρά ετών διευθυντή των ανασκαφών του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, την οποία παραθέτει ο Ιωακείμ Παπάγγελος[ix], έχει ανακαλυφθεί στην Τορώνη πήλινη κυψέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Εκτός αυτού, η μελισσοκομία στη Χαλκιδική ήταν ήδη ανεπτυγμένη πριν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ παραχωρήσει (το 1198) στον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια και τον γιό του Ράστκο τη Μονή Χιλανδαρίου. Σε «έκθεση» του επόπτου Θωμά για το θέμα των οριακών διαφορών μεταξύ των κατοίκων της Ιερισσού και των Αθωνιτών, η οποία συνετάγη το 942, δυόμιση δηλαδή αιώνες νωρίτερα της ίδρυσης του σέρβικου μοναστηριού, συμπεριλαμβάνεται και η εντολή να μην εγκαθιστούν οι Ιερισσιώτες μελισσοκομεία στην περιοχή των Αγιορειτών[x] .

Πέραν των κατοίκων της Ιερισσού και οι ίδιοι οι μοναχοί ασκούσαν μελισσοκομία στο Άγιο Όρος και υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες[xi] για αυτήν τους τη δραστηριότητα.

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος εδώ πως μπορεί μεν στη Χαλκιδική να ασκούνταν μελισσοκομία, όχι όμως με επίστομα κοφίνια και αυτά τα τελευταία μπορεί όντως να εισήχθησαν στη Χερσόνησο από τις σερβικές δωρεές μελισσιών στο νεοϊδρυθέν μοναστήρι. Ωστόσο, εάν δεχθούμε πως το κοφίνι της Χαλκιδικής είναι σερβικής προέλευσης, θα έπρεπε, λογικά, ο συγκεκριμένος τύπος κοφινού να χρησιμοποιούνταν και από Σέρβους μελισσοκόμους στην πατρίδα τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Όλα τα σερβικά κοφίνια που έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία διαθέτουν οξύληκτη οροφή. Είναι δηλαδή παρόμοια με τα κωνικού σχήματος κοφίνια που απαντούν στις βαλκανικές χώρες βορείως της Ελλάδας. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα πως δεν είναι δυνατόν να είναι οι Σέρβοι αυτοί που εισήγαγαν το χαρακτηριστικό κοφίνι της Χαλκιδικής.

Πρόσφατα σχετικά αναφέρθηκε πως η καταγωγή του τύπου του κοφινιού που χρησιμοποιείται στη Χαλκιδική είναι πιθανώς από τη Σκύρο[xii], στην οποία δραστηριοποιούνταν μελισσοκομικά, στο εκεί μετόχι της Μονής Μεγίστης Λαύρας, Αγιορείτες μοναχοί. Οι μοναχοί αυτοί φέρονται να μετέφεραν τη χρήση του στο Άγιο Όρος αρχικά και από εκεί στην υπόλοιπη Χαλκιδική. Σε μια προσπάθεια μάλιστα ισχυροποίησης της θέσης αυτής, παρατίθεται το σκεπτικό πως εάν η πορεία της εξάπλωσης της χρήσης του κοφινιού ήταν αντίστροφη, δηλαδή από τη Χαλκιδική στη Σκύρο, τότε θα έπρεπε λογικά το συγκεκριμένο κοφίνι να έχει διαδοθεί και σε άλλα μέρη της βόρειας Ελλάδας επηρεάζοντας τη μελισσοκομία τους. Είναι ενδιαφέρον πως το εν λόγω σκεπτικό δίνει και την απάντηση αναφορικά με την καταγωγή του κοφινιού, γιατί όντως έτσι συνέβη! Το κοφίνι της Χαλκιδικής απαντούσε και σε πολλές άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας όπου είτε δραστηριοποιούνταν ασκώντας νομαδική μελισσοκομία Χαλκιδικιώτες, είτε πουλούσαν μελίσσια στα χαρακτηριστικά βέβαια κοφίνια τους, είτε τέλος διέθεταν μετόχια οι μονές του Αγίου Όρους[xiii]. Οι περιοχές αυτές ήταν οι δυτικές ακτές του Θερμαϊκού (νομοί Λάρισας και Πιερίας), ο σημερινός νομός Θεσσαλονίκης, η Θάσος και οι Βόρειες Σποράδες.

Στα ανατολικά παράλια της Χαλκιδικής, από τα μέσα τουλάχιστον του 19ου αιώνα, πραγματοποιούνταν μελισσοκομικές πανηγύρεις για την πώληση μελισσοσμηνών. Οι πανηγύρεις αυτές ελάμβαναν χώρα δύο φορές ετησίως, την άνοιξη στην Ιερισσό και το καλοκαίρι στη Λιμπσάσντα, σημερινή Ολυμπιάδα.

Την πρώτη αναφορά στις εν λόγω πανηγύρεις οφείλουμε στον Νικόλαο Βουργαρελίδη, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος σε σχολεία αρκετών χωριών της περιοχής, στη Βαρβάρα, τη Λιαρίγκοβη, το Λειβάδι και την Ιερισσό[xiv], όπου και εγκαταστάθηκε μονίμως[xv]. Ο Βουργαρελίδης συνέγραψε το 1878 μελέτη υπό τον τίτλο «Τα Μαδεμοχωρικά μετά των ηθών και εθίμων», η οποία ωστόσο δεν ευτύχησε δημοσίευσης στον καιρό του. Έναν αιώνα αργότερα, μέρος του πονήματος του Βουργαρελίδη δημοσιεύθηκε, σε συνέχειες, στην εφημερίδα Αντίλαλοι της Αρναίας. Αναφέρει λοιπόν ο Βουργαρελίδης πως στην κοιλάδα «Λειψάσδα», όπου μένουν οι κάτοικοι της Βαρβάρας καλλιεργώντας τα χωράφια τους, πραγματοποιείται για ένα δεκαπενθήμερο πανήγυρις, την οποία επισκέπτονται Θάσιοι με σκοπό να αγοράσουν μελίσσια από τους κατοίκους των Μαδεμοχωρίων. «Το τοιούτο», όπως γράφει, «συμβαίνει κατά Μάρτιον και εν Ιερισσώ»[xvi].

Στην πανήγυρη της «Λιμπσάσδας» αναφέρεται λίγο αργότερα (1887) και ο Νικόλαος Σχινάς, σύμφωνα με τον οποίο: «… μεταφέρουσι κατ’ έτος εξ όλων των χωρίων κυψέλας μελισσιών περί τας 6 -7 χιλιάδας τα οποίας πωλούσι προς τους επί τούτω προσερχομένους κατοίκους της νήσου Θάσου»[xvii]. Έναν χρόνο αργότερα, το 1888, έκανε την εμφάνισή του, στην εφημερίδα Φάρος της Μακεδονίας, άρθρο, στο οποίο εξηγούνται οι λόγοι που την χρονιά εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε η πανήγυρις της Ολυμπιάδας, με αποτέλεσμα τα 25 πλοία των Θασίων να κατευθυνθούν σε άλλους προορισμούς (στο Άγιο Όρος κυρίως) για αγορά μελισσιών[xviii].


Μελισσοκομείο κοφινιών στη Χαλκιδική (φωτογραφία Α. Τυπάλδος –Ξυδιάς, 1926).

Περισσότερες όμως πληροφορίες για τις μελισσοκομικές πανηγύρεις της Χαλκιδικής μας παρέχει ο Άγγελος Τυπάλδος Ξυδιάς. Κατά την πρώτη πανήγυρη, αυτήν της Ιερισσού, η οποία ελάμβανε χώρα (από) την 7η Απριλίου (του Ευαγγελισμού σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο), τα μελίσσια πωλούνταν ακριβότερα επειδή ως τον Αύγουστο μεσολαβούσε αρκετό διάστημα και ως εκ τούτου μπορούσαν να πολλαπλασιασθούν, δια τεχνητής σμηνουργίας, αμέσως μετά την αγορά και να αποδώσουν αργότερα περισσότερο μέλι. Αντιθέτως, στην πανήγυρη της Λιμπσάσντας οι τιμές ήταν φθηνότερες, περίπου στο μισό αυτών της Ιερισσού, εφόσον οι αγοραστές θα έπρεπε να περιοριστούν μόνο στη συγκομιδή μελιού. Ενδεικτικά, το 1923 οι τιμές στην πανήγυρη της Ιερισσού κυμαίνονταν από150 έως 200 δραχμές ανά μελίσσι και σε αυτήν της Λιμπσάσντας από 75 έως 100 δραχμές[xix].

Οι Ιερισσιώτες μελισσοκόμοι μετέρχονταν κι αυτοί, όπως άλλωστε και οι λοιποί συνάδελφοί τους στη Χαλκιδική, τη νομαδική μελισσοκομία. Το 1861 πέρασε από την Ιερισσό ο Εγγλέζος φιλόλογος και περιηγητής William George Clark, ο οποίος λίγο αργότερα δημοσίευσε με τα αρχικά του, ως W. G. C.[xx], τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Ο Clark αναφέρει πως φιλοξενήθηκε σε ένα σπίτι Ιερισσιώτη, του Αναγνώστη Μαρίνου (Anagnostes Marin), ο οποίος ωστόσο απουσίαζε γιατί είχε πάει να κοιτάξει τα μελίσσια του που βρισκόταν στη Θάσο[xxi]. Τα παραπάνω σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Clark την 13η Σεπτεμβρίου, γεγονός που καθιστά σε εμάς σαφές πως ο Αναγνώστης Μαρίνος, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν ένας από τους προεστούς της Ιερισσού[xxii], είχε μεταφέρει τα μελίσσια του στη Θάσο για την εκμετάλλευση των μελιτωδών εκκρίσεων του εντόμου Marchalina hellenica στα πευκοδάση του νησιού. Φαίνεται πως για (ορισμένους τουλάχιστον) Ιερισσιώτες μελισσοκόμους ήταν ευκολότερο να μεταφέρουν δια θαλάσσης τα μελίσσια τους στους πευκώνες της Θάσου απ’ ότι στους αντίστοιχους της Χαλκιδικής ή ίσως στη Θάσο να έπαιρναν μεγαλύτερη παραγωγή πευκόμελου.

Όπως μας ενημερώνει το 1903 ο Γεράσιμος Σμυρνάκης, ιερομόναχος τότε της Μονής Εσφιγμένου, οι Ιερισσιώτες μελισσοκόμοι (μαζί με αυτούς της Λιαρίγκοβης και του Στανού· συνολικά δέκα χιλιάδες κυψέλες) συνήθιζαν να μεταφέρουν τα μελίσσια τους (και) στο Άγιο Όρος[xxiii], πρακτική που, όπως είδαμε παραπάνω, καταγράφηκε για τους συντοπίτες τους και στον 10ο αιώνα.

Στις μέρες μας όλο και σπανιότερα αντικρίζει κανείς κοφίνια στη Χαλκιδική. Σε αντίθεση όμως με άλλες περιοχές -όπου η χρήση παραδοσιακών κυψελών έχει εδώ και καιρό εγκαταλειφθεί- υπάρχουν ακόμη μελισσοκόμοι που συνεχίζουν να μεταχειρίζονται στην μελισσοκομική τους πρακτική (και) κοφίνια, κυρίως επειδή επιτρέπουν την πρωιμότερη ανάπτυξη του σμήνους την άνοιξη[xxiv]. Στην Ιερισσό, κρίνοντας από άρθρο της Βιβής Λεμπίδα στο 10ο τεύχος του ανά χείρας περιοδικού[xxv], δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται πλέον.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Beaujour, F. Tableau du commerce de la Grèce. T. I, Paris 1800, p. 255.

[ii] Urquhart. D. The Spirit of the East. Vol. II, London 1838, p. 135.

[iii] Τυπάλδος – Ξυδιάς, Α. Η νομαδική μελισσοκομία εν Ελλάδι. Αθήναι 1927, σ. 20-21.

[iv] Crane, E. The World History of Beekeeping and Honey Hunting. London 1999, p. 219.

[v] Crane, E. ό.π. Της ιδίας, The Transmission of Beekeeping Round the Ancient Mediterranean, στο Eva Crane Bee Scientist. Cardiff 2008, p. 40.

[vi] Μαυροφρύδης, Γ. Αναφορικά με την προέλευση των ελληνικών επίστομων κοφινιών. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 2011, τ. 3, σ. 209.

[vii] Πάλι εκεί.

[viii] Anderson-Stojanovic, V.R., Jones, J.E. Ancient Beehives from Isthmia. Hesperia, 2002, n. 4, p. 349-351. Μαυροφρύδης, Γ. Κυψέλες κινητής κηρήθρας στην αρχαία Ελλάδα. Αρχαιολογική Εφημερίς, 2013, Τ. 152, σ. 21-25.

[ix] Παπάγγελος, Ι. Η μελισσοκομία στη Χαλκιδική κατά τους μέσους χρόνους και την τουρκοκρατία, στο ΣΤ΄Τριήμερο Εργασίας «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη, 12-15 Σεπτ. 1996, Αθήνα 2000, σ. 190.

[x] Πάλι εκεί.

[xi] Πάλι εκεί, σ. 190-192.

[xii] Μπίκος, Θ. Μελισσοκομικές Καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 2008, τ. 4, σ. 225-226.

[xiii] Μαυροφρύδης, Γ. Αναφορικά…, σ. 212.

[xiv] Κύρου, Δ. Θ. Πληροφορίες για τις σχέσεις της Θάσου με τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Δ΄ Συμπόσιο Θασιακών Μελετών, Πρακτικά. Θασιακά 12 (2001-2003), 2005, σ. 406, σημ. 7. Του ιδίου, Η εκπαίδευση στην Ιερισσό στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Κύτταρο Ιερισσού, τ. 2, 2010, σημ. 13.

[xv] Καραστέργιος, Χ. Προφορική μαρτυρία στον γράφοντα (5/2/2016).

[xvi] Κύρου, Δ. Θ. Η μελισσοκομία στην οικονομία και τον καθημερινό βίο της Αρναίας σε παλαιότερες εποχές, στο ΣΤ΄ Τριήμερο Εργασίας «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτ. 1996, Αθήνα, 2000 (Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ), σ. 372. Του ιδίου, Πληροφορίες…, σ. 406.

[xvii] Σχινάς, Ν. Θ. Οδοιπορικαί Σημειώσεις. Μακεδονίας Τεύχος Γ΄, Εν Αθήναις 1887, σ. 564-565.

[xviii] Ξ. Δ. Εκ των επαρχιών. Φάρος της Μακεδονίας, 30 Ιουλίου 1888, σ. 2. Το άρθρο εντόπισε και αναπαρήγαγε εν μέρει ο Δ. Θ. Κύρου, Πληροφορίες…, ό.π., σ. 407.

[xix] Τυπάλδος – Ξυδιάς, Α. ό.π., σ. 29-30.

[xx] Για τον συγγραφέα πίσω από τα αρκτικόλεξα W.G.C.: Carty, T. J. A Dictionary of Literary Pseudonyms in the English Language. New York & London 2000, p. 353.

[xxi] W. G. C. From Athos to Salonica. Macmillan’s Magazine, Vol. VII, Nov 1862 Apr 1863, p. 307.

[xxii] Καραστέργιος, Χ., Κόκκορα, Γ. Η περιοχή της Ιερισσού στα μέσα του 19ου αιώνα με τα μάτια ενός περιηγητή. Κύτταρο Ιερισσού, 2010, τ. 4, σ. 11.

[xxiii] Σμυρνάκης, Γ. Το Άγιον Όρος. Αθήναι 1903, σ. 499.

[xxiv] Μαυροφρύδης, Γ. Η αναπαραγωγική μελισσοκομία της Χαλκιδικής. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 2016, τ. 245, σ. 36.

[xxv] Λεμπίδα, Β. Η αξία των μελισσοκομικών φυτών. Κύτταρο Ιερισσού, 2014, τ. 10, σ. 20-21.


olympia.gr
Σχόλια