Ναύαρχος Βασίλειος Μαρτζούκος: Η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στη ναυπήγηση εθνικών φρεγατών

Ναύαρχος Βασίλειος Μαρτζούκος: Η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στη ναυπήγηση εθνικών φρεγατών Οι κύριοι λόγοι είναι η αυτάρκεια, η μείωση του κόστους, η αύξηση της απασχολήσεως σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, η τεχνογνωσία, η ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του ΠΝ Ηαπόκτηση εθνικών πολεμικών πλοίων ελληνικής σχεδιάσεως από ελληνικά ναυπηγεία, με το μεγαλύτερο μέρος των συστημάτων, όπλων, αισθητήρων, μηχανημάτων και υλικών τους να προέρχονται από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, αποτελεί όραμα με το οποίο ουδείς εχέφρων θα είχε αντίρρηση. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι καταξιωμένοι φορείς όπως η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο αλλά και μεμονωμένα εξειδικευμένα στελέχη του ΠΝ, καθώς και άλλοι οίκοι του εσωτερικού και του εξωτερικού, έχουν αναπτύξει σχετικές πρωτοβουλίες στη σχεδίαση οικογένειας συγχρόνων ελληνικών πολεμικών πλοίων προσαρμοσμένων στις εθνικές μας ανάγκες. Αυτή την περίοδο, με τις γνωστές επιτακτικές ανάγκες για το ΠΝ, πρώην ανώτατα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων υποστηρίζουν ότι θα πρέπει η χώρα μας να παύσει την αναζήτηση αγοράς κυρίων μονάδων κρούσεως για το ΠΝ από το εξωτερικό και να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση των ανωτέρω σχεδίων και την απόκτηση εθνικών φρεγατών και κορβετών. Οι κύριοι λόγοι που επικαλούνται είναι η αυτάρκεια, η μείωση του κόστους, η αύξηση της απασχολήσεως σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, η τεχνογνωσία, η ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του ΠΝ, η αξιοποίηση όπλων και αισθητήρων από παλαιότερα σκάφη και η δημιουργία προϋποθέσεων εξαγωγής πλοίων σε τρίτα κράτη. Πράγματι, το επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό της χώρας έχει αποδείξει κατά καιρούς ότι δεν υστερεί έναντι του αντιστοίχου προσωπικού προηγμένων κρατών. Υπενθυμίζεται ενδεικτικά η επιτυχής κατασκευή πυραυλακάτων, φρεγατών και αρματαγωγών σε εγχώρια ναυπηγεία. Το κύριο πρόβλημα με όλες τις προηγούμενες ναυπηγήσεις ήταν ο μικρός αριθμός μονάδων που απαιτείτο για την κάλυψη των αναγκών ενός Πολεμικού Ναυτικού όπως το ελληνικό. Μετά το πέρας των προγραμμάτων αυτών, ακολουθούσαν η παύση της γραμμής παραγωγής και η σταδιακή απώλεια της τεχνογνωσίας, της πείρας και του εξειδικευμένου προσωπικού το οποίο είχε εμπλακεί. Επιπλέον προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι, πέραν της εγχώριας ναυπηγήσεως πολεμικών μονάδων, η συντριπτική πλειοψηφία του εξοπλισμού των προήρχετο από το εξωτερικό. Το κόστος ενός πλοίου επιπέδου φρεγάτας ή κορβέτας (ναυπήγηση, συστήματα, αισθητήρες, όπλα, μηχανήματα, ανταλλακτικά, υποδομές ξηράς κ.λπ.) συνδέεται άμεσα με τον αριθμό των υπό παραγγελία μονάδων. Ακόμη και χώρες όπως η Γερμανία συνέπραξαν με άλλα κράτη κατά την ναυπήγηση των φρεγατών τ. 124 ή των υποβρυχίων τ. 212, τόσο για να μοιρασθούν τους τομείς και το κόστος παραγωγής όσο και για να μεγιστοποιήσουν τον αριθμό των υπό παραγγελία μονάδων. Εάν η εθνική φρεγάτα ή κορβέτα περιορισθεί στις ανάγκες του ΠΝ και δεν εξασφαλίσει εκ των προτέρων συνεργασία ή σύμπραξη με έτερα κράτη, καθώς και ένα ελάχιστο αριθμό διεθνών παραγγελιών, τότε εκτιμάται ότι το κόστος της (ναυπηγήσεως αλλά και κύκλου ζωής της), θα εκτοξευθεί σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από αυτά της παραγγελίας ξένου πλοίου. Η διεθνής αγορά πολεμικών πλοίων είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική και το εθνικό πλοίο θα έλθει αργά ή γρήγορα αντιμέτωπο με την αγορά αυτή για λόγους επιβιώσεως. Επιπλέον θα πρέπει προηγουμένως να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία των ναυπηγείων μας δίχως τις αγκυλώσεις του παρελθόντος (αναξιόπιστοι ιδιοκτήτες, κακώς εννοούμενος συνδικαλισμός κ.λπ.). Πολύ αναφέρονται στο παράδειγμα της Τουρκίας. Σε αυτούς θα πρέπει να υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία ακολουθεί ένα συστηματικό πρόγραμμα στρατηγικής αναπτύξεως και ενισχύσεως της αμυντικής της βιομηχανίας εδώ και πολλές δεκαετίες, δίχως ασυνέχειες, παλινωδίες και ιδιοτελείς κρατικές παρεμβάσεις. Ενα πρόγραμμα τουρκικού πολεμικού πλοίου στηρίζεται σήμερα σε πλειάδα συναφών μεγάλων και έμπειρων τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών οι οποίες καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των σχετικών απαιτήσεων (ναυπήγηση, συστήματα, όπλα, αισθητήρες, επικοινωνίες, μηχανές, υλικά, υποδομές κ.λπ.). Συνοψίζοντας θα πρέπει να πούμε «ναι» στο όραμα του εθνικού πλοίου επιπέδου φρεγάτας ή κορβέτας και στη σταδιακή του υλοποίηση, με πυλώνα μία ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Εως τότε η χώρα μας δύναται να δοκιμάσει την κάλυψη των εθνικών απαιτήσεων και του διεθνούς ανταγωνισμού σε μικρότερες μονάδες (π.χ. περιπολικά, UAV’s κ.λπ.). Επιπλέον θα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει το γεγονός της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, προκειμένου να συμμετάσχει στις περισσότερες δυνατές συμπράξεις υψηλής τεχνολογίας (π.χ. υποκατασκευαστής προηγμένων υλικών, αισθητήρων, εξαρτημάτων, όπλων κ.λπ.) με διασφαλισμένη μόνιμη διεθνή γραμμή παραγωγής. Τα εθνικά οράματα δεν πρέπει να είναι συγκυριακά και αλληλοαναιρούμενα αλλά αποτέλεσμα εθνικής στρατηγικής υλοποιούμενης διακομματικά, με συνέχεια, συνέπεια, πολιτική ωριμότητα και ανεξαρτήτως εναλλαγής των εκάστοτε κυβερνήσεων. Πηγή: Έθνος




Οι κύριοι λόγοι είναι η αυτάρκεια, η μείωση του κόστους, η αύξηση της απασχολήσεως σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, η τεχνογνωσία, η ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του ΠΝ


Ηαπόκτηση εθνικών πολεμικών πλοίων ελληνικής σχεδιάσεως από ελληνικά ναυπηγεία, με το μεγαλύτερο μέρος των συστημάτων, όπλων, αισθητήρων, μηχανημάτων και υλικών τους να προέρχονται από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, αποτελεί όραμα με το οποίο ουδείς εχέφρων θα είχε αντίρρηση. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι καταξιωμένοι φορείς όπως η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο αλλά και μεμονωμένα εξειδικευμένα στελέχη του ΠΝ, καθώς και άλλοι οίκοι του εσωτερικού και του εξωτερικού, έχουν αναπτύξει σχετικές πρωτοβουλίες στη σχεδίαση οικογένειας συγχρόνων ελληνικών πολεμικών πλοίων προσαρμοσμένων στις εθνικές μας ανάγκες.
Αυτή την περίοδο, με τις γνωστές επιτακτικές ανάγκες για το ΠΝ, πρώην ανώτατα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων υποστηρίζουν ότι θα πρέπει η χώρα μας να παύσει την αναζήτηση αγοράς κυρίων μονάδων κρούσεως για το ΠΝ από το εξωτερικό και να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση των ανωτέρω σχεδίων και την απόκτηση εθνικών φρεγατών και κορβετών. Οι κύριοι λόγοι που επικαλούνται είναι η αυτάρκεια, η μείωση του κόστους, η αύξηση της απασχολήσεως σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, η τεχνογνωσία, η ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του ΠΝ, η αξιοποίηση όπλων και αισθητήρων από παλαιότερα σκάφη και η δημιουργία προϋποθέσεων εξαγωγής πλοίων σε τρίτα κράτη.

Πράγματι, το επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό της χώρας έχει αποδείξει κατά καιρούς ότι δεν υστερεί έναντι του αντιστοίχου προσωπικού προηγμένων κρατών. Υπενθυμίζεται ενδεικτικά η επιτυχής κατασκευή πυραυλακάτων, φρεγατών και αρματαγωγών σε εγχώρια ναυπηγεία. Το κύριο πρόβλημα με όλες τις προηγούμενες ναυπηγήσεις ήταν ο μικρός αριθμός μονάδων που απαιτείτο για την κάλυψη των αναγκών ενός Πολεμικού Ναυτικού όπως το ελληνικό. Μετά το πέρας των προγραμμάτων αυτών, ακολουθούσαν η παύση της γραμμής παραγωγής και η σταδιακή απώλεια της τεχνογνωσίας, της πείρας και του εξειδικευμένου προσωπικού το οποίο είχε εμπλακεί. Επιπλέον προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι, πέραν της εγχώριας ναυπηγήσεως πολεμικών μονάδων, η συντριπτική πλειοψηφία του εξοπλισμού των προήρχετο από το εξωτερικό.

Το κόστος ενός πλοίου επιπέδου φρεγάτας ή κορβέτας (ναυπήγηση, συστήματα, αισθητήρες, όπλα, μηχανήματα, ανταλλακτικά, υποδομές ξηράς κ.λπ.) συνδέεται άμεσα με τον αριθμό των υπό παραγγελία μονάδων. Ακόμη και χώρες όπως η Γερμανία συνέπραξαν με άλλα κράτη κατά την ναυπήγηση των φρεγατών τ. 124 ή των υποβρυχίων τ. 212, τόσο για να μοιρασθούν τους τομείς και το κόστος παραγωγής όσο και για να μεγιστοποιήσουν τον αριθμό των υπό παραγγελία μονάδων.

Εάν η εθνική φρεγάτα ή κορβέτα περιορισθεί στις ανάγκες του ΠΝ και δεν εξασφαλίσει εκ των προτέρων συνεργασία ή σύμπραξη με έτερα κράτη, καθώς και ένα ελάχιστο αριθμό διεθνών παραγγελιών, τότε εκτιμάται ότι το κόστος της (ναυπηγήσεως αλλά και κύκλου ζωής της), θα εκτοξευθεί σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από αυτά της παραγγελίας ξένου πλοίου. Η διεθνής αγορά πολεμικών πλοίων είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική και το εθνικό πλοίο θα έλθει αργά ή γρήγορα αντιμέτωπο με την αγορά αυτή για λόγους επιβιώσεως. Επιπλέον θα πρέπει προηγουμένως να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία των ναυπηγείων μας δίχως τις αγκυλώσεις του παρελθόντος (αναξιόπιστοι ιδιοκτήτες, κακώς εννοούμενος συνδικαλισμός κ.λπ.).
Πολύ αναφέρονται στο παράδειγμα της Τουρκίας. Σε αυτούς θα πρέπει να υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία ακολουθεί ένα συστηματικό πρόγραμμα στρατηγικής αναπτύξεως και ενισχύσεως της αμυντικής της βιομηχανίας εδώ και πολλές δεκαετίες, δίχως ασυνέχειες, παλινωδίες και ιδιοτελείς κρατικές παρεμβάσεις. Ενα πρόγραμμα τουρκικού πολεμικού πλοίου στηρίζεται σήμερα σε πλειάδα συναφών μεγάλων και έμπειρων τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών οι οποίες καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των σχετικών απαιτήσεων (ναυπήγηση, συστήματα, όπλα, αισθητήρες, επικοινωνίες, μηχανές, υλικά, υποδομές κ.λπ.).

Συνοψίζοντας θα πρέπει να πούμε «ναι» στο όραμα του εθνικού πλοίου επιπέδου φρεγάτας ή κορβέτας και στη σταδιακή του υλοποίηση, με πυλώνα μία ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Εως τότε η χώρα μας δύναται να δοκιμάσει την κάλυψη των εθνικών απαιτήσεων και του διεθνούς ανταγωνισμού σε μικρότερες μονάδες (π.χ. περιπολικά, UAV’s κ.λπ.). Επιπλέον θα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει το γεγονός της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, προκειμένου να συμμετάσχει στις περισσότερες δυνατές συμπράξεις υψηλής τεχνολογίας (π.χ. υποκατασκευαστής προηγμένων υλικών, αισθητήρων, εξαρτημάτων, όπλων κ.λπ.) με διασφαλισμένη μόνιμη διεθνή γραμμή παραγωγής. Τα εθνικά οράματα δεν πρέπει να είναι συγκυριακά και αλληλοαναιρούμενα αλλά αποτέλεσμα εθνικής στρατηγικής υλοποιούμενης διακομματικά, με συνέχεια, συνέπεια, πολιτική ωριμότητα και ανεξαρτήτως εναλλαγής των εκάστοτε κυβερνήσεων.

Πηγή: Έθνος
Σχόλια