Οι Oδύσσειες των εθνών - Η μεγάλη παρανόηση και οι "Πρέσπες"
Οι Oδύσσειες των εθνών - Η μεγάλη παρανόηση και οι "Πρέσπες"
Γράφει ο Κώστας Λάβδας
Παρά το γεγονός ότι είναι συχνά δημοφιλής --ως εκλαϊκευμένη γνώση-- η άποψη ότι μιλάμε για "έθνος" με τη σημερινή έννοια μόνο στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα, είναι ανακριβής. Αποτυγχάνει να διακρίνει το "έθνος" από το "έθνος-κράτος" και τα δυο αυτά από τον "εθνικισμό".
Οι Οδύσσειες των εθνών αντλούν τη σημασία τους και ανάγονται σε αιώνες που χάνονται πολύ πίσω από την ανάδυση του εθνικισμού. Η ιστορική διάσταση του έθνους είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.
Οι λέξεις έθνος (nation) και εθνικότητα (nationality) προέρχονται από τη λατινική natus, που αναφέρεται στη γέννηση. Από αυτή την άποψη, έθνος είναι ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει κάποια κοινή καταγωγή (άρα η εθνικότητα ενός ατόμου μπορεί να διαφέρει από την υπηκοότητά του). Όπως όμως διαπιστώσαμε, η κύρια έμφαση στη σύγχρονη κατανόηση του έθνους αναφέρεται στην ύπαρξη μιας κοινότητας που αυτοκατανοείται ως τέτοια βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών. Αυτή, λοιπόν, η προσέγγιση δεν είναι μόνο σύγχρονη.
Στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι έννοιες έθνη και φύλα είναι άλλοτε σαφώς διακριτές και άλλοτε όχι. Η αντίληψη της πολιτισμικής ενότητας της Ελλάδας ωρίμασε σχετικά γρήγορα, παράλληλα όμως οι Έλληνες εξακολουθούν για μεγάλο διάστημα να διακρίνονται σε φύλα (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς) που ενίοτε αναφέρονται και ως έθνη.
Ο όρος "έθνος" μπορεί να βρεθεί στα ομηρικά κείμενα, με την έννοια όμως ενός συνόλου ή αθροίσματος, ωστόσο, ήδη στον Ηρόδοτο ο όρος υποδηλώνει την ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή, θρησκεία, ήθη και έθιμα (π.χ. το "Μηδικόν ἔθνος"). Επίσης, ο όρος τείνει να προσλάβει ένα γενικότερο νόημα και να αφορά όλους τους Έλληνες σε αντιδιαστολή με τους βαρβάρους.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Ισοκράτης αναφέρονται σαφώς στην ενότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως της ακριβούς χρήσης της έννοιας του «έθνους». Στον Θουκυδίδη, η έννοια του έθνους αποδίδει πια την συγκροτημένη πολιτική κοινότητα: «καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεὺς οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει» (2.62.3).
Στον γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα, η έννοια του έθνους χρησιμοποιείται συχνά στα Γεωγραφικά του. Κυρίως με τρόπους που σε γενικές γραμμές, ανταποκρίνεται στη σημασία μιας κοινότητας που προσδιορίζεται ως τέτοια απέναντι σε άλλους (π.χ., «Ἔστι δὲ τῶν πολὺν χρόνον πολεμησάντων πρὸς Ρωμαίους τὸ ἔθνος τοῦτο», «Μέγιστον μὲν οὖν τὸ τῶν Σοήβων ἔθνος», «οἱ Ταῦροι, Σκυθικὸν ἔθνος», κλπ).
Από τα φύλα στο έθνος
Είναι βεβαίως γεγονός ότι στη ρωμαϊκή φιλολογία τα «έθνη» συχνά υποδηλώνουν τις επαρχίες. Έτσι π.χ. στην Ιστορία του Βυζαντινού Ζώσιμου, η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά, ο συγγραφέας αναφέρεται στα "έθνη" (κελτικά, γερμανικά, πέραν των Άλπεων, κλπ) ως επαρχίες ή περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως, ο Ζώσιμος και πλείστοι άλλοι προγενέστεροι και μεταγενέστεροι, αναφέρονται επίσης στο "έθνος" (και στον ενικό και στον πληθυντικό) εξίσου συχνά για να υποδηλώσουν την γνώριμη σε εμάς σημασία. Είτε εφαρμοζόμενη σε ομάδες με γνωστή στους σχολιαστές πολιτική συγκρότηση, είτε συμπεριλαμβάνοντας στον ορισμό και τα "φύλα" εκτός της αυτοκρατορίας.
Η εθνογλωσσική ταυτότητα της κάθε ευρύτερης ομάδας / φύλου / έθνους λαμβάνεται ολοένα και περισσότερο υπόψη, ως καθοριστικός παράγοντας όσο οι διοικητικοί και γεωγραφικοί υπερκαθορισμοί της ρωμαϊκής επικράτειας καταρρέουν μαζί της. Βεβαίως η εθνογλωσσική ταυτότητα, μαζί με την πολιτική / διοικητική διάσταση, είχε ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η περίφημη χριστιανική εντολή προς τους μαθητές, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη…» (Ματθ.28,19) αναφέρεται σε διαφορετικές θρησκευτικές αλλά και εθνογλωσσικές οντότητες με διάφορους βαθμούς πολιτικής συγκρότησης, όχι σε επαρχίες ή περιοχές. Αυτό γίνεται απολύτως σαφές, μεταξύ άλλων, από τις παροτρύνσεις που, λίγο αργότερα, συνδέουν την εντεινόμενη ιεραποστολική δραστηριότητα πέραν του εβραϊσμού με την αντίδραση των Ιουδαίων απέναντι στο μήνυμα του Ιησού: «ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πρ 13,46) και «ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τά ἔθνη καί τάς γλώσσας» (Ησ 66,18).
Η περαιτέρω ενίσχυση και της θρησκευτικής διάστασης, με υπόβαθρο την σταδιακή παρακμή και τελική κατάρρευση του ρωμαϊκού πλαισίου, οδηγεί στη διαμόρφωση εννοιολογήσεων περί εθνών που είναι ολοένα εγγύτερα στον ορισμό της κοινότητας. Η οποία αυτοκατανοείται ως τέτοια, βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών.
Τα έθνη χτίζονται στο διηνεκές ή αποτυγχάνουν
Με αφορμή την συζήτηση για την εξόχως προβληματική Συμφωνία των Πρεσπών, άνθισαν και πολλές παρανοήσεις στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Όπως π.χ., ότι δήθεν η εθνικότητα (nationality) δεν συνεπάγεται και μια (οσοδήποτε πλουραλιστική) υποκείμενη εθνική συλλογική οντότητα. Ή ότι η εθνικότητα υποδηλώνει "απλώς" υπηκοότητα. Ας διευκρινίσουμε το ζήτημα στην απλούστερη και σαφέστερη εκδοχή του.
Στην Τσεχοσλοβακία συνυπήρχαν δυο έθνη (nations) σε ένα κράτος και το διαζύγιο οδήγησε στην εκπροσώπηση του καθενός από ξεχωριστό κράτος. Από την άλλη πλευρά, στην μεταπολεμική Γερμανία, ένα έθνος (nation) χωρίστηκε σε δυο κράτη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 λόγω γεωπολιτικών και ιδεολογικών συγκυριών. Είναι αυτή ακριβώς η ιστορική ποικιλία περιπτώσεων, διαφορών και αποχρώσεων που οδήγησε στην ανάδειξη της έννοιας της εθνότητας (ethnicity) ως όχημα (ταυτόχρονα πολιτικά και εγχειριδιακά βολικό) παράκαμψης μιας υπαρκτής αλλά δύσκολης συνθήκης: η εθνική συλλογική ταυτότητα ενδέχεται να συνυπάρχει αρμονικά ή συγκρουσιακά με το ευρύτερο πολιτικό σύστημα, εντός του οποίου διαβαίνει σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ενδέχεται, επίσης, να επιβιώσει σε μια ιστορική περίοδο ακόμη και χωρίς την ύπαρξη πολιτικού συστήματος εντός του οποίου να συμμετέχει προνομιακά ή να φιλοξενείται, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της εβραϊκής ιστορίας. Στην πραγματικότητα, παρά την πληθωρική χρήση της τις τελευταίες δεκαετίες, η ethnicity είναι χρήσιμη ως έννοια όταν αναφέρεται σε ειδικούς και βαθύτερους δεσμούς που συνέχουν, ιστορικά, μια φυλή ή μια φατρία. Μπορεί να αποτελέσει μια από τις πηγές θεμελίωσης ενός έθνους ή να παραμείνει σε ρόλο υποσυστήματος εντός ευρύτερων πολιτικών μορφωμάτων.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι από αυτή την άποψη, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί σημαντικό σταθμό στην υπό εξέλιξη διαμόρφωση ενός πολιτικού έθνους, του "μακεδονικού". Συνιστά κατά συνέπεια η Συμφωνία των Πρεσπών μορφή προσωρινής δικαίωσης –υπό τις σημερινές συνθήκες– του ιδεολογήματος του "μακεδονισμού".
Ο εθνικισμός έχει –δικαίως– επωμιστεί το βάρος καταστροφών στη σύγχρονη ιστορία. Έχει, επιπλέον, συμβάλει στην απαξίωση του έθνους ως φορέα συλλογικής ταυτότητας με συνέχεια. Όμως το έθνος και η πεποίθηση της συμμετοχής σε μια ιστορική κοινότητα με παρελθόν, παρόν και μέλλον μπορεί να οδηγήσει σε μορφές επανακατάκτησης της πολιτικής. Πέρα από την πεπατημένη του εθνικισμού και την ελαφρότητα του κοσμοπολιτισμού.
από slpress
Γράφει ο Κώστας Λάβδας
Παρά το γεγονός ότι είναι συχνά δημοφιλής --ως εκλαϊκευμένη γνώση-- η άποψη ότι μιλάμε για "έθνος" με τη σημερινή έννοια μόνο στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα, είναι ανακριβής. Αποτυγχάνει να διακρίνει το "έθνος" από το "έθνος-κράτος" και τα δυο αυτά από τον "εθνικισμό".
Οι Οδύσσειες των εθνών αντλούν τη σημασία τους και ανάγονται σε αιώνες που χάνονται πολύ πίσω από την ανάδυση του εθνικισμού. Η ιστορική διάσταση του έθνους είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.
Οι λέξεις έθνος (nation) και εθνικότητα (nationality) προέρχονται από τη λατινική natus, που αναφέρεται στη γέννηση. Από αυτή την άποψη, έθνος είναι ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει κάποια κοινή καταγωγή (άρα η εθνικότητα ενός ατόμου μπορεί να διαφέρει από την υπηκοότητά του). Όπως όμως διαπιστώσαμε, η κύρια έμφαση στη σύγχρονη κατανόηση του έθνους αναφέρεται στην ύπαρξη μιας κοινότητας που αυτοκατανοείται ως τέτοια βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών. Αυτή, λοιπόν, η προσέγγιση δεν είναι μόνο σύγχρονη.
Στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι έννοιες έθνη και φύλα είναι άλλοτε σαφώς διακριτές και άλλοτε όχι. Η αντίληψη της πολιτισμικής ενότητας της Ελλάδας ωρίμασε σχετικά γρήγορα, παράλληλα όμως οι Έλληνες εξακολουθούν για μεγάλο διάστημα να διακρίνονται σε φύλα (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς) που ενίοτε αναφέρονται και ως έθνη.
Ο όρος "έθνος" μπορεί να βρεθεί στα ομηρικά κείμενα, με την έννοια όμως ενός συνόλου ή αθροίσματος, ωστόσο, ήδη στον Ηρόδοτο ο όρος υποδηλώνει την ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή, θρησκεία, ήθη και έθιμα (π.χ. το "Μηδικόν ἔθνος"). Επίσης, ο όρος τείνει να προσλάβει ένα γενικότερο νόημα και να αφορά όλους τους Έλληνες σε αντιδιαστολή με τους βαρβάρους.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Ισοκράτης αναφέρονται σαφώς στην ενότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως της ακριβούς χρήσης της έννοιας του «έθνους». Στον Θουκυδίδη, η έννοια του έθνους αποδίδει πια την συγκροτημένη πολιτική κοινότητα: «καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεὺς οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει» (2.62.3).
Στον γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα, η έννοια του έθνους χρησιμοποιείται συχνά στα Γεωγραφικά του. Κυρίως με τρόπους που σε γενικές γραμμές, ανταποκρίνεται στη σημασία μιας κοινότητας που προσδιορίζεται ως τέτοια απέναντι σε άλλους (π.χ., «Ἔστι δὲ τῶν πολὺν χρόνον πολεμησάντων πρὸς Ρωμαίους τὸ ἔθνος τοῦτο», «Μέγιστον μὲν οὖν τὸ τῶν Σοήβων ἔθνος», «οἱ Ταῦροι, Σκυθικὸν ἔθνος», κλπ).
Από τα φύλα στο έθνος
Είναι βεβαίως γεγονός ότι στη ρωμαϊκή φιλολογία τα «έθνη» συχνά υποδηλώνουν τις επαρχίες. Έτσι π.χ. στην Ιστορία του Βυζαντινού Ζώσιμου, η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά, ο συγγραφέας αναφέρεται στα "έθνη" (κελτικά, γερμανικά, πέραν των Άλπεων, κλπ) ως επαρχίες ή περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως, ο Ζώσιμος και πλείστοι άλλοι προγενέστεροι και μεταγενέστεροι, αναφέρονται επίσης στο "έθνος" (και στον ενικό και στον πληθυντικό) εξίσου συχνά για να υποδηλώσουν την γνώριμη σε εμάς σημασία. Είτε εφαρμοζόμενη σε ομάδες με γνωστή στους σχολιαστές πολιτική συγκρότηση, είτε συμπεριλαμβάνοντας στον ορισμό και τα "φύλα" εκτός της αυτοκρατορίας.
Η εθνογλωσσική ταυτότητα της κάθε ευρύτερης ομάδας / φύλου / έθνους λαμβάνεται ολοένα και περισσότερο υπόψη, ως καθοριστικός παράγοντας όσο οι διοικητικοί και γεωγραφικοί υπερκαθορισμοί της ρωμαϊκής επικράτειας καταρρέουν μαζί της. Βεβαίως η εθνογλωσσική ταυτότητα, μαζί με την πολιτική / διοικητική διάσταση, είχε ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η περίφημη χριστιανική εντολή προς τους μαθητές, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη…» (Ματθ.28,19) αναφέρεται σε διαφορετικές θρησκευτικές αλλά και εθνογλωσσικές οντότητες με διάφορους βαθμούς πολιτικής συγκρότησης, όχι σε επαρχίες ή περιοχές. Αυτό γίνεται απολύτως σαφές, μεταξύ άλλων, από τις παροτρύνσεις που, λίγο αργότερα, συνδέουν την εντεινόμενη ιεραποστολική δραστηριότητα πέραν του εβραϊσμού με την αντίδραση των Ιουδαίων απέναντι στο μήνυμα του Ιησού: «ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πρ 13,46) και «ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τά ἔθνη καί τάς γλώσσας» (Ησ 66,18).
Η περαιτέρω ενίσχυση και της θρησκευτικής διάστασης, με υπόβαθρο την σταδιακή παρακμή και τελική κατάρρευση του ρωμαϊκού πλαισίου, οδηγεί στη διαμόρφωση εννοιολογήσεων περί εθνών που είναι ολοένα εγγύτερα στον ορισμό της κοινότητας. Η οποία αυτοκατανοείται ως τέτοια, βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών.
Τα έθνη χτίζονται στο διηνεκές ή αποτυγχάνουν
Με αφορμή την συζήτηση για την εξόχως προβληματική Συμφωνία των Πρεσπών, άνθισαν και πολλές παρανοήσεις στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Όπως π.χ., ότι δήθεν η εθνικότητα (nationality) δεν συνεπάγεται και μια (οσοδήποτε πλουραλιστική) υποκείμενη εθνική συλλογική οντότητα. Ή ότι η εθνικότητα υποδηλώνει "απλώς" υπηκοότητα. Ας διευκρινίσουμε το ζήτημα στην απλούστερη και σαφέστερη εκδοχή του.
Στην Τσεχοσλοβακία συνυπήρχαν δυο έθνη (nations) σε ένα κράτος και το διαζύγιο οδήγησε στην εκπροσώπηση του καθενός από ξεχωριστό κράτος. Από την άλλη πλευρά, στην μεταπολεμική Γερμανία, ένα έθνος (nation) χωρίστηκε σε δυο κράτη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 λόγω γεωπολιτικών και ιδεολογικών συγκυριών. Είναι αυτή ακριβώς η ιστορική ποικιλία περιπτώσεων, διαφορών και αποχρώσεων που οδήγησε στην ανάδειξη της έννοιας της εθνότητας (ethnicity) ως όχημα (ταυτόχρονα πολιτικά και εγχειριδιακά βολικό) παράκαμψης μιας υπαρκτής αλλά δύσκολης συνθήκης: η εθνική συλλογική ταυτότητα ενδέχεται να συνυπάρχει αρμονικά ή συγκρουσιακά με το ευρύτερο πολιτικό σύστημα, εντός του οποίου διαβαίνει σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ενδέχεται, επίσης, να επιβιώσει σε μια ιστορική περίοδο ακόμη και χωρίς την ύπαρξη πολιτικού συστήματος εντός του οποίου να συμμετέχει προνομιακά ή να φιλοξενείται, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της εβραϊκής ιστορίας. Στην πραγματικότητα, παρά την πληθωρική χρήση της τις τελευταίες δεκαετίες, η ethnicity είναι χρήσιμη ως έννοια όταν αναφέρεται σε ειδικούς και βαθύτερους δεσμούς που συνέχουν, ιστορικά, μια φυλή ή μια φατρία. Μπορεί να αποτελέσει μια από τις πηγές θεμελίωσης ενός έθνους ή να παραμείνει σε ρόλο υποσυστήματος εντός ευρύτερων πολιτικών μορφωμάτων.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι από αυτή την άποψη, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί σημαντικό σταθμό στην υπό εξέλιξη διαμόρφωση ενός πολιτικού έθνους, του "μακεδονικού". Συνιστά κατά συνέπεια η Συμφωνία των Πρεσπών μορφή προσωρινής δικαίωσης –υπό τις σημερινές συνθήκες– του ιδεολογήματος του "μακεδονισμού".
Ο εθνικισμός έχει –δικαίως– επωμιστεί το βάρος καταστροφών στη σύγχρονη ιστορία. Έχει, επιπλέον, συμβάλει στην απαξίωση του έθνους ως φορέα συλλογικής ταυτότητας με συνέχεια. Όμως το έθνος και η πεποίθηση της συμμετοχής σε μια ιστορική κοινότητα με παρελθόν, παρόν και μέλλον μπορεί να οδηγήσει σε μορφές επανακατάκτησης της πολιτικής. Πέρα από την πεπατημένη του εθνικισμού και την ελαφρότητα του κοσμοπολιτισμού.
από slpress
Κατηγορίες:
Σχόλια