Ανταρκτική: Η εξερεύνηση της παγωμένης «ερήμου» – Ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε βήμα

Ανταρκτική: Η εξερεύνηση της παγωμένης «ερήμου» – Ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε βήμα Πώς και πότε ξεκίνησε η εξερεύνηση της Ανταρκτικής, ένα πολύ ριψοκίνδυνο πλάνο… Πώς τα ψέματα, η απηρχαιωμένη αυτοκρατορική άποψη του πλοιάρχου Σκοτ για τις εξερευνήσεις και μια διελκυστίνδα ανάμεσα στη επιστήμη και τις ανακαλύψεις αφάνισαν την ομάδα του, σύμφωνα με την έντυπη έκδοση του Έθνους. Όταν η είδηση έφτασε μέσω του τηλέγραφου, η αντίδραση ήταν ένα μείγμα αναταραχής, δυσπιστίας και κατάπληξης. Η ίδια είδηση θα συνέβαλε τελικά στο θάνατο του Άγγλου πλοιάρχου και των τεσσάρων ανδρών του τόσο μακριά από τη γη της ελπίδας και της δόξας όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όπως αποκάλυπτε το τηλεγράφημα, οι δύο ομάδες είχαν φτάσει στο Βόρειο Πόλο, στην Αρκτική, που για δεκαετίες ήταν ο στόχος των εξερευνητών σε ολόκληρο τον κόσμο. Και οι δύο άνδρες που ισχυρίζονταν ότι είχαν φτάσει σε ένα από πιο αφιλόξενα σημεία του πλανήτη ήταν οι Αμερικανοί Ρόμπερτ Φ. Πέρι και δρ. Φρέντερικ Κουκ. Αν και καμία ομάδα δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες για να φιμώ σει τους δύσπιστους, η αναφορά αρκούσε για να ξεσηκώσει έναν εξερευνητή: τον Ρόαλντ Αμούνδσεν. Η είδηση διέλυσε το όνειρο του Νορβηγού να γίνει ο πρώτος που θα έφτανε στο Βόρειο Πόλο κι έτσι στράφηκε προς το Νότιο Πόλο. Ο Αμούνδσεν ήξερε ότι ένας Άγγλος πλοίαρχος ονόματι Σκοτ επίσης ετοιμαζόταν για το ίδιο ταξίδι και ότι θα γινόταν έξαλλος αν μάθαινε ότι υπήρχε ανταγωνιστής. Έτσι προετοιμάστηκε μυστικά, διάλεξε μια μικρή ομάδα και αναχώρησε με πλοίο από τη Νορβηγία υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Μόνο όταν το πλοίο είχε φτάσει στο νησί Μαδέρα στα ανοικτά της Δυτικής Αφρικής, ενημέρωσε τους κατάπληκτους άνδρες του για τον πραγματικό προορισμό τους και στη συνέχεια έστειλε τηλεγραφήματα ενημερώνοντας τον κόσμο για τα σχέδιά του. Ένα από αυτά είχε σαν παραλήπτη τον Σκοτ: «Λαμβάνω το θάρρος να σας ενημερώσω ότι κατευθύνομαι προς Ανταρκτική. Αμούνδσεν». Η κούρσα είχε αρχίσει Ο Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ δεν ήταν άγνωστος στην εξερεύνηση της Ανταρκτικής. Το 1901 ο αξιωματικός του βρετανικού πολεμικού ναυτικού ανέλαβε κυβερνήτης του Ντισκάβερι, ενός πλοίου που είχε ναυπηγηθεί κατόπιν παραγγελίας για να εξερευνήσει τη νέα γη και να πραγματοποιήσει επιστημονική έρευνα. Το πλοίο επέστρεψε τελικά στις βρετανικές ακτές το 1904 και η επιχείρηση έπεισε κατά κάποιον τρόπο τον Σκοτ ότι θα έπαιζε βασικό ρόλο στην κούρσα ταχύτητας με τον Αμούνδσεν, ενώ επίσης του γέννησε επιφυλάξεις για τα σκυλιά χάσκι. Σε μια εξόρμηση το 1902, ο Σκοτ, ο Ερνεστ Σάκλετον και ο δρ Ουίλσον ξεκίνησαν ένα ταξίδι προς το Νότο για να διαπιστώσουν μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν. Ο Σκοτ σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι «θα προτιμούσα να σέρνουν οι άνδρες για δέκα μέρες, παρά ένα τσούρμο εξαντλημένων σκυλιών για μία μέρα». Η ομάδα επέστρεψε στη βάση της έπειτα από 90 μέρες, έχοντας διανύσει 1.545 χιλιόμετρα. Ήταν οι πρώτοι που είχαν πλησιάσει τόσο κοντά στο Νότιο Πόλο – αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για το φιλόδοξο εξερευνητή. Ο Σκοτ επέστρεψε στην πατρίδα του σαν ήρωας και το ναυτικό αμέσως τον προήγαγε σε πλοίαρχο. Ξαφνικά έγινε μέλος της υψηλής κοινωνίας – γευμάτιζε και έπινε με μερικούς από τους επιφανέστερους κοσμικούς της λονδρέζικης κοινωνίας και έτσι γνώρισε την Κάθλιν Μπρους, τη μέλλουσα σύζυγό του, καλλιτέχνιδα και γλύπτρια. Ενώ ο Σκοτ βρισκόταν στην Αγγλία, ο Σάκλετον, το πρώην μέλος της ομάδας του, ξεκίνησε τη δική του εξερεύνηση προς το Νότιο Πόλο –οι δυο τους είχαν καβγαδίσει πάνω στο Ντισκάβερι και η τελευταία αυτή είδηση ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ανάμεσά τους– και παρόλο που δεν έφτασε στο θρυλικό πόλο, επίσης θεωρήθηκε ήρωας και μετά την επιστροφή του χρίστηκε ιππότης. Η φαινομενικά ακόρεστη δίψα της Βρετανίας για τολμηρούς εξερευνητές συνδεόταν άμεσα με το παγκόσμιο κύρος. Η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου ήθελε να αδράξει άλλη μια μικρή και παγωμένη γωνιά στην καθόλου ασήμαντη αγκάλη της. Ο Νότιος Πόλος ήταν η τελευταία μεγάλη αχαρτογράφητη γωνιά του κόσμου. Το τελευταίο σύμβολο των ανακαλύψεων. Ο Σκοτ αξίωνε αυτή την τιμή για εκείνον και για τη χώρα του. Ο Βρετανός εξερευνητής άρχισε να συγκεντρώνει την ομάδα του και εξαρχής έγινε σαφές ότι ο στόχος δεν ήταν μόνο να φτάσουν πρώτοι στο Νότιο Πόλο – η ομάδα είχε γνήσιους επιστημονικούς σκοπούς. Αυτή η αίσθηση συνοψίστηκε ξεκάθαρα σε μια επιστολή του επιστημονικού διευθυντή της αποστολής, δρ. Έντουαρντ Γουίλσον, προς τον πατέρα του: «Αυτό που επιθυμούμε για το επιστημονικό έργο της αποστολής είναι να κάνει το καπάρωμα του Πόλου ένα επί μέρους στοιχείο στο συνολικό αποτέλεσμα». Αυτή η φιλοδοξία, αυτή η επιθυμία για ένα ταξίδι που θα είχε άμεση σχέση με την επιστήμη, θα έπαιζε τελικά ρόλο στο θάνατο του Σκοτ. Για τον Αμούνδσεν –ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ο πρώτος «επαγγελματίας εξερευνητής των πόλων»– δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα απόσπασης από το στόχο του. Ήταν επικεφαλής μιας επιδρομής με μία και μοναδική επιδίωξη – να φτάσει στο Νότιο Πόλο. Ό,τι έκανε η ομάδα του, το έκανε έχοντας στο νου της αυτό τον αντικειμενικό σκοπό. Η επιστήμη, όπως έλεγε, «…θα έπρεπε να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της». Το πλοίο που θα μετέφερε τον Σκοτ και τους άνδρες του στην Ανταρκτική ήταν το «Τέρα Νόβα» και μια στάση στη Νέα Ζηλανδία ήταν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες για να διασφαλιστεί η επάρκεια των προμηθειών. Η ομάδα δεν θα βασιζόταν στα σκυλιά (αν και θα έπαιρνε μαζί της 33), αλλά θα χρησιμοποιούσε πόνι και τρία μηχανοκίνητα έλκηθρα τελευταίας τεχνολογίας, τα οποία ο Σκοτ έλπιζε ότι θα τους βοηθούσαν. Τα έλκηθρα είχαν δοκιμαστεί με επιτυχία, αλλά όχι σε συνθήκες παρόμοιες με του Νότιου Πόλου. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλα μεταφορικά προβλήματα. Ο πλοίαρχος Όουτς, ένας από τους άνδρες του Σκοτ, τρόμαξε μόλις διαπίστωσε σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα 19 πόνι. Ήταν πολύ ηλικιωμένα και, όπως ανακάλυψαν, τέσσερα από αυτά κούτσαιναν και αναγκάστηκαν να τα θανατώσουν. Στις 29 Νοεμβρίου 1910, το πλοίο απέπλευσε για την Ανταρκτική και στις 4 Ιανουαρίου έφτασε σε μία βάση – όχι στο παλιό αρχηγείο του Ντισκάβερι στο ταξίδι του προς τη νήσο Ρος, αλλά δέκα χιλιόμετρα μακρύτερα, σε ένα ακρωτήριο που ο Σκοτ ονόμασε Ακρωτήριο Έβανς, προς τιμήν του υποδιοικητή του. Καθώς ξεφόρτωναν, το μεγαλύτερο έλκηθρο έπεσε απότομα σπάζοντας τον πάγο και χάθηκε για πάντα κάτω από τα παγωμένα νερά. Και αυτή δεν θα ήταν η τελευταία ατυχία που θα έβρισκε την ομάδα. H τακτική του Αμούνδσεν Αντίθετα, η ομάδα του Αμούνδσεν είχε βασιστεί στα σκυλιά για την επιτυχία της αποστολής. Όπως εξηγεί ο Ρόναλντ Χάντφορντ στο Race for the South Pole, το πλοίο τους Φραμ ήταν «…ένα πλωτό κυνοτροφείο. Πάνω στο πλοίο υπήρχαν στριμωγμένα εκατό σκυλιά Εσκιμώων… οι 19 άνδρες υποτάσσονταν σε κάθε ιδιοτροπία των ζώων γιατί αυτά ήταν το κλειδί για το εγχείρημά μας». Οι Νορβηγοί είχαν πάρει εκείνα τα ζώα από τη Γροιλανδία επειδή πίστευαν ότι ήταν τα καλύτερα για αυτές τις συνθήκες και σχεδίαζαν να τα ζέψουν σε έλκηθρα και οι άνδρες να τα ακολουθούν με χιονοπέδιλα. Ο Αμούνδσεν είχε μελετήσει τον πολιτισμό των Ινούιτ και είχε συγκεντρώσει πληροφορίες για τον τρόπο που ταξίδευαν και ντύνονταν. Ο Σκοτ προσέγγιζε διαφορετικά τις εξερευνήσεις. Μολονότι θα τον αδικούσαμε αν τον περιγράφαμε σαν κάποιον που δεν είχε επαφή με τις εξερευνήσεις –και η χρήση των μηχανοκίνητων έλκηθρων ήταν απόδειξη της προθυμίας του να καινοτομεί–, η προσέγγισή του ήταν επηρεασμένη από την ιδέα της παλιάς αυτοκρατορίας. Για εκείνον ένα επιτυχημένο ταξίδι σήμαινε σκληρή δουλειά, απτόητο ύφος, ισχυρή ηγεσία και βρετανικό σθένος απέναντι στις αντιξοότητες. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά ανδρών που έσερναν οι ίδιοι τα εφόδιά τους αντί τα σκυλιά – αυτό φαινόταν πιο «ηρωικό». Για την επιχείρησή του είχε διαλέξει κυρίως ναυτικούς αντί για ανθρώπους που είχαν εμπειρία σε αρκτικές συνθήκες. Τουλάχιστον ως προς την ιδέα επρόκειτο για ένα είδος «παλιομοδίτικης» περιπέτειας – ο ανταγωνιστής του την αντιμετώπιζε περισσότερο ως μια επαγγελματική αποστολή και είχε στρατολογήσει αναλόγως, διαλέγοντας τα καλύτερα σκυλιά και τους πιο έμπειρους άνδρες και εκπαιδευτές σκύλων. Ο ανταγωνισμός μεγαλώνει Αρχικά οι δύο ανταγωνιστές ακολούθησαν παρόμοιες διαδρομές για το Νότιο Πόλο – αφού ξεφόρτωσαν και φρόντισαν για τη χειμερινή τους διαμονή, άρχισαν να προετοιμάζονται για την κούρσα που είχαν μπροστά τους, κατασκευάζοντας παραπήγματα στα πρώτα κομμάτια της διαδρομής πριν έρθει ο χειμώνας και κάνει το πέρασμα ακόμα πιο επικίνδυνο. Τα παραπήγματα αυτά περιείχαν τρόφιμα και καύσιμα για το ταξίδι της επιστροφής, έτσι ώστε οι ομάδες να περιορίζουν τα αρχικά τους εφόδια. Και οι δύο περίμεναν να περάσει ο χειμώνας, βελτιώνοντας τα σχέδια χάρη στα οποία, όπως έλπιζαν, τα ονόματά τους θα γράφονταν με ανεξίτηλα γράμματα στα χρονικά των ηρωικών εξερευνητών της Ανταρκτικής. Ωστόσο, από ορισμένες απόψεις οι προετοιμασίες τους ήταν διαφορετικές. Καθώς η αποστολή του Σκοτ είχε και επιστημονική διάσταση, οι άνδρες του πραγματοποίησαν αρκετές άλλες αποστολές χαρτογραφικής και γεωλογικής φύσης. Ωστόσο υπήρχε και μια άλλη, πιο συγκεκριμένη, αποστολή: να βρουν και να φέρουν πίσω ένα αβγό αυτοκρατορικού πιγκουίνου. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, και στις 27 Ιουνίου 1911 μια τριμελής αποστολή ξεκίνησε από τον καταυλισμό. Οι άνδρες έπρεπε να σέρνουν δύο έλκηθρα με τρόφιμα, καύσιμα και εφόδια για να φτάσουν στην αποικία αναπαραγωγής των πιγκουίνων στο Ακρωτήριο Κρόζιερ, σε απόσταση 112 χιλιομέτρων, αλλά χάθηκαν. Τελικά, οι τρεις άνδρες βρήκαν την αποικία και επέστρεψαν πέντε εβδομάδες αργότερα με τρία αβγά. Σύμφωνα με τον Σκοτ, «ήταν ένα από τα πιο ευγενή περιστατικά στην ιστορία των Πόλων». Άλλοι όμως θεωρούν ότι –παρά τις ευγενείς προθέσεις– θα ήταν καλύτερα αν αυτό το χρονικό διάστημα αναλωνόταν για την πιο επισταμένη προετοιμασία του ταξιδιού στο Νότιο Πόλο. Τελικά, η αποστολή έφερε πίσω περισσότερα από 40.000 διαφορετικά είδη και η έρευνά της συγκεντρώθηκε σε 15 τόμους βιβλιοδετημένων εκθέσεων, μια απόδειξη ότι η αποστολή του Σκοτ δεν απέβλεπε μόνο στην πρωτιά για την κατάκτηση του Νότιου Πόλου. Μέσα στην προστασία της καλύβας του, ο Σκοτ επανεξέταζε τα σχέδιά του όλο το χειμώνα και ανακοίνωσε το σχέδιό του ενώ ο υποπλοίαρχος Έβανς, ο δεύτερος στην ιεραρχία, έλειπε για να ελέγξει τις αποθήκες. Στο βιβλίο της South Pole, η Κάθριν Τσάρλεϊ εικάζει ότι το έκανε επειδή φοβόταν ότι ο Έβανς προέβαλε αντιρρήσεις, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις που να το στηρίζουν. Το σχέδιο του Άγγλου ήταν να αναχωρήσει στις 3 Νοεμβρίου και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το ταξίδι θα διαρκούσε 144 μέρες μαζί με την επιστροφή. Θα χρησιμοποιούσε τέσσερις τύπους μεταφορικών μέσων –τράβηγμα από ανθρώπους, από πόνι, από σκυλιά και από μηχανοκίνητα έλκηθρα– αν και ο Σκοτ ήθελε να βασιστεί κυρίως στα πόνι και στους ανθρώπους. Μια ομάδα θα ταξίδευε διασχίζοντας τον Παγετώνα Μπίρντμορ και στη συνέχεια οι τρεις άνδρες θα συνέχιζαν το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού προς το Νότιο Πόλο μαζί με τον Σκοτ. Κάποιοι είχαν την αίσθηση ότι τα σχέδια ήταν πολύ αισιόδοξα και ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για τυχόν απρόοπτα. Πράγματι, ο επιστήμονας Τζορτζ Σίμπσον έγραψε στο ημερολόγιό του: «Υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια και μερικά ατυχήματα και μια παρατεταμένη κακοκαιρία δεν θα σήμαινε μόνο αποτυχία αλλά πολύ πιθανόν την καταστροφή». Όποιες όμως κι αν ήταν οι ανομολόγητες σκέψεις των ανδρών, το σχέδιο αποφασίστηκε και η κούρσα μπορούσε πλέον να αρχίσει. Η ομάδα χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες που ξεκίνησαν σε ακανόνιστες περιόδους του ανταρκτικού θέρους – τώρα ο ήλιος βρισκόταν πάνω από τον ορίζοντα. Ο Έβανς ήταν επικεφαλής της μιας ομάδας με τα δύο μηχανοκίνητα έλκηθρα και ο Σκοτ ταράχτηκε όταν η ομάδα του τα βρήκε εγκαταλειμμένα πάνω στον πάγο να καλύπτονται από νιφάδες. Φριχτές οι συνθήκες Στο σημείωμα που είχε αφήσει ο Έβανς εξηγούσε ότι τα έλκηθρα είχαν χαλάσει και επειδή δεν μπορούσε να τα επισκευάσει, η ομάδα του είχε συνεχίσει σέρνοντας τα εφόδια με τα χέρια. Για να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο η κατάσταση, αποδείχτηκε ότι τα πόνι ήταν ακατάλληλα για τέτοιες συνθήκες. Η αποστολή του Αμούνδσεν δεν αντιμετώπισε τέτοιες δυσκολίες. Είχαν ξεκινήσει με μια μικρότερη, πενταμελή ομάδα και όλοι τους ήταν έμπειροι χιονοδρόμοι και οδηγοί σκύλων. Αντίθετα από τον Σκοτ, ο Αμούνδσεν είχε πάρει μαζί του πολλές προμήθειες, πράγμα που σήμαινε ότι είχε ένα καλό περιθώριο ασφαλείας. Συχνά και οι δύο ομάδες αντιμετώπισαν φρικτές συνθήκες – δεν ήταν τυχαίο που καμία άλλη ομάδα εξερευνητών δεν είχε φτάσει ποτέ πριν στο Νότιο Πόλο. Κάποιες φορές η ορατότητα ήταν τόσο κακή που δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα μπροστά τους. Ο ήλιος δεν έδυε ποτέ και η χιονόπτωση ήταν έντονη. Η μέση θερμοκρασία ήταν 21 βαθμοί και ο άνεμος λυσσομανούσε γύρω τους. Όταν η ομάδα του απείχε μόλις 240 χιλιόμετρα από τον αντικειμενικό της στόχο, ο Σκοτ άλλαξε γνώμη για την ομάδα. Αποφάσισε ότι θα έπαιρνε τέσσερις αντί για τρεις άνδρες και ο τέταρτος θα ήταν ο υποπλοίαρχος Μπάουερς. Η απόφαση αυτή έχει χρησιμοποιηθεί σαν κατηγορία σε βάρος του Σκοτ. Τώρα η ομάδα είχε τέσσερις άνδρες και καθώς τα τρόφιμα είχαν υπολογιστεί μόνο για τρεις, το περιθώριο λάθους ήταν ακόμα μικρότερο. Η ομάδα είχε αποκτήσει άλλον ένα έμπειρο πλοηγό, αλλά ποιο ήταν το κόστος για τα αποθέματα των τροφίμων της; Με αυτή την απόφαση, ο Σκοτ και οι τέσσερις άνδρες του ξεκίνησαν βαδίζοντας με δυσκολία κόντρα στον παγωμένο άνεμο, ενώ οι υπόλοιποι ακολούθησαν την άλλη κατεύθυνση για να επιστρέψουν στον κύριο καταυλισμό της ομάδας και στην ασφάλεια, αν όχι στην αθανασία. Στις 9 Ιανουαρίου, μια εβδομάδα αφότου χώρισαν, η ομάδα του Σκοτ πλησίασε και κατόπιν κατέρριψε το ρεκόρ προσέγγισης του Σάκλετον προς τον Πόλο. Ο Σκοτ είχε νικήσει έναν από τους μεγάλους αντιπάλους του αλλά υπήρχε ένας άλλος, πολύ πιο επικίνδυνος, ο οποίος προχωρούσε με σταθερό ρυθμό προς το στόχο. Ο Σκοτ αγνοούσε ότι Αμούνδσεν είχε καταρρίψει το ρεκόρ του Σάκλετον ακριβώς ένα μήνα πριν από αυτόν. Οι άνδρες του υπέφεραν από τις καιρικές συνθήκες, τα σκυλιά είχαν αρχίσει να πεινούν και να γίνονται επικίνδυνα –τη νύχτα έπρεπε να έχουν το νου τους για να μην τους επιτεθούν τα ζώα–, ωστόσο πλησίαζαν. Καθώς προχωρούσαν προς το στόχο τους επικρατούσε μεγάλη ένταση – θα έβλεπαν, άραγε, την ομάδα του Σκοτ να επιστρέφει θριαμβεύτρια; Όμως όχι. Στις 15 Δεκεμβρίου 1911, αφού συμβουλεύτηκαν επισταμένα τις πυξίδες τους, ο Αμούνδσεν και οι άνδρες του αντάλλαξαν σιωπηλά χειραψία και στη συνέχεια στερέωσαν τη νορβηγική σημαία βαθιά μέσα στο έδαφος. Η ομάδα δεν ήθελε να αμφισβητήσει κανείς το επίτευγμά της. Ξεκίνησαν για ένα μέρος που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Αμούνδσεν ήταν ο αληθινός Πόλος (μεταγενέστερη έρευνα θα έδειχνε ότι είχαν βρεθεί μόλις 200 μέτρα μακρύτερα) –ένα τεράστιο κατόρθωμα πλοήγησης– και έστησαν μια σκηνή αφήνοντας μέσα ό,τι δεν τους ήταν απαραίτητο. Ο Αμούνδσεν έστησε άλλη μια σημαία έξω από τον καταυλισμό τους στο δρόμο από όπου αργότερα θα περνούσαν οι Βρετανοί, και έγραψε δύο επιστολές. Στο ημερολόγιό του έγραψε: «Αντίο, Πόλε. Δεν νομίζω ότι θα ξαναϊδωθούμε». Η καλύβα του Σκοτ Η καλύβα ήταν καλοφτιαγμένη και χωρούσε 27 άτομα. Ο χώρος ήταν χωρισμένος σε δύο τμήματα από ένα τοίχο. Ένα για τους αξιωματικούς και τους τζέντλεμαν και ένα για τους άνδρες. Το καμάρι της καλύβας ήταν ο πλήρως εξοπλισμένος σκοτεινός θάλαμος. Το εσωτερικό φωτιζόταν από γκάζι και υπήρχε σόμπα και σκεύη μαγειρικής. Οι τουαλέτες βρίσκονταν μπροστά από την καλύβα, άλλη για τους αξιωματικούς και άλλη τους άνδρες. Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες περιλάμβαναν ποδόσφαιρο υπό το φως του φεγγαριού, διαλέξεις για θέματα όπως ο «χειρισμός των αλόγων», η θανάτωση και η εκδορά των πόνι και τα επιτεύγματα της επιστήμης. Ουδέποτε μια σημαία είχε προκαλέσει τόσο θλιβερό αντίκτυπο σε μια ομάδα εξαντλημένων ανδρών. Η σημαία που είχε τοποθετήσει ο Αμούνδσεν ήταν σαν μαχαιριά στο πλευρό τους, καθώς στάθηκαν ακίνητοι ανάμεσα στα χνάρια των ζώων που υπήρχαν ακόμα διάσπαρτα πάνω στο χιόνι. Οι άνδρες ήταν απαρηγόρητοι, αλλά ο Σκοτ επέμενε ότι έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι και να βάλουν μια βρετανική σημαία. Έφτασαν στη σκηνή του Αμούνδσεν και βρήκαν μια επιστολή που απευθυνόταν στον Σκοτ και έγραφε: «Καθώς πιθανώς θα είστε ο πρώτος που θα φτάσετε στην περιοχή μετά από εμάς, θα σας παρακαλούσα να διαβιβάσετε αυτή την επιστολή στο βασιλιά Χάακον Ζ΄. Αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσετε κάποια από τα αντικείμενα που υπάρχουν στη σκηνή, μη διστάσετε να το κάνετε. Με ειλικρινείς χαιρετισμούς. Σας εύχομαι ασφαλή επιστροφή». Αφού πήραν μερικά από τα ζεστά ρούχα των Νορβηγών και ύψωσαν τη βρετανική σημαία, άρχισαν να μελετούν το ταξίδι της επιστροφής. Έπρεπε να καλύψουν 1.290 χιλιόμετρα, σέρνοντας μόνοι τους τα έλκηθρα. Χρησιμοποίησαν έναν πάσσαλο από τη σημαία του Αμούνδσεν για να προσαρμόσουν ένα πανί στα έλκηθρά τους και αναχώρησαν, ελπίζοντας απεγνωσμένα ότι ένας ισχυρός άνεμος θα τους έδινε ώθηση. Όμως, καθώς η μια εβδομάδα διαδεχόταν την άλλη, οι άνδρες υπέφεραν από κρυοπαγήματα και ήταν βέβαιο ότι σιγά σιγά θα λιμοκτονούσαν. Η αποστολή τους να φτάσουν στο Νότιο Πόλο είχε αποτύχει αλλά ο Σκοτ, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τις επιστημονικές προσπάθειες του ταξιδιού. Συμφώνησε ότι ο Ουίλσον θα περνούσε ένα απόγευμα συγκεντρώνοντας δείγματα που θα έπαιρναν μαζί τους για επιστημονική μελέτη. Αυτό δεν απαίτησε μόνο χρόνο και ενέργεια, αλλά ήταν και ένα επιπλέον βάρος που η ομάδα έπρεπε να μεταφέρει. Την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 1912 η ομάδα είχε καλύψει 640 χιλιόμετρα, περίπου τη μισή απόσταση, και τα μέλη της παρουσίαζαν σοβαρές ενδείξεις τραυματισμών και κόπωσης, με σοβαρότερη την κατάσταση του Έβανς. Τα δάχτυλά του υπέφεραν από τα κρυοπαγήματα και τελικά κατέρρευσε νιώθοντας ναυτία και ιλίγγους. Κατάφερε να σηκωθεί, αλλά όταν η ομάδα ξεκίνησε, εκείνος καθυστερούσε και έπρεπε να τον περιμένουν. Σε μια περίπτωση που ο Σκοτ γύρισε για να τον μαζέψει, τον βρήκε να σέρνεται πάνω στο χιόνι. Πέθανε λίγο αργότερα και ήταν ο πρώτος από την ομάδα που δεν θα κατάφερνε να φτάσει στον καταυλισμό. Δεν υπήρχε χρόνος για να τον θρηνήσουν. Αν ήθελαν να επιβιώσουν έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία τους, ζώντας από το ένα παράπηγμα τροφοδοσίας στο άλλο. Στο σημείο εκείνο διένυαν Αυτοί ήταν οι άνδρες του Σκοτ κατά μέσο όρο 11 χιλιόμετρα την ημέρα βαδίζοντας για εννέα ώρες. Ο Όουτς υπέφερε από κρυοπαγήματα στα πόδια, που του προκαλούσαν γάγγραινα. Άνοιξε μια τρύπα στον υπνόσακό του και κοιμήθηκε με τα πόδια έξω. Δεν μπορούσε να αντέξει τον πόνο των ποδιών που πάγωναν και ξεπάγωναν. Καταλάβαινε ότι καθυστερούσε τους συντρόφους του και έτσι μια νύχτα, αφού πλησίασε στην είσοδο της σκηνής, γύρισε και είπε: «Βγαίνω έξω και μπορεί ν’ αργήσω». Το τέλος Τον παρακολούθησαν να βγαίνει κουτσαίνοντας στο χιόνι και κατάλαβαν ότι δεν θα τον ξανάβλεπαν. Όμως και ο ίδιος ο Σκοτ μόλις και μετά βίας μπορούσε πλέον να περπατήσει και ενώ ο Ουίλσον και ο Μπάουερς πίστευαν ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν μέχρι το επόμενο παράπηγμα, οι τρεις άνδρες έμειναν στη σκηνή ενώ γύρω τους λυσσομανούσε ο άνεμος. Αν ο ανταγωνιστής τους δεν είχε πιστέψει τα ψέματα των ανδρών που ισχυρίζονταν ότι είχαν φτάσει στο Βόρειο Πόλο και άλλαζε το στόχο του, εικάζεται ότι ο Σκοτ και οι άνδρες του μπορεί να είχαν επιβιώσει – απείχαν μόλις 18 χιλιόμετρα από το επόμενο παράπηγμα τροφοδοσίας. Μήπως η διαπίστωση ότι είχαν φτάσει πρώτοι στο Νότιο Πόλο θα τους εμψύχωνε και θα τους έδινε τη δύναμη να συνεχίσουν; Ωστόσο, οι τρεις άνδρες είχαν καταλάβει ότι θα πέθαιναν μέσα στη σκηνή τους και έτσι φρόντισαν να γράψουν σημειώματα. Ο Ουίλσον και ο Μπάουερς προς τις οικογένειές τους και ο Σκοτ προς τον Τύπο, την οικογένειά του και τους χορηγούς του. Έγραψε επίσης και μια τελευταία καταχώριση στο ημερολόγιό του. Όταν ο ήλιος ξαναφάνηκε για το επόμενο αρκτικό θέρος, μια ομάδα έρευνας εντόπισε τον πάσσαλο της σκηνής του Σκοτ να εξέχει μέσα από το χιόνι. Βρήκαν τον Σκοτ και τους άνδρες του, τις επιστολές, τα ημερολόγια και τις φωτογραφίες τους. Η σκηνή ήταν σχεδόν ολόκληρη σκεπασμένη από το χιόνι. Άλλη μια χιονοθύελλα θα την είχε σκεπάσει τελείως πριν φτάσει η ομάδα και τότε η τύχη των ανδρών και οι τελευταίες λέξεις και σκέψεις τους θα είχαν χαθεί για πάντα. Αφού έψαλαν το Εμπρός Στρατιώτες του Χριστού, τον αγαπημένο ύμνο του Σκοτ, κατασκεύασαν ένα σταυρό, τον τοποθέτησαν πάνω στη σκηνή και έπειτα αποχώρησαν, αφήνοντάς την έρμαιο στις καιρικές συνθήκες. Η βρετανική αποστολή είχε αποτύχει εξαιτίας ενός συνδυασμού κακού σχεδιασμού, άστοχων προτεραιοτήτων και καθαρής κακοτυχίας. Όπως όμως αποδείχθηκε, το θάρρος και η αυτοθυσία που έδειξαν μέχρι τέλους εκείνοι οι άνδρες έγιναν πηγή έμπνευσης. Ένας σταυρός υψώνεται μέχρι σήμερα κοντά στην ακτή του Ακρωτηρίου Έβανς προς ανάμνηση αυτών των ανδρών. Οι τελευταίες λέξεις είναι: «Να αγωνίζεσαι, να αναζητάς, να ανακαλύπτεις και να μην υποκύπτεις». Όποια κι αν ήταν τα λάθη του, ο αριστοκράτης εξερευνητής ενσωμάτωνε όλα εκείνα τα έξοχα ιδεώδη. Του Andy Brown Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History (Δεκέμβριος 2018)






Πώς και πότε ξεκίνησε η εξερεύνηση της Ανταρκτικής, ένα πολύ ριψοκίνδυνο πλάνο…



Πώς τα ψέματα, η απηρχαιωμένη αυτοκρατορική άποψη του πλοιάρχου Σκοτ για τις εξερευνήσεις και μια διελκυστίνδα ανάμεσα στη επιστήμη και τις ανακαλύψεις αφάνισαν την ομάδα του, σύμφωνα με την έντυπη έκδοση του Έθνους.

Όταν η είδηση έφτασε μέσω του τηλέγραφου, η αντίδραση ήταν ένα μείγμα αναταραχής, δυσπιστίας και κατάπληξης. Η ίδια είδηση θα συνέβαλε τελικά στο θάνατο του Άγγλου πλοιάρχου και των τεσσάρων ανδρών του τόσο μακριά από τη γη της ελπίδας και της δόξας όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όπως αποκάλυπτε το τηλεγράφημα, οι δύο ομάδες είχαν φτάσει στο Βόρειο Πόλο, στην Αρκτική, που για δεκαετίες ήταν ο στόχος των εξερευνητών σε ολόκληρο τον κόσμο. Και οι δύο άνδρες που ισχυρίζονταν ότι είχαν φτάσει σε ένα από πιο αφιλόξενα σημεία του πλανήτη ήταν οι Αμερικανοί Ρόμπερτ Φ. Πέρι και δρ. Φρέντερικ Κουκ. Αν και καμία ομάδα δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες για να φιμώ σει τους δύσπιστους, η αναφορά αρκούσε για να ξεσηκώσει έναν εξερευνητή: τον Ρόαλντ Αμούνδσεν.




Η είδηση διέλυσε το όνειρο του Νορβηγού να γίνει ο πρώτος που θα έφτανε στο Βόρειο Πόλο κι έτσι στράφηκε προς το Νότιο Πόλο. Ο Αμούνδσεν ήξερε ότι ένας Άγγλος πλοίαρχος ονόματι Σκοτ επίσης ετοιμαζόταν για το ίδιο ταξίδι και ότι θα γινόταν έξαλλος αν μάθαινε ότι υπήρχε ανταγωνιστής. Έτσι προετοιμάστηκε μυστικά, διάλεξε μια μικρή ομάδα και αναχώρησε με πλοίο από τη Νορβηγία υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Μόνο όταν το πλοίο είχε φτάσει στο νησί Μαδέρα στα ανοικτά της Δυτικής Αφρικής, ενημέρωσε τους κατάπληκτους άνδρες του για τον πραγματικό προορισμό τους και στη συνέχεια έστειλε τηλεγραφήματα ενημερώνοντας τον κόσμο για τα σχέδιά του. Ένα από αυτά είχε σαν παραλήπτη τον Σκοτ: «Λαμβάνω το θάρρος να σας ενημερώσω ότι κατευθύνομαι προς Ανταρκτική. Αμούνδσεν».



Η κούρσα είχε αρχίσει
Ο Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ δεν ήταν άγνωστος στην εξερεύνηση της Ανταρκτικής. Το 1901 ο αξιωματικός του βρετανικού πολεμικού ναυτικού ανέλαβε κυβερνήτης του Ντισκάβερι, ενός πλοίου που είχε ναυπηγηθεί κατόπιν παραγγελίας για να εξερευνήσει τη νέα γη και να πραγματοποιήσει επιστημονική έρευνα. Το πλοίο επέστρεψε τελικά στις βρετανικές ακτές το 1904 και η επιχείρηση έπεισε κατά κάποιον τρόπο τον Σκοτ ότι θα έπαιζε βασικό ρόλο στην κούρσα ταχύτητας με τον Αμούνδσεν, ενώ επίσης του γέννησε επιφυλάξεις για τα σκυλιά χάσκι. Σε μια εξόρμηση το 1902, ο Σκοτ, ο Ερνεστ Σάκλετον και ο δρ Ουίλσον ξεκίνησαν ένα ταξίδι προς το Νότο για να διαπιστώσουν μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν.




Ο Σκοτ σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι «θα προτιμούσα να σέρνουν οι άνδρες για δέκα μέρες, παρά ένα τσούρμο εξαντλημένων σκυλιών για μία μέρα». Η ομάδα επέστρεψε στη βάση της έπειτα από 90 μέρες, έχοντας διανύσει 1.545 χιλιόμετρα. Ήταν οι πρώτοι που είχαν πλησιάσει τόσο κοντά στο Νότιο Πόλο – αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για το φιλόδοξο εξερευνητή. Ο Σκοτ επέστρεψε στην πατρίδα του σαν ήρωας και το ναυτικό αμέσως τον προήγαγε σε πλοίαρχο. Ξαφνικά έγινε μέλος της υψηλής κοινωνίας – γευμάτιζε και έπινε με μερικούς από τους επιφανέστερους κοσμικούς της λονδρέζικης κοινωνίας και έτσι γνώρισε την Κάθλιν Μπρους, τη μέλλουσα σύζυγό του, καλλιτέχνιδα και γλύπτρια. Ενώ ο Σκοτ βρισκόταν στην Αγγλία, ο Σάκλετον, το πρώην μέλος της ομάδας του, ξεκίνησε τη δική του εξερεύνηση προς το Νότιο Πόλο –οι δυο τους είχαν καβγαδίσει πάνω στο Ντισκάβερι και η τελευταία αυτή είδηση ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ανάμεσά τους– και παρόλο που δεν έφτασε στο θρυλικό πόλο, επίσης θεωρήθηκε ήρωας και μετά την επιστροφή του χρίστηκε ιππότης. Η φαινομενικά ακόρεστη δίψα της Βρετανίας για τολμηρούς εξερευνητές συνδεόταν άμεσα με το παγκόσμιο κύρος.



Η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου ήθελε να αδράξει άλλη μια μικρή και παγωμένη γωνιά στην καθόλου ασήμαντη αγκάλη της. Ο Νότιος Πόλος ήταν η τελευταία μεγάλη αχαρτογράφητη γωνιά του κόσμου. Το τελευταίο σύμβολο των ανακαλύψεων. Ο Σκοτ αξίωνε αυτή την τιμή για εκείνον και για τη χώρα του. Ο Βρετανός εξερευνητής άρχισε να συγκεντρώνει την ομάδα του και εξαρχής έγινε σαφές ότι ο στόχος δεν ήταν μόνο να φτάσουν πρώτοι στο Νότιο Πόλο – η ομάδα είχε γνήσιους επιστημονικούς σκοπούς.

Αυτή η αίσθηση συνοψίστηκε ξεκάθαρα σε μια επιστολή του επιστημονικού διευθυντή της αποστολής, δρ. Έντουαρντ Γουίλσον, προς τον πατέρα του: «Αυτό που επιθυμούμε για το επιστημονικό έργο της αποστολής είναι να κάνει το καπάρωμα του Πόλου ένα επί μέρους στοιχείο στο συνολικό αποτέλεσμα». Αυτή η φιλοδοξία, αυτή η επιθυμία για ένα ταξίδι που θα είχε άμεση σχέση με την επιστήμη, θα έπαιζε τελικά ρόλο στο θάνατο του Σκοτ. Για τον Αμούνδσεν –ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ο πρώτος «επαγγελματίας εξερευνητής των πόλων»– δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα απόσπασης από το στόχο του. Ήταν επικεφαλής μιας επιδρομής με μία και μοναδική επιδίωξη – να φτάσει στο Νότιο Πόλο. Ό,τι έκανε η ομάδα του, το έκανε έχοντας στο νου της αυτό τον αντικειμενικό σκοπό.

Η επιστήμη, όπως έλεγε, «…θα έπρεπε να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της». Το πλοίο που θα μετέφερε τον Σκοτ και τους άνδρες του στην Ανταρκτική ήταν το «Τέρα Νόβα» και μια στάση στη Νέα Ζηλανδία ήταν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες για να διασφαλιστεί η επάρκεια των προμηθειών. Η ομάδα δεν θα βασιζόταν στα σκυλιά (αν και θα έπαιρνε μαζί της 33), αλλά θα χρησιμοποιούσε πόνι και τρία μηχανοκίνητα έλκηθρα τελευταίας τεχνολογίας, τα οποία ο Σκοτ έλπιζε ότι θα τους βοηθούσαν. Τα έλκηθρα είχαν δοκιμαστεί με επιτυχία, αλλά όχι σε συνθήκες παρόμοιες με του Νότιου Πόλου. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλα μεταφορικά προβλήματα.


Ο πλοίαρχος Όουτς, ένας από τους άνδρες του Σκοτ, τρόμαξε μόλις διαπίστωσε σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα 19 πόνι. Ήταν πολύ ηλικιωμένα και, όπως ανακάλυψαν, τέσσερα από αυτά κούτσαιναν και αναγκάστηκαν να τα θανατώσουν. Στις 29 Νοεμβρίου 1910, το πλοίο απέπλευσε για την Ανταρκτική και στις 4 Ιανουαρίου έφτασε σε μία βάση – όχι στο παλιό αρχηγείο του Ντισκάβερι στο ταξίδι του προς τη νήσο Ρος, αλλά δέκα χιλιόμετρα μακρύτερα, σε ένα ακρωτήριο που ο Σκοτ ονόμασε Ακρωτήριο Έβανς, προς τιμήν του υποδιοικητή του. Καθώς ξεφόρτωναν, το μεγαλύτερο έλκηθρο έπεσε απότομα σπάζοντας τον πάγο και χάθηκε για πάντα κάτω από τα παγωμένα νερά. Και αυτή δεν θα ήταν η τελευταία ατυχία που θα έβρισκε την ομάδα.

H τακτική του Αμούνδσεν
Αντίθετα, η ομάδα του Αμούνδσεν είχε βασιστεί στα σκυλιά για την επιτυχία της αποστολής. Όπως εξηγεί ο Ρόναλντ Χάντφορντ στο Race for the South Pole, το πλοίο τους Φραμ ήταν «…ένα πλωτό κυνοτροφείο. Πάνω στο πλοίο υπήρχαν στριμωγμένα εκατό σκυλιά Εσκιμώων… οι 19 άνδρες υποτάσσονταν σε κάθε ιδιοτροπία των ζώων γιατί αυτά ήταν το κλειδί για το εγχείρημά μας».

Οι Νορβηγοί είχαν πάρει εκείνα τα ζώα από τη Γροιλανδία επειδή πίστευαν ότι ήταν τα καλύτερα για αυτές τις συνθήκες και σχεδίαζαν να τα ζέψουν σε έλκηθρα και οι άνδρες να τα ακολουθούν με χιονοπέδιλα. Ο Αμούνδσεν είχε μελετήσει τον πολιτισμό των Ινούιτ και είχε συγκεντρώσει πληροφορίες για τον τρόπο που ταξίδευαν και ντύνονταν. Ο Σκοτ προσέγγιζε διαφορετικά τις εξερευνήσεις. Μολονότι θα τον αδικούσαμε αν τον περιγράφαμε σαν κάποιον που δεν είχε επαφή με τις εξερευνήσεις –και η χρήση των μηχανοκίνητων έλκηθρων ήταν απόδειξη της προθυμίας του να καινοτομεί–, η προσέγγισή του ήταν επηρεασμένη από την ιδέα της παλιάς αυτοκρατορίας.

Για εκείνον ένα επιτυχημένο ταξίδι σήμαινε σκληρή δουλειά, απτόητο ύφος, ισχυρή ηγεσία και βρετανικό σθένος απέναντι στις αντιξοότητες. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά ανδρών που έσερναν οι ίδιοι τα εφόδιά τους αντί τα σκυλιά – αυτό φαινόταν πιο «ηρωικό». Για την επιχείρησή του είχε διαλέξει κυρίως ναυτικούς αντί για ανθρώπους που είχαν εμπειρία σε αρκτικές συνθήκες. Τουλάχιστον ως προς την ιδέα επρόκειτο για ένα είδος «παλιομοδίτικης» περιπέτειας – ο ανταγωνιστής του την αντιμετώπιζε περισσότερο ως μια επαγγελματική αποστολή και είχε στρατολογήσει αναλόγως, διαλέγοντας τα καλύτερα σκυλιά και τους πιο έμπειρους άνδρες και εκπαιδευτές σκύλων.



Ο ανταγωνισμός μεγαλώνει
Αρχικά οι δύο ανταγωνιστές ακολούθησαν παρόμοιες διαδρομές για το Νότιο Πόλο – αφού ξεφόρτωσαν και φρόντισαν για τη χειμερινή τους διαμονή, άρχισαν να προετοιμάζονται για την κούρσα που είχαν μπροστά τους, κατασκευάζοντας παραπήγματα στα πρώτα κομμάτια της διαδρομής πριν έρθει ο χειμώνας και κάνει το πέρασμα ακόμα πιο επικίνδυνο. Τα παραπήγματα αυτά περιείχαν τρόφιμα και καύσιμα για το ταξίδι της επιστροφής, έτσι ώστε οι ομάδες να περιορίζουν τα αρχικά τους εφόδια.

Και οι δύο περίμεναν να περάσει ο χειμώνας, βελτιώνοντας τα σχέδια χάρη στα οποία, όπως έλπιζαν, τα ονόματά τους θα γράφονταν με ανεξίτηλα γράμματα στα χρονικά των ηρωικών εξερευνητών της Ανταρκτικής. Ωστόσο, από ορισμένες απόψεις οι προετοιμασίες τους ήταν διαφορετικές. Καθώς η αποστολή του Σκοτ είχε και επιστημονική διάσταση, οι άνδρες του πραγματοποίησαν αρκετές άλλες αποστολές χαρτογραφικής και γεωλογικής φύσης. Ωστόσο υπήρχε και μια άλλη, πιο συγκεκριμένη, αποστολή: να βρουν και να φέρουν πίσω ένα αβγό αυτοκρατορικού πιγκουίνου. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, και στις 27 Ιουνίου 1911 μια τριμελής αποστολή ξεκίνησε από τον καταυλισμό.

Οι άνδρες έπρεπε να σέρνουν δύο έλκηθρα με τρόφιμα, καύσιμα και εφόδια για να φτάσουν στην αποικία αναπαραγωγής των πιγκουίνων στο Ακρωτήριο Κρόζιερ, σε απόσταση 112 χιλιομέτρων, αλλά χάθηκαν. Τελικά, οι τρεις άνδρες βρήκαν την αποικία και επέστρεψαν πέντε εβδομάδες αργότερα με τρία αβγά. Σύμφωνα με τον Σκοτ, «ήταν ένα από τα πιο ευγενή περιστατικά στην ιστορία των Πόλων». Άλλοι όμως θεωρούν ότι –παρά τις ευγενείς προθέσεις– θα ήταν καλύτερα αν αυτό το χρονικό διάστημα αναλωνόταν για την πιο επισταμένη προετοιμασία του ταξιδιού στο Νότιο Πόλο. Τελικά, η αποστολή έφερε πίσω περισσότερα από 40.000 διαφορετικά είδη και η έρευνά της συγκεντρώθηκε σε 15 τόμους βιβλιοδετημένων εκθέσεων, μια απόδειξη ότι η αποστολή του Σκοτ δεν απέβλεπε μόνο στην πρωτιά για την κατάκτηση του Νότιου Πόλου.

Μέσα στην προστασία της καλύβας του, ο Σκοτ επανεξέταζε τα σχέδιά του όλο το χειμώνα και ανακοίνωσε το σχέδιό του ενώ ο υποπλοίαρχος Έβανς, ο δεύτερος στην ιεραρχία, έλειπε για να ελέγξει τις αποθήκες. Στο βιβλίο της South Pole, η Κάθριν Τσάρλεϊ εικάζει ότι το έκανε επειδή φοβόταν ότι ο Έβανς προέβαλε αντιρρήσεις, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις που να το στηρίζουν. Το σχέδιο του Άγγλου ήταν να αναχωρήσει στις 3 Νοεμβρίου και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το ταξίδι θα διαρκούσε 144 μέρες μαζί με την επιστροφή.

Θα χρησιμοποιούσε τέσσερις τύπους μεταφορικών μέσων –τράβηγμα από ανθρώπους, από πόνι, από σκυλιά και από μηχανοκίνητα έλκηθρα– αν και ο Σκοτ ήθελε να βασιστεί κυρίως στα πόνι και στους ανθρώπους. Μια ομάδα θα ταξίδευε διασχίζοντας τον Παγετώνα Μπίρντμορ και στη συνέχεια οι τρεις άνδρες θα συνέχιζαν το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού προς το Νότιο Πόλο μαζί με τον Σκοτ. Κάποιοι είχαν την αίσθηση ότι τα σχέδια ήταν πολύ αισιόδοξα και ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για τυχόν απρόοπτα.

Πράγματι, ο επιστήμονας Τζορτζ Σίμπσον έγραψε στο ημερολόγιό του: «Υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια και μερικά ατυχήματα και μια παρατεταμένη κακοκαιρία δεν θα σήμαινε μόνο αποτυχία αλλά πολύ πιθανόν την καταστροφή». Όποιες όμως κι αν ήταν οι ανομολόγητες σκέψεις των ανδρών, το σχέδιο αποφασίστηκε και η κούρσα μπορούσε πλέον να αρχίσει. Η ομάδα χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες που ξεκίνησαν σε ακανόνιστες περιόδους του ανταρκτικού θέρους – τώρα ο ήλιος βρισκόταν πάνω από τον ορίζοντα. Ο Έβανς ήταν επικεφαλής της μιας ομάδας με τα δύο μηχανοκίνητα έλκηθρα και ο Σκοτ ταράχτηκε όταν η ομάδα του τα βρήκε εγκαταλειμμένα πάνω στον πάγο να καλύπτονται από νιφάδες.

Φριχτές οι συνθήκες
Στο σημείωμα που είχε αφήσει ο Έβανς εξηγούσε ότι τα έλκηθρα είχαν χαλάσει και επειδή δεν μπορούσε να τα επισκευάσει, η ομάδα του είχε συνεχίσει σέρνοντας τα εφόδια με τα χέρια. Για να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο η κατάσταση, αποδείχτηκε ότι τα πόνι ήταν ακατάλληλα για τέτοιες συνθήκες. Η αποστολή του Αμούνδσεν δεν αντιμετώπισε τέτοιες δυσκολίες. Είχαν ξεκινήσει με μια μικρότερη, πενταμελή ομάδα και όλοι τους ήταν έμπειροι χιονοδρόμοι και οδηγοί σκύλων. Αντίθετα από τον Σκοτ, ο Αμούνδσεν είχε πάρει μαζί του πολλές προμήθειες, πράγμα που σήμαινε ότι είχε ένα καλό περιθώριο ασφαλείας. Συχνά και οι δύο ομάδες αντιμετώπισαν φρικτές συνθήκες – δεν ήταν τυχαίο που καμία άλλη ομάδα εξερευνητών δεν είχε φτάσει ποτέ πριν στο Νότιο Πόλο. Κάποιες φορές η ορατότητα ήταν τόσο κακή που δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα μπροστά τους. Ο ήλιος δεν έδυε ποτέ και η χιονόπτωση ήταν έντονη. Η μέση θερμοκρασία ήταν 21 βαθμοί και ο άνεμος λυσσομανούσε γύρω τους. Όταν η ομάδα του απείχε μόλις 240 χιλιόμετρα από τον αντικειμενικό της στόχο, ο Σκοτ άλλαξε γνώμη για την ομάδα. Αποφάσισε ότι θα έπαιρνε τέσσερις αντί για τρεις άνδρες και ο τέταρτος θα ήταν ο υποπλοίαρχος Μπάουερς.

Η απόφαση αυτή έχει χρησιμοποιηθεί σαν κατηγορία σε βάρος του Σκοτ. Τώρα η ομάδα είχε τέσσερις άνδρες και καθώς τα τρόφιμα είχαν υπολογιστεί μόνο για τρεις, το περιθώριο λάθους ήταν ακόμα μικρότερο. Η ομάδα είχε αποκτήσει άλλον ένα έμπειρο πλοηγό, αλλά ποιο ήταν το κόστος για τα αποθέματα των τροφίμων της; Με αυτή την απόφαση, ο Σκοτ και οι τέσσερις άνδρες του ξεκίνησαν βαδίζοντας με δυσκολία κόντρα στον παγωμένο άνεμο, ενώ οι υπόλοιποι ακολούθησαν την άλλη κατεύθυνση για να επιστρέψουν στον κύριο καταυλισμό της ομάδας και στην ασφάλεια, αν όχι στην αθανασία. Στις 9 Ιανουαρίου, μια εβδομάδα αφότου χώρισαν, η ομάδα του Σκοτ πλησίασε και κατόπιν κατέρριψε το ρεκόρ προσέγγισης του Σάκλετον προς τον Πόλο.

Ο Σκοτ είχε νικήσει έναν από τους μεγάλους αντιπάλους του αλλά υπήρχε ένας άλλος, πολύ πιο επικίνδυνος, ο οποίος προχωρούσε με σταθερό ρυθμό προς το στόχο. Ο Σκοτ αγνοούσε ότι Αμούνδσεν είχε καταρρίψει το ρεκόρ του Σάκλετον ακριβώς ένα μήνα πριν από αυτόν. Οι άνδρες του υπέφεραν από τις καιρικές συνθήκες, τα σκυλιά είχαν αρχίσει να πεινούν και να γίνονται επικίνδυνα –τη νύχτα έπρεπε να έχουν το νου τους για να μην τους επιτεθούν τα ζώα–, ωστόσο πλησίαζαν. Καθώς προχωρούσαν προς το στόχο τους επικρατούσε μεγάλη ένταση – θα έβλεπαν, άραγε, την ομάδα του Σκοτ να επιστρέφει θριαμβεύτρια; Όμως όχι. Στις 15 Δεκεμβρίου 1911, αφού συμβουλεύτηκαν επισταμένα τις πυξίδες τους, ο Αμούνδσεν και οι άνδρες του αντάλλαξαν σιωπηλά χειραψία και στη συνέχεια στερέωσαν τη νορβηγική σημαία βαθιά μέσα στο έδαφος. Η ομάδα δεν ήθελε να αμφισβητήσει κανείς το επίτευγμά της.

Ξεκίνησαν για ένα μέρος που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Αμούνδσεν ήταν ο αληθινός Πόλος (μεταγενέστερη έρευνα θα έδειχνε ότι είχαν βρεθεί μόλις 200 μέτρα μακρύτερα) –ένα τεράστιο κατόρθωμα πλοήγησης– και έστησαν μια σκηνή αφήνοντας μέσα ό,τι δεν τους ήταν απαραίτητο. Ο Αμούνδσεν έστησε άλλη μια σημαία έξω από τον καταυλισμό τους στο δρόμο από όπου αργότερα θα περνούσαν οι Βρετανοί, και έγραψε δύο επιστολές. Στο ημερολόγιό του έγραψε: «Αντίο, Πόλε. Δεν νομίζω ότι θα ξαναϊδωθούμε».

Η καλύβα του Σκοτ Η καλύβα ήταν καλοφτιαγμένη και χωρούσε 27 άτομα. Ο χώρος ήταν χωρισμένος σε δύο τμήματα από ένα τοίχο. Ένα για τους αξιωματικούς και τους τζέντλεμαν και ένα για τους άνδρες. Το καμάρι της καλύβας ήταν ο πλήρως εξοπλισμένος σκοτεινός θάλαμος. Το εσωτερικό φωτιζόταν από γκάζι και υπήρχε σόμπα και σκεύη μαγειρικής. Οι τουαλέτες βρίσκονταν μπροστά από την καλύβα, άλλη για τους αξιωματικούς και άλλη τους άνδρες. Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες περιλάμβαναν ποδόσφαιρο υπό το φως του φεγγαριού, διαλέξεις για θέματα όπως ο «χειρισμός των αλόγων», η θανάτωση και η εκδορά των πόνι και τα επιτεύγματα της επιστήμης.

Ουδέποτε μια σημαία είχε προκαλέσει τόσο θλιβερό αντίκτυπο σε μια ομάδα εξαντλημένων ανδρών. Η σημαία που είχε τοποθετήσει ο Αμούνδσεν ήταν σαν μαχαιριά στο πλευρό τους, καθώς στάθηκαν ακίνητοι ανάμεσα στα χνάρια των ζώων που υπήρχαν ακόμα διάσπαρτα πάνω στο χιόνι. Οι άνδρες ήταν απαρηγόρητοι, αλλά ο Σκοτ επέμενε ότι έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι και να βάλουν μια βρετανική σημαία. Έφτασαν στη σκηνή του Αμούνδσεν και βρήκαν μια επιστολή που απευθυνόταν στον Σκοτ και έγραφε: «Καθώς πιθανώς θα είστε ο πρώτος που θα φτάσετε στην περιοχή μετά από εμάς, θα σας παρακαλούσα να διαβιβάσετε αυτή την επιστολή στο βασιλιά Χάακον Ζ΄. Αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσετε κάποια από τα αντικείμενα που υπάρχουν στη σκηνή, μη διστάσετε να το κάνετε. Με ειλικρινείς χαιρετισμούς. Σας εύχομαι ασφαλή επιστροφή».



Αφού πήραν μερικά από τα ζεστά ρούχα των Νορβηγών και ύψωσαν τη βρετανική σημαία, άρχισαν να μελετούν το ταξίδι της επιστροφής. Έπρεπε να καλύψουν 1.290 χιλιόμετρα, σέρνοντας μόνοι τους τα έλκηθρα. Χρησιμοποίησαν έναν πάσσαλο από τη σημαία του Αμούνδσεν για να προσαρμόσουν ένα πανί στα έλκηθρά τους και αναχώρησαν, ελπίζοντας απεγνωσμένα ότι ένας ισχυρός άνεμος θα τους έδινε ώθηση. Όμως, καθώς η μια εβδομάδα διαδεχόταν την άλλη, οι άνδρες υπέφεραν από κρυοπαγήματα και ήταν βέβαιο ότι σιγά σιγά θα λιμοκτονούσαν. Η αποστολή τους να φτάσουν στο Νότιο Πόλο είχε αποτύχει αλλά ο Σκοτ, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τις επιστημονικές προσπάθειες του ταξιδιού.

Συμφώνησε ότι ο Ουίλσον θα περνούσε ένα απόγευμα συγκεντρώνοντας δείγματα που θα έπαιρναν μαζί τους για επιστημονική μελέτη. Αυτό δεν απαίτησε μόνο χρόνο και ενέργεια, αλλά ήταν και ένα επιπλέον βάρος που η ομάδα έπρεπε να μεταφέρει. Την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 1912 η ομάδα είχε καλύψει 640 χιλιόμετρα, περίπου τη μισή απόσταση, και τα μέλη της παρουσίαζαν σοβαρές ενδείξεις τραυματισμών και κόπωσης, με σοβαρότερη την κατάσταση του Έβανς.

Τα δάχτυλά του υπέφεραν από τα κρυοπαγήματα και τελικά κατέρρευσε νιώθοντας ναυτία και ιλίγγους. Κατάφερε να σηκωθεί, αλλά όταν η ομάδα ξεκίνησε, εκείνος καθυστερούσε και έπρεπε να τον περιμένουν. Σε μια περίπτωση που ο Σκοτ γύρισε για να τον μαζέψει, τον βρήκε να σέρνεται πάνω στο χιόνι. Πέθανε λίγο αργότερα και ήταν ο πρώτος από την ομάδα που δεν θα κατάφερνε να φτάσει στον καταυλισμό. Δεν υπήρχε χρόνος για να τον θρηνήσουν. Αν ήθελαν να επιβιώσουν έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία τους, ζώντας από το ένα παράπηγμα τροφοδοσίας στο άλλο. Στο σημείο εκείνο διένυαν Αυτοί ήταν οι άνδρες του Σκοτ κατά μέσο όρο 11 χιλιόμετρα την ημέρα βαδίζοντας για εννέα ώρες. Ο Όουτς υπέφερε από κρυοπαγήματα στα πόδια, που του προκαλούσαν γάγγραινα. Άνοιξε μια τρύπα στον υπνόσακό του και κοιμήθηκε με τα πόδια έξω. Δεν μπορούσε να αντέξει τον πόνο των ποδιών που πάγωναν και ξεπάγωναν. Καταλάβαινε ότι καθυστερούσε τους συντρόφους του και έτσι μια νύχτα, αφού πλησίασε στην είσοδο της σκηνής, γύρισε και είπε: «Βγαίνω έξω και μπορεί ν’ αργήσω».

Το τέλος
Τον παρακολούθησαν να βγαίνει κουτσαίνοντας στο χιόνι και κατάλαβαν ότι δεν θα τον ξανάβλεπαν. Όμως και ο ίδιος ο Σκοτ μόλις και μετά βίας μπορούσε πλέον να περπατήσει και ενώ ο Ουίλσον και ο Μπάουερς πίστευαν ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν μέχρι το επόμενο παράπηγμα, οι τρεις άνδρες έμειναν στη σκηνή ενώ γύρω τους λυσσομανούσε ο άνεμος. Αν ο ανταγωνιστής τους δεν είχε πιστέψει τα ψέματα των ανδρών που ισχυρίζονταν ότι είχαν φτάσει στο Βόρειο Πόλο και άλλαζε το στόχο του, εικάζεται ότι ο Σκοτ και οι άνδρες του μπορεί να είχαν επιβιώσει – απείχαν μόλις 18 χιλιόμετρα από το επόμενο παράπηγμα τροφοδοσίας.



Μήπως η διαπίστωση ότι είχαν φτάσει πρώτοι στο Νότιο Πόλο θα τους εμψύχωνε και θα τους έδινε τη δύναμη να συνεχίσουν; Ωστόσο, οι τρεις άνδρες είχαν καταλάβει ότι θα πέθαιναν μέσα στη σκηνή τους και έτσι φρόντισαν να γράψουν σημειώματα. Ο Ουίλσον και ο Μπάουερς προς τις οικογένειές τους και ο Σκοτ προς τον Τύπο, την οικογένειά του και τους χορηγούς του. Έγραψε επίσης και μια τελευταία καταχώριση στο ημερολόγιό του. Όταν ο ήλιος ξαναφάνηκε για το επόμενο αρκτικό θέρος, μια ομάδα έρευνας εντόπισε τον πάσσαλο της σκηνής του Σκοτ να εξέχει μέσα από το χιόνι. Βρήκαν τον Σκοτ και τους άνδρες του, τις επιστολές, τα ημερολόγια και τις φωτογραφίες τους. Η σκηνή ήταν σχεδόν ολόκληρη σκεπασμένη από το χιόνι. Άλλη μια χιονοθύελλα θα την είχε σκεπάσει τελείως πριν φτάσει η ομάδα και τότε η τύχη των ανδρών και οι τελευταίες λέξεις και σκέψεις τους θα είχαν χαθεί για πάντα.

Αφού έψαλαν το Εμπρός Στρατιώτες του Χριστού, τον αγαπημένο ύμνο του Σκοτ, κατασκεύασαν ένα σταυρό, τον τοποθέτησαν πάνω στη σκηνή και έπειτα αποχώρησαν, αφήνοντάς την έρμαιο στις καιρικές συνθήκες. Η βρετανική αποστολή είχε αποτύχει εξαιτίας ενός συνδυασμού κακού σχεδιασμού, άστοχων προτεραιοτήτων και καθαρής κακοτυχίας. Όπως όμως αποδείχθηκε, το θάρρος και η αυτοθυσία που έδειξαν μέχρι τέλους εκείνοι οι άνδρες έγιναν πηγή έμπνευσης. Ένας σταυρός υψώνεται μέχρι σήμερα κοντά στην ακτή του Ακρωτηρίου Έβανς προς ανάμνηση αυτών των ανδρών. Οι τελευταίες λέξεις είναι: «Να αγωνίζεσαι, να αναζητάς, να ανακαλύπτεις και να μην υποκύπτεις». Όποια κι αν ήταν τα λάθη του, ο αριστοκράτης εξερευνητής ενσωμάτωνε όλα εκείνα τα έξοχα ιδεώδη.

Του Andy Brown

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History (Δεκέμβριος 2018)


Σχόλια