Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στον Ειρηνικό Ωκεανό

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στον Ειρηνικό Ωκεανό Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης Η πρόσληψη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έχουμε στην Ευρώπη, είναι αυτή που περικλείεται στις σφοδρές συγκρούσεις οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως στα ευρωπαϊκά γεωγραφικά σύνορα και επεκτάθηκαν στη Ρωσία και τη Βόρεια Αφρική. Ωστόσο, ο Πόλεμος αυτός εξελισσόταν ταυτόχρονα και στον αχανή Ειρηνικό Ωκεανό. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Ιαπωνία είχε ξεκινήσει επεκτατικές κινήσεις, βασισμένη στην εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Σταθμός στη σύγχρονη ιστορία της υπήρξε η νίκη της εναντίον της αυτοκρατορικής Ρωσίας το 1905. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1910, κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Ένα μέχρι τότε ασήμαντο νησιωτικό κράτος βγαίνει από την αφάνεια στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η Ιαπωνία πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται ως μια σοβαρή στρατιωτική δύναμη. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, η Ιαπωνία συνάπτει συμμαχία με τους Βρετανούς εναντίον των βάσεων των Γερμανών στην Κίνα. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα οι Γερμανοί άρχισαν να εμπλέκονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας. Οι Γερμανοί είχαν ήδη επεκτείνει την επιρροή τους σε όλη την περιοχή του Σαν-τούνγκ και έχτισαν την πόλη και το λιμάνι του Τσινγκτάο. Το λιμάνι έγινε η βάση της Γερμανικής Επιλαρχίας Ανατολικής Ασίας του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού που συμμετείχε σε γερμανικές επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί θεώρησαν την παρουσία των Γερμανών ως απειλή για τα συμφέροντά τους, πράγμα που οδήγησε στην αγγλο-ιαπωνική συμμαχία, που επισημοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1902. Μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε τη βοήθεια της Ιαπωνίας, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Σύμφωνα με τους όρους της αγγλο-ιαπωνικής συμμαχίας, η Ιαπωνία παρατάχθηκε στο πλευρό του Ηνωμένου Βασιλείου και στις 15 Αυγούστου οι Ιάπωνες απέστειλαν τελεσίγραφο στη Γερμανία, ζητώντας από τους Γερμανούς να αποσύρουν τα πολεμικά τους πλοία από τα ιαπωνικά και κινεζικά ύδατα και να τους παραδώσουν το Τσινγκτάο. Όταν το τελεσίγραφο έληξε στις 23 Αυγούστου, η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι «μικροί» νικητές, μεταξύ των οποίων η Ιαπωνία και η Ιταλία (χώρες που στον επόμενο πόλεμο θα συντάσσονταν εναντίον των συμμάχων), βρέθηκαν στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν, γιατί και οι δύο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους «ζωτικό χώρο» στη Μεσόγειο και τον Ειρηνικό αντίστοιχα, περιοχές που όμως ήλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί. Στην Ιαπωνία όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η σημαντική συμβολή της στον πόλεμο, αλλά στη Σύνοδο του Παρισιού το 1919, ενώ η Ιαπωνία είναι μία από τις πέντε βασικές χώρες που καλούνται να συμμετάσχουν, δεν υπογράφεται ούτε καν η Οδηγία Φυλετικής Ισότητας, ώστε οι πολίτες της να μπορούν να μεταναστεύουν στις δυτικές χώρες, κυρίως στην Αμερική και την Αυστραλία, με σχετική ευκολία. Η απόρριψη αυτού του ελάχιστου αιτήματος αλλά και η έκδοση από τις ΗΠΑ απαγόρευσης εισόδου σε μη λευκούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι Ιάπωνες πολίτες, οι οποίοι μάλιστα χαρακτηρίζονταν απαξιωτικά ως «κίτρινη απειλή», υπήρξε η αιτία της σταδιακής ανάπτυξης του εθνικιστικού φρονήματος των Ιαπώνων, το οποίο θα κορυφωθεί θεαματικά στα τέλη της δεκαετίας του 1920 με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Εκφραστές του ιαπωνικού εθνικισμού είναι δύο στρατιωτικοί, ο Τότζο και ο Γιακαμότο, οι οποίοι μάλιστα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό και στην Ανατολική Ασία. Αμερικανική «ουδετερότητα» Είναι γεγονός ότι από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι Αμερικανοί είχαν πάψει να ενδιαφέρονται για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη και αλλού, διατηρώντας την πεποίθηση ότι η κυβέρνησή τους έπρεπε να φροντίζει μόνο για τις δικές τους υποθέσεις ακολουθώντας μια πολιτική ουδετερότητας. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι η Αμερική όχι μόνο δεν βγήκε χαμένη από την εμπλοκή της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αντίθετα, όπως αποδεικνύεται από μια ειδική έρευνα που είχε κάνει η αμερικανική Γερουσία το 1930, είχε τεράστια κέρδη. Παρ’ όλα αυτά, στις ΗΠΑ η κοινή γνώμη θεωρούσε ατυχή την αμερικανική εμπλοκή στον Μεγάλο Πόλεμο, πράγμα που υποχρέωσε το Κογκρέσο, επί δεύτερης προεδρίας Φ. Ρούζβελτ, να φθάσει στο σημείο το 1935-1937 να ψηφίσει τον περίφημο «νόμο περί ουδετερότητας», ο οποίος απαγόρευε πλέον την πώληση όπλων και πολεμοφοδίων και τη χορηγία πιστώσεων σε εμπόλεμες χώρες, ανεξάρτητα από το αν προβαίνουν σε επίθεση ή δέχονται επίθεση. «Πρέπει να πάψουμε επιτέλους ν’ ανακατευόμαστε στις ξένες υποθέσεις. Η Αμερική επιθυμεί ειρήνη» έγραφε στο πρωτοσέλιδό της η «Wall Street Journal». Την πολιτική αυτή του «απομονωτισμού» φέρεται να ακολουθούσε και ο πρόεδρος Ρούζβελτ ακόμα και στους προεκλογικούς του λόγους για την τρίτη θητεία του το 1940, δεσμευόμενος μεταξύ άλλων: «Μιλώ σε σας, μητέρες και πατέρες, και θέλω να σας διαβεβαιώσω για ένα μόνο πράγμα. Το έχω ήδη ξαναπεί, θα το ξαναπώ όμως και πάλι, και πάλι, και πάλι. Δεν θα στείλουμε ποτέ τα παιδιά σας για να πολεμήσουν σε ξένους πολέμους». Πίσω από την επίσημη αυτή δήλωση αποκαλύπτεται η εύλογη επιφύλαξη ότι οι ΗΠΑ δεν θα πολεμούσαν όσο δεν δέχονταν κάποια επίθεση. Προφανώς, ο Ρούζβελτ παρακολουθούσε τις παγκόσμιες εξελίξεις, τόσο στον Ειρηνικό όσο και στον Ατλαντικό, πράγμα που δύσκολα θα μπορούσε να τον κάνει συνεπή ως προς την (προσεκτικά διατυπωμένη) προεκλογική του υπόσχεση. Ιαπωνική επιθετικότητα Στο μεταξύ, ήδη από το 1937, η Ιαπωνία έχει εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να μείνουν αδιάφορες σε αυτές τις εξελίξεις, ωστόσο δεν φαίνονται προς το παρόν διατεθειμένες να ξεφύγουν από την «ουδετερότητα». Αυτό δεν τους εμποδίζει όμως να λάβουν κάποια ειρηνικά μέσα αντιμετώπισης της ιαπωνικής επιθετικότητας. Τα μέτρα αυτά προσβλέπουν κυρίως στον εμπορικό αποκλεισμό της Ιαπωνίας. Από τη μεριά τους, οι Ιάπωνες όχι μόνο δεν φαίνονται πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την επιθετικότητά τους, αλλά εκμεταλλεύονται τις συγκυρίες και μεγαλώνουν τη σφαίρα των κατακτήσεών τους, εκδιώκοντας ουσιαστικά τους Γάλλους από την Ινδοκίνα. Η Ιαπωνία μοιάζει ωστόσο να είναι εγκλωβισμένη σε αυτή την πολιτική, καθώς το 90% της βιομηχανικής παραγωγής της εξαρτάται από πόρους εκτός της χώρας. Άρα, χρειάζεται κατακτήσεις που θα την καθιστούν ενεργειακά τουλάχιστον ανεξάρτητη. Γι’ αυτό και οι στρατηγοί των Ιαπώνων θεωρούσαν ότι, αργά ή γρήγορα, οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στον πόλεμο και απλά έμοιαζαν να προετοιμάζονται για μια σύγκρουση μαζί τους. από topontiki




Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης


Η πρόσληψη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έχουμε στην Ευρώπη, είναι αυτή που περικλείεται στις σφοδρές συγκρούσεις οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως στα ευρωπαϊκά γεωγραφικά σύνορα και επεκτάθηκαν στη Ρωσία και τη Βόρεια Αφρική. Ωστόσο, ο Πόλεμος αυτός εξελισσόταν ταυτόχρονα και στον αχανή Ειρηνικό Ωκεανό.


Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Ιαπωνία είχε ξεκινήσει επεκτατικές κινήσεις, βασισμένη στην εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Σταθμός στη σύγχρονη ιστορία της υπήρξε η νίκη της εναντίον της αυτοκρατορικής Ρωσίας το 1905. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1910, κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Ένα μέχρι τότε ασήμαντο νησιωτικό κράτος βγαίνει από την αφάνεια στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η Ιαπωνία πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται ως μια σοβαρή στρατιωτική δύναμη. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, η Ιαπωνία συνάπτει συμμαχία με τους Βρετανούς εναντίον των βάσεων των Γερμανών στην Κίνα. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα οι Γερμανοί άρχισαν να εμπλέκονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας. Οι Γερμανοί είχαν ήδη επεκτείνει την επιρροή τους σε όλη την περιοχή του Σαν-τούνγκ και έχτισαν την πόλη και το λιμάνι του Τσινγκτάο. Το λιμάνι έγινε η βάση της Γερμανικής Επιλαρχίας Ανατολικής Ασίας του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού που συμμετείχε σε γερμανικές επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί θεώρησαν την παρουσία των Γερμανών ως απειλή για τα συμφέροντά τους, πράγμα που οδήγησε στην αγγλο-ιαπωνική συμμαχία, που επισημοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1902.





Μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε τη βοήθεια της Ιαπωνίας, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Σύμφωνα με τους όρους της αγγλο-ιαπωνικής συμμαχίας, η Ιαπωνία παρατάχθηκε στο πλευρό του Ηνωμένου Βασιλείου και στις 15 Αυγούστου οι Ιάπωνες απέστειλαν τελεσίγραφο στη Γερμανία, ζητώντας από τους Γερμανούς να αποσύρουν τα πολεμικά τους πλοία από τα ιαπωνικά και κινεζικά ύδατα και να τους παραδώσουν το Τσινγκτάο. Όταν το τελεσίγραφο έληξε στις 23 Αυγούστου, η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία.





Με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι «μικροί» νικητές, μεταξύ των οποίων η Ιαπωνία και η Ιταλία (χώρες που στον επόμενο πόλεμο θα συντάσσονταν εναντίον των συμμάχων), βρέθηκαν στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν, γιατί και οι δύο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους «ζωτικό χώρο» στη Μεσόγειο και τον Ειρηνικό αντίστοιχα, περιοχές που όμως ήλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί. Στην Ιαπωνία όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η σημαντική συμβολή της στον πόλεμο, αλλά στη Σύνοδο του Παρισιού το 1919, ενώ η Ιαπωνία είναι μία από τις πέντε βασικές χώρες που καλούνται να συμμετάσχουν, δεν υπογράφεται ούτε καν η Οδηγία Φυλετικής Ισότητας, ώστε οι πολίτες της να μπορούν να μεταναστεύουν στις δυτικές χώρες, κυρίως στην Αμερική και την Αυστραλία, με σχετική ευκολία. Η απόρριψη αυτού του ελάχιστου αιτήματος αλλά και η έκδοση από τις ΗΠΑ απαγόρευσης εισόδου σε μη λευκούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι Ιάπωνες πολίτες, οι οποίοι μάλιστα χαρακτηρίζονταν απαξιωτικά ως «κίτρινη απειλή», υπήρξε η αιτία της σταδιακής ανάπτυξης του εθνικιστικού φρονήματος των Ιαπώνων, το οποίο θα κορυφωθεί θεαματικά στα τέλη της δεκαετίας του 1920 με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Εκφραστές του ιαπωνικού εθνικισμού είναι δύο στρατιωτικοί, ο Τότζο και ο Γιακαμότο, οι οποίοι μάλιστα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό και στην Ανατολική Ασία.


Αμερικανική «ουδετερότητα»

Είναι γεγονός ότι από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι Αμερικανοί είχαν πάψει να ενδιαφέρονται για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη και αλλού, διατηρώντας την πεποίθηση ότι η κυβέρνησή τους έπρεπε να φροντίζει μόνο για τις δικές τους υποθέσεις ακολουθώντας μια πολιτική ουδετερότητας. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι η Αμερική όχι μόνο δεν βγήκε χαμένη από την εμπλοκή της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αντίθετα, όπως αποδεικνύεται από μια ειδική έρευνα που είχε κάνει η αμερικανική Γερουσία το 1930, είχε τεράστια κέρδη.





Παρ’ όλα αυτά, στις ΗΠΑ η κοινή γνώμη θεωρούσε ατυχή την αμερικανική εμπλοκή στον Μεγάλο Πόλεμο, πράγμα που υποχρέωσε το Κογκρέσο, επί δεύτερης προεδρίας Φ. Ρούζβελτ, να φθάσει στο σημείο το 1935-1937 να ψηφίσει τον περίφημο «νόμο περί ουδετερότητας», ο οποίος απαγόρευε πλέον την πώληση όπλων και πολεμοφοδίων και τη χορηγία πιστώσεων σε εμπόλεμες χώρες, ανεξάρτητα από το αν προβαίνουν σε επίθεση ή δέχονται επίθεση. «Πρέπει να πάψουμε επιτέλους ν’ ανακατευόμαστε στις ξένες υποθέσεις. Η Αμερική επιθυμεί ειρήνη» έγραφε στο πρωτοσέλιδό της η «Wall Street Journal». Την πολιτική αυτή του «απομονωτισμού» φέρεται να ακολουθούσε και ο πρόεδρος Ρούζβελτ ακόμα και στους προεκλογικούς του λόγους για την τρίτη θητεία του το 1940, δεσμευόμενος μεταξύ άλλων: «Μιλώ σε σας, μητέρες και πατέρες, και θέλω να σας διαβεβαιώσω για ένα μόνο πράγμα. Το έχω ήδη ξαναπεί, θα το ξαναπώ όμως και πάλι, και πάλι, και πάλι. Δεν θα στείλουμε ποτέ τα παιδιά σας για να πολεμήσουν σε ξένους πολέμους». Πίσω από την επίσημη αυτή δήλωση αποκαλύπτεται η εύλογη επιφύλαξη ότι οι ΗΠΑ δεν θα πολεμούσαν όσο δεν δέχονταν κάποια επίθεση. Προφανώς, ο Ρούζβελτ παρακολουθούσε τις παγκόσμιες εξελίξεις, τόσο στον Ειρηνικό όσο και στον Ατλαντικό, πράγμα που δύσκολα θα μπορούσε να τον κάνει συνεπή ως προς την (προσεκτικά διατυπωμένη) προεκλογική του υπόσχεση.


Ιαπωνική επιθετικότητα

Στο μεταξύ, ήδη από το 1937, η Ιαπωνία έχει εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να μείνουν αδιάφορες σε αυτές τις εξελίξεις, ωστόσο δεν φαίνονται προς το παρόν διατεθειμένες να ξεφύγουν από την «ουδετερότητα». Αυτό δεν τους εμποδίζει όμως να λάβουν κάποια ειρηνικά μέσα αντιμετώπισης της ιαπωνικής επιθετικότητας. Τα μέτρα αυτά προσβλέπουν κυρίως στον εμπορικό αποκλεισμό της Ιαπωνίας. Από τη μεριά τους, οι Ιάπωνες όχι μόνο δεν φαίνονται πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την επιθετικότητά τους, αλλά εκμεταλλεύονται τις συγκυρίες και μεγαλώνουν τη σφαίρα των κατακτήσεών τους, εκδιώκοντας ουσιαστικά τους Γάλλους από την Ινδοκίνα. Η Ιαπωνία μοιάζει ωστόσο να είναι εγκλωβισμένη σε αυτή την πολιτική, καθώς το 90% της βιομηχανικής παραγωγής της εξαρτάται από πόρους εκτός της χώρας. Άρα, χρειάζεται κατακτήσεις που θα την καθιστούν ενεργειακά τουλάχιστον ανεξάρτητη. Γι’ αυτό και οι στρατηγοί των Ιαπώνων θεωρούσαν ότι, αργά ή γρήγορα, οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στον πόλεμο και απλά έμοιαζαν να προετοιμάζονται για μια σύγκρουση μαζί τους.

από topontiki
Σχόλια