Απολλώνιος ο Τυανεύς, ένα αίνιγμα του αρχαίου κόσμου;
Απολλώνιος ο Τυανεύς, ένα αίνιγμα του αρχαίου κόσμου;
Φιλόσοφος, θεόσοφος, θαυματουργός, θεουργός, ο τυπικότατος εκπρόσωπος του θρησκευτικού και φιλοσοφικού συγκριτισμού.
Η νεότητά του συμπίπτει περίπου στην αρχή του 1ου μ.Χ. αιώνα (κατ’ ακριβέστερο καθορισμό τον Απρίλιο του 17 μ.Χ. είχε ηλικία μεταξύ του 16ου και του 20ού έτους), ήταν γιος ομώνυμου εξελληνισμένου Καππαδόκη, πάμπλουτου και καταγόμενου από παλαιά οικογένεια των Τυάνων, εκπαιδεύτηκε δε κυρίως στην Ταρσό της Κιλικίας,αλλά και στις Αιγές, την πόλη που γειτνίαζε με την Ταρσό.
Μετά το πέρας της θεωρητικής του εκπαιδεύσεως υπέβαλε τον εαυτό του σε αυστηρή άσκηση (σε πενταετή σιωπή), διέμενε δε κατά το διάστημα αυτό άλλοτε στην Παμφυλία κι άλλοτε στην Κιλικία. Πασίγνωστος πλέον για την ευσέβεια,την σοφία και την θαυματουργό δύναμη, άρχισε τον πλάνητα βίο του.
Οι βιογράφοι του, και μάλιστα ο Φιλόστρατος, διατείνονται ότι μετέβη όχι μόνο στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της δυτικής Ασίας, αλλά και στην Μεσοποταμία και στην Ινδία. Στο σημείο αυτό η βιογραφία του Φιλοστράτου καθίσταται εξ ολοκλήρου πολυμαθής μυθιστορία,αυτού δε του τύπου οι μυθιστορίες ήταν κατ’ εξοχήν αρεστές στους χρόνους του Σεπτιμίου Σεβήρου.
Αφού επανήλθε ο Απολλώνιος από τις περιηγήσεις του στην απωτάτη Ανατολή (οι οποίες θα άρχισαν γύρω στο 45 μ.Χ.), διέτριψε κατά τα τελευταία πιθανώς έτη της εξουσίας του Κλαυδίου και τα πρώτα του Νέρωνος) με ιδιαίτερη προτίμηση στις ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου εξέπληττε η άκρα αγνότητά του, όπως επίσης εξέπληττε, ιδίως στην Ιωνία, ο ζήλος του κατά της χρήσεως από τους Έλληνες ρωμαϊκών ονομάτων.
Ώριμος πλέον,αποφάσισε να επισκεφθεί και τα δυτικά μέρη του Ρωμαϊκού κράτους, και στην αρχή την χώρα των πόθων του,την Ελλάδα. Από την Έφεσο και διά της Περγάμου έφτασε στο αρχαίον Ίλιον και τις αρχαιότητές του και από κει μετέβη διά της Λέσβου και της Εύβοιας στον Πειραιά το φθινόπωρο του 60 μ.Χ.,καθ’ oν χρόνον εωρτάζονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Εάν πιστέψουμε τον Φιλόστρατο,οι Αθηναίοι έδωσαν στον Απολλώνιο μεγάλη ευκαιρία να φανεί σε όλο το μεγαλείο του.
Ως τις δεύτερος Επιμενίδης λέγεται ότι δίδαξε Άπερί της εκάστη θεότητι αρεσκούσης θυσίας και του καταλληλότατου τρόπου αυτής. Από κάποιον Κερκυραίο θηλυπρεπή νεανία που σπούδαζε εις τας Αθήνας και ανήγαγε το γένος του στον βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοο «απήλασε τον δαίμονα» και τον κατέστησε σοβαρό φιλόσοφο. Κατέβαλε δε κάθε προσπάθεια,για να αποτρέψει τους Αθηναίους από την εκφαύλιση της εορτής των Διονυσίων (με γυναικεία πομπή,ασελγείς χορούς και άλλες ακολασίες), κατόρθωσε μάλιστα,έστω προσωρινώς,να σταματήσει τους επονείδιστους αγώνες των μονομάχων, οι οποίοι είχαν εισχωρήσει, δυστυχώς, και στην ζωή της πόλεως.
Την άνοιξη του 61 μ.Χ. επισκέφτηκε, κατά τα λεγόμενα, τους εν Θερμοπύλαις Αμφικτίονες,έπειτα δε τα περίφημα ιερά, τους ναούς του Απόλλωνος στις ¶βες και τους Δελφούς, το μαντείο της Δωδώνης, το μαντείο του Τροφωνίου, το ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό, τέλος το ιερό των Μουσών στον Ελικώνα, έως ότου τον Ιούλιο του 61 μ.Χ. κατά πρόσκλησιν των Ηλείων μετέσχε της εορτής των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην Ολυμπία συνήψε στενότερες σχέσεις με τους Σπαρτιάτες, επισκέφτηκε και την Σπάρτη, όπου διέμεινε μέχρι την άνοιξη του 62 μ.Χ.,λέγεται δε ότι οι σοβαρές συμβουλές του περιέστειλαν στην Σπάρτη την αισθητή ήδη κατάπτωση των ηθών και της αγωγής των νέων.
Ο Απολλώνιος εξακολουθεί τον πλάνητα βίο του. Μεταβαίνει στην Κρήτη. Το 66 μ.Χ.μεταβαίνει στην Ρώμη,κατόπιν στην Ισπανία(66-67 μ.Χ.), τέλος επανέρχεται τον Σεπτέμβριο του 68 στην Ελλάδα, τον ίδιο μήνα μυείται στα Ελευσίνια Μυστήρια,κατόπιν (68-69) επισκέπτεται πάλι τα ιερά της Ελλάδος, την άνοιξη του 69 περιοδεύει στην Χίο, την Ρόδο, την Αίγυπτο και τις άνω του Νείλου περιοχές. Στην Αίγυπτο γνωρίζεται με ον αυτοκράτορα Βεσπασιανό, από τον οποίο τιμάται εξαιρέτως.
Μόλις, όμως, αργότερα έμαθε ότι ο Βεσπασιανός αφαίρεσε από την Αχαΐα την αυτονομία, την οποία ο Νέρων είχε δώσει σ αυτήν, κατερρίφθη από μεγάλη οργή και απέρριψε επανειλημμένως και οριστικώς την πρόσκληση του αυτοκράτορος, που επιθυμούσε να τον έχει κοντά του, έγραψε δε πολλές πικρότατες επιστολές προς τον Βεσπασιανό, στις οποίες τον παρέβαλε (έλεγε δε χαρακτηριστικά προς τον Βεσπασιανό, για τον ίδιο ότι:«τους Έλληνας, ους ο Νέρων παίζων ηλευθέρωσεν, αυτός σπουδάζων εδουλώσατο»!) προς τον Ξέρξη και τον συνέκρινε δυσμενώς με τον Νέρωνα. Παρά ταύτα, η αγανάκτηση δεν οδήγησε τον Απολλώνιο σε διακοπή πάσης σχέσεως με τον οίκο των Φλαβίων.
Τουναντίον, όπως δεν παραγνώριζε την χρηστότητα της καταστάσεως επί Βεσπασιανού, έτσι και μετά την επάνοδό του από τη περιπλάνησή του στις περιοχές του άνω Νείλου συνήψε φιλικότατες σχέσεις και προς τον ευγενή υιό του αυτοκράτορος Τίτον, αρχικά με επιστολές, έπειτα δε,το 71 μ.Χ., και με προσωπική γνωριμία στην Κιλικία.
Δεν πρέπει δε να παραλειφθεί ότι το 69 ή 70 στην Αλεξάνδρεια συνεβούλευσε τον Βεσπασιανό να διορίζονται στις ελληνικές επαρχίες διοικητές που να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Περιοδεύει την Φοινίκη, την Συρία, την Κιλικία και διαμένει επί μακρόν,όπως φαίνεται, στην Ιωνία. Στο μεταξύ,το στυγνό,αλλόκοτο και δεσποτικό πνεύμα των τελευταίων ιδίως ετών της ηγεμονίας του Δομιτιανού εμποιεί, τουλάχιστον στους ευγενέστερους Έλληνες, εντύπωση δυσμενεστάτη.
Ο γηραιός πλέον Απολλώνιος καταλαμβάνεται από ισχυρή αντιπάθεια κατά της φαυλότητος του αυτοκράτορος (βρισκόμαστε στο έτος 92 μ.Χ. περίπου στη δυτική Μικρά Ασία). Ο Απολλώνιος ζητεί, μεταξύ άλλων, να εξεγείρει τα πνεύματα και αυτών ακόμα των ανωτάτων στην Ασία Ρωμαίων υπαλλήλων κατά του τυραννικού Δομιτιανού,υπαινισσόμενος λίαν σαφώς τους αιματηρούς τρόπους,με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες απαλλάσσονταν από τους τυράννους τους. Διετύπωνε δε απερίφραστα την γνώμη του και στην Σμύρνη και την Έφεσο,ακόμα και όταν η Έφεσος εώρταζε τον ψευδή γάμο του Δομιτιανού με την ωραία ανεψιά του Ιουλία (ο Απολλώνιος την χαρακτήρισε ΅Άανόσιον αιμομιξία).
Η διαγωγή του δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει επί μακρόν τον αυτοκράτορα, στον οποίο είχε ήδη καταστεί ύποπτος λόγω των σχέσεών του προς τον Νερούα και άλλους Ρωμαίους ευπατρίδες,τους οποίους ο Δομιτιανός υπέβλεπε, γι αυτό και σκόπευε να συλλάβει τον θρασύ «δημηγόρον» και να τον παραπέμψει σε δίκη.
Την άνοιξη του 93 μ.Χ. ο Απολλώνιος είναι αιχμάλωτος στη Ρώμη. Απαγγέλλεται εναντίον του κατηγορία ότι όχι μόνο παρώρμησε τους Ρωμαίους φίλους του σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορος, αλλά και ότι θυσίασε και κάποιο παιδί Αρκάδα,για να μαντεύσει από τα σπλάχνα του την έκβαση της συνωμοσίας.
Μετά από κάποιον χρόνο οδηγείται ενώπιον του αυτοκράτορος, με τον οποίο έρχεται σε μακρά και ζωηρά συζήτηση, κατάληξη της οποίας ήταν η πλήρης ρήξη μεταξύ τους. Ο Απολλώνιος στο μεταξύ φρουρείται αυστηρά,τον μεταχειρίζονται δε σαν αποδεδειγμένο κακοποιό. Μετά από λίγο χάρη σε ενέργειες ισχυρού Ρωμαίου φίλου του επανέρχεται στην προηγούμενη ηπιότερη φυλακή και αμέσως έπειτα οδηγείται σε δίκη, παρόντος και του Δομιτιανού. Είτε δε διότι δεν ήταν σε θέση οι κατήγοροί του να του προσάψουν κάτι βάσιμο είτε διότι ο έξοχος ανήρ είχε επιβάλλει σεβασμό στον δεισιδαίμονα Δομιτιανό, το πράγμα έληξε με την παύση της δίκης από τον αυτοκράτορα και στην ακώλυτη διαφυγή του Απολλωνίου από την Ρώμη.
Ο Απολλώνιος μετέβη αρχικώς στους Ποτιόλους ή στην Δικαιαρχία και από κει διά της Σικελίας στην Αχαΐα, όπου κατά τον Ιούλιο του 93 μ.Χ.παρέστη στους Ολυμπιακούς Αγώνες και χαιρετίστηκε με πάνδημη χαρά από τους Έλληνες ΅Άαπολωλότα ήδη νομίζοντας αυτόν. Αφού δε παρέμεινε στην Ολυμπία 40 ημέρες, μετέβη στο μαντείο του Τροφωνίου, έπειτα δε διέμενε δύο ολόκληρα χρόνια στην Αχαΐα και το 95 μ.Χ. επανήλθε στην αγαπημένη του Ιωνία,όπου διέμενε ιδίως στην Έφεσο και την Σμύρνη.
Βρισκόταν στην Έφεσο,όταν,όχι μετά από πολύ καιρό,τον Σεπτέμβριο του 96 μ.Χ.,αποκαλύφτηκε,όπως λέγεται,ταυτόχρονα με τον φόνο,όραμα ότι ο Δομιτιανός φονεύτηκε στο παλάτι του από πολλούς από εκείνους που τον περιστοίχιζαν και ότι ο φίλος του,ο εξαίρετος και φιλαθήναιος Νερούας,ανήλθε στον θρόνο του Παλατίνου. Με το γεγονός αυτό λήγει και η δράσις του Απολλωνίου.
Επέζησε κατά πάσα πιθανότητα της βραχείας και αγαθής διακυβερνήσεως του Νερούα,απέθανε δε υπέργηρως στην αρχή,φαίνεται,της ηγεμονίας του Τραϊανού, γύρω στο έτος 100 μ.Χ.,όπως παραδίδουν οι αρχαίοι βιογράφοι και ιστορικοί και οι Βυζαντινοί χρονογράφοι και δέχεται ο Μόμμσεν στην έκδοσή του του Χρονικού του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Κασσιοδώρου. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ποικιλότατες φήμες διαδόθηκαν για τον θαυμαστό άνδρα.
Πάντως η μνήμη του Απολλωνίου-του οποίου και μετά από 100 χρόνια ζωηρά τηρούσαν την ανάμνηση αλλού,αλλά ιδίως στην πατρίδα του τα Τύανα εικόνες και ναοί,όπως παραδίδει ο Φιλόστρατος, ο Κάσσιος Δίων και η ΅ΆΑυγουσταία ΙστορίαΆΆ-παρέμεινε στον εθνικό κόσμο των ύστερων χρόνων,μηδέ των αυτοκρατόρων εξαιρουμένων, με μεγάλες και μάλιστα θείες τιμές.
Αλλά τόσο ολοσχερώς στην ψυχή του επικρατούσε και το πνευματικό ρεύμα των χρόνων του, ώστε μαζί με την ιδεώδη αυτή τάση, μαζί με την αρχαϊκή αγάπη προς την ελευθερία, μαζί με την ισχυρή ορμή ενθουσιασμού που πήγαζε από τον μυστικισμό,ενωνόταν και φανατική δεισιδαιμονία και κλίση προς την μαγεία,προφητεία και θαυματουργία.
Οι τελευταίες αυτές απόκρυφες ιδιότητες,γνωστές σε μας από τον Φιλόστρατο και άλλους,που αντλούσαν αυτά τα στοιχεία από πηγές όχι διαυγείς, κατέστησαν τον Απολλώνιο υποκείμενο εξετάσεως από παραψυχολόγους των χρόνων μας,οι οποίοι τον θεώρησαν ισχυρότατο μέντιουμ κλπ. Με την έμμονη και σφοδρή αγάπη του προς την Ελλάδα ο Απολλώνιος ζητούσε εναγωνίως να βλέπει στους Έλληνες των χρόνων του Νέρωνος και των διαδόχων αυτού τον λαό του κλασσικού παρελθόντος. Από την πλασματική επί Νέρωνος «ανόρθωση της ελευθερίας των Ελλήνων» προσδοκούσε την επάνοδο των Ελλήνων στα Δωρικά και Αττικά ήθη.
Ο υπέρ των Ελλήνων κοπτόμενος και κατεξαντλούμενος φιλόσοφος των Τυάνων τιμούσε στο πρόσωπο των συγχρόνων του το ιερό παρελθόν, περί δε αυτών,ωστόσο,πέραν του οίκτου, της στοργής και της ελπίδος, ουδεμία έτρεφε αυταπάτη(έγραφε απογοητευμένος από το Αργος στους σοφούς του Μουσείου της Αλεξανδρείας:
«Εγενόμην εν Αργει και Φωκίδι και Λοκρίδι και εν Σικυώνι και εν Μεγάροις και διαλεγόμενος τοις έμπροσθεν χρόνοις επαυσάμην εκεί. Τι,ουν,ει τις έροιτο,το αίτιον; Εγώ φράσαιμι υμίν και ταις Μούσαις:Εβαρβαρώθην ου χρόνιος ων αφ Ελλάδος, αλλά χρόνιος εν Ελλάδι»).
Φιλόσοφος, θεόσοφος, θαυματουργός, θεουργός, ο τυπικότατος εκπρόσωπος του θρησκευτικού και φιλοσοφικού συγκριτισμού.
Η νεότητά του συμπίπτει περίπου στην αρχή του 1ου μ.Χ. αιώνα (κατ’ ακριβέστερο καθορισμό τον Απρίλιο του 17 μ.Χ. είχε ηλικία μεταξύ του 16ου και του 20ού έτους), ήταν γιος ομώνυμου εξελληνισμένου Καππαδόκη, πάμπλουτου και καταγόμενου από παλαιά οικογένεια των Τυάνων, εκπαιδεύτηκε δε κυρίως στην Ταρσό της Κιλικίας,αλλά και στις Αιγές, την πόλη που γειτνίαζε με την Ταρσό.
Μετά το πέρας της θεωρητικής του εκπαιδεύσεως υπέβαλε τον εαυτό του σε αυστηρή άσκηση (σε πενταετή σιωπή), διέμενε δε κατά το διάστημα αυτό άλλοτε στην Παμφυλία κι άλλοτε στην Κιλικία. Πασίγνωστος πλέον για την ευσέβεια,την σοφία και την θαυματουργό δύναμη, άρχισε τον πλάνητα βίο του.
Οι βιογράφοι του, και μάλιστα ο Φιλόστρατος, διατείνονται ότι μετέβη όχι μόνο στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της δυτικής Ασίας, αλλά και στην Μεσοποταμία και στην Ινδία. Στο σημείο αυτό η βιογραφία του Φιλοστράτου καθίσταται εξ ολοκλήρου πολυμαθής μυθιστορία,αυτού δε του τύπου οι μυθιστορίες ήταν κατ’ εξοχήν αρεστές στους χρόνους του Σεπτιμίου Σεβήρου.
Αφού επανήλθε ο Απολλώνιος από τις περιηγήσεις του στην απωτάτη Ανατολή (οι οποίες θα άρχισαν γύρω στο 45 μ.Χ.), διέτριψε κατά τα τελευταία πιθανώς έτη της εξουσίας του Κλαυδίου και τα πρώτα του Νέρωνος) με ιδιαίτερη προτίμηση στις ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου εξέπληττε η άκρα αγνότητά του, όπως επίσης εξέπληττε, ιδίως στην Ιωνία, ο ζήλος του κατά της χρήσεως από τους Έλληνες ρωμαϊκών ονομάτων.
Ώριμος πλέον,αποφάσισε να επισκεφθεί και τα δυτικά μέρη του Ρωμαϊκού κράτους, και στην αρχή την χώρα των πόθων του,την Ελλάδα. Από την Έφεσο και διά της Περγάμου έφτασε στο αρχαίον Ίλιον και τις αρχαιότητές του και από κει μετέβη διά της Λέσβου και της Εύβοιας στον Πειραιά το φθινόπωρο του 60 μ.Χ.,καθ’ oν χρόνον εωρτάζονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Εάν πιστέψουμε τον Φιλόστρατο,οι Αθηναίοι έδωσαν στον Απολλώνιο μεγάλη ευκαιρία να φανεί σε όλο το μεγαλείο του.
Ως τις δεύτερος Επιμενίδης λέγεται ότι δίδαξε Άπερί της εκάστη θεότητι αρεσκούσης θυσίας και του καταλληλότατου τρόπου αυτής. Από κάποιον Κερκυραίο θηλυπρεπή νεανία που σπούδαζε εις τας Αθήνας και ανήγαγε το γένος του στον βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοο «απήλασε τον δαίμονα» και τον κατέστησε σοβαρό φιλόσοφο. Κατέβαλε δε κάθε προσπάθεια,για να αποτρέψει τους Αθηναίους από την εκφαύλιση της εορτής των Διονυσίων (με γυναικεία πομπή,ασελγείς χορούς και άλλες ακολασίες), κατόρθωσε μάλιστα,έστω προσωρινώς,να σταματήσει τους επονείδιστους αγώνες των μονομάχων, οι οποίοι είχαν εισχωρήσει, δυστυχώς, και στην ζωή της πόλεως.
Την άνοιξη του 61 μ.Χ. επισκέφτηκε, κατά τα λεγόμενα, τους εν Θερμοπύλαις Αμφικτίονες,έπειτα δε τα περίφημα ιερά, τους ναούς του Απόλλωνος στις ¶βες και τους Δελφούς, το μαντείο της Δωδώνης, το μαντείο του Τροφωνίου, το ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό, τέλος το ιερό των Μουσών στον Ελικώνα, έως ότου τον Ιούλιο του 61 μ.Χ. κατά πρόσκλησιν των Ηλείων μετέσχε της εορτής των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην Ολυμπία συνήψε στενότερες σχέσεις με τους Σπαρτιάτες, επισκέφτηκε και την Σπάρτη, όπου διέμεινε μέχρι την άνοιξη του 62 μ.Χ.,λέγεται δε ότι οι σοβαρές συμβουλές του περιέστειλαν στην Σπάρτη την αισθητή ήδη κατάπτωση των ηθών και της αγωγής των νέων.
Ο Απολλώνιος εξακολουθεί τον πλάνητα βίο του. Μεταβαίνει στην Κρήτη. Το 66 μ.Χ.μεταβαίνει στην Ρώμη,κατόπιν στην Ισπανία(66-67 μ.Χ.), τέλος επανέρχεται τον Σεπτέμβριο του 68 στην Ελλάδα, τον ίδιο μήνα μυείται στα Ελευσίνια Μυστήρια,κατόπιν (68-69) επισκέπτεται πάλι τα ιερά της Ελλάδος, την άνοιξη του 69 περιοδεύει στην Χίο, την Ρόδο, την Αίγυπτο και τις άνω του Νείλου περιοχές. Στην Αίγυπτο γνωρίζεται με ον αυτοκράτορα Βεσπασιανό, από τον οποίο τιμάται εξαιρέτως.
Μόλις, όμως, αργότερα έμαθε ότι ο Βεσπασιανός αφαίρεσε από την Αχαΐα την αυτονομία, την οποία ο Νέρων είχε δώσει σ αυτήν, κατερρίφθη από μεγάλη οργή και απέρριψε επανειλημμένως και οριστικώς την πρόσκληση του αυτοκράτορος, που επιθυμούσε να τον έχει κοντά του, έγραψε δε πολλές πικρότατες επιστολές προς τον Βεσπασιανό, στις οποίες τον παρέβαλε (έλεγε δε χαρακτηριστικά προς τον Βεσπασιανό, για τον ίδιο ότι:«τους Έλληνας, ους ο Νέρων παίζων ηλευθέρωσεν, αυτός σπουδάζων εδουλώσατο»!) προς τον Ξέρξη και τον συνέκρινε δυσμενώς με τον Νέρωνα. Παρά ταύτα, η αγανάκτηση δεν οδήγησε τον Απολλώνιο σε διακοπή πάσης σχέσεως με τον οίκο των Φλαβίων.
Τουναντίον, όπως δεν παραγνώριζε την χρηστότητα της καταστάσεως επί Βεσπασιανού, έτσι και μετά την επάνοδό του από τη περιπλάνησή του στις περιοχές του άνω Νείλου συνήψε φιλικότατες σχέσεις και προς τον ευγενή υιό του αυτοκράτορος Τίτον, αρχικά με επιστολές, έπειτα δε,το 71 μ.Χ., και με προσωπική γνωριμία στην Κιλικία.
Δεν πρέπει δε να παραλειφθεί ότι το 69 ή 70 στην Αλεξάνδρεια συνεβούλευσε τον Βεσπασιανό να διορίζονται στις ελληνικές επαρχίες διοικητές που να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Περιοδεύει την Φοινίκη, την Συρία, την Κιλικία και διαμένει επί μακρόν,όπως φαίνεται, στην Ιωνία. Στο μεταξύ,το στυγνό,αλλόκοτο και δεσποτικό πνεύμα των τελευταίων ιδίως ετών της ηγεμονίας του Δομιτιανού εμποιεί, τουλάχιστον στους ευγενέστερους Έλληνες, εντύπωση δυσμενεστάτη.
Ο γηραιός πλέον Απολλώνιος καταλαμβάνεται από ισχυρή αντιπάθεια κατά της φαυλότητος του αυτοκράτορος (βρισκόμαστε στο έτος 92 μ.Χ. περίπου στη δυτική Μικρά Ασία). Ο Απολλώνιος ζητεί, μεταξύ άλλων, να εξεγείρει τα πνεύματα και αυτών ακόμα των ανωτάτων στην Ασία Ρωμαίων υπαλλήλων κατά του τυραννικού Δομιτιανού,υπαινισσόμενος λίαν σαφώς τους αιματηρούς τρόπους,με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες απαλλάσσονταν από τους τυράννους τους. Διετύπωνε δε απερίφραστα την γνώμη του και στην Σμύρνη και την Έφεσο,ακόμα και όταν η Έφεσος εώρταζε τον ψευδή γάμο του Δομιτιανού με την ωραία ανεψιά του Ιουλία (ο Απολλώνιος την χαρακτήρισε ΅Άανόσιον αιμομιξία).
Η διαγωγή του δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει επί μακρόν τον αυτοκράτορα, στον οποίο είχε ήδη καταστεί ύποπτος λόγω των σχέσεών του προς τον Νερούα και άλλους Ρωμαίους ευπατρίδες,τους οποίους ο Δομιτιανός υπέβλεπε, γι αυτό και σκόπευε να συλλάβει τον θρασύ «δημηγόρον» και να τον παραπέμψει σε δίκη.
Την άνοιξη του 93 μ.Χ. ο Απολλώνιος είναι αιχμάλωτος στη Ρώμη. Απαγγέλλεται εναντίον του κατηγορία ότι όχι μόνο παρώρμησε τους Ρωμαίους φίλους του σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορος, αλλά και ότι θυσίασε και κάποιο παιδί Αρκάδα,για να μαντεύσει από τα σπλάχνα του την έκβαση της συνωμοσίας.
Μετά από κάποιον χρόνο οδηγείται ενώπιον του αυτοκράτορος, με τον οποίο έρχεται σε μακρά και ζωηρά συζήτηση, κατάληξη της οποίας ήταν η πλήρης ρήξη μεταξύ τους. Ο Απολλώνιος στο μεταξύ φρουρείται αυστηρά,τον μεταχειρίζονται δε σαν αποδεδειγμένο κακοποιό. Μετά από λίγο χάρη σε ενέργειες ισχυρού Ρωμαίου φίλου του επανέρχεται στην προηγούμενη ηπιότερη φυλακή και αμέσως έπειτα οδηγείται σε δίκη, παρόντος και του Δομιτιανού. Είτε δε διότι δεν ήταν σε θέση οι κατήγοροί του να του προσάψουν κάτι βάσιμο είτε διότι ο έξοχος ανήρ είχε επιβάλλει σεβασμό στον δεισιδαίμονα Δομιτιανό, το πράγμα έληξε με την παύση της δίκης από τον αυτοκράτορα και στην ακώλυτη διαφυγή του Απολλωνίου από την Ρώμη.
Ο Απολλώνιος μετέβη αρχικώς στους Ποτιόλους ή στην Δικαιαρχία και από κει διά της Σικελίας στην Αχαΐα, όπου κατά τον Ιούλιο του 93 μ.Χ.παρέστη στους Ολυμπιακούς Αγώνες και χαιρετίστηκε με πάνδημη χαρά από τους Έλληνες ΅Άαπολωλότα ήδη νομίζοντας αυτόν. Αφού δε παρέμεινε στην Ολυμπία 40 ημέρες, μετέβη στο μαντείο του Τροφωνίου, έπειτα δε διέμενε δύο ολόκληρα χρόνια στην Αχαΐα και το 95 μ.Χ. επανήλθε στην αγαπημένη του Ιωνία,όπου διέμενε ιδίως στην Έφεσο και την Σμύρνη.
Βρισκόταν στην Έφεσο,όταν,όχι μετά από πολύ καιρό,τον Σεπτέμβριο του 96 μ.Χ.,αποκαλύφτηκε,όπως λέγεται,ταυτόχρονα με τον φόνο,όραμα ότι ο Δομιτιανός φονεύτηκε στο παλάτι του από πολλούς από εκείνους που τον περιστοίχιζαν και ότι ο φίλος του,ο εξαίρετος και φιλαθήναιος Νερούας,ανήλθε στον θρόνο του Παλατίνου. Με το γεγονός αυτό λήγει και η δράσις του Απολλωνίου.
Επέζησε κατά πάσα πιθανότητα της βραχείας και αγαθής διακυβερνήσεως του Νερούα,απέθανε δε υπέργηρως στην αρχή,φαίνεται,της ηγεμονίας του Τραϊανού, γύρω στο έτος 100 μ.Χ.,όπως παραδίδουν οι αρχαίοι βιογράφοι και ιστορικοί και οι Βυζαντινοί χρονογράφοι και δέχεται ο Μόμμσεν στην έκδοσή του του Χρονικού του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Κασσιοδώρου. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ποικιλότατες φήμες διαδόθηκαν για τον θαυμαστό άνδρα.
Πάντως η μνήμη του Απολλωνίου-του οποίου και μετά από 100 χρόνια ζωηρά τηρούσαν την ανάμνηση αλλού,αλλά ιδίως στην πατρίδα του τα Τύανα εικόνες και ναοί,όπως παραδίδει ο Φιλόστρατος, ο Κάσσιος Δίων και η ΅ΆΑυγουσταία ΙστορίαΆΆ-παρέμεινε στον εθνικό κόσμο των ύστερων χρόνων,μηδέ των αυτοκρατόρων εξαιρουμένων, με μεγάλες και μάλιστα θείες τιμές.
Αλλά τόσο ολοσχερώς στην ψυχή του επικρατούσε και το πνευματικό ρεύμα των χρόνων του, ώστε μαζί με την ιδεώδη αυτή τάση, μαζί με την αρχαϊκή αγάπη προς την ελευθερία, μαζί με την ισχυρή ορμή ενθουσιασμού που πήγαζε από τον μυστικισμό,ενωνόταν και φανατική δεισιδαιμονία και κλίση προς την μαγεία,προφητεία και θαυματουργία.
Οι τελευταίες αυτές απόκρυφες ιδιότητες,γνωστές σε μας από τον Φιλόστρατο και άλλους,που αντλούσαν αυτά τα στοιχεία από πηγές όχι διαυγείς, κατέστησαν τον Απολλώνιο υποκείμενο εξετάσεως από παραψυχολόγους των χρόνων μας,οι οποίοι τον θεώρησαν ισχυρότατο μέντιουμ κλπ. Με την έμμονη και σφοδρή αγάπη του προς την Ελλάδα ο Απολλώνιος ζητούσε εναγωνίως να βλέπει στους Έλληνες των χρόνων του Νέρωνος και των διαδόχων αυτού τον λαό του κλασσικού παρελθόντος. Από την πλασματική επί Νέρωνος «ανόρθωση της ελευθερίας των Ελλήνων» προσδοκούσε την επάνοδο των Ελλήνων στα Δωρικά και Αττικά ήθη.
Ο υπέρ των Ελλήνων κοπτόμενος και κατεξαντλούμενος φιλόσοφος των Τυάνων τιμούσε στο πρόσωπο των συγχρόνων του το ιερό παρελθόν, περί δε αυτών,ωστόσο,πέραν του οίκτου, της στοργής και της ελπίδος, ουδεμία έτρεφε αυταπάτη(έγραφε απογοητευμένος από το Αργος στους σοφούς του Μουσείου της Αλεξανδρείας:
«Εγενόμην εν Αργει και Φωκίδι και Λοκρίδι και εν Σικυώνι και εν Μεγάροις και διαλεγόμενος τοις έμπροσθεν χρόνοις επαυσάμην εκεί. Τι,ουν,ει τις έροιτο,το αίτιον; Εγώ φράσαιμι υμίν και ταις Μούσαις:Εβαρβαρώθην ου χρόνιος ων αφ Ελλάδος, αλλά χρόνιος εν Ελλάδι»).
Πηγή
Η νεότητά του συμπίπτει περίπου στην αρχή του 1ου μ.Χ. αιώνα (κατ’ ακριβέστερο καθορισμό τον Απρίλιο του 17 μ.Χ. είχε ηλικία μεταξύ του 16ου και του 20ού έτους), ήταν γιος ομώνυμου εξελληνισμένου Καππαδόκη, πάμπλουτου και καταγόμενου από παλαιά οικογένεια των Τυάνων, εκπαιδεύτηκε δε κυρίως στην Ταρσό της Κιλικίας,αλλά και στις Αιγές, την πόλη που γειτνίαζε με την Ταρσό.
Μετά το πέρας της θεωρητικής του εκπαιδεύσεως υπέβαλε τον εαυτό του σε αυστηρή άσκηση (σε πενταετή σιωπή), διέμενε δε κατά το διάστημα αυτό άλλοτε στην Παμφυλία κι άλλοτε στην Κιλικία. Πασίγνωστος πλέον για την ευσέβεια,την σοφία και την θαυματουργό δύναμη, άρχισε τον πλάνητα βίο του.
Οι βιογράφοι του, και μάλιστα ο Φιλόστρατος, διατείνονται ότι μετέβη όχι μόνο στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της δυτικής Ασίας, αλλά και στην Μεσοποταμία και στην Ινδία. Στο σημείο αυτό η βιογραφία του Φιλοστράτου καθίσταται εξ ολοκλήρου πολυμαθής μυθιστορία,αυτού δε του τύπου οι μυθιστορίες ήταν κατ’ εξοχήν αρεστές στους χρόνους του Σεπτιμίου Σεβήρου.
Αφού επανήλθε ο Απολλώνιος από τις περιηγήσεις του στην απωτάτη Ανατολή (οι οποίες θα άρχισαν γύρω στο 45 μ.Χ.), διέτριψε κατά τα τελευταία πιθανώς έτη της εξουσίας του Κλαυδίου και τα πρώτα του Νέρωνος) με ιδιαίτερη προτίμηση στις ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου εξέπληττε η άκρα αγνότητά του, όπως επίσης εξέπληττε, ιδίως στην Ιωνία, ο ζήλος του κατά της χρήσεως από τους Έλληνες ρωμαϊκών ονομάτων.
Ώριμος πλέον,αποφάσισε να επισκεφθεί και τα δυτικά μέρη του Ρωμαϊκού κράτους, και στην αρχή την χώρα των πόθων του,την Ελλάδα. Από την Έφεσο και διά της Περγάμου έφτασε στο αρχαίον Ίλιον και τις αρχαιότητές του και από κει μετέβη διά της Λέσβου και της Εύβοιας στον Πειραιά το φθινόπωρο του 60 μ.Χ.,καθ’ oν χρόνον εωρτάζονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Εάν πιστέψουμε τον Φιλόστρατο,οι Αθηναίοι έδωσαν στον Απολλώνιο μεγάλη ευκαιρία να φανεί σε όλο το μεγαλείο του.
Ως τις δεύτερος Επιμενίδης λέγεται ότι δίδαξε Άπερί της εκάστη θεότητι αρεσκούσης θυσίας και του καταλληλότατου τρόπου αυτής. Από κάποιον Κερκυραίο θηλυπρεπή νεανία που σπούδαζε εις τας Αθήνας και ανήγαγε το γένος του στον βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοο «απήλασε τον δαίμονα» και τον κατέστησε σοβαρό φιλόσοφο. Κατέβαλε δε κάθε προσπάθεια,για να αποτρέψει τους Αθηναίους από την εκφαύλιση της εορτής των Διονυσίων (με γυναικεία πομπή,ασελγείς χορούς και άλλες ακολασίες), κατόρθωσε μάλιστα,έστω προσωρινώς,να σταματήσει τους επονείδιστους αγώνες των μονομάχων, οι οποίοι είχαν εισχωρήσει, δυστυχώς, και στην ζωή της πόλεως.
Την άνοιξη του 61 μ.Χ. επισκέφτηκε, κατά τα λεγόμενα, τους εν Θερμοπύλαις Αμφικτίονες,έπειτα δε τα περίφημα ιερά, τους ναούς του Απόλλωνος στις ¶βες και τους Δελφούς, το μαντείο της Δωδώνης, το μαντείο του Τροφωνίου, το ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό, τέλος το ιερό των Μουσών στον Ελικώνα, έως ότου τον Ιούλιο του 61 μ.Χ. κατά πρόσκλησιν των Ηλείων μετέσχε της εορτής των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην Ολυμπία συνήψε στενότερες σχέσεις με τους Σπαρτιάτες, επισκέφτηκε και την Σπάρτη, όπου διέμεινε μέχρι την άνοιξη του 62 μ.Χ.,λέγεται δε ότι οι σοβαρές συμβουλές του περιέστειλαν στην Σπάρτη την αισθητή ήδη κατάπτωση των ηθών και της αγωγής των νέων.
Ο Απολλώνιος εξακολουθεί τον πλάνητα βίο του. Μεταβαίνει στην Κρήτη. Το 66 μ.Χ.μεταβαίνει στην Ρώμη,κατόπιν στην Ισπανία(66-67 μ.Χ.), τέλος επανέρχεται τον Σεπτέμβριο του 68 στην Ελλάδα, τον ίδιο μήνα μυείται στα Ελευσίνια Μυστήρια,κατόπιν (68-69) επισκέπτεται πάλι τα ιερά της Ελλάδος, την άνοιξη του 69 περιοδεύει στην Χίο, την Ρόδο, την Αίγυπτο και τις άνω του Νείλου περιοχές. Στην Αίγυπτο γνωρίζεται με ον αυτοκράτορα Βεσπασιανό, από τον οποίο τιμάται εξαιρέτως.
Μόλις, όμως, αργότερα έμαθε ότι ο Βεσπασιανός αφαίρεσε από την Αχαΐα την αυτονομία, την οποία ο Νέρων είχε δώσει σ αυτήν, κατερρίφθη από μεγάλη οργή και απέρριψε επανειλημμένως και οριστικώς την πρόσκληση του αυτοκράτορος, που επιθυμούσε να τον έχει κοντά του, έγραψε δε πολλές πικρότατες επιστολές προς τον Βεσπασιανό, στις οποίες τον παρέβαλε (έλεγε δε χαρακτηριστικά προς τον Βεσπασιανό, για τον ίδιο ότι:«τους Έλληνας, ους ο Νέρων παίζων ηλευθέρωσεν, αυτός σπουδάζων εδουλώσατο»!) προς τον Ξέρξη και τον συνέκρινε δυσμενώς με τον Νέρωνα. Παρά ταύτα, η αγανάκτηση δεν οδήγησε τον Απολλώνιο σε διακοπή πάσης σχέσεως με τον οίκο των Φλαβίων.
Τουναντίον, όπως δεν παραγνώριζε την χρηστότητα της καταστάσεως επί Βεσπασιανού, έτσι και μετά την επάνοδό του από τη περιπλάνησή του στις περιοχές του άνω Νείλου συνήψε φιλικότατες σχέσεις και προς τον ευγενή υιό του αυτοκράτορος Τίτον, αρχικά με επιστολές, έπειτα δε,το 71 μ.Χ., και με προσωπική γνωριμία στην Κιλικία.
Δεν πρέπει δε να παραλειφθεί ότι το 69 ή 70 στην Αλεξάνδρεια συνεβούλευσε τον Βεσπασιανό να διορίζονται στις ελληνικές επαρχίες διοικητές που να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Περιοδεύει την Φοινίκη, την Συρία, την Κιλικία και διαμένει επί μακρόν,όπως φαίνεται, στην Ιωνία. Στο μεταξύ,το στυγνό,αλλόκοτο και δεσποτικό πνεύμα των τελευταίων ιδίως ετών της ηγεμονίας του Δομιτιανού εμποιεί, τουλάχιστον στους ευγενέστερους Έλληνες, εντύπωση δυσμενεστάτη.
Ο γηραιός πλέον Απολλώνιος καταλαμβάνεται από ισχυρή αντιπάθεια κατά της φαυλότητος του αυτοκράτορος (βρισκόμαστε στο έτος 92 μ.Χ. περίπου στη δυτική Μικρά Ασία). Ο Απολλώνιος ζητεί, μεταξύ άλλων, να εξεγείρει τα πνεύματα και αυτών ακόμα των ανωτάτων στην Ασία Ρωμαίων υπαλλήλων κατά του τυραννικού Δομιτιανού,υπαινισσόμενος λίαν σαφώς τους αιματηρούς τρόπους,με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες απαλλάσσονταν από τους τυράννους τους. Διετύπωνε δε απερίφραστα την γνώμη του και στην Σμύρνη και την Έφεσο,ακόμα και όταν η Έφεσος εώρταζε τον ψευδή γάμο του Δομιτιανού με την ωραία ανεψιά του Ιουλία (ο Απολλώνιος την χαρακτήρισε ΅Άανόσιον αιμομιξία).
Η διαγωγή του δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει επί μακρόν τον αυτοκράτορα, στον οποίο είχε ήδη καταστεί ύποπτος λόγω των σχέσεών του προς τον Νερούα και άλλους Ρωμαίους ευπατρίδες,τους οποίους ο Δομιτιανός υπέβλεπε, γι αυτό και σκόπευε να συλλάβει τον θρασύ «δημηγόρον» και να τον παραπέμψει σε δίκη.
Την άνοιξη του 93 μ.Χ. ο Απολλώνιος είναι αιχμάλωτος στη Ρώμη. Απαγγέλλεται εναντίον του κατηγορία ότι όχι μόνο παρώρμησε τους Ρωμαίους φίλους του σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορος, αλλά και ότι θυσίασε και κάποιο παιδί Αρκάδα,για να μαντεύσει από τα σπλάχνα του την έκβαση της συνωμοσίας.
Μετά από κάποιον χρόνο οδηγείται ενώπιον του αυτοκράτορος, με τον οποίο έρχεται σε μακρά και ζωηρά συζήτηση, κατάληξη της οποίας ήταν η πλήρης ρήξη μεταξύ τους. Ο Απολλώνιος στο μεταξύ φρουρείται αυστηρά,τον μεταχειρίζονται δε σαν αποδεδειγμένο κακοποιό. Μετά από λίγο χάρη σε ενέργειες ισχυρού Ρωμαίου φίλου του επανέρχεται στην προηγούμενη ηπιότερη φυλακή και αμέσως έπειτα οδηγείται σε δίκη, παρόντος και του Δομιτιανού. Είτε δε διότι δεν ήταν σε θέση οι κατήγοροί του να του προσάψουν κάτι βάσιμο είτε διότι ο έξοχος ανήρ είχε επιβάλλει σεβασμό στον δεισιδαίμονα Δομιτιανό, το πράγμα έληξε με την παύση της δίκης από τον αυτοκράτορα και στην ακώλυτη διαφυγή του Απολλωνίου από την Ρώμη.
Ο Απολλώνιος μετέβη αρχικώς στους Ποτιόλους ή στην Δικαιαρχία και από κει διά της Σικελίας στην Αχαΐα, όπου κατά τον Ιούλιο του 93 μ.Χ.παρέστη στους Ολυμπιακούς Αγώνες και χαιρετίστηκε με πάνδημη χαρά από τους Έλληνες ΅Άαπολωλότα ήδη νομίζοντας αυτόν. Αφού δε παρέμεινε στην Ολυμπία 40 ημέρες, μετέβη στο μαντείο του Τροφωνίου, έπειτα δε διέμενε δύο ολόκληρα χρόνια στην Αχαΐα και το 95 μ.Χ. επανήλθε στην αγαπημένη του Ιωνία,όπου διέμενε ιδίως στην Έφεσο και την Σμύρνη.
Βρισκόταν στην Έφεσο,όταν,όχι μετά από πολύ καιρό,τον Σεπτέμβριο του 96 μ.Χ.,αποκαλύφτηκε,όπως λέγεται,ταυτόχρονα με τον φόνο,όραμα ότι ο Δομιτιανός φονεύτηκε στο παλάτι του από πολλούς από εκείνους που τον περιστοίχιζαν και ότι ο φίλος του,ο εξαίρετος και φιλαθήναιος Νερούας,ανήλθε στον θρόνο του Παλατίνου. Με το γεγονός αυτό λήγει και η δράσις του Απολλωνίου.
Επέζησε κατά πάσα πιθανότητα της βραχείας και αγαθής διακυβερνήσεως του Νερούα,απέθανε δε υπέργηρως στην αρχή,φαίνεται,της ηγεμονίας του Τραϊανού, γύρω στο έτος 100 μ.Χ.,όπως παραδίδουν οι αρχαίοι βιογράφοι και ιστορικοί και οι Βυζαντινοί χρονογράφοι και δέχεται ο Μόμμσεν στην έκδοσή του του Χρονικού του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Κασσιοδώρου. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ποικιλότατες φήμες διαδόθηκαν για τον θαυμαστό άνδρα.
Πάντως η μνήμη του Απολλωνίου-του οποίου και μετά από 100 χρόνια ζωηρά τηρούσαν την ανάμνηση αλλού,αλλά ιδίως στην πατρίδα του τα Τύανα εικόνες και ναοί,όπως παραδίδει ο Φιλόστρατος, ο Κάσσιος Δίων και η ΅ΆΑυγουσταία ΙστορίαΆΆ-παρέμεινε στον εθνικό κόσμο των ύστερων χρόνων,μηδέ των αυτοκρατόρων εξαιρουμένων, με μεγάλες και μάλιστα θείες τιμές.
Αλλά τόσο ολοσχερώς στην ψυχή του επικρατούσε και το πνευματικό ρεύμα των χρόνων του, ώστε μαζί με την ιδεώδη αυτή τάση, μαζί με την αρχαϊκή αγάπη προς την ελευθερία, μαζί με την ισχυρή ορμή ενθουσιασμού που πήγαζε από τον μυστικισμό,ενωνόταν και φανατική δεισιδαιμονία και κλίση προς την μαγεία,προφητεία και θαυματουργία.
Οι τελευταίες αυτές απόκρυφες ιδιότητες,γνωστές σε μας από τον Φιλόστρατο και άλλους,που αντλούσαν αυτά τα στοιχεία από πηγές όχι διαυγείς, κατέστησαν τον Απολλώνιο υποκείμενο εξετάσεως από παραψυχολόγους των χρόνων μας,οι οποίοι τον θεώρησαν ισχυρότατο μέντιουμ κλπ. Με την έμμονη και σφοδρή αγάπη του προς την Ελλάδα ο Απολλώνιος ζητούσε εναγωνίως να βλέπει στους Έλληνες των χρόνων του Νέρωνος και των διαδόχων αυτού τον λαό του κλασσικού παρελθόντος. Από την πλασματική επί Νέρωνος «ανόρθωση της ελευθερίας των Ελλήνων» προσδοκούσε την επάνοδο των Ελλήνων στα Δωρικά και Αττικά ήθη.
Ο υπέρ των Ελλήνων κοπτόμενος και κατεξαντλούμενος φιλόσοφος των Τυάνων τιμούσε στο πρόσωπο των συγχρόνων του το ιερό παρελθόν, περί δε αυτών,ωστόσο,πέραν του οίκτου, της στοργής και της ελπίδος, ουδεμία έτρεφε αυταπάτη(έγραφε απογοητευμένος από το Αργος στους σοφούς του Μουσείου της Αλεξανδρείας:
«Εγενόμην εν Αργει και Φωκίδι και Λοκρίδι και εν Σικυώνι και εν Μεγάροις και διαλεγόμενος τοις έμπροσθεν χρόνοις επαυσάμην εκεί. Τι,ουν,ει τις έροιτο,το αίτιον; Εγώ φράσαιμι υμίν και ταις Μούσαις:Εβαρβαρώθην ου χρόνιος ων αφ Ελλάδος, αλλά χρόνιος εν Ελλάδι»).
Πηγή
Κατηγορίες:
Σχόλια