Είναι ο κόσμος προετοιμασμένος για μια νέα οικονομική κρίση;
Είναι ο κόσμος προετοιμασμένος για μια νέα οικονομική κρίση;
Ο κόσμος το 2019 εξακολουθεί να υπολογίζει με την κληρονομιά της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πληγές, φόβοι και αγωνίες, αφήνουν ελάχιστο χώρο ακόμη στην αισιοδοξία. Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, η ερώτηση σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει: Είμαστε πιο ασφαλείς από ό, τι ήμασταν το 2008;
«Οι ηγέτες των μεγαλύτερων χωρών του κόσμου είναι επικίνδυνα απροετοίμαστοι για τις συνέπειες μιας σοβαρής επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις θα δυσκολευτούν να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομικά ή νομισματικά μέτρα για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της επόμενης ύφεσης, ενώ το σύστημα διασυνοριακών μηχανισμών στήριξης, όπως οι συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος μεταξύ κεντρικών τραπεζών, έχει υπονομευθεί», προειδοποιεί ο David Lipton, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ.
«Η επόμενη ύφεση είναι κάπου στον ορίζοντα και είμαστε λιγότερο προετοιμασμένοι να το αντιμετωπίσουμε από ό, τι θα έπρεπε να είμαστε και λιγότερο προετοιμασμένοι από ό, τι κατά την τελευταία κρίση το 2008», δήλωσε ο Lipton στους Financial Times στο περιθώριο της ετήσιας συνάντησης της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στην Ατλάντα.
«Οχι μόνο δεν έχουμε μάθει από τα λάθη μας, αλλά είμαστε χειρότερα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουμε μια νέα χρηματοοικονομική κρίση από όσο ήμασταν το 2008». Αυτή είναι η εκτίμηση του επικεφαλής του ΔΝΤ από το 2007 έως το 2011, του Ντομινίκ Στρος-Καν, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή την επέτειο των 10 χρόνων από την «κρίση του 21ου αιώνα».
«Εχουμε κάνει κάποια πρόοδο, κυρίως σε ό,τι αφορά τις κεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Αλλά είναι ανεπαρκέστατη η πρόοδος. Φανταστείτε ότι αύριο έχει δυσκολίες η Deutsche Bank. Δεν είναι το 8% των κεφαλαιακών διαθεσίμων που διαθέτει που θα λύσει το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα είμαστε λιγότερο προετοιμασμένοι. Η ρύθμιση του διεθνούς τραπεζικού συστήματος είναι ανεπαρκής» υποστηρίζει ο Ντομινίκ Στρος-Καν.
Δεν είναι λίγοι βέβαια και οι οικονομολόγοι που προειδοποιούν για να οικονομική κρίση. «Όχι μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια, αλλά σε ορίζοντα πενταετίας», εκτίμησε μιλώντας προς τη Deutsche Welle ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιεργκ Κρέμερ. Ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος δεν είναι ο μόνος που προειδοποιεί ότι τα φαινόμενα απατούν και πως η σημερινή κατάσταση δεν είναι τόσο ακίνδυνη όσο ενδεχομένως να πιστεύουν οι περισσότεροι.
Πριν από δέκα χρόνια, στο προοίμιο του μεγάλου crash, οι τότε συνθήκες δεν ενέπνεαν επίσης καμία ανησυχία, θυμάται ο Τζάρεντ Ντίλον, ο οποίος εργάστηκε για επτά περίπου χρόνια στην Lehman Brothers. «Είχαμε μια εκπληκτική χρονιά και ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο. Ορισμένες μέρες διαπραγματευόμουν αμοιβαία κεφάλαια αξίας έως ενός δις δολαρίων. Πιστεύαμε ότι ήμασταν ανίκητοι».
Ο Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος βρέθηκε στην ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την κατάρρευση της Lehman Brothers, δηλώνει ότι ο κόσμος στερείται ηγεσίας και εισέρχεται τώρα σε μία επικίνδυνη περίοδο. «Κινδυνεύουμε να κατευθυνθούμε υπνοβατώντας προς την επόμενη κρίση. Θα υπάρξει σοβαρή αύξηση της κλιμάκωσης των ρίσκων, αλλά βρισκόμαστε σε έναν κόσμο χωρίς ηγεσία», υποστηρίζει στην εφημερίδα The Guardian.
Ο Γκόρντον Μπράουν επισημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία απέτυχε να εισαγάγει μηχανισμούς συναγερμού και ελέγχου των χρηματοοικονομικών ροών, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί που έχουν δανεισθεί χρήματα και με ποιους όρους. «Ασχοληθήκαμε με τα μικρά και όχι με τα μεγάλα», λέει. Ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός δηλώνει ότι τα μέτρα κατά των χρηματοπιστωτικών ατασθαλιών δεν ήταν αρκετά σκληρά και πολλές τράπεζες αναμένεται να διασωθούν και πάλι σε μία μελλοντική κρίση.
«Οι κυρώσεις δεν έχουν ενισχυθεί επαρκώς. Δεν υπάρχει στους τραπεζίτες ο φόβος ότι θα μπουν φυλακή για κακή συμπεριφορά. Δεν στάλθηκε ένα αρκετά αυστηρό μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν θα διασώσει ιδρύματα που δεν έχουν τακτοποιήσει τα του οίκου τους».
Η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποιεί από την πλευρά της τις χώρες να μην στηρίζονται υπερβολικά στη νομισματική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσουν ένα ακόμα οικονομικό σοκ, καλώντας τες να προχωρήσουν σε δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ενισχύουν την αντοχή των οικονομιών τους.
«Θα ήταν πολύ καλό εάν γενικά οι οικονομίες δεν χρειάζονταν πια να στηρίζονται και πάλι στις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να αντέξουν το επόμενο σοκ», δήλωσε η Λαγκάρντ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός. «Οι φορείς χάραξης της πολιτικής θα πρέπει πραγματικά να ακολουθήσουν τη σωστή πορεία δράσης σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές πολιτικές, σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων», δήλωσε.
Σε πρόσφατο άρθρο της στο Foreign Policy, επισημαίνει ότι «παρόλο που έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, πρέπει να γίνουν περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των πιθανών νέων κινδύνων από ένα ταχέως εξελισσόμενο οικονομικό τοπίο» ενώ σε σχέση με το χρέος προειδοποιεί ότι «αν συνεχιστούν οι πρόσφατες τάσεις, πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος θα αντιμετωπίσουν μη βιώσιμα βάρη χρέους».
Οι πιθανότητες ύφεσης στην αμερικανική οικονομία το 2020 έχουν αυξηθεί 60% υποστηρίζει η J P Morgan η οποία σε έκθεση της αναφέρει ότι το 2020 θα είναι η κακή χρονιά για τις αγορές στις ΗΠΑ και διεθνώς όπου θα σημειωθεί πτώση μετοχών και άνοδο αποδόσεων ομολόγων. Το βασικό σενάριο για το 2019 είναι μέτρια ανάπτυξη στις ΗΠΑ, ωστόσο οι κίνδυνοι ύφεσης έχουν αυξηθεί.
Το φάντασμα της ύφεσης πάνω από την παγκόσμια οικονομία το 2019
Διάφορα επίθετα που συνοδεύουν τη λέξη κρίση αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους στις προβλέψεις για τη νέα χρονιά των οικονομολόγων σε όλον τον κόσμο, γράφει η El Periodico de Catalunya.
«Το 2018 είχαμε το μέγιστο της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση, αλλά οι προβλέψεις και οι δείκτες δείχνουν επιβράδυνση το 2019 και τα επόμενα χρόνια. Το φάντασμα μιας μελλοντικής ύφεσης που συζητούσαν επενδυτές από τα μέσα του περασμένου έτους, αρχίζει και κερδίζει έδαφος και το ερώτημα δεν είναι τόσο αν τα προβλήματα θα επιστρέψουν αλλά πότε και πόσο σοβαρά θα είναι» εκτιμά η ισπανική εφημερίδα».
Σύμφωνα με την El Periodico de Catalunya το 2018 ειχε μπει με μια ασυνήθιστη συγχρονισμένη ανάπτυξη στις μεγάλες χώρες που ευνοούσε την επεκτατική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, αλλά από την περασμένη άνοιξη, υπήρξε μια απότομη διόρθωση στις αγορές, όχι λόγω της τρέχουσας κατάστασης, αλλά λόγω του φόβου τους ότι ο κύκλος της ανάπτυξης ήταν υπερβολικός. Τα προβλήματα αντιμετώπισαν πρώτα οι αναδυόμενες οικονομίες, μετά η Ευρώπη και η Κίνα και στο τέλος του έτους επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κλειδί η αμερικανική οικονομία
Το κλειδί, όπως πάντα, είναι το τι θα συμβεί στην αμερικανική οικονομία, η οποία τραβάει τον υπόλοιπο κόσμο. Ειδικά όταν η ευρωπαϊκή και κινεζική οικονομία έχουν δώσει σαφή σημάδια αδυναμίας. Οι πιθανότητες ότι η παγκόσμια υπερδύναμη θα πέσει σε ύφεση τους επόμενους δώδεκα μήνες έχουν αυξηθεί, αλλά ακόμα αποτελούν μια μειοψηφία: Η Pimco δίνει 30% πιθανότητες η Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης 15% και διαχειριστές κεφαλαίων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση από την Τράπεζα της Αμερικής Merryl Lynch δίνουν πιθανότητες 9% για ύφεση στην αμερικανική οικονομία. Στο μεταξύ, οι δείκτες του αμερικανικού μεταποιητικού κλάδου μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδό τους.
Η ανάπτυξη ενισχύθηκε στις ΗΠΑ το 2018 λόγω της μείωσης των φόρων και της αύξησης των δαπανών που προώθησε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αλλά οι θετικές επιπτώσεις αυτών των μέτρων φαίνεται να υποχωρούν νωρίτερα από ό, τι αναμενόταν. Η κατάσταση οδήγησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μειώσει τις αυξήσεις των επιτοκίων που σκόπευε να εγκρίνει από εφέτος , αλλά «η αγορά πιστεύει ότι είναι ακόμα υπερβολικά αισιόδοξη για το μακροοικονομικό σενάριο», επισημαίνουν οι αναλυτές της Sabadell.
Πολιτική και κεντρικές τράπεζες
Οι δύο κύριες πολιτικές πηγές που προκαλούν συναγερμό παραμένουν ανεπίλυτες, σύμφωνα με τους ειδικούς. Το «brexit» στο οποίο δεν έχει και ούτε διαφαίνεται πρόοδος πριν από τις 29 Μαρτίου, ημερομηνία κατά την οποία η χώρα θα φύγει από την ΕΕ.
Επιπλέον, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας σημειώνουν πρόοδο και θα μπορούσαν να επιλυθούν με μερικές συμφωνίες, αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε μια μεγαλύτερη και πιο έντονη μάχη για παγκόσμια κυριαρχία.
Ωστόσο, πολλοί στρατηγικοί αναλυτές και οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις αγορές είναι η νέα πολιτική που ακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες, γι αυτό και προβλέπουν ύφεση ή απότομη επιβράδυνση το 2020-21.
Ο οικονομολόγος Χοσέ Ράμπιν Ντίαζ Γκιζάρο, στρατηγικός αναλυτής της Bankia , σημειώνει πάντως ότι «ο διαχωρισμός μεταξύ των βασικών οικονομικών μεγεθών και της συμπεριφοράς της αγοράς είναι μια ανωμαλία που αντικατοπτρίζει την ανησυχία για το μέλλον».
Αλλά όπως ο ίδιος προσθέτει, επικαλούμενος το ειρωνικό σχόλιο του Νομπελίστα Πολ Σάμιουελσον, «η αγορά τείνει να προβλέψει εννέα από κάθε πέντε υφέσεις».
Υπάρχουν αποκλίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανιστεί η επόμενη κρίση. Επιχειρήσεις όπως η Robeco εκτιμούν ότι αν φτάσει, θα είναι σύντομη. Αλλά η BBVA πιστεύει ότι θα είναι ίσως χειρότερη από τον ιστορικό μέσο όρο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως επεσήμανε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), είναι ότι οι αρχές θα την αντιμετωπίσουν με «λίγα φάρμακα από το κουτί των πρώτων βοηθειών».
Ο κόσμος το 2019 εξακολουθεί να υπολογίζει με την κληρονομιά της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πληγές, φόβοι και αγωνίες, αφήνουν ελάχιστο χώρο ακόμη στην αισιοδοξία. Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, η ερώτηση σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει: Είμαστε πιο ασφαλείς από ό, τι ήμασταν το 2008;
«Οι ηγέτες των μεγαλύτερων χωρών του κόσμου είναι επικίνδυνα απροετοίμαστοι για τις συνέπειες μιας σοβαρής επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις θα δυσκολευτούν να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομικά ή νομισματικά μέτρα για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της επόμενης ύφεσης, ενώ το σύστημα διασυνοριακών μηχανισμών στήριξης, όπως οι συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος μεταξύ κεντρικών τραπεζών, έχει υπονομευθεί», προειδοποιεί ο David Lipton, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ.
«Η επόμενη ύφεση είναι κάπου στον ορίζοντα και είμαστε λιγότερο προετοιμασμένοι να το αντιμετωπίσουμε από ό, τι θα έπρεπε να είμαστε και λιγότερο προετοιμασμένοι από ό, τι κατά την τελευταία κρίση το 2008», δήλωσε ο Lipton στους Financial Times στο περιθώριο της ετήσιας συνάντησης της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στην Ατλάντα.
«Οχι μόνο δεν έχουμε μάθει από τα λάθη μας, αλλά είμαστε χειρότερα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουμε μια νέα χρηματοοικονομική κρίση από όσο ήμασταν το 2008». Αυτή είναι η εκτίμηση του επικεφαλής του ΔΝΤ από το 2007 έως το 2011, του Ντομινίκ Στρος-Καν, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή την επέτειο των 10 χρόνων από την «κρίση του 21ου αιώνα».
«Εχουμε κάνει κάποια πρόοδο, κυρίως σε ό,τι αφορά τις κεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Αλλά είναι ανεπαρκέστατη η πρόοδος. Φανταστείτε ότι αύριο έχει δυσκολίες η Deutsche Bank. Δεν είναι το 8% των κεφαλαιακών διαθεσίμων που διαθέτει που θα λύσει το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα είμαστε λιγότερο προετοιμασμένοι. Η ρύθμιση του διεθνούς τραπεζικού συστήματος είναι ανεπαρκής» υποστηρίζει ο Ντομινίκ Στρος-Καν.
Δεν είναι λίγοι βέβαια και οι οικονομολόγοι που προειδοποιούν για να οικονομική κρίση. «Όχι μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια, αλλά σε ορίζοντα πενταετίας», εκτίμησε μιλώντας προς τη Deutsche Welle ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιεργκ Κρέμερ. Ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος δεν είναι ο μόνος που προειδοποιεί ότι τα φαινόμενα απατούν και πως η σημερινή κατάσταση δεν είναι τόσο ακίνδυνη όσο ενδεχομένως να πιστεύουν οι περισσότεροι.
Πριν από δέκα χρόνια, στο προοίμιο του μεγάλου crash, οι τότε συνθήκες δεν ενέπνεαν επίσης καμία ανησυχία, θυμάται ο Τζάρεντ Ντίλον, ο οποίος εργάστηκε για επτά περίπου χρόνια στην Lehman Brothers. «Είχαμε μια εκπληκτική χρονιά και ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο. Ορισμένες μέρες διαπραγματευόμουν αμοιβαία κεφάλαια αξίας έως ενός δις δολαρίων. Πιστεύαμε ότι ήμασταν ανίκητοι».
Ο Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος βρέθηκε στην ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την κατάρρευση της Lehman Brothers, δηλώνει ότι ο κόσμος στερείται ηγεσίας και εισέρχεται τώρα σε μία επικίνδυνη περίοδο. «Κινδυνεύουμε να κατευθυνθούμε υπνοβατώντας προς την επόμενη κρίση. Θα υπάρξει σοβαρή αύξηση της κλιμάκωσης των ρίσκων, αλλά βρισκόμαστε σε έναν κόσμο χωρίς ηγεσία», υποστηρίζει στην εφημερίδα The Guardian.
Ο Γκόρντον Μπράουν επισημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία απέτυχε να εισαγάγει μηχανισμούς συναγερμού και ελέγχου των χρηματοοικονομικών ροών, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί που έχουν δανεισθεί χρήματα και με ποιους όρους. «Ασχοληθήκαμε με τα μικρά και όχι με τα μεγάλα», λέει. Ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός δηλώνει ότι τα μέτρα κατά των χρηματοπιστωτικών ατασθαλιών δεν ήταν αρκετά σκληρά και πολλές τράπεζες αναμένεται να διασωθούν και πάλι σε μία μελλοντική κρίση.
«Οι κυρώσεις δεν έχουν ενισχυθεί επαρκώς. Δεν υπάρχει στους τραπεζίτες ο φόβος ότι θα μπουν φυλακή για κακή συμπεριφορά. Δεν στάλθηκε ένα αρκετά αυστηρό μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν θα διασώσει ιδρύματα που δεν έχουν τακτοποιήσει τα του οίκου τους».
Η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποιεί από την πλευρά της τις χώρες να μην στηρίζονται υπερβολικά στη νομισματική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσουν ένα ακόμα οικονομικό σοκ, καλώντας τες να προχωρήσουν σε δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ενισχύουν την αντοχή των οικονομιών τους.
«Θα ήταν πολύ καλό εάν γενικά οι οικονομίες δεν χρειάζονταν πια να στηρίζονται και πάλι στις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να αντέξουν το επόμενο σοκ», δήλωσε η Λαγκάρντ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός. «Οι φορείς χάραξης της πολιτικής θα πρέπει πραγματικά να ακολουθήσουν τη σωστή πορεία δράσης σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές πολιτικές, σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων», δήλωσε.
Σε πρόσφατο άρθρο της στο Foreign Policy, επισημαίνει ότι «παρόλο που έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, πρέπει να γίνουν περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των πιθανών νέων κινδύνων από ένα ταχέως εξελισσόμενο οικονομικό τοπίο» ενώ σε σχέση με το χρέος προειδοποιεί ότι «αν συνεχιστούν οι πρόσφατες τάσεις, πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος θα αντιμετωπίσουν μη βιώσιμα βάρη χρέους».
Οι πιθανότητες ύφεσης στην αμερικανική οικονομία το 2020 έχουν αυξηθεί 60% υποστηρίζει η J P Morgan η οποία σε έκθεση της αναφέρει ότι το 2020 θα είναι η κακή χρονιά για τις αγορές στις ΗΠΑ και διεθνώς όπου θα σημειωθεί πτώση μετοχών και άνοδο αποδόσεων ομολόγων. Το βασικό σενάριο για το 2019 είναι μέτρια ανάπτυξη στις ΗΠΑ, ωστόσο οι κίνδυνοι ύφεσης έχουν αυξηθεί.
Το φάντασμα της ύφεσης πάνω από την παγκόσμια οικονομία το 2019
Διάφορα επίθετα που συνοδεύουν τη λέξη κρίση αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους στις προβλέψεις για τη νέα χρονιά των οικονομολόγων σε όλον τον κόσμο, γράφει η El Periodico de Catalunya.
«Το 2018 είχαμε το μέγιστο της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση, αλλά οι προβλέψεις και οι δείκτες δείχνουν επιβράδυνση το 2019 και τα επόμενα χρόνια. Το φάντασμα μιας μελλοντικής ύφεσης που συζητούσαν επενδυτές από τα μέσα του περασμένου έτους, αρχίζει και κερδίζει έδαφος και το ερώτημα δεν είναι τόσο αν τα προβλήματα θα επιστρέψουν αλλά πότε και πόσο σοβαρά θα είναι» εκτιμά η ισπανική εφημερίδα».
Σύμφωνα με την El Periodico de Catalunya το 2018 ειχε μπει με μια ασυνήθιστη συγχρονισμένη ανάπτυξη στις μεγάλες χώρες που ευνοούσε την επεκτατική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, αλλά από την περασμένη άνοιξη, υπήρξε μια απότομη διόρθωση στις αγορές, όχι λόγω της τρέχουσας κατάστασης, αλλά λόγω του φόβου τους ότι ο κύκλος της ανάπτυξης ήταν υπερβολικός. Τα προβλήματα αντιμετώπισαν πρώτα οι αναδυόμενες οικονομίες, μετά η Ευρώπη και η Κίνα και στο τέλος του έτους επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κλειδί η αμερικανική οικονομία
Το κλειδί, όπως πάντα, είναι το τι θα συμβεί στην αμερικανική οικονομία, η οποία τραβάει τον υπόλοιπο κόσμο. Ειδικά όταν η ευρωπαϊκή και κινεζική οικονομία έχουν δώσει σαφή σημάδια αδυναμίας. Οι πιθανότητες ότι η παγκόσμια υπερδύναμη θα πέσει σε ύφεση τους επόμενους δώδεκα μήνες έχουν αυξηθεί, αλλά ακόμα αποτελούν μια μειοψηφία: Η Pimco δίνει 30% πιθανότητες η Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης 15% και διαχειριστές κεφαλαίων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση από την Τράπεζα της Αμερικής Merryl Lynch δίνουν πιθανότητες 9% για ύφεση στην αμερικανική οικονομία. Στο μεταξύ, οι δείκτες του αμερικανικού μεταποιητικού κλάδου μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδό τους.
Η ανάπτυξη ενισχύθηκε στις ΗΠΑ το 2018 λόγω της μείωσης των φόρων και της αύξησης των δαπανών που προώθησε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αλλά οι θετικές επιπτώσεις αυτών των μέτρων φαίνεται να υποχωρούν νωρίτερα από ό, τι αναμενόταν. Η κατάσταση οδήγησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μειώσει τις αυξήσεις των επιτοκίων που σκόπευε να εγκρίνει από εφέτος , αλλά «η αγορά πιστεύει ότι είναι ακόμα υπερβολικά αισιόδοξη για το μακροοικονομικό σενάριο», επισημαίνουν οι αναλυτές της Sabadell.
Πολιτική και κεντρικές τράπεζες
Οι δύο κύριες πολιτικές πηγές που προκαλούν συναγερμό παραμένουν ανεπίλυτες, σύμφωνα με τους ειδικούς. Το «brexit» στο οποίο δεν έχει και ούτε διαφαίνεται πρόοδος πριν από τις 29 Μαρτίου, ημερομηνία κατά την οποία η χώρα θα φύγει από την ΕΕ.
Επιπλέον, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας σημειώνουν πρόοδο και θα μπορούσαν να επιλυθούν με μερικές συμφωνίες, αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε μια μεγαλύτερη και πιο έντονη μάχη για παγκόσμια κυριαρχία.
Ωστόσο, πολλοί στρατηγικοί αναλυτές και οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις αγορές είναι η νέα πολιτική που ακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες, γι αυτό και προβλέπουν ύφεση ή απότομη επιβράδυνση το 2020-21.
Ο οικονομολόγος Χοσέ Ράμπιν Ντίαζ Γκιζάρο, στρατηγικός αναλυτής της Bankia , σημειώνει πάντως ότι «ο διαχωρισμός μεταξύ των βασικών οικονομικών μεγεθών και της συμπεριφοράς της αγοράς είναι μια ανωμαλία που αντικατοπτρίζει την ανησυχία για το μέλλον».
Αλλά όπως ο ίδιος προσθέτει, επικαλούμενος το ειρωνικό σχόλιο του Νομπελίστα Πολ Σάμιουελσον, «η αγορά τείνει να προβλέψει εννέα από κάθε πέντε υφέσεις».
Υπάρχουν αποκλίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανιστεί η επόμενη κρίση. Επιχειρήσεις όπως η Robeco εκτιμούν ότι αν φτάσει, θα είναι σύντομη. Αλλά η BBVA πιστεύει ότι θα είναι ίσως χειρότερη από τον ιστορικό μέσο όρο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως επεσήμανε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), είναι ότι οι αρχές θα την αντιμετωπίσουν με «λίγα φάρμακα από το κουτί των πρώτων βοηθειών».
Σχόλια