Η εργασία δέχεται επίθεση από τα ρομπότ
Η εργασία δέχεται επίθεση από τα ρομπότ
Σάββας Ρομπόλης - Βασίλης Μπέτσης
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ο ρόλος της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία σταδιακά περιορίζεται, με την επέκταση και την ένταση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών: του αυτοματισμού, των ρομπότ, της τεχνητής νοημοσύνης και της νανοτεχνολογίας. Κεντρικός στόχος, μεταξύ των άλλων, η βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των οικονομικών σχηματισμών, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών ανάπτυξης του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία διαδικασία συρρίκνωσης της «ζωντανής εργασίας» σε όφελος της «νεκρής εργασίας» (τεχνολογία, κανόνες οργάνωσης, λογιστικά συστήματα, κ.λ.π.). Αυτή, μεταξύ των άλλων, επιβάλλει σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τη δημοκρατία στην παραγωγική διαδικασία, δεδομένου ότι με την επέκταση της «νεκρής εργασίας» αναπτύσσονται τυποποιημένα συστήματα ελέγχου της εργασίας, περιορισμού της αυτόνομης και δημιουργικής δραστηριότητας των εργαζομένων και της δημοκρατικής λειτουργίας τους στους χώρους παραγωγής.
Παράλληλα, αναπτύσσεται μία πρόσθετη αντίφαση στον πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία συνίσταται στην επιδίωξη περιορισμού της «ζωντανής εργασίας». Ταυτόχρονα, οι όροι και οι ανάγκες της παραγωγής προϋποθέτουν την επέκταση της, δεδομένου ότι η «ζωντανή εργασία» είναι αναγκαία τόσο για την παραγωγή και την κερδοφορία, όσο και για τη ζήτηση και την κατανάλωση των παραγόμενων προϊόντων.
Διαφορετικά, σε όρους πολιτικής οικονομίας, θα επέλθει μία σοβαρότερη κρίση στον πυρήνα της πραγματικής οικονομίας από ό,τι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Κι αυτό, επειδή το μοντέλο υποταγής της «ζωντανής» στην «νεκρή» εργασία προκαλεί συνθήκες σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία.
Η μονομερής προσήλωση των επιχειρήσεων και των ασκούμενων μακροοικονομικών επιλογών (δημοσιονομική εξυγίανση, στασιμότητα, ευελιξία) και των αναπτυξιακών και οικονομικών πολιτικών στην τεχνολογική αναδιάρθρωση και την οργάνωση της εργασίας, ανεξάρτητα από την εργασιακή και κοινωνική υποβάθμιση, συνεπάγεται, εκτός από το εργασιακό κόστος και σημαντικό κοινωνικοοικονομικό κόστος για την διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Μέχρι το 2030
Από την άποψη αυτή, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ρομποτικής, μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι τα ρομπότ και ο αυτοματισμός θα υπερβούν την ευφυία και την δεξιότητα του εργαζόμενου, θα αυτονομηθούν λειτουργικά, θα αυτοεπισκευάζονται και τέλος θα αντικαταστήσουν το 38% των θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα θα είναι να χαθούν μισθοί της τάξης των 15 τρισ. ευρώ. Παράλληλα, σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ προβλέπεται ότι κατά το διάστημα των επόμενων δεκαετιών στις 32 χώρες μέλη του, το 48% των σημερινών θέσεων εργασίας (μία στις δύο) είναι πιθανόν να αυτοματοποιηθούν.
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη εκτιμά ότι στις συγκεκριμένες χώρες το 14% των θέσεων εργασίας έχει πιθανότητα να αυτοματοποιηθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 70%. Το 32% των θέσεων εργασίας έχει πιθανότητα αυτοματοποίησης σε ποσοστό από 50% μέχρι 70%. Τέλος, το 26% των θέσεων εργασίας αντιμετωπίζει μικρό κίνδυνο αυτοματοποίησης, σε ποσοστό χαμηλότερο του 30%. Ειδικότερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, το 23% όλων των θέσεων εργασίας ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου (+70%) που θα αυτοματοποιηθεί.
Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στην Νορβηγία είναι μόνο 6%, στην Φιλανδία είναι 7% και στην Σουηδία είναι 8%. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων χωρών φαίνεται ότι κινδυνεύουν λιγότερο από την αυτοματοποίηση σε σχέση με τους εργαζόμενους των υπανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων οικονομικά χωρών. Κι αυτό, επειδή στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αυτοματοποίηση έχει ήδη ξεκινήσει σταδιακά από τις τελευταίες δεκαετίες.
Οριζόντια συνεργασία
Αυτές οι εξελίξεις ουσιαστικά συμβάλουν, στον βαθμό που τις αφορά, στην αύξηση της ανεργίας, στην απώλεια φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και στη διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Επιβάλλεται, λοιπόν, οι νέες παραγωγικές και τεχνολογικές συνθήκες του αυτοματισμού, να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη μίας εναλλακτικής μακροοικονομικής επιλογής (αγοραστική δύναμη, ανάπτυξη, απασχόληση) και μίας ποιοτικής και αναβαθμισμένης οργάνωσης της εργασίας, συνυφασμένης με τη βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται, η εγκαθίδρυση στους χώρους παραγωγής, μοντέλων συλλογικότητας της απασχόλησης, συλλογικότητας της νοημοσύνης και οριζόντιας συνεργασίας. Αυτά με σκοπό να αποτραπεί το εργασιακό όραμα της ευελιξίας, της απασχολησιμότητας μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, της περιθωριοποίησης και της υποβάθμισης της εργασίας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η συνύπαρξη συνθηκών εκδημοκρατισμού των όρων εργασίας προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, την προετοιμασία οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας (McKinsey, 2017) στην εβδομάδα των 32 ωρών και των 4 ημερών καθώς και του ελεύθερου χρόνου εκατομμυρίων πολιτών. Κι αυτό, επειδή οι σημερινές θέσεις εργασίας διεθνώς θα καταργηθούν κατά 45% τα επόμενα 20 χρόνια. Διαφορετικά, οι επόμενες δύο δεκαετίες στην Ευρώπη θα καταγραφούν ως δεκαετίες «κοινωνικού πόνου και οργής», με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την οικονομία και τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο.
Σάββας Ρομπόλης - Βασίλης Μπέτσης
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ο ρόλος της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία σταδιακά περιορίζεται, με την επέκταση και την ένταση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών: του αυτοματισμού, των ρομπότ, της τεχνητής νοημοσύνης και της νανοτεχνολογίας. Κεντρικός στόχος, μεταξύ των άλλων, η βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των οικονομικών σχηματισμών, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών ανάπτυξης του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία διαδικασία συρρίκνωσης της «ζωντανής εργασίας» σε όφελος της «νεκρής εργασίας» (τεχνολογία, κανόνες οργάνωσης, λογιστικά συστήματα, κ.λ.π.). Αυτή, μεταξύ των άλλων, επιβάλλει σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τη δημοκρατία στην παραγωγική διαδικασία, δεδομένου ότι με την επέκταση της «νεκρής εργασίας» αναπτύσσονται τυποποιημένα συστήματα ελέγχου της εργασίας, περιορισμού της αυτόνομης και δημιουργικής δραστηριότητας των εργαζομένων και της δημοκρατικής λειτουργίας τους στους χώρους παραγωγής.
Παράλληλα, αναπτύσσεται μία πρόσθετη αντίφαση στον πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία συνίσταται στην επιδίωξη περιορισμού της «ζωντανής εργασίας». Ταυτόχρονα, οι όροι και οι ανάγκες της παραγωγής προϋποθέτουν την επέκταση της, δεδομένου ότι η «ζωντανή εργασία» είναι αναγκαία τόσο για την παραγωγή και την κερδοφορία, όσο και για τη ζήτηση και την κατανάλωση των παραγόμενων προϊόντων.
Διαφορετικά, σε όρους πολιτικής οικονομίας, θα επέλθει μία σοβαρότερη κρίση στον πυρήνα της πραγματικής οικονομίας από ό,τι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Κι αυτό, επειδή το μοντέλο υποταγής της «ζωντανής» στην «νεκρή» εργασία προκαλεί συνθήκες σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία.
Η μονομερής προσήλωση των επιχειρήσεων και των ασκούμενων μακροοικονομικών επιλογών (δημοσιονομική εξυγίανση, στασιμότητα, ευελιξία) και των αναπτυξιακών και οικονομικών πολιτικών στην τεχνολογική αναδιάρθρωση και την οργάνωση της εργασίας, ανεξάρτητα από την εργασιακή και κοινωνική υποβάθμιση, συνεπάγεται, εκτός από το εργασιακό κόστος και σημαντικό κοινωνικοοικονομικό κόστος για την διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Μέχρι το 2030
Από την άποψη αυτή, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ρομποτικής, μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι τα ρομπότ και ο αυτοματισμός θα υπερβούν την ευφυία και την δεξιότητα του εργαζόμενου, θα αυτονομηθούν λειτουργικά, θα αυτοεπισκευάζονται και τέλος θα αντικαταστήσουν το 38% των θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα θα είναι να χαθούν μισθοί της τάξης των 15 τρισ. ευρώ. Παράλληλα, σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ προβλέπεται ότι κατά το διάστημα των επόμενων δεκαετιών στις 32 χώρες μέλη του, το 48% των σημερινών θέσεων εργασίας (μία στις δύο) είναι πιθανόν να αυτοματοποιηθούν.
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη εκτιμά ότι στις συγκεκριμένες χώρες το 14% των θέσεων εργασίας έχει πιθανότητα να αυτοματοποιηθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 70%. Το 32% των θέσεων εργασίας έχει πιθανότητα αυτοματοποίησης σε ποσοστό από 50% μέχρι 70%. Τέλος, το 26% των θέσεων εργασίας αντιμετωπίζει μικρό κίνδυνο αυτοματοποίησης, σε ποσοστό χαμηλότερο του 30%. Ειδικότερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, το 23% όλων των θέσεων εργασίας ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου (+70%) που θα αυτοματοποιηθεί.
Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στην Νορβηγία είναι μόνο 6%, στην Φιλανδία είναι 7% και στην Σουηδία είναι 8%. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων χωρών φαίνεται ότι κινδυνεύουν λιγότερο από την αυτοματοποίηση σε σχέση με τους εργαζόμενους των υπανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων οικονομικά χωρών. Κι αυτό, επειδή στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αυτοματοποίηση έχει ήδη ξεκινήσει σταδιακά από τις τελευταίες δεκαετίες.
Οριζόντια συνεργασία
Αυτές οι εξελίξεις ουσιαστικά συμβάλουν, στον βαθμό που τις αφορά, στην αύξηση της ανεργίας, στην απώλεια φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και στη διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Επιβάλλεται, λοιπόν, οι νέες παραγωγικές και τεχνολογικές συνθήκες του αυτοματισμού, να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη μίας εναλλακτικής μακροοικονομικής επιλογής (αγοραστική δύναμη, ανάπτυξη, απασχόληση) και μίας ποιοτικής και αναβαθμισμένης οργάνωσης της εργασίας, συνυφασμένης με τη βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται, η εγκαθίδρυση στους χώρους παραγωγής, μοντέλων συλλογικότητας της απασχόλησης, συλλογικότητας της νοημοσύνης και οριζόντιας συνεργασίας. Αυτά με σκοπό να αποτραπεί το εργασιακό όραμα της ευελιξίας, της απασχολησιμότητας μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, της περιθωριοποίησης και της υποβάθμισης της εργασίας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η συνύπαρξη συνθηκών εκδημοκρατισμού των όρων εργασίας προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, την προετοιμασία οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας (McKinsey, 2017) στην εβδομάδα των 32 ωρών και των 4 ημερών καθώς και του ελεύθερου χρόνου εκατομμυρίων πολιτών. Κι αυτό, επειδή οι σημερινές θέσεις εργασίας διεθνώς θα καταργηθούν κατά 45% τα επόμενα 20 χρόνια. Διαφορετικά, οι επόμενες δύο δεκαετίες στην Ευρώπη θα καταγραφούν ως δεκαετίες «κοινωνικού πόνου και οργής», με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την οικονομία και τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο.
Πηγή
Κατηγορίες:
Σχόλια