Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως βασικός άξονας της Επιστήμης της Εγκληματολογίας

Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως βασικός άξονας της Επιστήμης της Εγκληματολογίας Της Κωνσταντίνας Κωνσταντίνου, Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος Παντείου Πανεπιστημίου Υπάρχουν αρκετοί ορισμοί της έννοιας του εγκλήματος που αν παρατηρήσει κανείς στη βιβλιογραφία, ελληνική και μη, προσδιορίζονται κάθε φορά από τον τρόπο οπτικής του κάθε επιστήμονα και τη σχολή σκέψης που υπηρετεί. Ο ορισμός του Garofalo, ενός από τους τρεις θεμελιωτές της επιστήμης της Εγκληματολογίας για ορισμένους επιστήμονες[1], υποστηρικτής της Θετικιστικής Σχολής της Εγκληματολογίας ορίζει το πραγματικό έγκλημα ως εξής: «είναι η βλαβερή πράξη που καταστρέφει το υπάρχον σε μία δεδομένη κοινωνία κοινό ηθικό συναίσθημα της φιλαλληλίας»[2]. Αυτός ο ορισμός μπορεί να ενσωματώσει και το αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της Εγκληματολογίας υπό το συγκεκριμένο πρίσμα του παρόντος άρθρου. Σύμφωνα με το λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίζονται ως οι «βασικές ανάγκες και προϋποθέσεις μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης εγγυημένες, συνήθως, από το δίκαιο για το σύνολο των πολιτών μιας κοινωνίας»[3], ενώ, ένας άλλος ορισμός που έχει δοθεί προκύπτει από τη σύζευξη των δύο λέξεων, «άνθρωπος (ουσιαστικό): ένα μέλος του είδους homo sapiens / δικαιώματα (ουσιαστικό): πράγματα τα οποία δικαιούσαι ή σου επιτρέπονται, εγγυημένες ελευθερίες / ανθρώπινα δικαιώματα (ουσιαστικό): τα δικαιώματα που έχεις επειδή είσαι άνθρωπος»[4]. Επειδή ακριβώς το έγκλημα συνιστά παραβίαση ιδιωτικού χώρου και άλλο τόσο ηθική όσο και υλική προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τον ίδιο τον δράστη και για το θύμα αλλά και για την κοινωνική ζωή όλων των ανθρώπων, την κοινωνία ολόκληρη, αυτοί οι δύο κλάδοι μελέτης (Εγκληματολογία και Ανθρώπινα Δικαιώματα) συναντώνται, κυρίως, στο χώρο της προανακριτικής και κύριας ανακριτικής διαδικασίας αλλά και της πρόληψης, αντιμετώπισης του εγκλήματος (αντεγκληματική πολιτική) μέσω της προώθησης, προάσπισης και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των προαναφερθέντων προσώπων κατά την ποινική διαδικασία και κατά το στάδιο του «σωφρονισμού» του δράστη. Η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται για τη σημασία που αποδίδει στα δικαιώματα του ανθρώπου, καθώς, λόγω του αυστηρού και σοβαρού αντικειμένου της σχετικά με το ποινικό πεδίο από κοινωνιολογική σκοπιά, διακηρύσσει και τοποθετεί πάντα ως βασικό άξονά της την εξασφάλισή τους. Την επιστήμη της Εγκληματολογίας, υπό ευρεία έννοια, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε ως μια επιστήμη «ομπρέλλα» κάτω υπό την οποία περιλαμβάνονται, εξ’ αιτίας του διεπιστημονικού της χαρακτήρα[5], επιστημονικοί κλάδοι που τη βοήθησαν να δημιουργηθεί, όπως, μεταξύ άλλων, η Ανακριτική, η Ποινολογία – Σωφρονιστική και η Αντεγκληματική Πολιτική. Η Ανακριτική «περιλαμβάνει την εξέταση και τον έλεγχο της νομικής ρύθμισης των θεμάτων που σχετίζονται με την ανάκριση και την ποινική δίκη, σε συνάρτηση με τις επιταγές για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις αρχές μιας ορθής αντεγκληματικής πολιτικής»[6], η Σωφρονιστική «ασχολείται όχι μόνο με την ποινή, αλλά και με όλα τα μέτρα «μεταχείρισης» του καταδίκου και με την αποτελεσματικότητά τους»[7], και η Αντεγκληματική Πολιτική «περιλαμβάνει τη μελέτη όλων των στρατηγικών, προγραμμάτων και μέτρων που στοχεύουν στον έλεγχο, σε ανεκτά όρια, της εγκληματικότητας, πάντοτε με βασικό κριτήριο την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τη πρόληψη του εγκλήματος»[8]. Όμως, για να φτάσουν αυτοί οι κλάδοι να έχουν τέτοιο περιεχόμενο, οι ανθρώπινες καταστάσεις, ούσες αποκρυσταλλωμένες στον χρόνο, όλων των κοινωνικών σχηματισμών ανά εποχή, είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο αυθαιρεσίας ιστορικά που έπρεπε να τερματιστούν ή και να αναθεωρηθούν όσον αφορά ορισμένα είδη ποινής. Τα κεντρικά ζητήματα περί της έννοιας δικαιωμάτων απασχολούσαν ιδιαίτερα τους στοχαστές – φιλοσόφους από την αρχαιότητα (ελληνική πραγματεία του 5ου αιώνα) μέχρι και το ρεύμα του ωφελιμισμού (19ος αιώνας), ήταν δύο: α) το αν τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι δοσμένα και ταυτισμένα με τη φύση και προέρχονται από φυσικούς νόμους που διέπουν τη ζωή τους από τις πρωτόγονες κοινωνίες (κοινωνίες χωρίς κράτος) μέχρι και την πρώτη μορφή οργάνωσης της κοινωνικής ζωής σε αντιδιαστολή με το φιλοσοφικό ρεύμα, κυρίαρχη θέση του οποίου αποτελεί το εάν τελικά τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι κοινωνικά παρά φυσικά με τον αντίστοιχο διαχωρισμό τους σε δικαιώματα του πολίτη υπερτονίζοντας την αξία του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία παρά έξω από αυτή και β) το πρόβλημα της θεμελίωσης της έννοιας των δικαιωμάτων, καθώς η έννοια «δικαίωμα» ανά τις εποχές και τα φιλοσοφικά ρεύματα που κυριάρχησαν πήρε διάφορες περιγραφικές μορφές μέχρι τις γνωστές σε όλους ιστορικές διακηρύξεις. Μέχρι τότε, ωστόσο, οι αντιφάσεις και οι φιλοσοφικές διαφωνίες ήταν έντονες[9]. Σύμφωνα με τον Δασκαλάκη, για την επιστήμη της Εγκληματολογίας η αντιμετώπιση, η στάση της κοινωνίας απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο που «εγκλημάτισε» ονομάζεται «μεταχείριση» (όρος θεμελιωμένος από την Ιταλική Θετικιστική σχολή) και «είναι συνώνυμος με τον όρο θεσμική ή πολιτειακή αντίδραση κατά του εγκληματία» και υπό μία στενότερη εννοιολογική έννοια σημαίνει «το σύνολο των μεθόδων θεραπευτικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα που εφαρμόζονται στους εγκληματίες και συνιστά έννοια που αντιτίθεται ριζικά στην έννοια της τιμώρησης ή της καταστολής»[10]. Βέβαια, οι διάφορες μορφές που ενσωματώθηκαν στην έννοια της μεταχείρισης του εγκληματία ιστορικά δεν δηλώνουν απόλυτα αυτή τη ριζική αντίθεση με την έννοια της καταστολής. Η εκδήλωση των μορφών αυτών απέναντι στον εγκληματία με βάναυσες μεθόδους, κυρίως, ανά αιώνες, ιστορικά δικαιολογούν και τις επίμαχες επαναστάσεις και διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μπορούν να συνοψιστούν ως εξής[11]: Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η αντίδραση της ομάδας στην οποία ανήκε ο εγκληματίας εκδηλωνόταν σε τρείς φάσεις βάσει τριών κατηγοριών πράξεων δημόσια: α) κοινωνική κάθαρση της ομάδας με το πτώμα του δράστη να καίγεται ή να ρίχνεται στη θάλασσα προς ικανοποίηση και στο βωμό κάποιου θεού, β) περιφρόνηση από την οικογένεια του δράστη και αποξένωση όταν οι πράξεις του στρέφονταν κατά αυτής, γ) αρχή αναλογίας προσβολής και αντεκδίκησης λόγω προξένησης βλάβης από τον δράστη στο θύμα και στη συνέχεια ίσχυε η καταβολή αποζημίωσης από τον δράστη στο θύμα, το οποίο αποτελούσε μέλος της οικογενείας του. Με την εμφάνιση, ανάπτυξη και καθιέρωση κεντρικής εξουσίας μέσα στην κοινωνία, πραγματοποιήθηκε η λήψη και η ευθύνη της αντίδρασης απέναντι στον εγκληματία (αρμόδια για την εκτέλεση ποινής), η οποία πλέον κατέστη ιδιωτική υπόθεση. Ωστόσο, οι κυρώσεις ήταν γνωστές και δημόσιες σε όλους τους κοινωνούς. Στις πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες, λοιπόν, η αντίδραση της κεντρικής πολιτικής εξουσίας απέναντι στον εγκληματία βρισκόταν σε συνάρτηση με τη δομή της και τις ανάλογες πολιτικές θέσεις της, δηλαδή όσο πιο απόλυτη η πολιτική στρατηγική της εξουσίας τόσο πιο σκληρή και απάνθρωπη η μεταχείριση. Ωστόσο, η Αγγλία κατέχει τα πρωτεία σχετικά με τη συγγραφή διακηρύξεων και νόμων περί δικαιωμάτων του ανθρώπου και μάλιστα από το 1215 με το κείμενο “Magna Charta”, το οποίο αποτελεί και το πρώτο συνταγματικό κείμενο, τον παλαιότερο νόμο στην Αγγλική Νομοθεσία (The Statute Book) και που υπαγόρευε ότι «κανένας δεν μπορεί να συλληφθεί, να φυλακιστεί ή να δικαστεί παρά μόνο μετά από τη νόμιμη κρίση των ομοτίμων του και σύμφωνα με τους νόμους της χώρας»[12]. Στη συνέχεια, σημαντικός ήταν και ο νόμος της Ανεξιθρησκείας του 1688[13], «η απαρχή για την θρησκευτική ελευθερία», σε μία εποχή που η θρησκεία ως θεσμός διαδραμάτιζε, ίσως, τον πιο κορυφαίο ρόλο στον κορμό των κοινωνιών[14]. Με την Αμερικανική Επανάσταση και Διακήρυξη Ανεξαρτησίας το 1776[15]αλλά και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων το 1787[16] κατοχυρώνονται τα λεγόμενα «φυσικά δικαιώματα» του ανθρώπου με την αποδιδόμενη φιλοσοφική και θρησκευτική ερμηνεία και επιρροή ότι «κανένας νομοθέτης, καμία βουλή δεν μπορεί να τα ανατρέψει, ότι τα δικαιώματα είναι υπεράνω του νόμου» εφ’ όσον τον άνθρωπο τον έπλασε η φύση ή κάποιος Θεός και δεν μπορεί με καμία δύναμη να επέμβει κανείς στην ανθρώπινη υπόστασή του. Με τη Γαλλική Επανάσταση και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1789 διατυπωμένη από τους φιλοσόφους, έπαιξαν σημαντικό ρόλο δύο αρχές: α) η αρχή της εθνικής κυριαρχίας και β) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, προκειμένου να σταματήσουν οι πολιτικές αυθαιρεσίες και καταχρήσεις στο ζήτημα των αποδιδόμενων ποινών του μονάρχη – βασιλιά – ηγεμόνα που έως τότε κατείχε όλες τις εξουσίες υπό τον έλεγχό του[17]. Η επιστήμη της Εγκληματολογίας και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν μπορούν παρά να συμβαδίζουν παράλληλα στο δρόμο για τη σωστή απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης. ——— ———————– ————– [1] Ζαραφωνίτου Χ., Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Β’ Έκδοση, Αθήνα, 2004, σελ. 31. [2] Garofalo R., La Criminologie, F. Alcan, Paris, 1905. [3] Βασιλείου Θ. Α. & Σταματάκης Ν., Λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, Gutenberg, Αθήνα, 1992, σελ. 104. [4] http://www.humanrights.com/el/what-are-human-rights/brief-history/cyrus-cylinder.html, «Ενωμένοι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Uhr)», τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015. [5] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005, σελ. 77. [6] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Ανακριτική, Δικαιώματα του Ανθρώπου και Εγκληματογένεση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1984, σελ. 23. [7] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005, σελ. 130. [8] Delmas – Marty Μ., Πρότυπα και τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής, Νομική Βιβλιοθήκη, Ελληνική Μετάφραση: Ζαραφωνίτου Χ., Αθήνα, 2002, σελ. 12. [9] Δραγώνα – Μονάχου Μ., Φιλοσοφία και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η φιλοσοφική προϊστορία, η πρωτοϊστορία και η ιστορία της έννοιας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η σύγχρονη προβληματική, Παπαζήση, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1986, σελ. 29 – 64. [10] Δασκαλάκης Η., Η μεταχείριση του εγκληματία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985, σελ. 1. [11] Στο ίδιο, σελ. 2 – 6. [12]https://liberalarts.utexas.edu/coretexts/_files/resources/texts/c/1215%20Magna%20Carta.pdf, Magna Charta, τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015. [13] Locke J., Επιστολή για την ανεξιθρησκία (Epistola De Tolerantia), Ζήτρος 1998. [14] Διεθνής Αμνηστία, Τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι εννοούμε, Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας, Αθήνα, 1990, σελ. 10. [15] http://www.ushistory.org/declaration/document/index.html, Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Η.Π.Α, τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015. [16] http://www.opengov.gr/ministryofjustice/wp-content/uploads/downloads/2013/12/Dikaiomata.pdf, Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ανθρώπινα Δικαιώματα – Εθνικό Σχέδιο Δράσης, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 2013, σελ. 20, τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015. [17] Στο ίδιο, σελ. 11.





Της Κωνσταντίνας Κωνσταντίνου,

Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος

Παντείου Πανεπιστημίου

Υπάρχουν αρκετοί ορισμοί της έννοιας του εγκλήματος που αν παρατηρήσει κανείς στη βιβλιογραφία, ελληνική και μη, προσδιορίζονται κάθε φορά από τον τρόπο οπτικής του κάθε επιστήμονα και τη σχολή σκέψης που υπηρετεί. Ο ορισμός του Garofalo, ενός από τους τρεις θεμελιωτές της επιστήμης της Εγκληματολογίας για ορισμένους επιστήμονες[1], υποστηρικτής της Θετικιστικής Σχολής της Εγκληματολογίας ορίζει το πραγματικό έγκλημα ως εξής: «είναι η βλαβερή πράξη που καταστρέφει το υπάρχον σε μία δεδομένη κοινωνία κοινό ηθικό συναίσθημα της φιλαλληλίας»[2]. Αυτός ο ορισμός μπορεί να ενσωματώσει και το αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της Εγκληματολογίας υπό το συγκεκριμένο πρίσμα του παρόντος άρθρου.

Σύμφωνα με το λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίζονται ως οι «βασικές ανάγκες και προϋποθέσεις μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης εγγυημένες, συνήθως, από το δίκαιο για το σύνολο των πολιτών μιας κοινωνίας»[3], ενώ, ένας άλλος ορισμός που έχει δοθεί προκύπτει από τη σύζευξη των δύο λέξεων, «άνθρωπος (ουσιαστικό): ένα μέλος του είδους homo sapiens / δικαιώματα (ουσιαστικό): πράγματα τα οποία δικαιούσαι ή σου επιτρέπονται, εγγυημένες ελευθερίες / ανθρώπινα δικαιώματα (ουσιαστικό): τα δικαιώματα που έχεις επειδή είσαι άνθρωπος»[4].

Επειδή ακριβώς το έγκλημα συνιστά παραβίαση ιδιωτικού χώρου και άλλο τόσο ηθική όσο και υλική προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τον ίδιο τον δράστη και για το θύμα αλλά και για την κοινωνική ζωή όλων των ανθρώπων, την κοινωνία ολόκληρη, αυτοί οι δύο κλάδοι μελέτης (Εγκληματολογία και Ανθρώπινα Δικαιώματα) συναντώνται, κυρίως, στο χώρο της προανακριτικής και κύριας ανακριτικής διαδικασίας αλλά και της πρόληψης, αντιμετώπισης του εγκλήματος (αντεγκληματική πολιτική) μέσω της προώθησης, προάσπισης και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των προαναφερθέντων προσώπων κατά την ποινική διαδικασία και κατά το στάδιο του «σωφρονισμού» του δράστη.

Η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται για τη σημασία που αποδίδει στα δικαιώματα του ανθρώπου, καθώς, λόγω του αυστηρού και σοβαρού αντικειμένου της σχετικά με το ποινικό πεδίο από κοινωνιολογική σκοπιά, διακηρύσσει και τοποθετεί πάντα ως βασικό άξονά της την εξασφάλισή τους. Την επιστήμη της Εγκληματολογίας, υπό ευρεία έννοια, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε ως μια επιστήμη «ομπρέλλα» κάτω υπό την οποία περιλαμβάνονται, εξ’ αιτίας του διεπιστημονικού της χαρακτήρα[5], επιστημονικοί κλάδοι που τη βοήθησαν να δημιουργηθεί, όπως, μεταξύ άλλων, η Ανακριτική, η Ποινολογία – Σωφρονιστική και η Αντεγκληματική Πολιτική.

Η Ανακριτική «περιλαμβάνει την εξέταση και τον έλεγχο της νομικής ρύθμισης των θεμάτων που σχετίζονται με την ανάκριση και την ποινική δίκη, σε συνάρτηση με τις επιταγές για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις αρχές μιας ορθής αντεγκληματικής πολιτικής»[6], η Σωφρονιστική «ασχολείται όχι μόνο με την ποινή, αλλά και με όλα τα μέτρα «μεταχείρισης» του καταδίκου και με την αποτελεσματικότητά τους»[7], και η Αντεγκληματική Πολιτική «περιλαμβάνει τη μελέτη όλων των στρατηγικών, προγραμμάτων και μέτρων που στοχεύουν στον έλεγχο, σε ανεκτά όρια, της εγκληματικότητας, πάντοτε με βασικό κριτήριο την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τη πρόληψη του εγκλήματος»[8].

Όμως, για να φτάσουν αυτοί οι κλάδοι να έχουν τέτοιο περιεχόμενο, οι ανθρώπινες καταστάσεις, ούσες αποκρυσταλλωμένες στον χρόνο, όλων των κοινωνικών σχηματισμών ανά εποχή, είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο αυθαιρεσίας ιστορικά που έπρεπε να τερματιστούν ή και να αναθεωρηθούν όσον αφορά ορισμένα είδη ποινής. Τα κεντρικά ζητήματα περί της έννοιας δικαιωμάτων απασχολούσαν ιδιαίτερα τους στοχαστές – φιλοσόφους από την αρχαιότητα (ελληνική πραγματεία του 5ου αιώνα) μέχρι και το ρεύμα του ωφελιμισμού (19ος αιώνας), ήταν δύο: α) το αν τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι δοσμένα και ταυτισμένα με τη φύση και προέρχονται από φυσικούς νόμους που διέπουν τη ζωή τους από τις πρωτόγονες κοινωνίες (κοινωνίες χωρίς κράτος) μέχρι και την πρώτη μορφή οργάνωσης της κοινωνικής ζωής σε αντιδιαστολή με το φιλοσοφικό ρεύμα, κυρίαρχη θέση του οποίου αποτελεί το εάν τελικά τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι κοινωνικά παρά φυσικά με τον αντίστοιχο διαχωρισμό τους σε δικαιώματα του πολίτη υπερτονίζοντας την αξία του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία παρά έξω από αυτή και β) το πρόβλημα της θεμελίωσης της έννοιας των δικαιωμάτων, καθώς η έννοια «δικαίωμα» ανά τις εποχές και τα φιλοσοφικά ρεύματα που κυριάρχησαν πήρε διάφορες περιγραφικές μορφές μέχρι τις γνωστές σε όλους ιστορικές διακηρύξεις. Μέχρι τότε, ωστόσο, οι αντιφάσεις και οι φιλοσοφικές διαφωνίες ήταν έντονες[9].

Σύμφωνα με τον Δασκαλάκη, για την επιστήμη της Εγκληματολογίας η αντιμετώπιση, η στάση της κοινωνίας απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο που «εγκλημάτισε» ονομάζεται «μεταχείριση» (όρος θεμελιωμένος από την Ιταλική Θετικιστική σχολή) και «είναι συνώνυμος με τον όρο θεσμική ή πολιτειακή αντίδραση κατά του εγκληματία» και υπό μία στενότερη εννοιολογική έννοια σημαίνει «το σύνολο των μεθόδων θεραπευτικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα που εφαρμόζονται στους εγκληματίες και συνιστά έννοια που αντιτίθεται ριζικά στην έννοια της τιμώρησης ή της καταστολής»[10].

Βέβαια, οι διάφορες μορφές που ενσωματώθηκαν στην έννοια της μεταχείρισης του εγκληματία ιστορικά δεν δηλώνουν απόλυτα αυτή τη ριζική αντίθεση με την έννοια της καταστολής. Η εκδήλωση των μορφών αυτών απέναντι στον εγκληματία με βάναυσες μεθόδους, κυρίως, ανά αιώνες, ιστορικά δικαιολογούν και τις επίμαχες επαναστάσεις και διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μπορούν να συνοψιστούν ως εξής[11]:
Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η αντίδραση της ομάδας στην οποία ανήκε ο εγκληματίας εκδηλωνόταν σε τρείς φάσεις βάσει τριών κατηγοριών πράξεων δημόσια: α) κοινωνική κάθαρση της ομάδας με το πτώμα του δράστη να καίγεται ή να ρίχνεται στη θάλασσα προς ικανοποίηση και στο βωμό κάποιου θεού, β) περιφρόνηση από την οικογένεια του δράστη και αποξένωση όταν οι πράξεις του στρέφονταν κατά αυτής, γ) αρχή αναλογίας προσβολής και αντεκδίκησης λόγω προξένησης βλάβης από τον δράστη στο θύμα και στη συνέχεια ίσχυε η καταβολή αποζημίωσης από τον δράστη στο θύμα, το οποίο αποτελούσε μέλος της οικογενείας του.
Με την εμφάνιση, ανάπτυξη και καθιέρωση κεντρικής εξουσίας μέσα στην κοινωνία, πραγματοποιήθηκε η λήψη και η ευθύνη της αντίδρασης απέναντι στον εγκληματία (αρμόδια για την εκτέλεση ποινής), η οποία πλέον κατέστη ιδιωτική υπόθεση. Ωστόσο, οι κυρώσεις ήταν γνωστές και δημόσιες σε όλους τους κοινωνούς.
Στις πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες, λοιπόν, η αντίδραση της κεντρικής πολιτικής εξουσίας απέναντι στον εγκληματία βρισκόταν σε συνάρτηση με τη δομή της και τις ανάλογες πολιτικές θέσεις της, δηλαδή όσο πιο απόλυτη η πολιτική στρατηγική της εξουσίας τόσο πιο σκληρή και απάνθρωπη η μεταχείριση.

Ωστόσο, η Αγγλία κατέχει τα πρωτεία σχετικά με τη συγγραφή διακηρύξεων και νόμων περί δικαιωμάτων του ανθρώπου και μάλιστα από το 1215 με το κείμενο “Magna Charta”, το οποίο αποτελεί και το πρώτο συνταγματικό κείμενο, τον παλαιότερο νόμο στην Αγγλική Νομοθεσία (The Statute Book) και που υπαγόρευε ότι «κανένας δεν μπορεί να συλληφθεί, να φυλακιστεί ή να δικαστεί παρά μόνο μετά από τη νόμιμη κρίση των ομοτίμων του και σύμφωνα με τους νόμους της χώρας»[12]. Στη συνέχεια, σημαντικός ήταν και ο νόμος της Ανεξιθρησκείας του 1688[13], «η απαρχή για την θρησκευτική ελευθερία», σε μία εποχή που η θρησκεία ως θεσμός διαδραμάτιζε, ίσως, τον πιο κορυφαίο ρόλο στον κορμό των κοινωνιών[14].

Με την Αμερικανική Επανάσταση και Διακήρυξη Ανεξαρτησίας το 1776[15]αλλά και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων το 1787[16] κατοχυρώνονται τα λεγόμενα «φυσικά δικαιώματα» του ανθρώπου με την αποδιδόμενη φιλοσοφική και θρησκευτική ερμηνεία και επιρροή ότι «κανένας νομοθέτης, καμία βουλή δεν μπορεί να τα ανατρέψει, ότι τα δικαιώματα είναι υπεράνω του νόμου» εφ’ όσον τον άνθρωπο τον έπλασε η φύση ή κάποιος Θεός και δεν μπορεί με καμία δύναμη να επέμβει κανείς στην ανθρώπινη υπόστασή του. Με τη Γαλλική Επανάσταση και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1789 διατυπωμένη από τους φιλοσόφους, έπαιξαν σημαντικό ρόλο δύο αρχές: α) η αρχή της εθνικής κυριαρχίας και β) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, προκειμένου να σταματήσουν οι πολιτικές αυθαιρεσίες και καταχρήσεις στο ζήτημα των αποδιδόμενων ποινών του μονάρχη – βασιλιά – ηγεμόνα που έως τότε κατείχε όλες τις εξουσίες υπό τον έλεγχό του[17].


Η επιστήμη της Εγκληματολογίας και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν μπορούν παρά να συμβαδίζουν παράλληλα στο δρόμο για τη σωστή απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης.

——— ———————– ————–

[1] Ζαραφωνίτου Χ., Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Β’ Έκδοση, Αθήνα, 2004, σελ. 31.

[2] Garofalo R., La Criminologie, F. Alcan, Paris, 1905.

[3] Βασιλείου Θ. Α. & Σταματάκης Ν., Λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, Gutenberg, Αθήνα, 1992, σελ. 104.

[4] http://www.humanrights.com/el/what-are-human-rights/brief-history/cyrus-cylinder.html, «Ενωμένοι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Uhr)», τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015.

[5] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005, σελ. 77.

[6] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Ανακριτική, Δικαιώματα του Ανθρώπου και Εγκληματογένεση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1984, σελ. 23.

[7] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005, σελ. 130.

[8] Delmas – Marty Μ., Πρότυπα και τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής, Νομική Βιβλιοθήκη, Ελληνική Μετάφραση: Ζαραφωνίτου Χ., Αθήνα, 2002, σελ. 12.

[9] Δραγώνα – Μονάχου Μ., Φιλοσοφία και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η φιλοσοφική προϊστορία, η πρωτοϊστορία και η ιστορία της έννοιας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η σύγχρονη προβληματική, Παπαζήση, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1986, σελ. 29 – 64.

[10] Δασκαλάκης Η., Η μεταχείριση του εγκληματία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985, σελ. 1.

[11] Στο ίδιο, σελ. 2 – 6.

[12]https://liberalarts.utexas.edu/coretexts/_files/resources/texts/c/1215%20Magna%20Carta.pdf, Magna Charta, τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015.

[13] Locke J., Επιστολή για την ανεξιθρησκία (Epistola De Tolerantia), Ζήτρος 1998.

[14] Διεθνής Αμνηστία, Τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι εννοούμε, Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας, Αθήνα, 1990, σελ. 10.

[15] http://www.ushistory.org/declaration/document/index.html, Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Η.Π.Α, τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015.

[16] http://www.opengov.gr/ministryofjustice/wp-content/uploads/downloads/2013/12/Dikaiomata.pdf, Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ανθρώπινα Δικαιώματα – Εθνικό Σχέδιο Δράσης, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 2013, σελ. 20, τελευταία πρόσβαση: 3/1/2015.

[17] Στο ίδιο, σελ. 11.

Σχόλια