Γιουβάλ Χαράρι – Οι οργανισμοί είναι αλγόριθμοι

Γιουβάλ Χαράρι – Οι οργανισμοί είναι αλγόριθμοι Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ζώα όπως τα γουρούνια έχουν έναν υποκειμενικό κόσμο αναγκών, αισθήσεων και συναισθημάτων; Δεν διαπράττουμε το σφάλμα της ανθρωποποίησης των ζώων, δηλαδή της απόδοσης ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε μη ανθρώπινα πλάσματα, σαν παιδιά που πιστεύουν ότι οι κούκλες τους νιώθουν αγάπη και θυμό; Στην πραγματικότητα, το να αποδίδουμε συναισθήματα στα γουρούνια δεν τα ανθρωποποιεί. Τα «θηλαστικοποιεί». Γιατί τα συναισθήματα δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό – υπάρχουν σε όλα τα θηλαστικά (καθώς και σε όλα τα πουλιά και πιθανώς σε ορισμένα ερπετά, ακόμα και ψάρια). Όλα τα θηλαστικά έχουν αναπτύξει συναισθηματικές ικανότητες και ανάγκες, κι από το γεγονός ότι τα γουρούνια είναι θηλαστικά μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι έχουν αισθήματα. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι επιστήμες της ζωής έχουν αποδείξει ότι τα συναισθήματα δεν είναι κάποιο μυστηριώδες πνευματικό φαινόμενο που χρησιμεύει μόνο για να γράφουμε ποίηση και να συνθέτουμε συμφωνίες. Τα συναισθήματα είναι βιοχημικοί αλγόριθμοι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση και την αναπαραγωγή των θηλαστικών. Τι σημαίνει αυτό; Ας αρχίσουμε εξηγώντας τι είναι ο αλγόριθμος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο επειδή αυτή η καθοριστική έννοια θα εμφανιστεί ξανά σε πολλά από τα κεφάλαια που ακολουθούν, αλλά κι επειδή ο 21 ος αιώνας θα κυριαρχείται από αλγόριθμους. Ο «αλγόριθμος» είναι ίσως η πιο σημαντική έννοια στον κόσμο μας. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη ζωή μας και το μέλλον μας, πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να κατανοήσουμε τι είναι ο αλγόριθμος και πώς συνδέονται οι αλγόριθμοι με τα συναισθήματα. Ο αλγόριθμος είναι μια μεθοδική ακολουθία βημάτων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνουμε υπολογισμούς, να λύσουμε προβλήματα και να πάρουμε αποφάσεις. Ο αλγόριθμος δεν είναι ένας συγκεκριμένος υπολογισμός, αλλά η μέθοδος που ακολουθούμε όταν κάνουμε τον υπολογισμό. Για παράδειγμα, αν θέλετε να υπολογίσετε τον μέσο όρο δύο αριθμών, χρησιμοποιείτε έναν απλό αλγόριθμο. Ο αλγόριθμος λέει: «Πρώτο βήμα: αθροίζω τους δύο αριθμούς. Δεύτερο βήμα: διαιρώ το άθροισμα διά του δύο». Αν βάλετε τους αριθμούς 4 και 8, θα βγει 6. Αν βάλετε το 117 και το 231, θα βγει 174. Ένα πιο σύνθετο παράδειγμα είναι μια συνταγή μαγειρικής. Ο αλγόριθμος για την παρασκευή σούπας με λαχανικά μπορεί να μας λέει: Ζεσταίνουμε μισό φλιτζάνι λάδι σε μια κατσαρόλα. Ψιλοκόβουμε τέσσερα κρεμμύδια. Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια. Κόβουμε τρεις πατάτες κομματάκια και τις ρίχνουμε στην κατσαρόλα. Κόβουμε ένα λάχανο και το βάζουμε στην κατσαρόλα. Και ούτω καθεξής. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τον ίδιο αλγόριθμο δεκάδες φορές, χρησιμοποιώντας κάθε φορά ελαφρώς διαφορετικά λαχανικά κι επομένως φτιάχνοντας μια ελαφρώς διαφορετική σούπα. Αλλά ο αλγόριθμος παραμένει ίδιος. Η συνταγή από μόνη της δεν μπορεί να φτιάξει σούπα. Χρειάζεται ένα άτομο που θα διαβάσει τη συνταγή και θα ακολουθήσει τα βήματα που υποδεικνύονται. Αλλά μπορούμε να φτιάξουμε μια μηχανή που θα ενσωματώνει τον αλγόριθμο και θα τον ακολουθεί αυτόματα. Ύστερα, αρκεί να δώσουμε στη μηχανή νερό, ηλεκτρικό και λαχανικά – και θα μας ετοιμάσει μόνη της τη σούπα. Δεν υπάρχουν πολλές μηχανές σούπας, αλλά μάλλον θα ξέρετε τους αυτόματους πωλητές ροφημάτων. Αυτές οι μηχανές έχουν συνήθως μια υποδοχή για κέρματα, ένα άνοιγμα για ποτήρια και σειρές με κουμπιά. Η πρώτη σειρά έχει κουμπιά για καφέ, τσάι και κακάο. Η δεύτερη σειρά λέει: χωρίς ζάχαρη, μία κουταλιά ζάχαρη, δύο κουταλιές ζάχαρη. Η τρίτη γράφει: γάλα, γάλα σόγιας, χωρίς γάλα. Ένας άνθρωπος πλησιάζει τη μηχανή, βάζει ένα κέρμα στη σχισμή και πιέζει τα κουμπιά που γράφουν «τσάι», «μία ζάχαρη» και «γάλα». Η μηχανή παίρνει μπροστά, ακολουθώντας μια ακριβή σειρά βημάτων. Βάζει ένα φακελάκι τσάι σε ένα ποτήρι, ρίχνει βραστό νερό, προσθέτει μια κουταλιά ζάχαρη και γάλα και ντινγκ! Εμφανίζεται ένα ωραίο φλιτζάνι τσάι. Αυτό είναι ένας αλγόριθμος. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι βιολόγοι έχουν καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος που πιέζει τα κουμπιά του αυτόματου πωλητή και πίνει τσάι είναι κι αυτός ένας αλγόριθμος. Αναμφίβολα, ένας αλγόριθμος πολύ πιο πολύπλοκος από τον αυτόματο πωλητή, αλλά πάντως ένας αλγόριθμος. Οι άνθρωποι δεν είναι αλγόριθμοι που φτιάχνουν φλιτζάνια τσάι, αλλά αντίγραφα του εαυτού τους (σαν έναν αυτόματο πωλητή που, όταν θα πατούσες τον σωστό συνδυασμό κουμπιών, θα έφτιαχνε έναν άλλο αυτόματο πωλητή). Οι αλγόριθμοι που ελέγχουν τους αυτόματους πωλητές δουλεύουν μέσω μηχανικών γραναζιών και ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Οι αλγόριθμοι που ελέγχουν τους ανθρώπους δουλεύουν μέσω αισθήσεων, συναισθημάτων και σκέψεων. Κι οι ίδιοι ακριβώς αλγόριθμοι ελέγχουν τα γουρούνια, τους μπαμπουίνους, τις ενυδρίδες και τα κοτόπουλα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το εξής πρόβλημα επιβίωσης: ένας μπαμπουίνος εντοπίζει μερικές μπανάνες που κρέμονται από ένα δέντρο, αλλά προσέχει επίσης κι ένα λιοντάρι που καραδοκεί εκεί κοντά. Πρέπει να διακινδυνέψει τη ζωή του γι’ αυτές τις μπανάνες; Το πρόβλημα αυτό καταλήγει σε έναν μαθηματικό υπολογισμό πιθανοτήτων: τις πιθανότητας να πεθάνει ο μπαμπουίνος από την πείνα αν δεν φάει τις μπανάνες απέναντι στην πιθανότητα να πιάσει το λιοντάρι τον μπαμπουίνο. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο μπαμπουίνος πρέπει να υπολογίσει πολλά στοιχεία. Πόσο μακριά είμαι από τις μπανάνες; Πόσο μακριά είναι το λιοντάρι; Πόσο γρήγορα τρέχω; Πόσο γρήγορα τρέχει το λιοντάρι; Το λιοντάρι είναι ξύπνιο ή κοιμάται; Φαίνεται πεινασμένο ή χορτάτο; Πόσες είναι οι μπανάνες; Είναι μεγάλες ή μικρές; Πράσινες ή ώριμες; Εκτός από τα εξωτερικά αυτά δεδομένα, ο μπαμπουίνος πρέπει να εξετάσει και πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες μέσα στο ίδιο του το σώμα. Αν πεθαίνει της πείνας, έχει νόημα να ρισκάρει τα πάντα γι’ αυτές τις μπανάνες, όσες κι αν είναι οι πιθανότητες επιτυχίας. Αν, αντίθετα, έχει μόλις φάει κι οι μπανάνες δεν είναι παρά λαιμαργία, τότε γιατί να το διακινδυνέψει; Για να μπορέσει ο μπαμπουίνος να υπολογίσει και να ζυγίσει όλες αυτές τις μεταβλητές, χρειάζεται πολύ πιο πολύπλοκους αλγόριθμους από εκείνους που ελέγχουν τον αυτόματο πωλητή. Το έπαθλο για τους σωστούς υπολογισμούς είναι αντίστοιχα μεγαλύτερο. Το έπαθλο είναι η ίδια η επιβίωση του μπαμπουίνου. Ένας άτολμος μπαμπουίνος -που οι αλγόριθμοί του υπερεκτιμούν τους κινδύνους- θα πεθάνει από πείνα και τα γονίδια που διαμόρφωσαν αυτούς τους δειλούς αλγόριθμους θα πεθάνουν μαζί του. Ένας παρορμητικός μπαμπουίνος -που οι αλγόριθμοί του υποτιμούν τους κινδύνους- θα πέσει θύμα του λιονταριού και τα παράτολμα γονίδιά του επίσης δεν θα φτάσουν στην επόμενη γενιά. Αυτοί οι αλγόριθμοι υφίστανται ένα διαρκή έλεγχο ποιότητας από τη φυσική επιλογή. Μόνο τα ζώα που υπολογίζουν σωστά τις πιθανότητες αφήνουν απογόνους. Όλα αυτά, ωστόσο, είναι υπερβολικά αφηρημένα. Πώς ακριβώς υπολογίζει πιθανότητες ο μπαμπουίνος; Προφανώς δεν βγάζει το μολύβι απ’ το αυτί, το σημειωματάριο από την κωλότσεπη κι αρχίζει να υπολογίζει ταχύτητες κι επίπεδα ενέργειας με μια αριθμομηχανή. Αυτό που συμβαίνει είναι μάλλον ότι ολόκληρο το σώμα του μπαμπουίνου είναι μια αριθμομηχανή. Αυτά που αποκαλούμε αισθήσεις και συναισθήματα είναι στην πραγματικότητα αλγόριθμοι. Ο μπαμπουίνος νιώθει πείνα, νιώθει φόβο και τρέμει στη θέα του λιονταριού, αλλά νιώθει και τα σάλια του να τρέχουν καθώς βλέπει τις μπανάνες. Μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου βιώνει έναν κατακλυσμό αισθήσεων, συναισθημάτων και επιθυμιών, του δεν είναι παρά η διαδικασία του υπολογισμού. Το αποτέλεσμα θα εμφανιστεί με τη μορφή συναισθήματος: ο μπαμπουίνος θα νιώσει ξαφνικά το ηθικό του να ανεβαίνει, τις τρίχες του να σηκώνονται, τους μυς του να τεντώνονται, το στέρνο του να ανοίγει, θα πάρει μια βαθιά ανάσα και, «Εμπρός! Μπορώ να το κάνω! Για τις μπανάνες!» Αλλιώς, μπορεί να τον πλημμυρίσει φόβος, οι ώμοι του θα πέσουν, το στομάχι του θα σφιχτεί, τα πόδια του θα λυγίσουν και «Μαμά! Ένα λιοντάρι! Βοήθεια!» Κάποιες φορές οι πιθανότητες μοιράζονται τόσο πολύ, που είναι δύσκολο να αποφασίσει. Κι αυτό θα εκδηλωθεί σαν συναίσθημα. Ο μπαμπουίνος θα νιώσει μπερδεμένος και αναποφάσιστος. «Ναι… Όχι… Ναι… Όχι… Να πάρει! Δεν ξέρω τι να κάνω!» Για να μεταδώσει κανείς τα γονίδιά του στην επόμενη γενιά, δεν αρκεί να λύνει μόνο προβλήματα επιβίωσης. Τα ζώα πρέπει να λύνουν και προβλήματα αναπαραγωγής — κι αυτό εξαρτάται επίσης από τον υπολογισμό πιθανοτήτων. Η φυσική επιλογή ανέπτυξε το πάθος και την απέχθεια σαν γρήγορους αλγόριθμους για τον υπολογισμό πιθανοτήτων αναπαραγωγής. Ομορφιά σημαίνει «καλές πιθανότητες για επιτυχημένους απογόνους». Όταν μια γυναίκα βλέπει έναν άντρα και σκέφτεται «Αμάν! Τι κούκλος!» κι όταν ένα θηλυκό παγόνι βλέπει ένα αρσενικό και σκέφτεται «Χριστέ μου! Τι ουρά!», κάνουν κάτι παρόμοιο με τον αυτόματο πωλητή. Καθώς το φως που αντανακλάται από το σώμα του αρσενικού φτάνει στον αμφιβληστροειδή τους, παίρνουν μπροστά εξαιρετικά ισχυροί αλγόριθμοι, ακονισμένοι από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, οι αλγόριθμοι μετατρέπουν μικροσκοπικά στοιχεία στην εξωτερική εμφάνιση του αρσενικού σε πιθανότητες αναπαραγωγής και φτάνουν στο συμπέρασμα: «Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για ένα εξαιρετικά υγιές και γόνιμο αρσενικό, με έκτακτα γονίδια». Φυσικά, το συμπέρασμα αυτό δεν εκφράζεται με λόγια ή με αριθμούς, αλλά με τη φλογερή φαγούρα της σεξουαλικής έλξης. Οι παγώνες κι οι περισσότερες γυναίκες δεν κάνουν αυτούς τους υπολογισμούς με χαρτί και μολύβι. Απλώς τους νιώθουν. Ακόμα και οι βραβευμένοι με Νόμπελ οικονομίας παίρνουν μόνο ένα μικρό κλάσμα των αποφάσεών τους χρησιμοποιώντας χαρτί, μολύβι και κομπιουτερά-κι· το 99% των αποφάσεών μας -συμπεριλαμβανομένων και των πιο σημαντικών επιλογών ζωής που αφορούν συζύγους, σταδιοδρομίες και κατοικία- γίνονται από τους εξαιρετικά εκλεπτυσμένους αλγόριθμους που αποκαλούμε αισθήσεις, αισθήματα και επιθυμίες. Επειδή οι αλγόριθμοι αυτοί ελέγχουν τη ζωή όλων των θηλαστικών και των πουλιών (και πιθανώς κάποιων ερπετών, ακόμα και κάποιων ψαριών), όταν οι άνθρωποι, οι μπαμπουίνοι και τα γουρούνια νιώθουν φόβο, πραγματοποιούνται παρόμοιες νευρολογικές διαδικασίες σε παρόμοιες περιοχές του εγκεφάλου. Είναι, επομένως, πολύ πιθανό οι φοβισμένοι άνθρωποι, οι φοβισμένοι μπαμπουίνοι και τα φοβισμένα γουρούνια να βιώνουν μια παρόμοια εμπειρία. Βέβαια, υπάρχουν και διαφορές. Τα γουρούνια δεν φαίνεται να βιώνουν την ακραία συμπόνια και σκληρότητα που χαρακτηρίζει τον χόμο σάπιενς, ούτε την αίσθηση του θαυμασμού που κατακλύζει έναν άνθρωπο καθώς κοιτάζει την απεραντοσύνη του έναστρου ουρανού. Είναι πιθανό να υπάρχουν και αντίθετα παραδείγματα, συναισθημάτων των γουρουνιών που είναι άγνωστα στους ανθρώπους, αλλά για προφανείς λόγους δεν μπορώ να αναφέρω κανένα. Ωστόσο, υπάρχει ένα βασικό συναίσθημα που φαίνεται πως είναι κοινό σε όλα τα θηλαστικά: ο δεσμός μητέρας-βρέφους. Για την ακρίβεια, είναι αυτό που δίνει στα θηλαστικά το όνομά τους. Η λέξη «θηλαστικό» προέρχεται από το «θηλασμό». Οι μητέρες θηλαστικά αγαπούν τόσο πολύ τα παιδιά τους, που τα αφήνουν να βυζαίνουν από το σώμα τους. Τα νεαρά θηλαστικά, από τη μεριά τους, νιώθουν μια ασυγκράτητη επιθυμία να δεθούν με τη μητέρα τους και να μείνουν κοντά της. Στη φύση, τα γουρουνάκια, τα μοσχάρια και τα κουτάβια που δεν καταφέρνουν να δεθούν με τη μητέρα τους, σπάνια επιβιώνουν για πολύ. Μέχρι πρόσφατα, αυτό ίσχυε και για τα παιδιά των ανθρώπων. Αντίστροφα, μια γουρούνα, μια αγελάδα ή μια σκύλα που εξαιτίας κάποιας σπάνιας μετάλλαξης δεν νοιάζεται για τα μικρά της μπορεί να ζήσει μια μεγάλη και άνετη ζωή, αλλά τα γονίδιά της δεν θα περάσουν στην επόμενη γενιά. Για τα άλλα συναισθήματα μπορούμε να το συζητήσουμε, αλλά καθώς τα νεαρά θηλαστικά δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς τη μητρική φροντίδα. είναι προφανές ότι η μητρική αγάπη και ο ισχυρός δεσμός μητέρας-βρέφους χαρακτηρίζουν όλα τα θηλαστικά. Οι επιστήμονες χρειάστηκαν χρόνια για να το αναγνωρίσουν αυτό. Δεν πάει πολύς καιρός που οι ψυχολόγοι αμφισβητούσαν τη σημασία του συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ακόμα και στους ανθρώπους. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και παρά την επιρροή των φροϋδικών θεωριών, η κυρίαρχη συμπεριφοριστική σχολή υποστήριζε ότι οι σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών διαμορφώνονται από την υλική ανταπόδοση· ότι τα παιδιά χρειάζονται κυρίως τροφή, στέγη και ιατρική φροντίδα· κι ότι τα παιδιά δένονται με τους γονείς τους απλώς και μόνο επειδή εκείνοι τούς καλύπτουν αυτές τις υλικές ανάγκες. Τα παιδιά που ζητούν στοργή, αγκαλιές και φιλιά θεωρούνταν «κακομαθημένα». Ειδικοί της παιδικής φροντίδας προειδοποιούσαν ότι τα παιδιά που οι γονείς τους τα αγκαλιάζουν και τα φιλάνε γίνονται απαιτητικοί, εγωτικοί και ανασφαλείς ενήλικοι. Ο Τζον Γουότσον, εξέχουσα αυθεντία στην παιδική φροντίδα κατά τη δεκατία του 1920, συμβούλευε αυστηρά τους γονείς: «Ποτέ μην αγκαλιάζετε και μη φιλάτε [τα παιδιά σας], ποτέ μην τα αφήνετε να κάθονται στα πόδια σας. Αν είναι απαραίτητο, φιλήστε τα μία φορά στο μέτωπο όταν λέτε καληνύχτα. Το πρωί να τα χαιρετάτε με χειραψία». Το δημοφιλές περιοδικό Βρεφική φροντίδα εξηγούσε τι το μυστικό της ανατροφής των παιδιών είναι να διατηρούμε την πειθαρχία και να καλύπτουμε τις υλικές ανάγκες των παιδιών με βάση ένα αυστηρό ημερήσιο τα πρόγραμμα. Ένα άρθρο του 1929 συμβούλευε τους γονείς ότι, αν ένα βρέφος κλαίει ζητώντας φαγητό πριν από την ώρα που τρώει κανονικά: «Μην το πάρετε αγκαλιά, μην το κουνήσετε για να σταματήσει το κλάμα και μην το θηλάσετε μέχρι να είναι ακριβώς η ώρα του φαγητού. Το κλάμα δεν βλάπτει τα μωρά, ακόμα και τα πολύ μικρά». Ήταν πια στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, που όλο και περισσότεροι ειδικοί άρχισαν να εγκαταλείπουν αυτές τις αυστηρές συμπεριφοριστικές θεωρίες και να αναγνωρίζουν τη θεμελιώδη σημασία των συναισθηματικών αναγκών. Σε μια σειρά διάσημων (και σοκαριστικά σκληρών) πειραμάτων, ο ψυχολόγος Χάρι Χάρλοου χώρισε μαϊμούδες βρέφη από τις μητέρες τους λίγο μετά τη γέννησή τους και τις απομόνωσε σε μικρά κλουβιά. Όταν μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε μια μεταλλική κούκλα στην οποία ήταν προσαρμοσμένο ένα μπιμπερό με γάλα και σε μια κούκλα καλυμμένη με απαλό ύφασμα, που δεν είχε γάλα, τα μαϊμουδάκια γραπώνονταν με όλη τους τη δύναμη από την άφορη υφασμάτινη κούκλα. Αυτά τα μαϊμουδάκια ήξεραν κάτι που ο Τζον Γουότσον και οι ειδικοί τη; Βρεφικής φροντίδας δεν είχαν συνειδητοποιήσει: τα θηλαστικά δεν χρειάζονται μόνο τροφή για να ζήσουν. Χρειάζονται και συναισθηματικούς δεσμούς. Εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης είχαν προγραμματίσει τις μαϊμούδες με μια ασυγκράτητη επιθυμία για συναισθηματικό δέσιμο. Η εξέλιξη είχε επίσης εγγράψει μέσα του; την υπόθεση ότι οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι πιθανότερο να σχηματιστούν με απαλά, χνουδωτά πράγματα παρά με μεταλλικά αντικείμενα. (Αυτός είναι επίσης ο λόγος που τα παιδιά των ανθρώπων είναι πολύ πιθανότερο να δεθούν με κούκλες, κουβέρτες και κουρέλια, παρά με πέτρες ή κομμάτια ξύλο.) Η ανάγκη για συναισθηματικούς δεσμούς είναι τόσο ισχυρή, που τα μαϊμουδάκια του Χάρλοου παράτησαν τη θρεπτική μεταλλική κούκλα και έστρεψαν την προσοχή τους στο μοναδικό αντικείμενο που έμοιαζε ικανό να καλύψει αυτή την ανάγκη. Δυστυχώς, η υφασμάτινη μητέρα δεν τους ανταπέδωσε ποτέ την τρυφερότητα κι έτσι τα μαϊμουδάκια υπέφεραν από σοβαρά ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα και μεγαλώνοντας έγιναν νευρωτικοί και αντικοινωνικοί ενήλικοι. Σήμερα δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε αυτές τις συμβουλές για την ανατροφή των παιδιών στον πρώιμο 20ό αιώνα. Πώς είναι δυνατόν να μην καταλάβαιναν οι ειδικοί ότι τα παιδιά έχουν συναισθηματικές ανάγκες και ότι η πνευματική και σωματική τους υγεία εξαρτάται τόσο από την κάλυψη αυτών των αναγκών όσο και από την τροφή, τη στέγη και τα φάρμακα; Ωστόσο, όταν πρόκειται για άλλα θηλαστικά, εξακολουθούμε να μην αναγνωρίζουμε το προφανές. Όπως ο Τζον Γουότσον και η Βρεφική φροντίδα, οι αγρότες σε όλη την ιστορία φρόντιζαν για τις υλικές ανάγκες που είχαν τα γουρουνάκια, τα μοσχάρια και τα κατσικάκια, αλλά συνήθως αγνοούσαν τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Έτσι, η βιομηχανία του κρέατος και του γάλακτος βασίζεται στο σπάσιμο του πιο θεμελιώδους συναισθηματικού δεσμού στο βασίλειο των θηλαστικών. Οι κτηνοτρόφοι γονιμοποιούν ξανά και ξανά τις γουρούνες και τις γαλακτοπαραγωγούς αγελάδες τους. Όμως τα γουρουνάκια και τα μοσχάρια χωρίζονται από τις μητέρες τους λίγο μετά τη γέννα και συχνά περνάνε όλη τους τη ζωή χωρίς να θηλάσουν ποτέ το στήθος της ή να νιώσουν το ζεστό άγγιγμα της γλώσσας της στο σώμα τους. Αυτό που έκανε ο Χάρι Χάρλοου σε μερικές μαϊμούδες, το κάνει καθημερινά η βιομηχανία κρέατος και γάλακτος σε δισεκατομμύρια ζώα. Γιουβάλ Νόα Χαράρι – Homo Deus. Μια σύντομη ιστορία του μέλλοντος





Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ζώα όπως τα γουρούνια έχουν έναν υποκειμενικό κόσμο αναγκών, αισθήσεων και συναισθημάτων; Δεν διαπράττουμε το σφάλμα της ανθρωποποίησης των ζώων, δηλαδή της απόδοσης ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε μη ανθρώπινα πλάσματα, σαν παιδιά που πιστεύουν ότι οι κούκλες τους νιώθουν αγάπη και θυμό;



Στην πραγματικότητα, το να αποδίδουμε συναισθήματα στα γουρούνια δεν τα ανθρωποποιεί. Τα «θηλαστικοποιεί». Γιατί τα συναισθήματα δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό – υπάρχουν σε όλα τα θηλαστικά (καθώς και σε όλα τα πουλιά και πιθανώς σε ορισμένα ερπετά, ακόμα και ψάρια). Όλα τα θηλαστικά έχουν αναπτύξει συναισθηματικές ικανότητες και ανάγκες, κι από το γεγονός ότι τα γουρούνια είναι θηλαστικά μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι έχουν αισθήματα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, οι επιστήμες της ζωής έχουν αποδείξει ότι τα συναισθήματα δεν είναι κάποιο μυστηριώδες πνευματικό φαινόμενο που χρησιμεύει μόνο για να γράφουμε ποίηση και να συνθέτουμε συμφωνίες. Τα συναισθήματα είναι βιοχημικοί αλγόριθμοι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση και την αναπαραγωγή των θηλαστικών. Τι σημαίνει αυτό;

Ας αρχίσουμε εξηγώντας τι είναι ο αλγόριθμος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο επειδή αυτή η καθοριστική έννοια θα εμφανιστεί ξανά σε πολλά από τα κεφάλαια που ακολουθούν, αλλά κι επειδή ο 21 ος αιώνας θα κυριαρχείται από αλγόριθμους. Ο «αλγόριθμος» είναι ίσως η πιο σημαντική έννοια στον κόσμο μας. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη ζωή μας και το μέλλον μας, πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να κατανοήσουμε τι είναι ο αλγόριθμος και πώς συνδέονται οι αλγόριθμοι με τα συναισθήματα.

Ο αλγόριθμος είναι μια μεθοδική ακολουθία βημάτων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνουμε υπολογισμούς, να λύσουμε προβλήματα και να πάρουμε αποφάσεις. Ο αλγόριθμος δεν είναι ένας συγκεκριμένος υπολογισμός, αλλά η μέθοδος που ακολουθούμε όταν κάνουμε τον υπολογισμό. Για παράδειγμα, αν θέλετε να υπολογίσετε τον μέσο όρο δύο αριθμών, χρησιμοποιείτε έναν απλό αλγόριθμο. Ο αλγόριθμος λέει: «Πρώτο βήμα: αθροίζω τους δύο αριθμούς. Δεύτερο βήμα: διαιρώ το άθροισμα διά του δύο». Αν βάλετε τους αριθμούς 4 και 8, θα βγει 6. Αν βάλετε το 117 και το 231, θα βγει 174.

Ένα πιο σύνθετο παράδειγμα είναι μια συνταγή μαγειρικής. Ο αλγόριθμος για την παρασκευή σούπας με λαχανικά μπορεί να μας λέει:


Ζεσταίνουμε μισό φλιτζάνι λάδι σε μια κατσαρόλα.
Ψιλοκόβουμε τέσσερα κρεμμύδια.
Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια.
Κόβουμε τρεις πατάτες κομματάκια και τις ρίχνουμε στην κατσαρόλα.
Κόβουμε ένα λάχανο και το βάζουμε στην κατσαρόλα.

Και ούτω καθεξής. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τον ίδιο αλγόριθμο δεκάδες φορές, χρησιμοποιώντας κάθε φορά ελαφρώς διαφορετικά λαχανικά κι επομένως φτιάχνοντας μια ελαφρώς διαφορετική σούπα. Αλλά ο αλγόριθμος παραμένει ίδιος.

Η συνταγή από μόνη της δεν μπορεί να φτιάξει σούπα. Χρειάζεται ένα άτομο που θα διαβάσει τη συνταγή και θα ακολουθήσει τα βήματα που υποδεικνύονται. Αλλά μπορούμε να φτιάξουμε μια μηχανή που θα ενσωματώνει τον αλγόριθμο και θα τον ακολουθεί αυτόματα. Ύστερα, αρκεί να δώσουμε στη μηχανή νερό, ηλεκτρικό και λαχανικά – και θα μας ετοιμάσει μόνη της τη σούπα. Δεν υπάρχουν πολλές μηχανές σούπας, αλλά μάλλον θα ξέρετε τους αυτόματους πωλητές ροφημάτων. Αυτές οι μηχανές έχουν συνήθως μια υποδοχή για κέρματα, ένα άνοιγμα για ποτήρια και σειρές με κουμπιά. Η πρώτη σειρά έχει κουμπιά για καφέ, τσάι και κακάο. Η δεύτερη σειρά λέει: χωρίς ζάχαρη, μία κουταλιά ζάχαρη, δύο κουταλιές ζάχαρη. Η τρίτη γράφει: γάλα, γάλα σόγιας, χωρίς γάλα. Ένας άνθρωπος πλησιάζει τη μηχανή, βάζει ένα κέρμα στη σχισμή και πιέζει τα κουμπιά που γράφουν «τσάι», «μία ζάχαρη» και «γάλα». Η μηχανή παίρνει μπροστά, ακολουθώντας μια ακριβή σειρά βημάτων. Βάζει ένα φακελάκι τσάι σε ένα ποτήρι, ρίχνει βραστό νερό, προσθέτει μια κουταλιά ζάχαρη και γάλα και ντινγκ! Εμφανίζεται ένα ωραίο φλιτζάνι τσάι. Αυτό είναι ένας αλγόριθμος.



Τις τελευταίες δεκαετίες, οι βιολόγοι έχουν καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος που πιέζει τα κουμπιά του αυτόματου πωλητή και πίνει τσάι είναι κι αυτός ένας αλγόριθμος. Αναμφίβολα, ένας αλγόριθμος πολύ πιο πολύπλοκος από τον αυτόματο πωλητή, αλλά πάντως ένας αλγόριθμος. Οι άνθρωποι δεν είναι αλγόριθμοι που φτιάχνουν φλιτζάνια τσάι, αλλά αντίγραφα του εαυτού τους (σαν έναν αυτόματο πωλητή που, όταν θα πατούσες τον σωστό συνδυασμό κουμπιών, θα έφτιαχνε έναν άλλο αυτόματο πωλητή).

Οι αλγόριθμοι που ελέγχουν τους αυτόματους πωλητές δουλεύουν μέσω μηχανικών γραναζιών και ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Οι αλγόριθμοι που ελέγχουν τους ανθρώπους δουλεύουν μέσω αισθήσεων, συναισθημάτων και σκέψεων. Κι οι ίδιοι ακριβώς αλγόριθμοι ελέγχουν τα γουρούνια, τους μπαμπουίνους, τις ενυδρίδες και τα κοτόπουλα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το εξής πρόβλημα επιβίωσης: ένας μπαμπουίνος εντοπίζει μερικές μπανάνες που κρέμονται από ένα δέντρο, αλλά προσέχει επίσης κι ένα λιοντάρι που καραδοκεί εκεί κοντά. Πρέπει να διακινδυνέψει τη ζωή του γι’ αυτές τις μπανάνες;

Το πρόβλημα αυτό καταλήγει σε έναν μαθηματικό υπολογισμό πιθανοτήτων: τις πιθανότητας να πεθάνει ο μπαμπουίνος από την πείνα αν δεν φάει τις μπανάνες απέναντι στην πιθανότητα να πιάσει το λιοντάρι τον μπαμπουίνο. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο μπαμπουίνος πρέπει να υπολογίσει πολλά στοιχεία. Πόσο μακριά είμαι από τις μπανάνες; Πόσο μακριά είναι το λιοντάρι; Πόσο γρήγορα τρέχω; Πόσο γρήγορα τρέχει το λιοντάρι; Το λιοντάρι είναι ξύπνιο ή κοιμάται; Φαίνεται πεινασμένο ή χορτάτο; Πόσες είναι οι μπανάνες; Είναι μεγάλες ή μικρές; Πράσινες ή ώριμες; Εκτός από τα εξωτερικά αυτά δεδομένα, ο μπαμπουίνος πρέπει να εξετάσει και πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες μέσα στο ίδιο του το σώμα. Αν πεθαίνει της πείνας, έχει νόημα να ρισκάρει τα πάντα γι’ αυτές τις μπανάνες, όσες κι αν είναι οι πιθανότητες επιτυχίας. Αν, αντίθετα, έχει μόλις φάει κι οι μπανάνες δεν είναι παρά λαιμαργία, τότε γιατί να το διακινδυνέψει;

Για να μπορέσει ο μπαμπουίνος να υπολογίσει και να ζυγίσει όλες αυτές τις μεταβλητές, χρειάζεται πολύ πιο πολύπλοκους αλγόριθμους από εκείνους που ελέγχουν τον αυτόματο πωλητή. Το έπαθλο για τους σωστούς υπολογισμούς είναι αντίστοιχα μεγαλύτερο. Το έπαθλο είναι η ίδια η επιβίωση του μπαμπουίνου. Ένας άτολμος μπαμπουίνος -που οι αλγόριθμοί του υπερεκτιμούν τους κινδύνους- θα πεθάνει από πείνα και τα γονίδια που διαμόρφωσαν αυτούς τους δειλούς αλγόριθμους θα πεθάνουν μαζί του. Ένας παρορμητικός μπαμπουίνος -που οι αλγόριθμοί του υποτιμούν τους κινδύνους- θα πέσει θύμα του λιονταριού και τα παράτολμα γονίδιά του επίσης δεν θα φτάσουν στην επόμενη γενιά. Αυτοί οι αλγόριθμοι υφίστανται ένα διαρκή έλεγχο ποιότητας από τη φυσική επιλογή. Μόνο τα ζώα που υπολογίζουν σωστά τις πιθανότητες αφήνουν απογόνους.

Όλα αυτά, ωστόσο, είναι υπερβολικά αφηρημένα. Πώς ακριβώς υπολογίζει πιθανότητες ο μπαμπουίνος; Προφανώς δεν βγάζει το μολύβι απ’ το αυτί, το σημειωματάριο από την κωλότσεπη κι αρχίζει να υπολογίζει ταχύτητες κι επίπεδα ενέργειας με μια αριθμομηχανή. Αυτό που συμβαίνει είναι μάλλον ότι ολόκληρο το σώμα του μπαμπουίνου είναι μια αριθμομηχανή. Αυτά που αποκαλούμε αισθήσεις και συναισθήματα είναι στην πραγματικότητα αλγόριθμοι. Ο μπαμπουίνος νιώθει πείνα, νιώθει φόβο και τρέμει στη θέα του λιονταριού, αλλά νιώθει και τα σάλια του να τρέχουν καθώς βλέπει τις μπανάνες. Μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου βιώνει έναν κατακλυσμό αισθήσεων, συναισθημάτων και επιθυμιών, του δεν είναι παρά η διαδικασία του υπολογισμού. Το αποτέλεσμα θα εμφανιστεί με τη μορφή συναισθήματος: ο μπαμπουίνος θα νιώσει ξαφνικά το ηθικό του να ανεβαίνει, τις τρίχες του να σηκώνονται, τους μυς του να τεντώνονται, το στέρνο του να ανοίγει, θα πάρει μια βαθιά ανάσα και, «Εμπρός! Μπορώ να το κάνω! Για τις μπανάνες!» Αλλιώς, μπορεί να τον πλημμυρίσει φόβος, οι ώμοι του θα πέσουν, το στομάχι του θα σφιχτεί, τα πόδια του θα λυγίσουν και «Μαμά! Ένα λιοντάρι! Βοήθεια!» Κάποιες φορές οι πιθανότητες μοιράζονται τόσο πολύ, που είναι δύσκολο να αποφασίσει. Κι αυτό θα εκδηλωθεί σαν συναίσθημα. Ο μπαμπουίνος θα νιώσει μπερδεμένος και αναποφάσιστος. «Ναι… Όχι… Ναι… Όχι… Να πάρει! Δεν ξέρω τι να κάνω!»

Για να μεταδώσει κανείς τα γονίδιά του στην επόμενη γενιά, δεν αρκεί να λύνει μόνο προβλήματα επιβίωσης. Τα ζώα πρέπει να λύνουν και προβλήματα αναπαραγωγής — κι αυτό εξαρτάται επίσης από τον υπολογισμό πιθανοτήτων. Η φυσική επιλογή ανέπτυξε το πάθος και την απέχθεια σαν γρήγορους αλγόριθμους για τον υπολογισμό πιθανοτήτων αναπαραγωγής. Ομορφιά σημαίνει «καλές πιθανότητες για επιτυχημένους απογόνους». Όταν μια γυναίκα βλέπει έναν άντρα και σκέφτεται «Αμάν! Τι κούκλος!» κι όταν ένα θηλυκό παγόνι βλέπει ένα αρσενικό και σκέφτεται «Χριστέ μου! Τι ουρά!», κάνουν κάτι παρόμοιο με τον αυτόματο πωλητή. Καθώς το φως που αντανακλάται από το σώμα του αρσενικού φτάνει στον αμφιβληστροειδή τους, παίρνουν μπροστά εξαιρετικά ισχυροί αλγόριθμοι, ακονισμένοι από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, οι αλγόριθμοι μετατρέπουν μικροσκοπικά στοιχεία στην εξωτερική εμφάνιση του αρσενικού σε πιθανότητες αναπαραγωγής και φτάνουν στο συμπέρασμα: «Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για ένα εξαιρετικά υγιές και γόνιμο αρσενικό, με έκτακτα γονίδια». Φυσικά, το συμπέρασμα αυτό δεν εκφράζεται με λόγια ή με αριθμούς, αλλά με τη φλογερή φαγούρα της σεξουαλικής έλξης. Οι παγώνες κι οι περισσότερες γυναίκες δεν κάνουν αυτούς τους υπολογισμούς με χαρτί και μολύβι. Απλώς τους νιώθουν.



Ακόμα και οι βραβευμένοι με Νόμπελ οικονομίας παίρνουν μόνο ένα μικρό κλάσμα των αποφάσεών τους χρησιμοποιώντας χαρτί, μολύβι και κομπιουτερά-κι· το 99% των αποφάσεών μας -συμπεριλαμβανομένων και των πιο σημαντικών επιλογών ζωής που αφορούν συζύγους, σταδιοδρομίες και κατοικία- γίνονται από τους εξαιρετικά εκλεπτυσμένους αλγόριθμους που αποκαλούμε αισθήσεις, αισθήματα και επιθυμίες.

Επειδή οι αλγόριθμοι αυτοί ελέγχουν τη ζωή όλων των θηλαστικών και των πουλιών (και πιθανώς κάποιων ερπετών, ακόμα και κάποιων ψαριών), όταν οι άνθρωποι, οι μπαμπουίνοι και τα γουρούνια νιώθουν φόβο, πραγματοποιούνται παρόμοιες νευρολογικές διαδικασίες σε παρόμοιες περιοχές του εγκεφάλου. Είναι, επομένως, πολύ πιθανό οι φοβισμένοι άνθρωποι, οι φοβισμένοι μπαμπουίνοι και τα φοβισμένα γουρούνια να βιώνουν μια παρόμοια εμπειρία.

Βέβαια, υπάρχουν και διαφορές. Τα γουρούνια δεν φαίνεται να βιώνουν την ακραία συμπόνια και σκληρότητα που χαρακτηρίζει τον χόμο σάπιενς, ούτε την αίσθηση του θαυμασμού που κατακλύζει έναν άνθρωπο καθώς κοιτάζει την απεραντοσύνη του έναστρου ουρανού. Είναι πιθανό να υπάρχουν και αντίθετα παραδείγματα, συναισθημάτων των γουρουνιών που είναι άγνωστα στους ανθρώπους, αλλά για προφανείς λόγους δεν μπορώ να αναφέρω κανένα.

Ωστόσο, υπάρχει ένα βασικό συναίσθημα που φαίνεται πως είναι κοινό σε όλα τα θηλαστικά: ο δεσμός μητέρας-βρέφους. Για την ακρίβεια, είναι αυτό που δίνει στα θηλαστικά το όνομά τους. Η λέξη «θηλαστικό» προέρχεται από το «θηλασμό». Οι μητέρες θηλαστικά αγαπούν τόσο πολύ τα παιδιά τους, που τα αφήνουν να βυζαίνουν από το σώμα τους. Τα νεαρά θηλαστικά, από τη μεριά τους, νιώθουν μια ασυγκράτητη επιθυμία να δεθούν με τη μητέρα τους και να μείνουν κοντά της.

Στη φύση, τα γουρουνάκια, τα μοσχάρια και τα κουτάβια που δεν καταφέρνουν να δεθούν με τη μητέρα τους, σπάνια επιβιώνουν για πολύ. Μέχρι πρόσφατα, αυτό ίσχυε και για τα παιδιά των ανθρώπων. Αντίστροφα, μια γουρούνα, μια αγελάδα ή μια σκύλα που εξαιτίας κάποιας σπάνιας μετάλλαξης δεν νοιάζεται για τα μικρά της μπορεί να ζήσει μια μεγάλη και άνετη ζωή, αλλά τα γονίδιά της δεν θα περάσουν στην επόμενη γενιά. Για τα άλλα συναισθήματα μπορούμε να το συζητήσουμε, αλλά καθώς τα νεαρά θηλαστικά δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς τη μητρική φροντίδα. είναι προφανές ότι η μητρική αγάπη και ο ισχυρός δεσμός μητέρας-βρέφους χαρακτηρίζουν όλα τα θηλαστικά.

Οι επιστήμονες χρειάστηκαν χρόνια για να το αναγνωρίσουν αυτό. Δεν πάει πολύς καιρός που οι ψυχολόγοι αμφισβητούσαν τη σημασία του συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ακόμα και στους ανθρώπους. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και παρά την επιρροή των φροϋδικών θεωριών, η κυρίαρχη συμπεριφοριστική σχολή υποστήριζε ότι οι σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών διαμορφώνονται από την υλική ανταπόδοση· ότι τα παιδιά χρειάζονται κυρίως τροφή, στέγη και ιατρική φροντίδα· κι ότι τα παιδιά δένονται με τους γονείς τους απλώς και μόνο επειδή εκείνοι τούς καλύπτουν αυτές τις υλικές ανάγκες. Τα παιδιά που ζητούν στοργή, αγκαλιές και φιλιά θεωρούνταν «κακομαθημένα». Ειδικοί της παιδικής φροντίδας προειδοποιούσαν ότι τα παιδιά που οι γονείς τους τα αγκαλιάζουν και τα φιλάνε γίνονται απαιτητικοί, εγωτικοί και ανασφαλείς ενήλικοι.

Ο Τζον Γουότσον, εξέχουσα αυθεντία στην παιδική φροντίδα κατά τη δεκατία του 1920, συμβούλευε αυστηρά τους γονείς: «Ποτέ μην αγκαλιάζετε και μη φιλάτε [τα παιδιά σας], ποτέ μην τα αφήνετε να κάθονται στα πόδια σας. Αν είναι απαραίτητο, φιλήστε τα μία φορά στο μέτωπο όταν λέτε καληνύχτα. Το πρωί να τα χαιρετάτε με χειραψία». Το δημοφιλές περιοδικό Βρεφική φροντίδα εξηγούσε τι το μυστικό της ανατροφής των παιδιών είναι να διατηρούμε την πειθαρχία και να καλύπτουμε τις υλικές ανάγκες των παιδιών με βάση ένα αυστηρό ημερήσιο τα πρόγραμμα. Ένα άρθρο του 1929 συμβούλευε τους γονείς ότι, αν ένα βρέφος κλαίει ζητώντας φαγητό πριν από την ώρα που τρώει κανονικά: «Μην το πάρετε αγκαλιά, μην το κουνήσετε για να σταματήσει το κλάμα και μην το θηλάσετε μέχρι να είναι ακριβώς η ώρα του φαγητού. Το κλάμα δεν βλάπτει τα μωρά, ακόμα και τα πολύ μικρά».

Ήταν πια στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, που όλο και περισσότεροι ειδικοί άρχισαν να εγκαταλείπουν αυτές τις αυστηρές συμπεριφοριστικές θεωρίες και να αναγνωρίζουν τη θεμελιώδη σημασία των συναισθηματικών αναγκών. Σε μια σειρά διάσημων (και σοκαριστικά σκληρών) πειραμάτων, ο ψυχολόγος Χάρι Χάρλοου χώρισε μαϊμούδες βρέφη από τις μητέρες τους λίγο μετά τη γέννησή τους και τις απομόνωσε σε μικρά κλουβιά. Όταν μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε μια μεταλλική κούκλα στην οποία ήταν προσαρμοσμένο ένα μπιμπερό με γάλα και σε μια κούκλα καλυμμένη με απαλό ύφασμα, που δεν είχε γάλα, τα μαϊμουδάκια γραπώνονταν με όλη τους τη δύναμη από την άφορη υφασμάτινη κούκλα.

Αυτά τα μαϊμουδάκια ήξεραν κάτι που ο Τζον Γουότσον και οι ειδικοί τη; Βρεφικής φροντίδας δεν είχαν συνειδητοποιήσει: τα θηλαστικά δεν χρειάζονται μόνο τροφή για να ζήσουν. Χρειάζονται και συναισθηματικούς δεσμούς. Εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης είχαν προγραμματίσει τις μαϊμούδες με μια ασυγκράτητη επιθυμία για συναισθηματικό δέσιμο. Η εξέλιξη είχε επίσης εγγράψει μέσα του; την υπόθεση ότι οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι πιθανότερο να σχηματιστούν με απαλά, χνουδωτά πράγματα παρά με μεταλλικά αντικείμενα. (Αυτός είναι επίσης ο λόγος που τα παιδιά των ανθρώπων είναι πολύ πιθανότερο να δεθούν με κούκλες, κουβέρτες και κουρέλια, παρά με πέτρες ή κομμάτια ξύλο.)

Η ανάγκη για συναισθηματικούς δεσμούς είναι τόσο ισχυρή, που τα μαϊμουδάκια του Χάρλοου παράτησαν τη θρεπτική μεταλλική κούκλα και έστρεψαν την προσοχή τους στο μοναδικό αντικείμενο που έμοιαζε ικανό να καλύψει αυτή την ανάγκη. Δυστυχώς, η υφασμάτινη μητέρα δεν τους ανταπέδωσε ποτέ την τρυφερότητα κι έτσι τα μαϊμουδάκια υπέφεραν από σοβαρά ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα και μεγαλώνοντας έγιναν νευρωτικοί και αντικοινωνικοί ενήλικοι.

Σήμερα δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε αυτές τις συμβουλές για την ανατροφή των παιδιών στον πρώιμο 20ό αιώνα. Πώς είναι δυνατόν να μην καταλάβαιναν οι ειδικοί ότι τα παιδιά έχουν συναισθηματικές ανάγκες και ότι η πνευματική και σωματική τους υγεία εξαρτάται τόσο από την κάλυψη αυτών των αναγκών όσο και από την τροφή, τη στέγη και τα φάρμακα; Ωστόσο, όταν πρόκειται για άλλα θηλαστικά, εξακολουθούμε να μην αναγνωρίζουμε το προφανές. Όπως ο Τζον Γουότσον και η Βρεφική φροντίδα, οι αγρότες σε όλη την ιστορία φρόντιζαν για τις υλικές ανάγκες που είχαν τα γουρουνάκια, τα μοσχάρια και τα κατσικάκια, αλλά συνήθως αγνοούσαν τις συναισθηματικές τους ανάγκες.

Έτσι, η βιομηχανία του κρέατος και του γάλακτος βασίζεται στο σπάσιμο του πιο θεμελιώδους συναισθηματικού δεσμού στο βασίλειο των θηλαστικών. Οι κτηνοτρόφοι γονιμοποιούν ξανά και ξανά τις γουρούνες και τις γαλακτοπαραγωγούς αγελάδες τους. Όμως τα γουρουνάκια και τα μοσχάρια χωρίζονται από τις μητέρες τους λίγο μετά τη γέννα και συχνά περνάνε όλη τους τη ζωή χωρίς να θηλάσουν ποτέ το στήθος της ή να νιώσουν το ζεστό άγγιγμα της γλώσσας της στο σώμα τους. Αυτό που έκανε ο Χάρι Χάρλοου σε μερικές μαϊμούδες, το κάνει καθημερινά η βιομηχανία κρέατος και γάλακτος σε δισεκατομμύρια ζώα.



Γιουβάλ Νόα Χαράρι – Homo Deus. Μια σύντομη ιστορία του μέλλοντος

antikleidi.com
Σχόλια