Ο τρόπος που περπατάτε αποκαλύπτει πολλά για την προσωπικότητά σας
Ο τρόπος που περπατάτε αποκαλύπτει πολλά για την προσωπικότητά σας
Αν δείτε κάποιον να μπαίνει σ’ ένα μπαρ, περπατώντας σαν τον Τζον Ουέιν λίγο πριν τραβήξει πιστόλι, μπορεί να σκεφτείτε ότι πρόκειται γι άτομο γεμάτο αυτοπεποίθηση, μπορεί, όμως, να μην κάνετε και καθόλου κολακευτικές σκέψεις για την περίπτωση του. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα μπείτε στον πειρασμό να βγάλετε μερικά συμπεράσματα από τον τρόπο που περπατάει.
Για περισσότερα από 3/4 του αιώνα οι ψυχολόγοι μελετούν αυτές τις εικασίες και καταλήγουν, ως επί το πλείστον, ότι οι περισσότεροι από εμάς συνηθίζουμε να βγάζουμε παρόμοια συμπεράσματα για τις προσωπικότητες των άλλων μόνο και μόνο από το στιλ βαδίσματός τους. Για παράδειγμα, δύο μεταξύ τους άγνωστοι άνθρωποι αν έβλεπαν το… καουμπόικο περπάτημα του κυρίου της πρώτης παραγράφου, πάνω – κάτω θα έβγαζαν το ίδιο συμπέρασμα για το τι είδους άνθρωπος είναι.
Ναι, αλλά πόσο ακριβή μπορεί να είναι αυτά τα συμπεράσματα; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχουν αυτές οι εικασίες για την προσωπικότητα του άλλου; Και ποια άλλα γνωρίσματα για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μπορούμε να εντοπίσουμε από το περπάτημα και μόνο;
Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στις έρευνες που συσχετίζουν τον τρόπο που περπατάμε με την προσωπικότητά μας. Μία από τις πιο παλιές δημοσιεύθηκε το 1935 από έναν Γερμανό ψυχολόγο, τον Werner Wolff, ο οποίος μπήκε στη διαδικασία να κινηματογραφήσει 5 άντρες και 3 γυναίκες, χωρίς εκείνοι να το γνωρίζουν φυσικά.
Μετά, ζήτησε από αυτούς τους ανθρώπους να δουν το φιλμάκι, στο οποίο δεν φαίνονταν τα πρόσωπα, παρά μόνο τα πόδια τους και να επιχειρήσουν από αυτό και μόνο να μιλήσουν για τις προσωπικότητες των άλλων.
Η μελέτη παρουσιάζει μερικές περίεργες λεπτομέρειες – για παράδειγμα, ο φυσικός ήχος του φιλμ «σκεπάζεται» από τον ήχο ενός μετρονόμου. Το πιο βασικό που διαπίστωσε, όμως, ο Wolff ήταν ότι υπήρχε συμφωνία στις απόψεις των ανθρώπων που συμμετείχαν στο πείραμά του και αναφορικά με τα συμπεράσματα που προέκυπταν για το περπάτημα του καθενός.
Το εξεταζόμενο υποκείμενο με τον αριθμό «45» ήταν αυτό που έκανε τους συμμετέχοντες να ομονοήσουν στην άποψη που είχαν σχηματίσει – από τον τρόπο που βάδιζε το συγκεκριμένος άνθρωπος. Να κάποιες από τις γνώμες που εξέφρασαν και που λίγο έως πολύ συγκλίνουν.
«Κάποιος που θέλει να τραβήξει την προσοχή, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο»
«Συνειδητή και σκόπιμη ματαιοδοξία, δίψα για να τον θαυμάζουν»
«Απερίγραπτα ανασφαλής που προσπαθεί να παραστήσει τον άνθρωπο με αυτοπεποίθηση»
«Ανόητος, κάπως υποδεέστερος των περιστάσεων, απερίγραπτα ανασφαλής».
Τόση σύμπτωση; Όντως είναι εντυπωσιακό που οι συμμετέχοντες σχημάτισαν τόσο ταυτόσημες απόψεις τόσο για το συγκεκριμένο άτομο όσο και για άλλα που τους ζητήθηκε να σχολιάσουν. Και πάλι όμως το γεγονός ότι επρόκειτο για τόσο μικρό δείγμα, το ότι αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους και ότι θα μπορούσαν να αντιστοιχίσουν τον τρόπο βαδίσματος με τη συμπεριφορά κάποιου που ήδη ήξεραν κατέστησε αυτή την πρώτη έρευνα όχι απολύτως αξιόπιστη.
Οι πιο σύγχρονες μελέτες και τα σχετικά πειράματα, με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας μπορούν να μετατρέψουν τον περίπατο ενός ανθρώπου σε power-point προβολή -σαν να βλέπεις μια φωτεινή κουκκίδα πάνω σε μαύρο φόντο- που καταγράφει επακριβώς κάθε κίνηση, κάθε βήμα, απομονωμένο απ’ οτιδήποτε άλλο.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο οι Αμερικανοί ψυχολόγοι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 διαπίστωσαν ότι σε γενικές γραμμές υπάρχουν δύο τύποι βαδίσματος: το ένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιο νεανικό και το άλλο κάπως πιο παλιομοδίτικο. Ο πρώτος τύπος βαδίσματος χαρακτηριζόταν από γρήγορο ρυθμό, γοφούς που κουνιούνται μαζί με το υπόλοιπο σώμα, πιο έντονες κινήσεις μεταξύ των βραχιόνων και των χεριών και περισσότερα βήματα. Ο δεύτερος τύπος χαρακτηριζόταν από σκληρό, κάπως άκαμπτο βάδισμα, με μεγαλύτερη κλίση του σώματος προς τα εμπρός.
Εδώ ας σημειωθεί ότι το βάδισμα δεν αντιστοιχούσε απαραιτήτως στην πραγματική ηλικία αυτού που περπατούσε: μπορούσε κάποιος να είναι νέος και να περπατά με τον δεύτερο τρόπο ή να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία και το περπάτημά του να έχει κάτι νεανικό. Επιπλέον, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι όσοι βάδιζαν με τον πρώτο τρόπο έτειναν να είναι πιο αισιόδοξοι, πιο ευτυχισμένοι και κυρίως με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, απ’ όσους περπατούσαν με το δεύτερο στιλ.
Και μπορεί από τη μελέτη να προκύπτει και πάλι το πόσο εύκολα οι άνθρωποι βγάζουν συμπεράσματα από το βάδισμα και μόνο κάποιου, ωστόσο και πάλι μέσω αυτών των τεστ δεν αποδείχθηκε το ζήτημα της αξιοπιστίας. Για το συγκεκριμένο μπορούμε να ανατρέξουμε σε μία μελέτη Ελβετών και Βρετανών επιστημόνων που δημοσιεύθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια.
Και αυτή η μελέτη διαπίστωσε δύο διαφορετικά στιλ βαδίσματος, με τη μόνη διαφορά ότι εδώ οι επιστήμονες επέλεγαν να περιγράψουν τους εκπροσώπους τους με τελείως διαφορετικούς όρους: έτσι το πρώτο στιλ, αυτό που η προηγούμενη έρευνα περιέγραφε ως νεανικό, εδώ περιγραφόταν ως επεκτατικό, περιπετειώδες, που απέπνεε εξωστρέφεια και αξιοπιστία, αλλά και ανθρώπινη ζεστασιά και αμεσότητα. Το δεύτερο ήταν το πιο αργό, πιο χαλαρό που κατά τους επιστήμονες «μεταφραζόταν» ως χαρακτηριστικό κάποιου με συναισθηματική σταθερότητα. Όμως, τελικώς, οι ειδικοί και πάλι έκαναν λάθος: αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι βαδίσματος δεν συσχετίζονταν εν τέλει με τις συνήθειες και τις προσωπικότητες αυτών που κατέγραφαν στο πλαίσιο της μελέτης τους.
Το πραγματικό συμπέρασμα αυτής της μελέτης ήταν ότι αντιμετωπίζουμε το βάδισμα κάποιου, όπως αντιμετωπίζουμε το πρόσωπο, τον τρόπο που ντύνεται ή την προφορά του, περισσότερο σαν πηγή πληροφορίας για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας.
Βασικά, κάπως έτσι βγάζουμε τα συμπεράσματά μας, ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο πολύ πιο σοβαρό -αν και φαινομενικά επιφανειακό- κριτήριο πάνω στο οποίο τα βασίζουμε: ο βαθμός ευπάθειας που διακρίνουμε στον άλλο την ώρα που βαδίζει.
Από τα πρώτα κιόλας ευρήματα των πιο παλιών ερευνών επί του θέματος, είχε αποδειχθεί ότι άντρες και γυναίκες με κάπως αθόρυβο, χωρίς πυγμή, βηματισμό, με αργές κινήσεις των βραχιόνων και γενικότερα αργό βάδισμα έτειναν να θεωρούν από τους άλλους πιο ευάλωτοι.
Μια αρκετά ανησυχητική ιαπωνική μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2006, ενίσχυσε τα παραπάνω συμπεράσματα, όταν ζήτησε από άνδρες εθελοντές να δηλώσουν πόσο πιθανό θεωρούσαν να προσεγγίσουν ή όχι -και μάλιστα με ανάρμοστες προθέσεις- διαφορετικές γυναίκες, φοιτήτριες στην πλειονότητά τους, ψυχολογώντας τες μόνο από τον τρόπο που περπατούσαν… Οι περισσότεροι απάντησαν ότι θα προσέγγιζαν κοπέλες με πιο ευάλωτα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, εσωστρεφείς και φαινομενικά συναισθηματικά ασταθείς.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό στοιχείο της έρευνας ήταν ότι φυλακισμένοι κρατούμενοι -με προφίλ ψυχοπαθούς- ήταν εξαιρετικά ακριβείς στον τρόπο που εντόπιζαν τα θύματά τους. Αποδείχθηκε ότι στο παρελθόν είχαν επιτεθεί σε συγκεκριμένους ανθρώπους, μαρκάροντας τους και εντοπίζοντας τις αδυναμίες τους μόνο και μόνο από τον τρόπο που περπατούσαν!
Φαίνεται μάλιστα ότι ορισμένοι από τους κρατούμενους είχαν πλήρη επίγνωση αυτής της ικανότητας: οι διαγνωσμένοι ως ψυχοπαθείς δήλωσαν ότι κατά τη λήψη των αποφάσεών τους για το αν θα επιτεθούν σε κάποιον ή όχι, έτειναν να παρατηρούν κυρίως τον τρόπο που περπατούσε το θύμα τους. Για παράδειγμα, ο κατά συρροή δολοφόνος Ted Bundy είχε δηλώσει ότι μπορούσε “να μυριστεί το θύμα του από τον τρόπο που περπατούσε στον δρόμο”.
Ολόκληρο αυτό το πεδίο έρευνας πρακτικά θέτει το ερώτημα για το αν μπορεί κανείς να προσαρμόσει το στυλ βαδίσματός του, ώστε να αλλάξει την εντύπωση που δίνει στους άλλους. Ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι μπορείτε να μάθετε να περπατάτε με τρόπο που στέλνει ένα μήνυμα εμπιστοσύνης -περπατώντας πιο γρήγορα, με μεγαλύτερους διασκελιασμούς και πιο τολμηρές κινήσεις χεριών- και ότι οι γυναίκες υιοθετούν ενστικτωδώς στοιχεία αυτού του στυλ όταν βρίσκονται σε λιγότερο ασφαλές περιβάλλον.
Αλλά οι ψυχολόγοι που εξέτασαν τα προφίλ προσωπικότητας που σχετίζονται με το δεύτερο στυλ βαδίσματος -το αργό, χαλαρό, χωρίς ένταση στο βήμα- αμφιβάλλουν αν αυτό μπορεί να αλλάξει ή έστω να μάθει κάποιος να περπατά έτσι. Επομένως, ίσως δεν είναι σκόπιμο να προσπαθήσετε πολύ σκληρά για να κάνετε εντύπωση. Διαφορετικά, μπορεί να συναντήσει απλά μια απεγνωσμένη απόπειρα του “Αντικειμένου 45” – ή να βρεθείτε να παριστάνετε με αποτυχία τον… καουμπόη.
***
Αν δείτε κάποιον να μπαίνει σ’ ένα μπαρ, περπατώντας σαν τον Τζον Ουέιν λίγο πριν τραβήξει πιστόλι, μπορεί να σκεφτείτε ότι πρόκειται γι άτομο γεμάτο αυτοπεποίθηση, μπορεί, όμως, να μην κάνετε και καθόλου κολακευτικές σκέψεις για την περίπτωση του. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα μπείτε στον πειρασμό να βγάλετε μερικά συμπεράσματα από τον τρόπο που περπατάει.
Για περισσότερα από 3/4 του αιώνα οι ψυχολόγοι μελετούν αυτές τις εικασίες και καταλήγουν, ως επί το πλείστον, ότι οι περισσότεροι από εμάς συνηθίζουμε να βγάζουμε παρόμοια συμπεράσματα για τις προσωπικότητες των άλλων μόνο και μόνο από το στιλ βαδίσματός τους. Για παράδειγμα, δύο μεταξύ τους άγνωστοι άνθρωποι αν έβλεπαν το… καουμπόικο περπάτημα του κυρίου της πρώτης παραγράφου, πάνω – κάτω θα έβγαζαν το ίδιο συμπέρασμα για το τι είδους άνθρωπος είναι.
Ναι, αλλά πόσο ακριβή μπορεί να είναι αυτά τα συμπεράσματα; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχουν αυτές οι εικασίες για την προσωπικότητα του άλλου; Και ποια άλλα γνωρίσματα για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μπορούμε να εντοπίσουμε από το περπάτημα και μόνο;
Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στις έρευνες που συσχετίζουν τον τρόπο που περπατάμε με την προσωπικότητά μας. Μία από τις πιο παλιές δημοσιεύθηκε το 1935 από έναν Γερμανό ψυχολόγο, τον Werner Wolff, ο οποίος μπήκε στη διαδικασία να κινηματογραφήσει 5 άντρες και 3 γυναίκες, χωρίς εκείνοι να το γνωρίζουν φυσικά.
Μετά, ζήτησε από αυτούς τους ανθρώπους να δουν το φιλμάκι, στο οποίο δεν φαίνονταν τα πρόσωπα, παρά μόνο τα πόδια τους και να επιχειρήσουν από αυτό και μόνο να μιλήσουν για τις προσωπικότητες των άλλων.
Η μελέτη παρουσιάζει μερικές περίεργες λεπτομέρειες – για παράδειγμα, ο φυσικός ήχος του φιλμ «σκεπάζεται» από τον ήχο ενός μετρονόμου. Το πιο βασικό που διαπίστωσε, όμως, ο Wolff ήταν ότι υπήρχε συμφωνία στις απόψεις των ανθρώπων που συμμετείχαν στο πείραμά του και αναφορικά με τα συμπεράσματα που προέκυπταν για το περπάτημα του καθενός.
Το εξεταζόμενο υποκείμενο με τον αριθμό «45» ήταν αυτό που έκανε τους συμμετέχοντες να ομονοήσουν στην άποψη που είχαν σχηματίσει – από τον τρόπο που βάδιζε το συγκεκριμένος άνθρωπος. Να κάποιες από τις γνώμες που εξέφρασαν και που λίγο έως πολύ συγκλίνουν.
«Κάποιος που θέλει να τραβήξει την προσοχή, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο»
«Συνειδητή και σκόπιμη ματαιοδοξία, δίψα για να τον θαυμάζουν»
«Απερίγραπτα ανασφαλής που προσπαθεί να παραστήσει τον άνθρωπο με αυτοπεποίθηση»
«Ανόητος, κάπως υποδεέστερος των περιστάσεων, απερίγραπτα ανασφαλής».
Τόση σύμπτωση; Όντως είναι εντυπωσιακό που οι συμμετέχοντες σχημάτισαν τόσο ταυτόσημες απόψεις τόσο για το συγκεκριμένο άτομο όσο και για άλλα που τους ζητήθηκε να σχολιάσουν. Και πάλι όμως το γεγονός ότι επρόκειτο για τόσο μικρό δείγμα, το ότι αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους και ότι θα μπορούσαν να αντιστοιχίσουν τον τρόπο βαδίσματος με τη συμπεριφορά κάποιου που ήδη ήξεραν κατέστησε αυτή την πρώτη έρευνα όχι απολύτως αξιόπιστη.
Οι πιο σύγχρονες μελέτες και τα σχετικά πειράματα, με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας μπορούν να μετατρέψουν τον περίπατο ενός ανθρώπου σε power-point προβολή -σαν να βλέπεις μια φωτεινή κουκκίδα πάνω σε μαύρο φόντο- που καταγράφει επακριβώς κάθε κίνηση, κάθε βήμα, απομονωμένο απ’ οτιδήποτε άλλο.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο οι Αμερικανοί ψυχολόγοι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 διαπίστωσαν ότι σε γενικές γραμμές υπάρχουν δύο τύποι βαδίσματος: το ένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιο νεανικό και το άλλο κάπως πιο παλιομοδίτικο. Ο πρώτος τύπος βαδίσματος χαρακτηριζόταν από γρήγορο ρυθμό, γοφούς που κουνιούνται μαζί με το υπόλοιπο σώμα, πιο έντονες κινήσεις μεταξύ των βραχιόνων και των χεριών και περισσότερα βήματα. Ο δεύτερος τύπος χαρακτηριζόταν από σκληρό, κάπως άκαμπτο βάδισμα, με μεγαλύτερη κλίση του σώματος προς τα εμπρός.
Εδώ ας σημειωθεί ότι το βάδισμα δεν αντιστοιχούσε απαραιτήτως στην πραγματική ηλικία αυτού που περπατούσε: μπορούσε κάποιος να είναι νέος και να περπατά με τον δεύτερο τρόπο ή να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία και το περπάτημά του να έχει κάτι νεανικό. Επιπλέον, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι όσοι βάδιζαν με τον πρώτο τρόπο έτειναν να είναι πιο αισιόδοξοι, πιο ευτυχισμένοι και κυρίως με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, απ’ όσους περπατούσαν με το δεύτερο στιλ.
Και μπορεί από τη μελέτη να προκύπτει και πάλι το πόσο εύκολα οι άνθρωποι βγάζουν συμπεράσματα από το βάδισμα και μόνο κάποιου, ωστόσο και πάλι μέσω αυτών των τεστ δεν αποδείχθηκε το ζήτημα της αξιοπιστίας. Για το συγκεκριμένο μπορούμε να ανατρέξουμε σε μία μελέτη Ελβετών και Βρετανών επιστημόνων που δημοσιεύθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια.
Και αυτή η μελέτη διαπίστωσε δύο διαφορετικά στιλ βαδίσματος, με τη μόνη διαφορά ότι εδώ οι επιστήμονες επέλεγαν να περιγράψουν τους εκπροσώπους τους με τελείως διαφορετικούς όρους: έτσι το πρώτο στιλ, αυτό που η προηγούμενη έρευνα περιέγραφε ως νεανικό, εδώ περιγραφόταν ως επεκτατικό, περιπετειώδες, που απέπνεε εξωστρέφεια και αξιοπιστία, αλλά και ανθρώπινη ζεστασιά και αμεσότητα. Το δεύτερο ήταν το πιο αργό, πιο χαλαρό που κατά τους επιστήμονες «μεταφραζόταν» ως χαρακτηριστικό κάποιου με συναισθηματική σταθερότητα. Όμως, τελικώς, οι ειδικοί και πάλι έκαναν λάθος: αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι βαδίσματος δεν συσχετίζονταν εν τέλει με τις συνήθειες και τις προσωπικότητες αυτών που κατέγραφαν στο πλαίσιο της μελέτης τους.
Το πραγματικό συμπέρασμα αυτής της μελέτης ήταν ότι αντιμετωπίζουμε το βάδισμα κάποιου, όπως αντιμετωπίζουμε το πρόσωπο, τον τρόπο που ντύνεται ή την προφορά του, περισσότερο σαν πηγή πληροφορίας για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας.
Βασικά, κάπως έτσι βγάζουμε τα συμπεράσματά μας, ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο πολύ πιο σοβαρό -αν και φαινομενικά επιφανειακό- κριτήριο πάνω στο οποίο τα βασίζουμε: ο βαθμός ευπάθειας που διακρίνουμε στον άλλο την ώρα που βαδίζει.
Από τα πρώτα κιόλας ευρήματα των πιο παλιών ερευνών επί του θέματος, είχε αποδειχθεί ότι άντρες και γυναίκες με κάπως αθόρυβο, χωρίς πυγμή, βηματισμό, με αργές κινήσεις των βραχιόνων και γενικότερα αργό βάδισμα έτειναν να θεωρούν από τους άλλους πιο ευάλωτοι.
Μια αρκετά ανησυχητική ιαπωνική μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2006, ενίσχυσε τα παραπάνω συμπεράσματα, όταν ζήτησε από άνδρες εθελοντές να δηλώσουν πόσο πιθανό θεωρούσαν να προσεγγίσουν ή όχι -και μάλιστα με ανάρμοστες προθέσεις- διαφορετικές γυναίκες, φοιτήτριες στην πλειονότητά τους, ψυχολογώντας τες μόνο από τον τρόπο που περπατούσαν… Οι περισσότεροι απάντησαν ότι θα προσέγγιζαν κοπέλες με πιο ευάλωτα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, εσωστρεφείς και φαινομενικά συναισθηματικά ασταθείς.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό στοιχείο της έρευνας ήταν ότι φυλακισμένοι κρατούμενοι -με προφίλ ψυχοπαθούς- ήταν εξαιρετικά ακριβείς στον τρόπο που εντόπιζαν τα θύματά τους. Αποδείχθηκε ότι στο παρελθόν είχαν επιτεθεί σε συγκεκριμένους ανθρώπους, μαρκάροντας τους και εντοπίζοντας τις αδυναμίες τους μόνο και μόνο από τον τρόπο που περπατούσαν!
Φαίνεται μάλιστα ότι ορισμένοι από τους κρατούμενους είχαν πλήρη επίγνωση αυτής της ικανότητας: οι διαγνωσμένοι ως ψυχοπαθείς δήλωσαν ότι κατά τη λήψη των αποφάσεών τους για το αν θα επιτεθούν σε κάποιον ή όχι, έτειναν να παρατηρούν κυρίως τον τρόπο που περπατούσε το θύμα τους. Για παράδειγμα, ο κατά συρροή δολοφόνος Ted Bundy είχε δηλώσει ότι μπορούσε “να μυριστεί το θύμα του από τον τρόπο που περπατούσε στον δρόμο”.
Ολόκληρο αυτό το πεδίο έρευνας πρακτικά θέτει το ερώτημα για το αν μπορεί κανείς να προσαρμόσει το στυλ βαδίσματός του, ώστε να αλλάξει την εντύπωση που δίνει στους άλλους. Ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι μπορείτε να μάθετε να περπατάτε με τρόπο που στέλνει ένα μήνυμα εμπιστοσύνης -περπατώντας πιο γρήγορα, με μεγαλύτερους διασκελιασμούς και πιο τολμηρές κινήσεις χεριών- και ότι οι γυναίκες υιοθετούν ενστικτωδώς στοιχεία αυτού του στυλ όταν βρίσκονται σε λιγότερο ασφαλές περιβάλλον.
Αλλά οι ψυχολόγοι που εξέτασαν τα προφίλ προσωπικότητας που σχετίζονται με το δεύτερο στυλ βαδίσματος -το αργό, χαλαρό, χωρίς ένταση στο βήμα- αμφιβάλλουν αν αυτό μπορεί να αλλάξει ή έστω να μάθει κάποιος να περπατά έτσι. Επομένως, ίσως δεν είναι σκόπιμο να προσπαθήσετε πολύ σκληρά για να κάνετε εντύπωση. Διαφορετικά, μπορεί να συναντήσει απλά μια απεγνωσμένη απόπειρα του “Αντικειμένου 45” – ή να βρεθείτε να παριστάνετε με αποτυχία τον… καουμπόη.
***
Με στοιχεία από το BBC.com
Πηγή: lifo
Σχόλια