Η τεχνολογία ως περιβάλλον



Απόσπασμα από το βιβλίο του Jaques Ellul "Το τεχνικό σύστημα" (μετάφραση Γ. Ιωαννίδη).
Ο μεταφραστής χρησιμοποιεί τον όρο "Τεχνική" στο κείμενο και στον τίτλο. Βρίσκω όμως ότι ο όρος "τεχνολογία" περιγράφει καλύτερα το αντικείμενο που πραγματεύεται, γι αυτό τον χρησιμοποιώ σαν τίτλο του νήματος. Παραθέτω πάντως το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου όπως έχει μεταφραστεί, και είναι στην κρίση του αναγνώστη το πως θα εκλάβει την εκάστοτε έννοια. Ο Jaques Ellul έχει κατηγοριοποιηθεί σαν φιλόσοφος του χριστιανικού αναρχισμού, ωστόσο κείμενά του αποτελούν πολύ ευρύτερο σημείο αναφοράς στη Γαλλία, από την εξεγερσιακή αναρχία μέχρι την άκρα αριστερά.



Η Τεχνική ως περιβάλλον


Ακόμη κι όταν η Τεχνική είναι αφηρημένη –για παράδειγμα, ως μέθοδος ή οργάνωση–, είναι πολύ περισσότερο διαμεσολάβηση παρά εργαλείο. Συνήθως αντιλαμβανόμαστε την Τεχνική σαν ένα μέσο δράσης που επιτρέπει στον άνθρωπο να κάνει ό,τι δεν μπορεί να κατορθώσει με τις δικές του δυνάμεις. Φυσικά αυτό είναι σωστό. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικότερο να αντιληφθούμε ότι αυτό το «μέσο» είναι μια διαμεσολάβηση μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος, η οποία μπορεί να είναι τόσο παθητική όσο και ενεργητική (λ.χ. η ένδυση, η κατοικία, τα τεχνικά προϊόντα, είναι «κελύφη» που τοποθετούνται μεταξύ σώματος και φυσικού περιβάλλοντος).

Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο, ο άνθρωπος δημιούργησε ένα σύνολο διαμεσολαβήσεων τριγύρω του. Όσο οι τεχνικές των παραδοσιακών κοινωνιών ήταν σποραδικές και αποσπασματικές, αποτελούσαν μεμονωμένες διαμεσολαβήσεις. Η κατάσταση άλλαξε με τον πολλαπλασιασμό των τεχνικών και την ανάπτυξη του τεχνικού φαινομένου. Τώρα, η διαμεσολάβηση χαρακτηρίζει ευθύς εξαρχής το τεχνικό αντικείμενο. […]

Λέγεται συχνά πως μέσω της εργασίας, το ανθρώπινο ον γίνεται διαμεσολαβητής μεταξύ Φύσης και ανθρώπινου είδους. Η τεχνική εργασία όμως δημιουργεί το μέγιστο δυνατό σύνολο διαμεσολαβήσεων που μπορεί να φανταστεί κανείς, διότι ενσωματώνει την εργασία και την κάνει να διαρκεί στον χρόνο. […] Αυτή η διαμεσολάβηση αποκλείει κάθε άλλη. Μεταξύ ανθρώπου και Φύσης δεν μπορούν να υπάρξουν πλέον άλλου είδους σχέσεις. Το πολύπλοκο, εύθραυστο, ποιητικό, μαγικό, μυθικό και συμβολικό σύνολο δεσμών, που είχε υφάνει υπομονετικά άνθρωπος, εξαφανίζεται. Υπάρχει μόνο η τεχνική διαμεσολάβηση, η οποία επικρατεί απόλυτα και ολοκληρωτικά. Έτσι, η Τεχνική σχηματίζει από τη μια μεριά ένα άρρηκτο «κέλυφος» και από την άλλη έναν γενικευμένο τρόπο παρέμβασης. Είναι αυτή καθαυτή ένα μέσο αλλά κι ένα σύμπαν μέσων – σύμπαν με την έννοια του «Universum»: αποκλειστικό και ολοκληρωτικό.

Το γεγονός αυτό φαίνεται και στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων ή στη σχέση μεταξύ ατόμου και ομάδας. Ακόμη κι εδώ τα πάντα γίνονται τεχνικά. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούν πια να αφεθούν στην τύχη, ούτε να αποτελούν αντικείμενο της πείρας, της παράδοσης, των πολιτισμικών κωδίκων, του συμβολικού. Τα πάντα πρέπει να αποκαλύπτονται (ομαδική δυναμική, ψυχανάλυση, ψυχολογία του βάθους), να διαυγάζονται, και στη συνέχεια να μετασχηματίζονται σε εφαρμοσμένα τεχνικά σχήματα (παιδαγωγική, διανθρώπινες σχέσεις κλπ.), έτσι ώστε ο καθένας να συνεισφέρει τις δικές του επινοήσεις και ταυτόχρονα να παίζει άψογα το ρόλο που απαιτείται να παίξει: τότε και μόνο τότε ανταμείβεται πλήρως, ενώ και οι άλλοι ανταμείβονται από την συμμόρφωση του στην ομάδα.

Ο κώδικας έγινε τεχνικός. Ο Μπωντριγιάρ το περιέγραψε αυτό εξαιρετικά σε σχέση με το κοινωνείν. Μιλώντας για τα τηλεοπτικά παιχνίδια, δείχνει ότι εκπληρώνουν μια σημαντική λειτουργία, τη συμμετοχή. Όλοι παίρνουν αυτό που ήθελαν: ο παίχτης του τηλεπαιχνιδιού, την ικανοποίηση ότι τον έδειξε η τηλεόραση· οι τηλεθεατές, το αίσθημα ότι αποτελούν ένα σύνολο ανθρώπων που «βρίσκονται σε επαφή». Αυτό είναι το ζητούμενο: το κοινωνείν – ή μάλλον, αυτή τη μοντέρνα, αποστειρωμένη τεχνική μορφή του κοινωνείν, η «επικοινωνία».

Αυτό που χαρακτηρίζει την καταναλωτική κοινωνία δεν είναι η πολυθρήνητη απουσία τελετουργιών. Το ραδιοφωνικό παιχνίδι είναι μια τελετουργία, όπως ήταν η κυριακάτικη λειτουργία ή η θυσία στις πρωτόγονες κοινωνίες. Τώρα όμως το τελετουργικό κοινωνείν δεν τελείται μέσω του άρτου/σάρκας και του οίνου/αίματος. Τελείται μέσω των ΜΜΕ, τα οποία δεν είναι μόνο τα μηνύματα αλλά και ο τεχνικός εξοπλισμός που απαιτεί μια εκπομπή, ο σταθμός που εκπέμπει, το δίκτυο αναμετάδοσης, οι δέκτες και φυσικά οι παραγωγοί και το κοινό. Κοντολογίς: «Το κοινωνείν δεν τελείται πλέον μέσω ενός συμβολικού υπόβαθρου αλλά ενός τεχνικού υπόβαθρου – γι’ αυτό και είναι επικοινωνία».

Εδώ ο Μπωντριγιάρ κατέδειξε επακριβώς τη βαθύτερη διαμεσολαβητική πραγματικότητα της Τεχνικής: η Τεχνική είναι το υπόβαθρο του διανθρώπινου κοινωνείν. Όμως, αυτό το κοινωνείν δεν είναι πια συμβολικό. Έχει γίνει αποκλειστικά τεχνική επικοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, και επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να μετέχει σε ένα μοναδικό και συγκεντρωτικό μοντέλο διαμεσολάβησης που αποκλείει όλα τα άλλα, η Τεχνική έχει γίνει μεσολαβητής.

Μπορεί ασφαλώς να πει κανείς ότι έτσι συνέβαινε ανέκαθεν, ότι αυτό είναι η Τεχνική από την ίδια της τη φύση: ως μέσο και σύνολο μέσων, παίζει προφανώς τον ρόλο του μεσολαβητή· διαμεσολαβεί μεταξύ ανθρώπου και του αρχαϊκού περιβάλλοντός του. Τούτο όμως έχει τρεις σοβαρές συνέπειες. Η πρώτη είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια αυτόνομη διαμεσολάβηση. Είναι πασίγνωστο ότι μεγαλύτερη σημασία δεν έχει τόσο η επιλογή μιας αξίας όσο η δυνατότητα διαμεσολάβησης μεταξύ της αξίας και του ατόμου ή του κοινωνικού σώματος. Σήμερα όμως δεν αναγνωρίζεται κανένας άλλος διαμεσολαβητής εκτός από την Τεχνική, η οποία είναι ξένη προς κάθε σύστημα αξιών. Ποιος άλλος διαμεσολαβητής θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει σήμερα, για να επιλέγαμε υπέρ ή κατά της Τεχνικής και να βρίσκαμε τα μέσα για να την υποτάξουμε; Ο άνθρωπος; Μα ποιος άνθρωπος; Εκείνος που έχει ενσωματωθεί στο Σύστημα; Μήπως το Κράτος; Μα και το Κράτος έχει γίνει πλέον τεχνικό. Ίσως ο λαός; Το σύνολο του έθνους; Ένας καλοδιατηρημένος μύθος ισχυρίζεται πως ο λαός πρέπει να παίρνει τις «μεγάλες αποφάσεις» και η Τεχνική να τις εκτελεί! Όμως, ο λαός ακολουθεί την πραγματικότητα με καθυστέρηση μισού αιώνα και δεν καταλαβαίνει το παραμικρό από τα πραγματικά προβλήματα που τίθενται! Οι λαϊκές αποφάσεις, αν και εφόσον είναι εφαρμόσιμες, θα μπορούσαν το πολύ να αναχαιτίσουν την τεχνική επέκταση, να διαταράξουν το Σύστημα και να προκαλέσουν μια οικονομικοκοινωνική οπισθοδρόμηση, την οποία ο ίδιος ο λαός δεν είναι καθόλου πρόθυμος να αποδεχτεί! Έτσι, η τεχνική διαμεσολάβηση αποκλείει κάθε άλλη, και το γεγονός αυτό απελευθερώνει την Τεχνική από τις επιθυμητές ή προσδοκώμενες αξίες.

Χωρίς αμφιβολία, έχουμε την εντύπωση ότι κάθε ανάπτυξη και κάθε προσανατολισμός της Τεχνικής γίνεται με τη συγκατάθεση του ανθρώπου, των μαζών, ή της κοινής γνώμης. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που είναι ήδη ενσωματωμένος στο Σύστημα και στον οποίο ασκούνται πιέσεις, όχι μόνο από την υπάρχουσα πραγματικότητα αλλά και από την προβλεπόμενη και αναμενόμενη δυνατότητα.

Οι τεχνικές έχουν σήμερα τη δυνατότητα να διαπλάθουν την επιθυμία και σε αυτήν τη βάση διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Βεβαία, η κοινή γνώμη ασκεί με τη σειρά της πιέσεις, απαιτώντας να ικανοποιηθεί η επιθυμία της. Ένα μικρό παράδειγμα: όλες οι αναφορές των ειδημόνων συμφωνούν ότι τα τροχαία ατυχήματα οφείλονται κυρίως στην υπερβολική ταχύτητα. Φαίνεται λοιπόν πως θα μπορούσε να υπάρξει ένα πολύ απλό μέτρο για την αντιμετώπιση του προβλήματος: οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα παράγουν αυτοκίνητα με κινητήρες περιορισμένης ισχύος. Αν οι κινητήρες δεν μπορούν από την κατασκευή τους να υπερβούν τα 110 χλμ/ώρα, τότε θα εκλείψει ένα μεγάλο μέρος των ατυχημάτων και οι διάφοροι σχετικοί νόμοι θα είναι περιττοί. Μόνο που κάτι τέτοιο μοιάζει αδιανόητο. Γιατί; Διότι από τη στιγμή που είναι τεχνικά εφικτό να κατασκευαστούν κινητήρες και αυτοκίνητα που τρέχουν με περισσότερο από 200 χλμ/ώρα, αυτή η τεχνική δυνατότητα ασκεί πίεση πάνω στο κοινό και προβάλλεται σαν ανάγκη (επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ενσωματωμένος σε αυτό το περιβάλλον). Έτσι, η κοινή γνώμη απορρίπτει με τη σειρά της την κατασκευή κινητήρων περιορισμένης ισχύος και εμποδίζει την πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας.

Θα νόμιζε λοιπόν κανείς πως η πίεση της κοινής γνώμης είναι αυτή που διαμεσολαβεί και διευθύνει τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, η κοινή γνώμη παίζει αυτόν τον ρόλο αφού προηγουμένως έχει διαμορφωθεί, προσαρμοστεί και συμμορφωθεί με την τεχνική δυνατότητα. Η κοινή γνώμη δεν είναι ούτε ανεξάρτητη, ούτε αυτόνομη.

Δεύτερη συνέπεια: η διαμεσολάβηση από την Τεχνική είναι ουσιαστικά στείρα και αποστειρωτική, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα συστήματα διαμεσολάβησης, τα οποία ήταν πολύσημα, αμφίσημα και απρόβλεπτα σε ό,τι αφορά τις εφαρμογές τους, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώνονταν σε ένα πλούσιο και δημιουργικό ασυνείδητο. Η Τεχνική είναι μονοσήμαντη, επιφανειακή, αλλά σταθερή· η διαμεσολάβηση της είναι σαφής και προβλέψιμη, χωρίς παιχνίδι, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς μνήμη και χωρίς πρόταγμα. Είναι ένα αποτελεσματικότατο μέσο το οποίο υποκαθιστά τις ποιητικές διαμεσολαβήσεις. Αποστειρώνει γύρω της όλα όσα ενδέχεται να διαταράξουν τον ψυχρό κόσμο της και παρέχει στον άνθρωπο ένα αποστειρωμένο σύμπαν, χωρίς μικρόβια αλλά και χωρίς γονιμοποιό σπέρμα.

Τέλος, τρίτη συνέπεια: η σχέση μεταξύ Τεχνικής και ανθρώπου είναι αδιαμεσολάβητη. Σήμερα, η κοινωνική και η ατομική συνείδηση διαμορφώνονται άμεσα από την παρουσία της Τεχνικής, από την πλήρη ενσωμάτωση του ανθρώπου σε αυτό το περιβάλλον. Δεν διαμεσολαβεί μεταξύ τους ο στοχασμός, για τον οποίο η Τεχνική θα ήταν απλώς ένα αντικείμενο, δεν διαμεσολαβεί η κουλτούρα. Το γεγονός ότι η σχέση του ανθρώπου προς την Τεχνική δεν διαμεσολαβείται σημαίνει πως η συνείδηση έχει γίνει πλέον αντανάκλαση του τεχνικού περιβάλλοντος. Αυτό θέλει να πει ο Μακλούαν με τον περίφημο ορισμό του «The medium is the message». «Το μέσον είναι το μήνυμα». Το μήνυμα που προσπαθεί να μεταδώσει ο άνθρωπος έχει γίνει καθαρή αντανάκλαση του Τεχνικού Συστήματος, των τεχνικών αντικειμένων· αντικατοπτρίζει εικόνες και Λόγους που δεν μπορούν να είναι τίποτε άλλο πέρα από τεχνικές εικόνες και Λόγοι περί Τεχνικής. Το Σύστημα κατακλύζει την ολότητα της εμπειρίας και της κοινωνικής πρακτικής. «Υπόδειγμα της κοινωνικής δράσης γίνεται το βλέμμα πάνω στο τεχνικό αντικείμενο, ένα βλέμμα παθητικό, το οποίο προσέχει μόνο τη λειτουργία, δεν ενδιαφέρεται παρά για τη δομή, και σαγηνεύεται από αυτό το ρηχό και διάφανο θέαμα». Κατ’ αυτόν τον τρόπο το διαμεσολαβητικό Τεχνικό Σύστημα γίνεται ο καθολικός διαμεσολαβητής που αποκλείει κάθε άλλη διαμεσολάβηση εκτός από τη δική του. Αυτό είναι το κορυφαίο στάδιο της αυτονομίας του.

Η διαμεσολάβηση από την Τεχνική είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας. Η Τεχνική δεν διαμεσολαβεί μόνο τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Φύσης, κι έπειτα μεταξύ ανθρώπου και τεχνικού περιβάλλοντος· διαμεσολαβεί και τη σχέση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων. Οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους όλο και περισσότερο μέσω τεχνικών οργάνων (τηλέφωνο) ή ψυχολογικών τεχνικών (παιδαγωγική, διανθρώπινες σχέσεις, δυναμική της ομάδας). Επίσης όμως, κάθε άνθρωπος σχετίζεται και με την ανθρωπότητα, με το σύνολο των ανθρώπων, μέσω αυτών των τεχνικών συσκευών (τηλεόραση, ραδιόφωνο κλπ.). Έτσι, εγκαθιδρύεται η βασιλεία των λεγόμενων «μακροπρόθεσμων σχέσεων», που διαφέρουν ποιοτικά από τις βραχυπρόθεσμες, οι οποίες δεν διαμεσολαβούνται (ή διαμεσολαβούνται από παραδοσιακούς πολιτισμικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι άκρως αναποτελεσματικοί).

Η τεχνική διαμεσολάβηση της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων παράγει ένα γνωστό φαινόμενο που συνεχώς μας εκπλήσσει: το διαρκώς αυξανόμενο αίσθημα ατομικής μοναξιάς μέσα σε έναν κόσμο γενικευμένης επικοινωνίας. Από τη στιγμή που έγινε ένα Universum μέσων, η Τεχνική αποτελεί το πραγματικό περιβάλλον του ανθρώπου. Οι τεχνικές διαμεσολαβήσεις γενικεύτηκαν, εξαπλώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν σε τέτοιον βαθμό, ώστε να συγκροτούν τελικά ένα νέο σύμπαν – υπήρξαμε μάρτυρες της ανάδυσης του «τεχνικού» περιβάλλοντος. Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος έπαψε να ζει κατά κύριο λόγο μέσα στο «φυσικό» περιβάλλον (το οποίο συγκροτείται από αυτό που συνήθως αποκαλούμε «Φύση», ύπαιθρο, δάσος, βουνό, θάλασσα κλπ.). Τώρα ζει μέσα σε ένα καινούργιο, τεχνητό περιβάλλον. Δεν ζει σε επαφή με την πραγματικότητα της γης και του νερού, αλλά με την πραγματικότητα των εργαλείων και των αντικειμένων που σχηματίζουν την ολότητα του περιβάλλοντός του. Το περιβάλλον του αποτελείται πλέον από άσφαλτο, σίδερο, τσιμέντο, γυαλί, πλαστικές ύλες κ.ο.κ. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει τα σημάδια του καιρού (εκτός κι αν είναι αεροπόρος ή ναυτικός, ή όταν είναι σε διακοπές και θέλει να πάει εκδρομή στο βουνό!). Αντίθετα, η γνώση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας είναι ζωτικής σημασίας γι’ αυτόν. Ακόμη και το πρόβλημα της πρόγνωσης του καιρού δεν λύνεται πια με την άμεση γνώση του ουρανού, του ανέμου κλπ., αλλά χάρη στις εκπομπές της Ε.Μ.Υ. Σχετιζόμαστε με τα φυσικά στοιχεία αποκλειστικά μέσω ενός συνόλου τεχνικών, το οποίο είναι τόσο ολικό, που τελικά σχετιζόμαστε με τις ίδιες τις τεχνικές. Το καθαυτό φυσικό περιβάλλον εξαφανίζεται.

Πρέπει προφανώς να συγκρίνουμε αυτή την κατάσταση με την πόλη, αυτό το ουσιώδες προϊόν της Τεχνικής. Μέσα στην πόλη δεν υπάρχει τίποτε το αυθόρμητα φυσικό και μόνο κατά τύχη ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με φυσικά στοιχεία (πάρκα, δέντρα στις πλατείες). Ταυτόχρονα, η φύση έξω από την πόλη χρησιμεύει κυρίως ως πεδίο για τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, τη χαλάρωση κλπ., εφόσον μάλιστα μειώνεται η σημασία της γεωργίας και το μέγεθος του αγροτικού πληθυσμού. Ωστόσο, η αντικατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος από το τεχνικό δεν ανάγεται στην αστικοποίηση. Η εργασία επιφέρει την ίδια ρήξη. Για παράδειγμα, ο εργάτης δεν γνωρίζει πια το υλικό που κατεργάζεται· αρκεί να γνωρίζει τις μηχανές που επιτελούν τις απαραίτητες εργασίες.

Πολύ σύντομα επέρχεται και μια δεύτερη αφαίρεση με την αυτοματοποίηση. Αν εξετάσουμε όλους τους τομείς της ζωής, θα διαπιστώσουμε παντού την ίδια κίνηση. Ακόμη και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών προσανατολίζεται ουσιαστικά προς τη γνώση του τεχνικού περιβάλλοντος. Δεν χρειάζεται πια να γνωρίζουν τα φυσικά στοιχεία· πρέπει να γνωρίζουν τι είναι το εργοστάσιο και πώς να περνούν απέναντι στον δρόμο. Για να ασκήσουν ένα επάγγελμα, πρέπει να είναι τεχνικά καταρτισμένα. Η Τεχνική είναι το περιβάλλον ζωής του ανθρώπου, όχι μόνο επειδή αποκλείει την άμεση σχέση με τα φυσικά στοιχεία ή τροποποιεί όσα από αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν (το νερό, τον αέρα)· ούτε απλώς επειδή το περιβάλλον του ανθρώπου αποτελείται πλέον μόνο από τεχνικά αντικείμενα. Η Τεχνική είναι το περιβάλλον ζωής του ανθρώπου επειδή, συν τοις άλλοις, επεμβαίνει άμεσα στη ζωή του ανθρώπου και απαιτεί από αυτόν να κάνει προσαρμογές όπως εκείνες που απαιτούσε το φυσικό περιβάλλον από τον πρωτόγονο άνθρωπο.

Ο κόσμος στον οποίο ζει ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του μηχανικού περιβάλλοντός του. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται μια γνώση και ένα σύνολο συμπεριφορών που σχετίζονται άμεσα με αυτό το περιβάλλον. Η γνώση του καθαυτό φυσικού περιβάλλοντος έχει πάψει ολοκληρωτικά να μας ενδιαφέρει.

Γι’ αυτόν τον λόγο, η τεχνική σκέψη είναι ριζικά διαφορετική από την «άγρια» σκέψη. Η διαδικασία του σκέπτεσθαι παραμένει αναμφίβολα η ίδια, όμως εφαρμόζεται με διαφορετικό τρόπο σε ένα πεδίο που επιβάλλει τον δικό του τρόπο προσέγγισης. Ο τρόπος της «άγριας» σκέψης ήταν συναφής με το φυσικό περιβάλλον. Όταν ο άνθρωπος καταβυθίζεται σε ένα αποκλειστικά τεχνικό περιβάλλον, τότε ο τρόπος της «άγριας» σκέψης, που εξακολουθεί να υπάρχει μέσα του, περιπίπτει σε αχρηστία. Η «άγρια» σκέψη καθορίζεται από το φυσικό περιβάλλον, έχει ως σημείο εφαρμογής το φυσικό περιβάλλον, και το διαμορφώνει εγκαθιδρύοντας τη σχέση μεταξύ ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, το φυσικό περιβάλλον δεν χρησιμεύει μόνο ως περιβάλλον αλλά πολύ περισσότερο σαν «διερμηνέας» της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τους άλλους ανθρώπους. Η εκτόπιση του φυσικού περιβάλλοντος από το τεχνικό προκαλεί μια αλλαγή σε αυτές τις σχέσεις. Δημιουργείται ένα σχίσμα μεταξύ των ανθρώπων (διάλυση των φυσικών ομάδων), το κοινωνείν αντικαθιστάται από την τυπική επικοινωνία, ενώ το τεχνικό περιβάλλον είναι αυτό που «διερμηνεύει» τώρα τη (ψευδή) σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Διότι αν δεχτούμε (όπως δέχομαι πρόθυμα εγώ) ότι η «άγρια» σκέψη αποτελεί συστατικό κομμάτι της «ανθρώπινης φύσης», τότε το γεγονός πως η σκέψη αυτή βρίσκεται τώρα μέσα σε ένα ακατάλληλο γι’ αυτήν περιβάλλον δεν οδηγεί πια τους ανθρώπους στο κοινωνείν αλλά σε κάθε λογής σχίσματα – πράγμα που φανερώνεται κυρίως στη δυσκολία ή την πλήρη αδυναμία συμβολισμού.

Μια από τις μεγαλύτερες απώλειες για τον σύγχρονο άνθρωπο αφορά την ικανότητα συμβολισμού. Η ικανότητα συμβολισμού μπορούσε να λειτουργεί, και όντως λειτουργούσε, μόνο μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Η ικανότητα αυτή, χάρη στην οποία ο άνθρωπος επιβίωσε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, είναι περιττή μέσα στο τεχνικό περιβάλλον. Είναι τελείως άχρηστη. Ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει λοιπόν τον ακόλουθο σπαραγμό: από τη μια μεριά, δεν μπορεί να εκμηδενίσει την ικανότητα του συμβολισμού, καθώς έχει εγγραφεί μέσα του επί χιλιετίες· από την άλλη, αυτή η ικανότητα έχει περιπέσει σε κατάσταση αχρηστίας και αναποτελεσματικότητας, για να μην πούμε ότι απωθείται κιόλας, εφόσον το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος δεν την έχει καθόλου ανάγκη και δεν την απαιτεί. Συνεπώς, κινητοποιείται είτε ένας συμβολισμός απόδρασης σε ένα ανορθολογικό φανταστικό (η μοντέρνα τέχνη, για παράδειγμα), είτε ένας τεχνητός συμβολισμός, που αναφέρεται μεν στην Τεχνική αλλά είναι τελείως άχρηστος και χωρίς κανένα νόημα (όπως θα δούμε αργότερα). Η προσέγγιση, η κατανόηση, η ερμηνεία και η καθυπόταξη του τεχνικού περιβάλλοντος είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν διά της συμβολικής οδού. Όσο για το φυσικό περιβάλλον, ο συμβολισμός του έχει χάσει κάθε νόημα εξαιτίας της κυριαρχίας του τεχνικού ωφελιμισμού.

Η γνώση μας αφορά πλέον μια αφαίρεση του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο κατανοούμε μέσω όλο και πιο εκλεπτυσμένων τεχνικών. Περιβάλλον ζωής είναι πλέον το μηχανικό και τεχνικό περιβάλλον, και το μελετούμε άμεσα ως τέτοιο. Έτσι εμφανίζονται, για παράδειγμα, θεωρίες όπως αυτή «των δονήσεων και των κραδασμών», που υποτίθεται πως ερμηνεύουν πλήρως το περιβάλλον ζωής. Αυτές οι μελέτες δεν αφορούν πλέον μόνο κάποιο μηχανικό μέσο, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιήσει ο μηχανικός στη δουλειά του, αλλά την ολότητα του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Συνεπώς, δεν μπορούμε να μελετήσουμε το ανθρώπινο περιβάλλον αν δεν ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το τεχνικό περιβάλλον. Οι ίδιες οι μηχανές συγκροτούν από μόνες τους ένα περιβάλλον, και δεν είναι παρά ένα μέρος (ένα μικρό μέρος!) του τεχνικού περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος υποχρεώνεται λοιπόν να μελετάει το περιβάλλον του όπως ακριβώς ο «πρωτόγονος» άνθρωπος όφειλε να «μελετά» το φυσικό περιβάλλον: πρώτα πρώτα, για να επιβιώσει· έπειτα, για να το κυριαρχήσει και να αντλήσει ό,τι καλύτερο μπορεί.

Όταν λοιπόν ζούμε σε ένα περιβάλλον που βρίσκεται ενδιάμεσα από το φυσικό και το τεχνικό περιβάλλον –δηλαδή στο αστικό περιβάλλον–, το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε είναι πώς θα το μετασχηματίσουμε και αυτό σε τεχνικό περιβάλλον. Το αστικό περιβάλλον διαφυλάσσει ορισμένες όψεις του φυσικού περιβάλλοντος: έναν ορισμένο αυθορμητισμό, μια αντιφατικότητα σε σχέση με τον άνθρωπο, μια βλάστηση, μια ποικιλία, μια ανορθολογικότητα. Όπως το φυσικό περιβάλλον, είναι ταυτόχρονα οικείο και ξένο προς το άνθρωπο. Παρόλο που διαμορφώνεται αποκλειστικά από τεχνικά προϊόντα, δεν ταυτίζεται με το μηχανικό περιβάλλον, διότι το αστικό περιβάλλον αναπτύσσεται άναρχα και με τρόπο μη τεχνικό. Γι’ αυτό και μας προκαλεί δυσφορία. Δεν έχει την αυστηρότητα, την απλότητα και την ορθολογικότητα των τεχνικών. Ο άνθρωπος έχει εισαγάγει σε αυτό τη δική του αταξία, το έχει κάνει δικό του –οι δρόμοι είναι βρώμικοι και πολυσύχναστοι–, έχει μυστηριώδεις γωνιές, άγνωστες περιοχές, ασαφείς γραμμές συγκοινωνίας και τίποτε δεν είναι λειτουργικό. Δεν πρόκειται απλώς για τη «σύγκρουση» μεταξύ μεσαιωνικών πόλεων και της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Το αστικό περιβάλλον είναι πολύ βαθύτερα ένα προϊόν των παραδοσιακών τεχνικών του ανθρώπου, το οποίο έχει εξανθρωπιστεί και αφήνει ανικανοποίητο τον άσβεστο πόθο μας να υποτάξουμε τα πάντα σε ακριβείς τεχνικές.

Οι Σουηδοί, χάρη σε έναν αυστηρό σχεδιασμό, σε ένα αποτελεσματικό σύστημα μαζικών συγκοινωνιών, στην ανακαίνιση του κέντρου της Στοκχόλμης και την εκ του μηδενός κατασκευή εντελώς καινούργιων πόλεων στα προάστια, κατόρθωσαν μια σχεδόν τέλεια εκτεχνίκευση του αστικού ιστού και πέτυχαν να κατασκευάσουν ένα ευχάριστο αστικό περιβάλλον. Έτσι, δεν ικανοποιήθηκε απλώς η τεχνική ορθολογικότητα. Η τεχνική ορθολογικότητα μπορεί να φέρει και ευχάριστα αποτελέσματα, όταν χρησιμοποιείται σωστά. Σήμερα ξέρουμε άλλωστε ότι χρειάζονται τόσοι τόποι χαλάρωσης, τόσα τετραγωνικά μέτρα πράσινου, τόσες κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις κ.ο.κ. Παρ’ όλα αυτά, μια υποψία άγχους πλανιέται πάνω από τη Στοκχόλμη. Είναι σαν να αναρωτιούνται οι άνθρωποι τι γίνεται αφότου επιτευχθεί τούτη η τελειότητα; Τι κάνουμε τώρα; Τι υπάρχει πέρα από τον Παράδεισο;

Σχόλια