Η νομιμότητα των αεροπορικών επιθέσεων ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας στη Συρία
Στις 15 Απριλίου 2018 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία ξεκίνησαν μια συντονισμένη αεροπορική επιχείρηση στη Συρία, με σκοπό να εξουδετερώσουν συγκεκριμένους στόχους που ισχυρίζονται ότι, βάσει αξιόπιστων πληροφοριών, σχετίζονται με το πρόγραμμα χημικών όπλων της συριακής κυβέρνησης Assad (Cohen, Z. & Liptak, K., 2018). Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι, μέσα από την ανάλυση και αντιπαράθεση των επιχειρημάτων που παρουσίασαν τόσο τα κράτη-δρώντες όσο και έγκριτοι αναλυτές του Διεθνούς Δικαίου, να γίνει μια συνολική αποτίμηση της νομιμότητας αυτών των αεροπορικών επιθέσεων στη Συρία. Στο παρόν θα εξεταστεί επίσης αν υπάρχει εν προκειμένω μια σταδιακή ανάδυση ενός νέου κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου ως εξαίρεση στον κανόνα της μη χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις. Τέλος, θα υπάρξει αναφορά στην άποψη περί χρήσης παράνομων “αντιμέτρων” από τα τρία κράτη-δρώντες, και θα αναλυθεί το δόγμα της “ανθρωπιστικής παρέμβασης” που επικαλέστηκε το Ηνωμένο Βασίλειο ως νομική βάση που επιτρέπει τη χρήση βίας κατά της Συρίας.
Η νομική βάση των επιθέσεων – Η θέση της κυβέρνησης Trump
Μετά την εκκίνηση των αεροπορικών επιθέσεων ο Πρόεδρος Trump δήλωσε: “διέταξα τις ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών να ξεκινήσουν χτυπήματα ακριβείας σε στόχους που σχετίζονται με τις ικανότητες χημικού εξοπλισμού του Σύριου δικτάτορα Bashar al-Assad. Το Σάββατο 7 Απριλίου ο Assad ξεκίνησε μια άγρια επίθεση με χημικά όπλα εναντίον των αθώων πολιτών του. Το καθεστώς για άλλη μια φορά χρησιμοποίησε χημικά όπλα για τη σφαγή αθώων κοντά στην πόλη Douma, κοντά στην πρωτεύουσα της Συρίας, τη Δαμασκό. Ο σκοπός των ενεργειών μας απόψε είναι να δημιουργήσουμε έναν ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα ενάντια στην παραγωγή, την εξάπλωση και τη χρήση χημικών όπλων” (Kazianis, 2018). Στον χάρτη που ακολουθεί φαίνονται οι τοποθεσίες των αεροπορικών επιθέσεων που επιχειρήθηκαν από αμερικανικά, γαλλικά και βρετανικά αεροσκάφη στη Συρία, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ (Department of Defense, DoD).
(Garamone, J. – US Department of Defense, 2018)
Επιστρέφοντας στον λόγο του Προέδρου Trump, αυτό που απουσίαζε είναι μια σαφής αναφορά στη νομική βάση πάνω στην οποία στηρίζονται οι αεροπορικές επιθέσεις των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων και των συμμάχων τους. Αυτή η νομική βάση δεν προέκυψε ούτε και από την επιστολή του Προέδρου προς το Αμερικανικό Κογκρέσο, η οποία και υποβλήθηκε σύμφωνα με το Ψήφισμα για τις Δυνάμεις του Πολέμου (War Powers Resolution – 50 USC, Chapter 33) μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από τις αεροπορικές επιθέσεις, και με την οποία δήλωνε τα ακόλουθα: “ενήργησα προς όφελος των ζωτικής σημασίας συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, σε συμφωνία με την εξουσία που μου αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, ώστε να ηγούμαι διεθνών επιχειρήσεων με την ιδιότητά μου ως του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας”. Δεν αναφέρεται, επίσης, καμία εξουσιοδότηση του Κογκρέσου για τη χρήση βίας στη Συρία – κάτι για το οποίο ο Πρόεδρος Trump δέχθηκε κριτική, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί και έναν χρόνο πριν, όταν τον Απρίλιο του 2017 επιχειρήθηκαν αντίστοιχες επιθέσεις (Bellinger, 2018).
Ωστόσο, αν και είναι πράγματι προτιμότερο να έχει ο Πρόεδρος την άδεια του Κογκρέσου για οποιαδήποτε χρήση βίας, εντούτοις, ως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πράγματι ευρεία συνταγματική εξουσία να διατάξει τη χρήση στρατιωτικής δύναμης για την προώθηση σημαντικών εθνικών συμφερόντων. Άλλωστε, μέχρι σήμερα αρκετοί Πρόεδροι ανέπτυξαν τις δυνάμεις των ΗΠΑ και διέταξαν τη χρήση στρατιωτικής δύναμης χωρίς προηγούμενη άδεια του Κογκρέσου. Το Γραφείο του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έχει γράψει πολυάριθμες γνωμοδοτήσεις, τόσο επί Ρεπουμπλικάνων όσο και επί Δημοκρατικών Προέδρων, οι οποίες καθορίζουν ότι “ο Πρόεδρος έχει την εξουσία να δεσμεύει στρατεύματα και να αναλαμβάνει στρατιωτικές ενέργειες για να προστατεύσει ένα ευρύ φάσμα εθνικών συμφερόντων ακόμη και ελλείψει εξουσιοδότησης του Κογκρέσου, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της περιφερειακής σταθερότητας, της ανάληψης ειρηνευτικών αποστολών και της διατήρησης των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών”. Σε αυτή την περίπτωση κρίθηκε από την κυβέρνηση Trump πως υπήρξε εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ να αποτρέψουν τη συριακή κυβέρνηση Assad, καθώς και άλλες κυβερνήσεις, από τη χρήση χημικών όπλων εναντίον των πολιτών τους. Ωστόσο, η ερώτηση αναφορικά με τη νομιμότητα των επιθέσεων παραμένει (Bellinger, 2018).
Πέρα από τον ίδιο τον Πρόεδρο, και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Trump απέτυχαν ως τώρα να απαντήσουν αποτελεσματικά στο ερώτημα περί νομιμότητας, αφού δεν ανέφεραν καμία νομική βάση του διεθνούς δικαίου για τα χτυπήματα αυτά, και η αλήθεια είναι ότι θα ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να το πράξουν, γιατί ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών απαγορεύει συγκεκριμένα σε κάθε κράτος-μέλος του ΟΗΕ τη χρήση βίας έναντι άλλου κράτους-μέλους – εκτός από κάποιες περιπτώσεις που θα αναλυθούν στην επόμενη ενότητα του άρθρου. Σε μια δήλωσή της προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Αμερικής στα Ηνωμένα Έθνη, Nikki Henley, υπερασπίστηκε την ενέργεια της Αμερικής ως “δικαιολογημένη, θεμιτή και αναλογική”. Η επιλογή των λέξεων έγινε ιδιαίτερα προσεκτικά, ενώ η αναφορά σε θεμιτή (legitimate) και όχι νόμιμη (legal) ενέργεια υποδηλώνει ότι οι νομικοί εντός της κυβέρνησης Trump κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση βίας δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νόμιμη βάσει του διεθνούς δικαίου, αλλά εξακολουθούσε να είναι κατάλληλη βάσει των συγκεκριμένων γεγονότων στη Συρία και, άρα, μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή λόγω των συνθηκών (Goldsmith J, 2018). Η κυβέρνηση Clinton είχε υιοθετήσει την ίδια ακριβώς προσέγγιση όταν ανέφερε διάφορους παράγοντες που δικαιολογούσαν τις αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ εναντίον της Σερβίας στο Κοσσυφοπέδιο, χωρίς να ισχυρίζεται ότι η χρήση βίας ήταν νόμιμη, αλλά ισχυριζόμενη ότι ήταν θεμιτή. Αυτή η αναφορά της Μόνιμης Αντιπροσώπου Henley ίσως δείχνει μια προσπάθεια και διάθεση να παρέχουν οι ΗΠΑ μια εξήγηση βάσει διεθνούς δικαίου τόσο για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, όσο και για αντίστοιχες μελλοντικές.
Αυτό επιβεβαιώνει και ο John B. Bellinger, δικηγόρος σε θέματα Διεθνούς Δικαίου, που διατέλεσε νομικός σύμβουλος του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της θητείας του Προέδρου George W. Bush., και ο οποίος θεωρεί ότι “είναι σημαντικό η κυβέρνηση Trump να εξηγήσει τη νομική βάση και να αιτιολογήσει την οποιασδήποτε μορφής χρήση στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ – συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και αυτής εναντίον της Συρίας. Και αυτό γιατί, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εξηγούν τη νομική βάση των πράξεών τους, φαίνεται να ενεργούν παράνομα και, συνεπώς, καλούν άλλες χώρες να ενεργούν και εκείνες χωρίς νομική βάση ή δικαιολόγηση” (Bellinger, 2018).
Σε κάθε περίπτωση, ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι το να είναι μια επιχείρηση θεμιτή πρέπει να συνοδεύεται και από νομιμότητα, άλλοι διατηρούν μια διαφορετική άποψη, καθώς το θεμιτό μιας επιχείρησης σχετίζεται περισσότερο με την εξωτερική πολιτική της κάθε χώρας. Εξάλλου, υπάρχει πράγματι μια διάκριση που μπορεί να γίνει μεταξύ του τι είναι νόμιμο και τι θεμιτό. Το πρώτο καθιερώνεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, ενώ το δεύτερο καθιερώνεται από τους “κανόνες της κοινωνίας” – δηλαδή, η αποδοχή από την κοινωνία κάνει κάτι θεμιτό, ακόμα και αν δεν είναι νόμιμο. Για κάποιους, λοιπόν, αναλυτές η χρήση χημικών όπλων από τον Πρόεδρο Assad παραβιάζει τις διεθνείς συμβάσεις και τις διαδεδομένες πεποιθήσεις σχετικά με την ορθή διακυβέρνηση. Καταλήγουν, έτσι, στο συμπέρασμα πως οι αεροπορικές επιθέσεις ακριβείας που διεξάγονται από τρία από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, και στοχεύουν στις χημικές δυνατότητες της Συρίας, φαίνονται εύλογα δικαιολογημένες και θεμιτές, δεδομένης ιδίως της ιστορίας στη χρήση χημικών όπλων από τη Συρία κατά την τελευταία δεκαετία, αλλά και του γεγονότος ότι επιχειρήθηκαν πολλές διπλωματικές λύσεις οι οποίες απέτυχαν (Goldberg, 2018).
(Garamone, J. – US Department of Defense, 2018)
Ο γενικός κανόνας της απαγόρευσης χρήσης βίας και οι εξαιρέσεις αυτού – Η “ανθρωπιστική παρέμβαση” ως νομική βάση που δικαιολογεί τη χρήση βίας – Η θέση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου
Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει μια γενική απαγόρευση της χρήσης βίας ή της απειλής χρήσης βίας μεταξύ των κρατών. Αυτή η απαγόρευση αναφέρεται ρητά στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως κύρια πηγή του διεθνούς δικαίου, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών έχει υπογράψει και προσχωρήσει σ’ αυτόν. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη αναφέρει ότι “όλα τα κράτη-μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, είτε από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών”. Όπως, δε, έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο στην Υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ, η συμβατική μορφή του κανόνα όπως εισάγεται στο Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη υπάρχει και ισχύει παράλληλα με τον εθιμικό κανόνα της μη χρήσης βίας. Ο κανόνας αυτός, μάλιστα, έχει χαρακτήρα κανόνος αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens) – δηλαδή, θεωρείται θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου από την οποία δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση, ισχύει δε για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας (erga omnes). Η ενδεχόμενη παράβαση του κανόνα της μη χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις δημιουργεί διεθνή ευθύνη για το κράτος-παραβάτη, την οποία εκτός από το κράτος-θύμα της επίθεσης μπορούν να επικαλεστούν και τρίτα κράτη (Αντωνόπουλος, 2014).
Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα. Αρχικά, η εξαίρεση του Άρθρου 42 του Χάρτη των ΗΕ, σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ, “που ενεργεί για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας”, μπορεί να δώσει με Ψήφισμά του εξουσιοδότηση για κάθε αναγκαία στρατιωτική δράση και, επομένως, Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση της χρήσης βίας.
Έπειτα, υπάρχει και η εξαίρεση του Άρθρου 51 του Χάρτη των ΗΕ, δηλαδή η περίπτωση που η μονομερής χρήση βίας δικαιολογείται ως άσκηση του φυσικού δικαιώματος ατομικής ή συλλογικής άμυνας ενός κράτους – δικαίωμα το οποίο αναλύθηκε διεξοδικά σε προηγούμενο άρθρο (Μπαχούμας, 2018). Αυτές οι δυο είναι και οι αναγνωρισμένες από το σύνολο των κρατών-μελών των ΗΕ εξαιρέσεις στον κανόνα της μη χρήσης βίας.
Επιπροσθέτως, υπάρχει και μια τρίτη περίπτωση που η στρατιωτική δράση μπορεί να δικαιολογηθεί – περίπτωση που προέρχεται όχι από το συμβατικό δίκαιο, αλλά από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, και γίνεται αποδεκτή από έναν σημαντικό αριθμό κρατών. Είναι εκείνη “της στρατιωτικής επέμβασης μετά από πρόσκληση της νόμιμης κυβέρνησης ενός κράτους ή με συγκατάθεση αυτής” – νομική βάση που, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται σήμερα από τη Ρωσία για να δικαιολογήσει την παρέμβασή της στη Συρία (Αντωνόπουλος, Κ. 2014).
Ωστόσο, εν προκειμένω θα γίνει ανάλυση μιας άλλης, τέταρτης εξαίρεσης, που υποστηρίζεται από ελάχιστα κράτη, προέρχεται και εκείνη από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, και στη συγκεκριμένη επιχείρηση γίνεται επίκλησή της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης ως εξαίρεση που δικαιολογεί τη χρήση βίας εναντίον κράτους.
Αρχικά πρέπει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, η βρετανική κυβέρνηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη, εκτός εάν έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι “η χρήση βίας είναι νόμιμη, μεταξύ άλλων, βάσει του διεθνούς δικαίου”. Για να συμμετάσχει, λοιπόν, στις επιθέσεις, η βρετανική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να καταλήξει συγκεκριμένα στο συμπέρασμα ότι η χρήση στρατιωτικής δύναμης επιτρέπεται από το διεθνές δίκαιο – είναι, δηλαδή, η χρήση βίας νόμιμη και όχι μόνο δικαιολογημένη ή θεμιτή, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα ότι επικαλείται η αμερικανική κυβέρνηση. Έτσι, λοιπόν, το Ηνωμένο Βασίλειο, σε αντίθεση με τους δυο συμμάχους του, διατύπωσε μια σαφή νομική βάση για να δικαιολογήσει τη χρήση βίας εκ μέρους του, και αυτή η βάση είναι το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης (Weller, 2018).
Με τον όρο “ανθρωπιστική παρέμβαση” νοείται η χρήση βίας εναντίον ενός κράτους με σκοπό την προστασία των πολιτών του από κατάφωρες παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα του δικαιώματος στη ζωή (Αντωνόπουλος, 2014). Η ανθρωπιστική παρέμβαση περιγράφεται ως ένα εξαιρετικό μέτρο που υπόκειται σε αυστηρούς όρους, οι οποίοι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι έχουν συναντηθεί στην περίπτωση της Συρίας αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων από την κυβέρνηση Assad. Ωστόσο, ακόμα και κάτω από την περιγραφή του ως “εξαιρετικό μέτρο”, η χρήση της ανθρωπιστικής παρέμβασης είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη, αφού ελάχιστα κράτη την έχουν επικαλεστεί ως σήμερα, και για το σύνολο σχεδόν των κρατών δεν αποτελεί μια περίπτωση νόμιμης προσφυγής σε ένοπλη βία. Το ίδιο ισχύει και στη διεθνή θεωρία, αφού ελάχιστοι διεθνολόγοι έχουν αποδεχτεί ως σήμερα την ύπαρξη του δόγματος.
Εστιάζοντας στο επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου, η επίσημη θέση του βασίζεται στις συμβουλές του Γενικού Εισαγγελέα Jeremy Wright, και διαχωρίζεται σε δύο στάδια: πρώτον, στις προϋποθέσεις του δόγματος που το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πληρούνται ώστε να είναι επιτρεπτή μια ανθρωπιστική παρέμβαση (i, ii, iii) και, δεύτερον, στο πώς αυτές οι τρεις προϋποθέσεις ικανοποιούνται στην περίπτωση της Συρίας, με βάση συγκεκριμένα γεγονότα. Το δόγμα διατυπώθηκε για πρώτη φορά μετά το Κόσοβο, ωστόσο τον Αύγουστο του 2013 επαναλήφθηκε κατά τη συζήτηση για την παρέμβαση στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο και, ειδικότερα, αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε να εφαρμόσει το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης στη Συρία και, πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι, σε περίπτωση παρεμπόδισης της δράσης του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να λαμβάνει κατ’ εξαίρεση έκτακτα μέτρα προκειμένου να μετριάσει την κλίμακα της συντριπτικής ανθρωπιστικής καταστροφής στη Συρία, αποτρέποντας την περαιτέρω χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς. Μια τέτοια νομική βάση θα είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης, μόνο όταν πληρούνται τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: (i) ότι υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, γενικά αποδεκτά από τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της, για ακραία ανθρωπιστική δυσφορία μεγάλης κλίμακας, η οποία απαιτεί επείγουσα ανακούφιση, (ii) ότι θα πρέπει να είναι αντικειμενικά σαφές πως δεν υπάρχει πρακτική εναλλακτική λύση πέρα από τη χρήση βίας ώστε να σωθούν ζωές, και (iii) η προτεινόμενη χρήση βίας πρέπει να είναι απαραίτητη και ανάλογη προς τον σκοπό της ανακούφισης των ανθρωπιστικών αναγκών, και πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στον χρόνο και στο πεδίο εφαρμογής του στόχου αυτού – δηλαδή στο ελάχιστο απαραίτητο όριο για την επίτευξή του και για κανέναν άλλον σκοπό. Οι ίδιες προϋποθέσεις καθορίστηκαν στην περίληψη της νομικής θέσης της κυβέρνησης για τη δράση της στη Συρία, που δημοσιεύθηκε στις 15 Απριλίου 2018 (Ware, 2018).
Σχολιάζοντας τα παραπάνω, για τον Dr. Marko Milanovic, καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, το πρόβλημα με την προϋπόθεση (i) είναι η δυσκολία στην ερμηνεία του τμήματος “πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είναι γενικά αποδεκτά από τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της, για ακραία ανθρωπιστική δυσφορία μεγάλης κλίμακας”. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι τα “αποδεικτικά μέσα” που επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο στην αναφορά του είναι γενικά διατυπωμένα, ανυποστήρικτα και αβάσιμα και, συνεπώς, ούτε είναι πειστικά, ούτε φυσικά επαρκούν εν τέλει για να πληρείται η πρώτη προϋπόθεση που θέτει το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως, όταν γίνεται λόγος για “αποδοχή την αποδεικτικών στοιχείων από τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της”, αυτό εύλογα θα πρέπει να συμπεριλάβει την Κίνα και τη Ρωσία. Ειδικότερα, η τελευταία όχι μόνο δεν συμφωνεί με τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά εναντιώνεται στο ίδιο το γεγονός της ύπαρξης αυτών των επιθέσεων, αντιτείνοντας ότι καμία χρήση χημικών όπλων δεν έγινε από τη συριακή κυβέρνηση, και καταδικάζοντας παράλληλα τη δράση ΗΠΑ, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου και τις αεροπορικές επιθέσεις αυτών (Milanovic, 2018).
Επίσης, σε ένα τμήμα της ανάλυσης του Ηνωμένου Βασιλείου γίνεται γενικότερη αναφορά στην ανθρωπιστική καταστροφή στη Συρία, αφού αναφέρεται πως “κατά τη διάρκεια του Συριακού Εμφυλίου Πολέμου περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αθώοι πολίτες. Πάνω από το 50% του πληθυσμού της Συρίας έχει εκτοπιστεί, ενώ περίπου 13 εκατομμύρια άνθρωποι χρήζουν ανθρωπιστικής βοηθείας”. Σε άλλο, ωστόσο, τμήμα της ίδιας ανάλυσης γίνεται αναφορά στην ανθρωπιστική καταστροφή που προκαλούν συγκεκριμένα τα χημικά όπλα στη Συρία, αφού τονίζεται πως “η παρέμβασή μας αφορούσε αποκλειστικά στην αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής που προκλήθηκε από τη χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς, και η ενέργεια αυτή ήταν το ελάχιστο που κρίνεται αναγκαίο για τον σκοπό αυτό”. Το θεμελιώδες ζήτημα, λοιπόν, εδώ είναι ακριβώς ότι δημιουργείται σύγχυση και προβληματισμός αναφορικά με το ποια είναι “η ανθρωπιστική καταστροφή που απαιτεί μονομερή ένοπλη αντίδραση” – δηλαδή πώς πρέπει να οριστεί το πεδίο αυτής της ανθρωπιστικής καταστροφής, διότι μόνο τότε μπορεί να γίνει μια ανάλυση αναγκαιότητας/αναλογικότητας, κάτι που αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου. Μια άποψη είναι να θεωρηθεί ότι η ανθρωπιστική καταστροφή είναι ο συνολικός Εμφύλιος Πόλεμος της Συρίας, οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και οι εκατομμύρια εκτοπισμένοι. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από την πρώτη και γενικότερη αναφορά που κάνει η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, και η οποία παρατέθηκε παραπάνω. Μια άλλη επιλογή είναι να θεωρηθεί ότι η ανθρωπιστική καταστροφή είναι οι θάνατοι που προκύπτουν από τη χρήση χημικών – ερμηνεία την οποία επιλέγει και χρησιμοποιεί η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στη δεύτερη και ειδικότερη αναφορά, η οποία επίσης παρατέθηκε. Ο καθηγητής Milanovic παρατηρεί στο σημείο αυτό μια ασυνέπεια μεταξύ αυτών των δύο θέσεων και θεωρεί πως είναι σκόπιμη, και ο λόγος αυτής της ασυνέπειας είναι πως η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου γνωρίζει καλά ότι, αν ως ανθρωπιστική καταστροφή ερμηνευτεί το σύνολο της Εμφύλιας Σύγκρουσης, τότε μόνο μια στρατιωτική παρέμβαση τεράστιας κλίμακας θα μπορούσε -και ούτε καν με βεβαιότητα- να ανακουφίσει την ταλαιπωρία που προκάλεσε ο Εμφύλιος Πόλεμος στο σύνολό του. Αυτό, όμως, που η ίδια θέλει να κάνει εν προκειμένω είναι μια πολύ μικρή και περιορισμένη παρέμβαση, επικεντρωμένη ειδικά στα χημικά όπλα, αλλά ξέρει επίσης καλά πως η παρέμβαση αυτή δεν κάνει σχεδόν τίποτα για την ευρύτερη ανθρωπιστική καταστροφή στη Συρία. Με άλλα λόγια, η ανάλυση αναγκαιότητας/αναλογικότητας -που αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση της ανάλυσης του Ηνωμένου Βασιλείου- θα είχε νόημα μόνο αν ο πόλεμος της Συρίας συνιστούσε τη σχετική ανθρωπιστική καταστροφή – κάτι το οποίο μάλλον δεν συμβαίνει αν αναλογιστεί κανείς τη μικρή κλίμακα της επιχείρησης και, άρα, η τωρινή συμμαχική απάντηση κρίνεται ως προδήλως ακατάλληλη να σταματήσει αυτή την καταστροφή. Άλλωστε, είναι αποδεδειγμένο πως μόνο ένα μικροσκοπικό ποσοστό όλων των ανθρωπίνων απωλειών του Πολέμου προκλήθηκε λόγω της χρήσης των χημικών όπλων – πιθανώς λιγότερο και από 1% του συνόλου των θανάτων. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επαναπροσδιορίζει το πεδίο της ανθρωπιστικής καταστροφής, και πηγαίνει σε μια ειδικότερη ερμηνεία, περιορίζοντας την κλίμακα και το μέγεθος της στρατιωτικής επιχείρησης. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο καταλήγει στο απόλυτα αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η δολοφονία χιλιάδων ατόμων με χημικά όπλα απαιτεί μια μονομερή στρατιωτική παρέμβαση χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ η δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων με συμβατικά όπλα δεν απαιτεί την ίδια αντίδραση. Σε κάθε περίπτωση η επιχείρηση δεν έχει κανένα νόημα γιατί, ακόμη και αν οι αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας είναι απολύτως επιτυχείς, και ο Assad δεν χρησιμοποιήσει ξανά χημικά όπλα, ο Εμφύλιος Πόλεμος και οι φρικαλεότητες που αυτός συνεπάγεται θα συνεχίζονται. Εν κατακλείδι, δηλαδή, αυτό που επιτυγχάνεται με τις αεροπορικές επιθέσεις κρίνεται πολύ μικρό, ενώ δυνητικά μπορεί να έχει πολύ υψηλό κόστος. Συνεπώς, το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου για ανθρωπιστική παρέμβαση φαίνεται να μην είναι τόσο πειστικό (Milanovic, 2018).
Άλλωστε, και οι σύμμαχοι του Ηνωμένου Βασιλείου -όπως η κυβέρνηση των ΗΠΑ-, αλλά και οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν δέχθηκαν ποτέ ότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα ανθρωπιστικής παρέμβασης, ενώ αριθμός κρατών έχει ρητά εναντιωθεί στην πιθανότητα μιας τέτοιας αναγνώρισης. Είναι, λοιπόν, αποδεκτό πως ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών δεν επιτρέπει τη χρήση βίας για ανθρωπιστικούς σκοπούς, ενώ διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος μπορεί να δημιουργήσει ένα προηγούμενο που θα μπορούσαν να καταχραστούν άλλες χώρες (Hakimi, 2018). Ίσως, λοιπόν, αυτός να είναι και ο λόγος που οι ΗΠΑ και η Γαλλία επέλεξαν να παραμείνουν σιωπηλές και μακριά από κάποιο νομικό επιχείρημα, παρά να στηριχτούν σε ένα όχι τόσο πειστικό.
Από την άλλη, δεν είναι λίγοι οι διεθνολόγοι που υποστήριξαν ότι οι επιθέσεις των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας έχουν τον χαρακτήρα αντιμέτρων/ένοπλων αντιποίνων. Αντίμετρα είναι χρήσεις στρατιωτικής βίας που ακολουθούν ένα συγκεκριμένο περιστατικό συνήθως για τιμωρία ή για εκδίκηση, και που “δεν ταιριάζουν” με την εξαίρεση από την απαγόρευση της χρήσης βίας για άμυνα. Τα αντίμετρα αρχικά θεωρούνται παράνομα και απαγορεύονται, ωστόσο με σχετική άδεια του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να είναι νόμιμα. Αποτελούν, δηλαδή, μια ενέργεια που διαφορετικά θα ήταν παράνομη, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την άδεια του Συμβουλίου Ασφαλείας θεωρείται νόμιμη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, γιατί ακριβώς χρησιμοποιείται ως αντίδραση στις παράνομες πράξεις ενός κράτους. Εν προκειμένω το επιχείρημα είναι ότι η χρήση χημικών όπλων από την κυβέρνηση Assad παραβιάζει την απαγόρευση της χρήσης χημικών όπλων, όπως αυτή έχει προκύψει από τη σχετική Σύμβαση για την Κατάργηση των Χημικών Όπλων – ΣΧΟ (the Chemical Weapons Convention, CWC). Ωστόσο, ακόμα και αν υπάρχει αυτή η χρήση χημικών όπλων, το Συμβούλιο Ασφαλείας ποτέ δεν ενέκρινε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης στο εσωτερικό της Συρίας. Συνεπώς, για αρκετούς διεθνολόγους οι αεροπορικές επιθέσεις των τριών συμμάχων στη Συρία αποτελούν απαγορευμένα αντίμετρα, και είναι καθόλα παράνομες (O’ Connell, 2018).
(Ward, A. – Vox, 2018)
Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει μια γενική απαγόρευση της χρήσης βίας ή της απειλής χρήσης βίας μεταξύ των κρατών. Αυτή η απαγόρευση αναφέρεται ρητά στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως κύρια πηγή του διεθνούς δικαίου, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών έχει υπογράψει και προσχωρήσει σ’ αυτόν. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη αναφέρει ότι “όλα τα κράτη-μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, είτε από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών”. Όπως, δε, έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο στην Υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ, η συμβατική μορφή του κανόνα όπως εισάγεται στο Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη υπάρχει και ισχύει παράλληλα με τον εθιμικό κανόνα της μη χρήσης βίας. Ο κανόνας αυτός, μάλιστα, έχει χαρακτήρα κανόνος αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens) – δηλαδή, θεωρείται θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου από την οποία δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση, ισχύει δε για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας (erga omnes). Η ενδεχόμενη παράβαση του κανόνα της μη χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις δημιουργεί διεθνή ευθύνη για το κράτος-παραβάτη, την οποία εκτός από το κράτος-θύμα της επίθεσης μπορούν να επικαλεστούν και τρίτα κράτη (Αντωνόπουλος, 2014).
Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα. Αρχικά, η εξαίρεση του Άρθρου 42 του Χάρτη των ΗΕ, σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ, “που ενεργεί για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας”, μπορεί να δώσει με Ψήφισμά του εξουσιοδότηση για κάθε αναγκαία στρατιωτική δράση και, επομένως, Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση της χρήσης βίας.
Έπειτα, υπάρχει και η εξαίρεση του Άρθρου 51 του Χάρτη των ΗΕ, δηλαδή η περίπτωση που η μονομερής χρήση βίας δικαιολογείται ως άσκηση του φυσικού δικαιώματος ατομικής ή συλλογικής άμυνας ενός κράτους – δικαίωμα το οποίο αναλύθηκε διεξοδικά σε προηγούμενο άρθρο (Μπαχούμας, 2018). Αυτές οι δυο είναι και οι αναγνωρισμένες από το σύνολο των κρατών-μελών των ΗΕ εξαιρέσεις στον κανόνα της μη χρήσης βίας.
Επιπροσθέτως, υπάρχει και μια τρίτη περίπτωση που η στρατιωτική δράση μπορεί να δικαιολογηθεί – περίπτωση που προέρχεται όχι από το συμβατικό δίκαιο, αλλά από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, και γίνεται αποδεκτή από έναν σημαντικό αριθμό κρατών. Είναι εκείνη “της στρατιωτικής επέμβασης μετά από πρόσκληση της νόμιμης κυβέρνησης ενός κράτους ή με συγκατάθεση αυτής” – νομική βάση που, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται σήμερα από τη Ρωσία για να δικαιολογήσει την παρέμβασή της στη Συρία (Αντωνόπουλος, Κ. 2014).
Ωστόσο, εν προκειμένω θα γίνει ανάλυση μιας άλλης, τέταρτης εξαίρεσης, που υποστηρίζεται από ελάχιστα κράτη, προέρχεται και εκείνη από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, και στη συγκεκριμένη επιχείρηση γίνεται επίκλησή της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης ως εξαίρεση που δικαιολογεί τη χρήση βίας εναντίον κράτους.
Αρχικά πρέπει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, η βρετανική κυβέρνηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη, εκτός εάν έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι “η χρήση βίας είναι νόμιμη, μεταξύ άλλων, βάσει του διεθνούς δικαίου”. Για να συμμετάσχει, λοιπόν, στις επιθέσεις, η βρετανική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να καταλήξει συγκεκριμένα στο συμπέρασμα ότι η χρήση στρατιωτικής δύναμης επιτρέπεται από το διεθνές δίκαιο – είναι, δηλαδή, η χρήση βίας νόμιμη και όχι μόνο δικαιολογημένη ή θεμιτή, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα ότι επικαλείται η αμερικανική κυβέρνηση. Έτσι, λοιπόν, το Ηνωμένο Βασίλειο, σε αντίθεση με τους δυο συμμάχους του, διατύπωσε μια σαφή νομική βάση για να δικαιολογήσει τη χρήση βίας εκ μέρους του, και αυτή η βάση είναι το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης (Weller, 2018).
Με τον όρο “ανθρωπιστική παρέμβαση” νοείται η χρήση βίας εναντίον ενός κράτους με σκοπό την προστασία των πολιτών του από κατάφωρες παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα του δικαιώματος στη ζωή (Αντωνόπουλος, 2014). Η ανθρωπιστική παρέμβαση περιγράφεται ως ένα εξαιρετικό μέτρο που υπόκειται σε αυστηρούς όρους, οι οποίοι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι έχουν συναντηθεί στην περίπτωση της Συρίας αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων από την κυβέρνηση Assad. Ωστόσο, ακόμα και κάτω από την περιγραφή του ως “εξαιρετικό μέτρο”, η χρήση της ανθρωπιστικής παρέμβασης είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη, αφού ελάχιστα κράτη την έχουν επικαλεστεί ως σήμερα, και για το σύνολο σχεδόν των κρατών δεν αποτελεί μια περίπτωση νόμιμης προσφυγής σε ένοπλη βία. Το ίδιο ισχύει και στη διεθνή θεωρία, αφού ελάχιστοι διεθνολόγοι έχουν αποδεχτεί ως σήμερα την ύπαρξη του δόγματος.
Εστιάζοντας στο επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου, η επίσημη θέση του βασίζεται στις συμβουλές του Γενικού Εισαγγελέα Jeremy Wright, και διαχωρίζεται σε δύο στάδια: πρώτον, στις προϋποθέσεις του δόγματος που το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πληρούνται ώστε να είναι επιτρεπτή μια ανθρωπιστική παρέμβαση (i, ii, iii) και, δεύτερον, στο πώς αυτές οι τρεις προϋποθέσεις ικανοποιούνται στην περίπτωση της Συρίας, με βάση συγκεκριμένα γεγονότα. Το δόγμα διατυπώθηκε για πρώτη φορά μετά το Κόσοβο, ωστόσο τον Αύγουστο του 2013 επαναλήφθηκε κατά τη συζήτηση για την παρέμβαση στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο και, ειδικότερα, αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε να εφαρμόσει το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης στη Συρία και, πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι, σε περίπτωση παρεμπόδισης της δράσης του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να λαμβάνει κατ’ εξαίρεση έκτακτα μέτρα προκειμένου να μετριάσει την κλίμακα της συντριπτικής ανθρωπιστικής καταστροφής στη Συρία, αποτρέποντας την περαιτέρω χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς. Μια τέτοια νομική βάση θα είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης, μόνο όταν πληρούνται τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: (i) ότι υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, γενικά αποδεκτά από τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της, για ακραία ανθρωπιστική δυσφορία μεγάλης κλίμακας, η οποία απαιτεί επείγουσα ανακούφιση, (ii) ότι θα πρέπει να είναι αντικειμενικά σαφές πως δεν υπάρχει πρακτική εναλλακτική λύση πέρα από τη χρήση βίας ώστε να σωθούν ζωές, και (iii) η προτεινόμενη χρήση βίας πρέπει να είναι απαραίτητη και ανάλογη προς τον σκοπό της ανακούφισης των ανθρωπιστικών αναγκών, και πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στον χρόνο και στο πεδίο εφαρμογής του στόχου αυτού – δηλαδή στο ελάχιστο απαραίτητο όριο για την επίτευξή του και για κανέναν άλλον σκοπό. Οι ίδιες προϋποθέσεις καθορίστηκαν στην περίληψη της νομικής θέσης της κυβέρνησης για τη δράση της στη Συρία, που δημοσιεύθηκε στις 15 Απριλίου 2018 (Ware, 2018).
Σχολιάζοντας τα παραπάνω, για τον Dr. Marko Milanovic, καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, το πρόβλημα με την προϋπόθεση (i) είναι η δυσκολία στην ερμηνεία του τμήματος “πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είναι γενικά αποδεκτά από τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της, για ακραία ανθρωπιστική δυσφορία μεγάλης κλίμακας”. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι τα “αποδεικτικά μέσα” που επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο στην αναφορά του είναι γενικά διατυπωμένα, ανυποστήρικτα και αβάσιμα και, συνεπώς, ούτε είναι πειστικά, ούτε φυσικά επαρκούν εν τέλει για να πληρείται η πρώτη προϋπόθεση που θέτει το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως, όταν γίνεται λόγος για “αποδοχή την αποδεικτικών στοιχείων από τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της”, αυτό εύλογα θα πρέπει να συμπεριλάβει την Κίνα και τη Ρωσία. Ειδικότερα, η τελευταία όχι μόνο δεν συμφωνεί με τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά εναντιώνεται στο ίδιο το γεγονός της ύπαρξης αυτών των επιθέσεων, αντιτείνοντας ότι καμία χρήση χημικών όπλων δεν έγινε από τη συριακή κυβέρνηση, και καταδικάζοντας παράλληλα τη δράση ΗΠΑ, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου και τις αεροπορικές επιθέσεις αυτών (Milanovic, 2018).
Επίσης, σε ένα τμήμα της ανάλυσης του Ηνωμένου Βασιλείου γίνεται γενικότερη αναφορά στην ανθρωπιστική καταστροφή στη Συρία, αφού αναφέρεται πως “κατά τη διάρκεια του Συριακού Εμφυλίου Πολέμου περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αθώοι πολίτες. Πάνω από το 50% του πληθυσμού της Συρίας έχει εκτοπιστεί, ενώ περίπου 13 εκατομμύρια άνθρωποι χρήζουν ανθρωπιστικής βοηθείας”. Σε άλλο, ωστόσο, τμήμα της ίδιας ανάλυσης γίνεται αναφορά στην ανθρωπιστική καταστροφή που προκαλούν συγκεκριμένα τα χημικά όπλα στη Συρία, αφού τονίζεται πως “η παρέμβασή μας αφορούσε αποκλειστικά στην αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής που προκλήθηκε από τη χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς, και η ενέργεια αυτή ήταν το ελάχιστο που κρίνεται αναγκαίο για τον σκοπό αυτό”. Το θεμελιώδες ζήτημα, λοιπόν, εδώ είναι ακριβώς ότι δημιουργείται σύγχυση και προβληματισμός αναφορικά με το ποια είναι “η ανθρωπιστική καταστροφή που απαιτεί μονομερή ένοπλη αντίδραση” – δηλαδή πώς πρέπει να οριστεί το πεδίο αυτής της ανθρωπιστικής καταστροφής, διότι μόνο τότε μπορεί να γίνει μια ανάλυση αναγκαιότητας/αναλογικότητας, κάτι που αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου. Μια άποψη είναι να θεωρηθεί ότι η ανθρωπιστική καταστροφή είναι ο συνολικός Εμφύλιος Πόλεμος της Συρίας, οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και οι εκατομμύρια εκτοπισμένοι. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από την πρώτη και γενικότερη αναφορά που κάνει η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, και η οποία παρατέθηκε παραπάνω. Μια άλλη επιλογή είναι να θεωρηθεί ότι η ανθρωπιστική καταστροφή είναι οι θάνατοι που προκύπτουν από τη χρήση χημικών – ερμηνεία την οποία επιλέγει και χρησιμοποιεί η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στη δεύτερη και ειδικότερη αναφορά, η οποία επίσης παρατέθηκε. Ο καθηγητής Milanovic παρατηρεί στο σημείο αυτό μια ασυνέπεια μεταξύ αυτών των δύο θέσεων και θεωρεί πως είναι σκόπιμη, και ο λόγος αυτής της ασυνέπειας είναι πως η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου γνωρίζει καλά ότι, αν ως ανθρωπιστική καταστροφή ερμηνευτεί το σύνολο της Εμφύλιας Σύγκρουσης, τότε μόνο μια στρατιωτική παρέμβαση τεράστιας κλίμακας θα μπορούσε -και ούτε καν με βεβαιότητα- να ανακουφίσει την ταλαιπωρία που προκάλεσε ο Εμφύλιος Πόλεμος στο σύνολό του. Αυτό, όμως, που η ίδια θέλει να κάνει εν προκειμένω είναι μια πολύ μικρή και περιορισμένη παρέμβαση, επικεντρωμένη ειδικά στα χημικά όπλα, αλλά ξέρει επίσης καλά πως η παρέμβαση αυτή δεν κάνει σχεδόν τίποτα για την ευρύτερη ανθρωπιστική καταστροφή στη Συρία. Με άλλα λόγια, η ανάλυση αναγκαιότητας/αναλογικότητας -που αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση της ανάλυσης του Ηνωμένου Βασιλείου- θα είχε νόημα μόνο αν ο πόλεμος της Συρίας συνιστούσε τη σχετική ανθρωπιστική καταστροφή – κάτι το οποίο μάλλον δεν συμβαίνει αν αναλογιστεί κανείς τη μικρή κλίμακα της επιχείρησης και, άρα, η τωρινή συμμαχική απάντηση κρίνεται ως προδήλως ακατάλληλη να σταματήσει αυτή την καταστροφή. Άλλωστε, είναι αποδεδειγμένο πως μόνο ένα μικροσκοπικό ποσοστό όλων των ανθρωπίνων απωλειών του Πολέμου προκλήθηκε λόγω της χρήσης των χημικών όπλων – πιθανώς λιγότερο και από 1% του συνόλου των θανάτων. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επαναπροσδιορίζει το πεδίο της ανθρωπιστικής καταστροφής, και πηγαίνει σε μια ειδικότερη ερμηνεία, περιορίζοντας την κλίμακα και το μέγεθος της στρατιωτικής επιχείρησης. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο καταλήγει στο απόλυτα αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η δολοφονία χιλιάδων ατόμων με χημικά όπλα απαιτεί μια μονομερή στρατιωτική παρέμβαση χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ η δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων με συμβατικά όπλα δεν απαιτεί την ίδια αντίδραση. Σε κάθε περίπτωση η επιχείρηση δεν έχει κανένα νόημα γιατί, ακόμη και αν οι αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας είναι απολύτως επιτυχείς, και ο Assad δεν χρησιμοποιήσει ξανά χημικά όπλα, ο Εμφύλιος Πόλεμος και οι φρικαλεότητες που αυτός συνεπάγεται θα συνεχίζονται. Εν κατακλείδι, δηλαδή, αυτό που επιτυγχάνεται με τις αεροπορικές επιθέσεις κρίνεται πολύ μικρό, ενώ δυνητικά μπορεί να έχει πολύ υψηλό κόστος. Συνεπώς, το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου για ανθρωπιστική παρέμβαση φαίνεται να μην είναι τόσο πειστικό (Milanovic, 2018).
Άλλωστε, και οι σύμμαχοι του Ηνωμένου Βασιλείου -όπως η κυβέρνηση των ΗΠΑ-, αλλά και οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν δέχθηκαν ποτέ ότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα ανθρωπιστικής παρέμβασης, ενώ αριθμός κρατών έχει ρητά εναντιωθεί στην πιθανότητα μιας τέτοιας αναγνώρισης. Είναι, λοιπόν, αποδεκτό πως ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών δεν επιτρέπει τη χρήση βίας για ανθρωπιστικούς σκοπούς, ενώ διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος μπορεί να δημιουργήσει ένα προηγούμενο που θα μπορούσαν να καταχραστούν άλλες χώρες (Hakimi, 2018). Ίσως, λοιπόν, αυτός να είναι και ο λόγος που οι ΗΠΑ και η Γαλλία επέλεξαν να παραμείνουν σιωπηλές και μακριά από κάποιο νομικό επιχείρημα, παρά να στηριχτούν σε ένα όχι τόσο πειστικό.
Από την άλλη, δεν είναι λίγοι οι διεθνολόγοι που υποστήριξαν ότι οι επιθέσεις των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας έχουν τον χαρακτήρα αντιμέτρων/ένοπλων αντιποίνων. Αντίμετρα είναι χρήσεις στρατιωτικής βίας που ακολουθούν ένα συγκεκριμένο περιστατικό συνήθως για τιμωρία ή για εκδίκηση, και που “δεν ταιριάζουν” με την εξαίρεση από την απαγόρευση της χρήσης βίας για άμυνα. Τα αντίμετρα αρχικά θεωρούνται παράνομα και απαγορεύονται, ωστόσο με σχετική άδεια του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να είναι νόμιμα. Αποτελούν, δηλαδή, μια ενέργεια που διαφορετικά θα ήταν παράνομη, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την άδεια του Συμβουλίου Ασφαλείας θεωρείται νόμιμη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, γιατί ακριβώς χρησιμοποιείται ως αντίδραση στις παράνομες πράξεις ενός κράτους. Εν προκειμένω το επιχείρημα είναι ότι η χρήση χημικών όπλων από την κυβέρνηση Assad παραβιάζει την απαγόρευση της χρήσης χημικών όπλων, όπως αυτή έχει προκύψει από τη σχετική Σύμβαση για την Κατάργηση των Χημικών Όπλων – ΣΧΟ (the Chemical Weapons Convention, CWC). Ωστόσο, ακόμα και αν υπάρχει αυτή η χρήση χημικών όπλων, το Συμβούλιο Ασφαλείας ποτέ δεν ενέκρινε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης στο εσωτερικό της Συρίας. Συνεπώς, για αρκετούς διεθνολόγους οι αεροπορικές επιθέσεις των τριών συμμάχων στη Συρία αποτελούν απαγορευμένα αντίμετρα, και είναι καθόλα παράνομες (O’ Connell, 2018).
(Ward, A. – Vox, 2018)
Η πιθανότητα ανάδυσης ενός νέου κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου
“Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή είμαστε σε ένα σημείο καμπής, όπου από την κρατική πρακτική, όπως ακριβώς έχουμε δει, ένας κανόνας του εθιμικού διεθνούς δικαίου θα μπορούσε να αναδυθεί για να επιτρέψει μια περιορισμένη χρήση βίας, σε μια προσπάθεια να σταματήσει επανειλημμένες παραβιάσεις ενός κανόνος του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (Jus Cogens), όπως είναι εκείνος που απαγορεύει τη χρήση χημικών όπλων”. Αυτή είναι η άποψη του Charles Dunlap Jr., καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Duke και πρώην αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Πολεμικής Αεροπορίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Και συμπληρώνει τη σκέψη του: “Κατά την άποψή μου, η απαγόρευση της χρήσης χημικών όπλων είναι σήμερα ήδη μια θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου, με χαρακτήρα jus cogens” (Dunlap, C. Jr., 2018). Την ίδια στιγμή, στον απόηχο των επιθέσεων, ένας σημαντικός αριθμός κρατών φαίνεται να ασπάζεται την παραπάνω σκέψη, αφού αναγνωρίζει την καταλληλότητα των επιθέσεων, οι οποίες απολαμβάνουν ευρεία υποστήριξη, ενώ ακόμα και τα κράτη που δεν τις υποστηρίζουν ανοικτά δεν τοποθετούνται και εναντίον των χτυπημάτων. Αντίθετα, ένας πολύ μικρός αριθμός κρατών τοποθετήθηκε ανοικτά εναντίον τους. Μήπως, λοιπόν, πράγματι ο Dunlap έχει δίκιο, και έφτασε το στάδιο της ανάδυσης ενός νέου κανόνα -για την ακρίβεια, μιας νέας εξαίρεσης- στον κανόνα της μη χρήσης βίας και, ακόμα περισσότερο, ποια ακριβώς είναι αυτή η εξαίρεση;
Η Monica Hakimi, καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Michigan, ισχυρίζεται ότι οι αντιδράσεις των κρατών ως απάντηση στις επιθέσεις δεν σημαίνουν ότι τα κράτη αυτά πράγματι επιθυμούν να δημιουργηθεί μια νέα εξαίρεση στον κανόνα του Άρθρου 2 παρ. 4 του Χάρτη για μια ολόκληρη κατηγορία ενεργειών που θα χαρακτηρίζονται ως ανθρωπιστικές παρεμβάσεις ή ως “νόμιμα αντίμετρα”. Η στάση τους απλά δείχνει ότι έχουν αποφασίσει ότι η μη εφαρμογή του Άρθρου 2 παρ. 4 ίσως είναι προτιμότερη λύση από τις υπόλοιπες εναλλακτικές σε αυτή την πολύ συγκεκριμένη επιχείρηση που γίνεται από την Αμερική, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία. Η καθηγήτρια, λοιπόν, θεωρεί ότι δεν πρέπει κανείς να βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα για ένα τόσο σημαντικό και λεπτό ζήτημα όπως αυτό της ανάδυσης ενός νέου κανόνος του εθιμικού διεθνούς δικαίου ως εξαίρεση στο Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη. Μια τέτοια εξαίρεση θα άνοιγε κι άλλο το πεδίο για τη νόμιμη χρήση βίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν μπορεί να γίνει, λοιπόν, μια τέτοια διαπίστωση μόνο με βάση τη διεθνή αντίδραση σε μια μεμονωμένη επιχείρηση (Hakimi, 2018).
Το ζήτημα, όπως είναι αναμενόμενο, έχει απασχολήσει αρκετά τους διεθνολόγους, και υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν και τις δύο πλευρές. Εδώ αναφέρθηκε ένα τμήμα του σκεπτικού της μίας και της άλλης πλευράς, και δεν θα αναλυθεί περαιτέρω στο παρόν άρθρο λόγω της διεξοδικότητας του ζητήματος. Ωστόσο, σαν σκέψεις οφείλουν να προβληματίσουν αναλόγως, και θα πρέπει να είναι κανείς ανοικτός σε όλες τις απόψεις, αναμένοντας τυχόν εξελίξεις στον τομέα αυτόν.
Συμπεράσματα για τη νομιμότητα της επιχείρησης – Επίλογος
Κλείνοντας, είναι εμφανές πως, αν επιχειρηθεί μια γραμματική ερμηνεία του Άρθρου 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών -το οποίο ρητά απαγορεύει τη χρήση βίας μεταξύ κρατών-, οι αεροπορικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα είναι παράνομες, και αυτό γιατί η δράση ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας είναι ξεκάθαρα αντίθετη με την ερμηνεία που επί μακρόν αποδίδεται στη συγκεκριμένη διάταξη του Χάρτη. Επιπροσθέτως, δεν μπορεί η δράση αυτή να υπαχθεί σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ρητά ο Χάρτης – εξαιρέσεις που θα έκαναν τη χρήση βίας νόμιμη. Ούτε υπάρχει άμυνα ατομική ή συλλογική (Άρθρο 51 Χάρτη ΗΕ), αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, ούτε έχει δοθεί εξουσιοδότηση για χρήση βίας με Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (Άρθρο 42 Χάρτη ΗΕ), αφού το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπόρεσε να περάσει Ψήφισμα για να διερευνηθεί το ζήτημα της πιθανής χρήσης χημικών όπλων από την κυβέρνηση Assad στη Συρία, μετά το veto που άσκησε η Ρωσία. Συνεχίζοντας, η δράση αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στις εξαιρέσεις που προέρχονται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, αφού δεν υπάρχει πρόσκληση της νόμιμης κυβέρνησης της Συρίας για να προβούν οι τρεις χώρες σε επιχειρήσεις στο έδαφός της. Αντίθετα, η νόμιμη κυβέρνηση καταδίκασε τις επιθέσεις. Τέλος, το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης, το οποίο αναλύθηκε παραπάνω, θεωρείται αμφιλεγόμενο από τους διεθνολόγους, ενώ μεγάλος αριθμός κρατών έχει αντιταχθεί στην αναγνώρισή του ως εξαίρεση στο Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη. Εξάλλου, ακόμα και αν ήταν αποδεκτό το δόγμα, φαίνεται ότι οι ίδιες οι προϋποθέσεις που θέτει το Ηνωμένο Βασίλειο για την εφαρμογή του δεν πληρούνται στην περίπτωση της Συρίας και αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων, και άρα δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμογή του. Έτσι, λοιπόν, για το σύνολο σχεδόν των αναλυτών του διεθνούς δικαίου, κάθε νομικό επιχείρημα που θα μπορούσε να τεθεί εδώ, ακόμα και αν φαίνεται ηθικά σωστό, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι αεροπορικές επιθέσεις είναι αναμφισβήτητα παράνομες βάσει διεθνούς δικαίου, όπως αυτό διαμορφώνεται και εφαρμόζεται μέχρι σήμερα (Milanovic, 2018).
Από την άλλη, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Hakimi, αν αναλογιστεί κανείς την πολυπλοκότητα του ζητήματος και τα αντικρουόμενα μηνύματα της πρακτικής των κρατών που, από τη μια, πράγματι δεν φαίνεται να αναγνωρίζουν νέα εξαίρεση στο Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη αλλά, από την άλλη, δεν αντιδρούν στις αεροπορικές επιθέσεις, και είτε τις αποδέχονται σιωπηρά είτε τις υποστηρίζουν, δημιουργείται πρόβλημα στην ξεκάθαρη απάντηση του ερωτήματος περί νομιμότητας των επιθέσεων. Η δήλωση ότι “η επιχείρηση είναι παράνομη” ίσως δεν είναι η πιο κατάλληλη – τουλάχιστον όχι από μόνη της, και όχι πριν γίνει μια βαθύτερη διερεύνηση. Δηλαδή, μια ξεκάθαρη απάντηση θα προκύψει μετά από ενδελεχή έρευνα τόσο των ισχυρισμών και των νομικών επιχειρημάτων των κρατών-δρώντων περί νόμιμου και θεμιτού της επιχείρησης -κάτι που επιχειρήθηκε στο παρόν άρθρο-, όσο και της αντίδρασης του συνόλου των υπολοίπων κρατών, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την πρακτική που θα ακολουθήσουν απέναντι σε περιπτώσεις αντίστοιχων επιθέσεων στο μέλλον. Για να βγάλει, λοιπόν, κάποιος ασφαλή συμπεράσματα θα χρειαστεί να περάσουν χρόνια. Η έρευνα συνεχίζεται (Hakimi, 2018).
Πηγές:
Bellinger, J. B. III. (2018). Legal Questions Loom Over SyriaStrikes. https://www.cfr.org/interview/legal-questions-loom-over-syria-strikes
Cohen, Z. & Liptak, K. (2018). US, UK and France launch Syria strikes targeting Assad’s chemical weapons. https://edition.cnn.com/2018/04/13/politics/trump-us-syria/index.html
Dunlap, Jr. C. J. (2018). Do the Syria strikes herald a new norm of International Law?. https://sites.duke.edu/lawfire/2018/04/14/do-the-syria-strikes-herald-a-new-norm-of-international-law/
Kazianis, H. (2018). Trump orders Syria strikes: Will attacks lead to US war with Russia? http://www.foxnews.com/opinion/2018/04/13/trump-orders-syria-strikes-will-attacks-lead-to-us-war-with-russia.html
Garamone, J. (2018). U.S., Allies Strike Syrian Targets in Response to Regime’s Chemical Attacks. https://www.defense.gov/News/Article/Article/1493600/us-allies-strike-syrian-targets-in-response-to-regimes-chemical-attacks/
Goldsmith, J. (2018). Legitimacy vs Legality: Are Trump’s air strikes in Syria justified on either ground? https://medium.com/@jaketg15/legitimate-vs-legal-were-trumps-air-strikes-in-syria-either-ae2d55a7ecd4
Goldsmith, J. & Hathaway, O. (2018). Bad Legal Arguments for the SyriaAirstrikes. https://lawfareblog.com/bad-legal-arguments-syria-airstrikes
Hakimi, M. (2018). The Attack on Syria and the Contemporary Jus ad Bellum. https://www.ejiltalk.org/the-attack-on-syria-and-the-contemporary-jus-ad-bellum/
Milanovic, M. (2018). The Syria Strikes: Still Clearly Illegal.https://www.ejiltalk.org/the-syria-strikes-still-clearly-illegal/
O’Connell, M. E. (2018). Unlawful Reprisals to the rescue against chemical attacks?. https://www.ejiltalk.org/unlawful-reprisals-to-the-rescue-against-chemical-attacks/
Ward, A. (2018). The US Bombing of Syria, explained in 400 words.https://www.vox.com/2018/4/14/17237854/syria-bombing-trump-russia-chemical-weapons
Ware, R. (2018). Briefing Paper: The legal basis for air strikes against Syrian government targets.https://researchbriefings.parliament.uk/ResearchBriefing/Summary/CBP-8287
Weller, M. (2018). Syria air strikes: Where they legal?.http://www.bbc.com/news/world-middle-east-43766556
Αντωνόπουλος, Κ. (2014). Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).Σελίδες 17-32. https://eclass.duth.gr/modules/document/file.php/KOM01139/Κεφάλαιο%20ΟΗΕ%20(Αποθηκεύτηκε%20αυτόματα).pdf
Μπαχούμας, Δ. (2018). Νομική Ανάλυση Της Στρατιωτικής Επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” Των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων Στην Afrin Της Βόρειας Συρίας – Μέρος Α’. https://powerpolitics.eu/δημήτρης-μπαχούμας-διδ-18-02-νομική-ανάλ
Μπαχούμας, Δ. (2018). Νομική Ανάλυση Της Στρατιωτικής Επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” Των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων Στην Afrin Της Βόρειας Συρίας – Μέρος Β’. https://powerpolitics.eu/δημήτρης-μπαχούμας-18-03-β-μέρος-tι-συνιστ
Tagged under: Αεροπορικές Επιθέσεις Ανθρωπιστική Παρέμβαση Απαγόρευση Χρήσης Βίας Γαλλία Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο Εθιμικό Δίκαιο Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) Ηνωμένο Βασίλειο Καταστατικός Χάρτης ΟΗΕ Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών Συρία
Δημήτρης Μπαχούμας
Ο Δημήτρης Μπαχούμας είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασκούμενος δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά. Λόγω του ενδιαφέροντος του για το Διεθνές Δίκαιο, τις Διεθνείς Σχέσεις και την Διπλωματία έχει συμμετάσχει σε αρκετες προσομοιώσεις των οργάνων του ΟΗΕ (Models UN), των θεσμών της Ε.Ε. και άλλων οργανισμων όπως το ΝΑΤΟ, τοσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, είτε ως σύνεδρος, είτε ως μέλος του προεδρείου. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. - dbachoumas@powerpolitics.eu - https://www.linkedin.com/in/dimitrisbachoumas/
Website: https://powerpolitics.eu
Μπαχούμας, Δ. (2018). Νομική Ανάλυση Της Στρατιωτικής Επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” Των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων Στην Afrin Της Βόρειας Συρίας – Μέρος Α’. https://powerpolitics.eu/δημήτρης-μπαχούμας-διδ-18-02-νομική-ανάλ
Μπαχούμας, Δ. (2018). Νομική Ανάλυση Της Στρατιωτικής Επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” Των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων Στην Afrin Της Βόρειας Συρίας – Μέρος Β’. https://powerpolitics.eu/δημήτρης-μπαχούμας-18-03-β-μέρος-tι-συνιστ
Tagged under: Αεροπορικές Επιθέσεις Ανθρωπιστική Παρέμβαση Απαγόρευση Χρήσης Βίας Γαλλία Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο Εθιμικό Δίκαιο Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) Ηνωμένο Βασίλειο Καταστατικός Χάρτης ΟΗΕ Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών Συρία
Δημήτρης Μπαχούμας
Ο Δημήτρης Μπαχούμας είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασκούμενος δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά. Λόγω του ενδιαφέροντος του για το Διεθνές Δίκαιο, τις Διεθνείς Σχέσεις και την Διπλωματία έχει συμμετάσχει σε αρκετες προσομοιώσεις των οργάνων του ΟΗΕ (Models UN), των θεσμών της Ε.Ε. και άλλων οργανισμων όπως το ΝΑΤΟ, τοσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, είτε ως σύνεδρος, είτε ως μέλος του προεδρείου. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. - dbachoumas@powerpolitics.eu - https://www.linkedin.com/in/dimitrisbachoumas/
Website: https://powerpolitics.eu
Σχόλια