Νομικές προϋποθέσεις ενός γάμου στην αρχαιότητα
Τι όμως ήταν εκείνο, που μετέβαλλε μια γυναίκα και έναν άνδρα σε συζύγους; Αυτό καθοριζόταν μόνον από τα ήθη και τα έθιμα, διότι ο ορισμός του γάμου στην ελληνική
αρχαιότητα ουδέποτε υπήρξε αντικείμενο νομικών κανονισμών. Κεντρική προϋπόθεση για το σωστό γάμο ήταν η είσοδος του ενός συζύγου στο νοικοκυριό και στο σόι του άλλου.
Η γυναίκα ακολουθούσε τον άνδρα και ανελάμβανε την προεδρεία του θηλυκού προσωπικού στον οίκο του. Στη μικρή οικογένεια, όπως π.χ. στο σπίτι του Οδυσσέα, η γυναίκα ήταν εκείνη η νοικοκυρά, που έδινε τις διαταγές. Στη μεγάλη οικογένεια, την οποία π.χ. το πατρικό ζεύγος είχε ακόμη το πρόσταγμα, όπως στο παλάτι του Πριάμου, η θέση της γυναίκας καθοριζόταν σύμφωνα με την επικρατούσα ιεραρχία ηλικίας και οικογενειακής θέσης.
Ήταν όμως δυνατόν να μπει και ο άνδρας στην οικογένεια της συζύγου του.Αυτό γινόταν προφανώς, όταν επρόκειτο για ξένον, που δεν διέθετε κατοικία και περιουσία, όπως στην περίπτωση του περιπλανημένου στην ξενιτιά Οδυσσέα, στον οποίον ο Αλκίνοος ευχαρίστως θα έδινε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ναυσικά. Επίσης στην περίπτωση που δεν υπήρχε αρσενικός κληρονόμος, ο σύζυγος πήγαινε στην κληρονόμο θυγατέρα υπ’ αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες αυτός κανονικά ήταν ένας συγγενής-, για να κρατήσει την περιουσία στην οικογένεια , στον “οίκο “της επικλήρου κόρης.
Μια νύφη οδηγείται στον άνδρα που θα γίνει ο σύζυγός της
Πόσο αποφασιστική σημασία είχε η είσοδος της νύφης στο σπίτι του γαμβρού, αυτό μας το δείχνει η υπόσχεση του Πάτροκλου, του φίλου του Αχιλλέα. ‘Εδινε την ελπίδα στη Βρισηίδα, την αιχμάλωτη πολέμου, πως ήθελε να τη δώσει ως σύζυγο στον Αχιλλέα, ν’ αρμενίσει στη Φθία κι εκεί ανάμεσα στο λαό των Μυρμιδόνων, στη δυναστεία του Αχιλλέα, να της ετοιμάσει το γάμο (Ίλ. ΧΙΧ, 295-99).
Για να της ελαφρώσει το βάρος , που εκείνη θα έπρεπε να νοιώθει, διότι θα έπρεπε να βρίσκεται στη διάθεση της γενετήσιας αυθαιρεσίας του νικητή ως θηλυκό μέρος της πολεμικής του λείας, τής δημιουργούσε ελπίδες για μελλοντικό γάμο της με τον Αχιλλέα, στον οποίον εκείνη είχε απονεμηθεί. Αυτό μάλιστα θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί, αν εκείνος δεν είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Γιατί κι ο Αχιλλέας ισχυριζόταν πως την αγαπούσε σα σύζυγό του (‘ lλ. ΙΧ, 342-43).
Η είσοδος στον “οίκον ” του άνδρα κατέστησε τελικά και την Ελένη νόμιμη σύζυγο του Πάρη, ο οποίος ονομάζεται “πόσις” (νόμιμος σύζυγος; lλ. 111, 427), όπως ακριβώς πρωτύτερα “πόσις” της ήταν ο Σπαρτιάτης ηγεμόνας Μενέλαος.
Παρόμοια ως ορθός γάμος πρέπει να ισχύει και η σχέση ανάμεσα στην Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Κι αυτή, αφού κάμφθηκε από τον Αίγισθο η αρχική της αντίσταση, οδηγήθηκε στο παλάτι του (Όδ. 1,36.3,262-75).
Αν μάλιστα οι δεσμοί αυτοί σύμφωνα με έγκυρους κανόνες ήταν νόμιμοι γάμοι, αυτό δε σήμαινε ότι οι εκάστοτε εγκαταλειπόμενοι σύζυγοι χωρίς αντίρρηση αποδέχονταν την απώλεια. Πάντως η δίψα του Μενελάου για εκδίκηση δεν αποτελεί κανένα τεκμήριο κατά της νομιμότητας του γάμου μεταξύ Ελένης και Πάρη. Προερχόταν απλώς από την προσωπική προσβολή του Σπαρτιάτη.
Οι δυό ξακουστές μοιχείες, εκείνη με την παραπλάνηση της Ελένης και εκείνη με την άπιστη Κλυταιμνήστρα, οι οποίες, σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα της ομηρικής κοινωνίας ως δεύτερος γάμος, ήταν νόμιμες, καθιστούν σαφές ότι δεν υπήρχε καμιά νομική αξίωση για ισόβια διατήρηση του γάμου. Και δεν αφήνει μεν καμιάν αμφιβολία ο έπαινος για την πίστη της Πηνελόπης, η οποία επί είκοσι χρόνια περιμένει το γυρισμό του Οδυσσέα, ότι ο δεσμός, που διαρκεί μιαν ολόκληρη ζωή, και το να γεράσουν μαζί ήταν ένα αξιαγάπητο ιδεώδες της εποχής εκείνης, αλλά και ο Οδυσσέας αποχαιρετώντας τη σύζυγό του της δίνει το ελεύθερο να ξαναπαντρευτεί, σε περίπτωση που εκείνος, μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιος τους Τηλέμαχος, δεν τύχει να γυρίσει στο σπίτι (Όδ. 18,264-69).
Γι αυτό κατά την άφιξή του στην Ιθάκη φοβείται μήπως την βρει ξαναπαντρεμένη. Το πόσο δικαιoλoγημένη είναι η έγνοια του αυτή, αυτό το δείχνει η κατάσταση της Πηνελόπης. Οι γονείς της την πιέζουν να ξαναπαντρευτεί, κι ο γιος της περιμένει να μπορέσει να αναλάβει ως κληρονομιά το πατρικό του σπίτι, στο οποίο μέχρι τώρα προΐσταται εκείνη. Το να πάρει στο πλευρό της ένα νέο σύζυγο, αυτό φαίνεται αναπόφευκτο και ασφαλώς δεν θα ήταν ηθικά επιλήψιμο.
Όπως έχομε ιδεί, ο ομηρικός γάμος βασιζόταν όχι επάνω σε μια μοναδική δικαιοπρακτική ενέργεια, της οποίας η άρση χρειαζόταν μια δεύτερη δικαιοπραξία, αλλά στηριζόταν μόνο στο κοινωνικό γεγονός της συμβίωσης και των κοινών οικονομικών σχέσεων.
Το ότι ο γάμος δεν είχε θεσμοθετημένη μορφή, ωσάν αυτή που προσέλαβε μέσω της χριστιανικής εκκλησίας και κατά την παράδοσή του μέσω των κρατικών ρυθμίσεων,αυτό καθιστά σαφή την απουσία μιας ειδικής έκφρασης για το φαινόμενο του γάμου.
Ο γάμος περιγράφεται με το ζεύγος των εννοιών “φιλότης” και “ευνή” (φιλία και κλίνη), στο οποίον αντιστοιχεί περισσότερο ο μοντέρνος χαρακτηρισμός “κοινωνία βίου”, που δεν έχει νομικές συνέπειες. Αυτή η κοινωνία βίου διαλυόταν, αν ο ένας από τους συζύγους εγκατέλειπε τον άλλον και σύναπτε νέο γάμο.
Πόσο απλά και άτυπα πραγματοποιούνταν η σύναψη και η διάλυση ενός γάμου, αυτό φαίνεται με το παράδειγμα τη Ελένης. Δραπετεύει από τον πρώτο άνδρα της, το Μενέλαο, για να μπει στο σπίτι του Πριάμου ως σύζυγος του Πάρη. Μετά το θάνατο του Πάρη και το τέλος του πολέμου επιστρέφει ξανά στη Σπάρτη ως σύζυγος του Μενελάου.
Carola Reinsberg – Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα
(antikleidi.com)
αρχαιότητα ουδέποτε υπήρξε αντικείμενο νομικών κανονισμών. Κεντρική προϋπόθεση για το σωστό γάμο ήταν η είσοδος του ενός συζύγου στο νοικοκυριό και στο σόι του άλλου.
Η γυναίκα ακολουθούσε τον άνδρα και ανελάμβανε την προεδρεία του θηλυκού προσωπικού στον οίκο του. Στη μικρή οικογένεια, όπως π.χ. στο σπίτι του Οδυσσέα, η γυναίκα ήταν εκείνη η νοικοκυρά, που έδινε τις διαταγές. Στη μεγάλη οικογένεια, την οποία π.χ. το πατρικό ζεύγος είχε ακόμη το πρόσταγμα, όπως στο παλάτι του Πριάμου, η θέση της γυναίκας καθοριζόταν σύμφωνα με την επικρατούσα ιεραρχία ηλικίας και οικογενειακής θέσης.
Ήταν όμως δυνατόν να μπει και ο άνδρας στην οικογένεια της συζύγου του.Αυτό γινόταν προφανώς, όταν επρόκειτο για ξένον, που δεν διέθετε κατοικία και περιουσία, όπως στην περίπτωση του περιπλανημένου στην ξενιτιά Οδυσσέα, στον οποίον ο Αλκίνοος ευχαρίστως θα έδινε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ναυσικά. Επίσης στην περίπτωση που δεν υπήρχε αρσενικός κληρονόμος, ο σύζυγος πήγαινε στην κληρονόμο θυγατέρα υπ’ αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες αυτός κανονικά ήταν ένας συγγενής-, για να κρατήσει την περιουσία στην οικογένεια , στον “οίκο “της επικλήρου κόρης.
Μια νύφη οδηγείται στον άνδρα που θα γίνει ο σύζυγός της
Πόσο αποφασιστική σημασία είχε η είσοδος της νύφης στο σπίτι του γαμβρού, αυτό μας το δείχνει η υπόσχεση του Πάτροκλου, του φίλου του Αχιλλέα. ‘Εδινε την ελπίδα στη Βρισηίδα, την αιχμάλωτη πολέμου, πως ήθελε να τη δώσει ως σύζυγο στον Αχιλλέα, ν’ αρμενίσει στη Φθία κι εκεί ανάμεσα στο λαό των Μυρμιδόνων, στη δυναστεία του Αχιλλέα, να της ετοιμάσει το γάμο (Ίλ. ΧΙΧ, 295-99).
Για να της ελαφρώσει το βάρος , που εκείνη θα έπρεπε να νοιώθει, διότι θα έπρεπε να βρίσκεται στη διάθεση της γενετήσιας αυθαιρεσίας του νικητή ως θηλυκό μέρος της πολεμικής του λείας, τής δημιουργούσε ελπίδες για μελλοντικό γάμο της με τον Αχιλλέα, στον οποίον εκείνη είχε απονεμηθεί. Αυτό μάλιστα θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί, αν εκείνος δεν είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Γιατί κι ο Αχιλλέας ισχυριζόταν πως την αγαπούσε σα σύζυγό του (‘ lλ. ΙΧ, 342-43).
Η είσοδος στον “οίκον ” του άνδρα κατέστησε τελικά και την Ελένη νόμιμη σύζυγο του Πάρη, ο οποίος ονομάζεται “πόσις” (νόμιμος σύζυγος; lλ. 111, 427), όπως ακριβώς πρωτύτερα “πόσις” της ήταν ο Σπαρτιάτης ηγεμόνας Μενέλαος.
Παρόμοια ως ορθός γάμος πρέπει να ισχύει και η σχέση ανάμεσα στην Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Κι αυτή, αφού κάμφθηκε από τον Αίγισθο η αρχική της αντίσταση, οδηγήθηκε στο παλάτι του (Όδ. 1,36.3,262-75).
Αν μάλιστα οι δεσμοί αυτοί σύμφωνα με έγκυρους κανόνες ήταν νόμιμοι γάμοι, αυτό δε σήμαινε ότι οι εκάστοτε εγκαταλειπόμενοι σύζυγοι χωρίς αντίρρηση αποδέχονταν την απώλεια. Πάντως η δίψα του Μενελάου για εκδίκηση δεν αποτελεί κανένα τεκμήριο κατά της νομιμότητας του γάμου μεταξύ Ελένης και Πάρη. Προερχόταν απλώς από την προσωπική προσβολή του Σπαρτιάτη.
Οι δυό ξακουστές μοιχείες, εκείνη με την παραπλάνηση της Ελένης και εκείνη με την άπιστη Κλυταιμνήστρα, οι οποίες, σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα της ομηρικής κοινωνίας ως δεύτερος γάμος, ήταν νόμιμες, καθιστούν σαφές ότι δεν υπήρχε καμιά νομική αξίωση για ισόβια διατήρηση του γάμου. Και δεν αφήνει μεν καμιάν αμφιβολία ο έπαινος για την πίστη της Πηνελόπης, η οποία επί είκοσι χρόνια περιμένει το γυρισμό του Οδυσσέα, ότι ο δεσμός, που διαρκεί μιαν ολόκληρη ζωή, και το να γεράσουν μαζί ήταν ένα αξιαγάπητο ιδεώδες της εποχής εκείνης, αλλά και ο Οδυσσέας αποχαιρετώντας τη σύζυγό του της δίνει το ελεύθερο να ξαναπαντρευτεί, σε περίπτωση που εκείνος, μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιος τους Τηλέμαχος, δεν τύχει να γυρίσει στο σπίτι (Όδ. 18,264-69).
Γι αυτό κατά την άφιξή του στην Ιθάκη φοβείται μήπως την βρει ξαναπαντρεμένη. Το πόσο δικαιoλoγημένη είναι η έγνοια του αυτή, αυτό το δείχνει η κατάσταση της Πηνελόπης. Οι γονείς της την πιέζουν να ξαναπαντρευτεί, κι ο γιος της περιμένει να μπορέσει να αναλάβει ως κληρονομιά το πατρικό του σπίτι, στο οποίο μέχρι τώρα προΐσταται εκείνη. Το να πάρει στο πλευρό της ένα νέο σύζυγο, αυτό φαίνεται αναπόφευκτο και ασφαλώς δεν θα ήταν ηθικά επιλήψιμο.
Όπως έχομε ιδεί, ο ομηρικός γάμος βασιζόταν όχι επάνω σε μια μοναδική δικαιοπρακτική ενέργεια, της οποίας η άρση χρειαζόταν μια δεύτερη δικαιοπραξία, αλλά στηριζόταν μόνο στο κοινωνικό γεγονός της συμβίωσης και των κοινών οικονομικών σχέσεων.
Το ότι ο γάμος δεν είχε θεσμοθετημένη μορφή, ωσάν αυτή που προσέλαβε μέσω της χριστιανικής εκκλησίας και κατά την παράδοσή του μέσω των κρατικών ρυθμίσεων,αυτό καθιστά σαφή την απουσία μιας ειδικής έκφρασης για το φαινόμενο του γάμου.
Ο γάμος περιγράφεται με το ζεύγος των εννοιών “φιλότης” και “ευνή” (φιλία και κλίνη), στο οποίον αντιστοιχεί περισσότερο ο μοντέρνος χαρακτηρισμός “κοινωνία βίου”, που δεν έχει νομικές συνέπειες. Αυτή η κοινωνία βίου διαλυόταν, αν ο ένας από τους συζύγους εγκατέλειπε τον άλλον και σύναπτε νέο γάμο.
Πόσο απλά και άτυπα πραγματοποιούνταν η σύναψη και η διάλυση ενός γάμου, αυτό φαίνεται με το παράδειγμα τη Ελένης. Δραπετεύει από τον πρώτο άνδρα της, το Μενέλαο, για να μπει στο σπίτι του Πριάμου ως σύζυγος του Πάρη. Μετά το θάνατο του Πάρη και το τέλος του πολέμου επιστρέφει ξανά στη Σπάρτη ως σύζυγος του Μενελάου.
Carola Reinsberg – Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα
(antikleidi.com)
Κατηγορίες:
Σχόλια