Συγκρίνοντας, μαθαίνοντας, ισορροπώντας





Τι θα δείτε στο κείμενο: Σ’ αυτό το άρθρο θα διαβάσετε, πώς γνωρίζουμε και κατασκευάζουμε τον εαυτό μας μέσα από τις συγκρίσεις που κάνουμε με τους άλλους. Επίσης, τι είδους αυτοεικόνα θέλουμε, συνήθως, να δημιουργούμε. Και τέλος, πως η σύγκριση μπορεί να λειτουργήσει ως σκαλοπάτι για ν’ ανέβουμε και όχι να κατέβουμε στη σχέση που διαμορφώνουμε με τον εαυτό και τους άλλους.
Εισαγωγή
Η αίσθηση του εαυτού και η έννοια της ταυτότητας δημιουργούνται τόσο, μέσω προσωπικής διεργασίας όσο και επηρεασμού από την κοινωνία, μέσα στην οποία αναπτύσσονται τα άτομα. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και σκέφτονται ποιοι είναι οι ίδιοι, αναπτύσσοντας τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά μέσα από τη συμμετοχή τους σε κοινωνικές ομάδες. Ο εαυτός, λοιπόν, αποτελεί παράγωγο ατομικό και συλλογικό ταυτόχρονα (Hogg, 2010)
Η σύγκριση παρούσα
Βασικός τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν τον εαυτό τους είναι μέσα από τις συγκρίσεις με άλλους. Η κοινωνική σύγκριση ως φαινόμενο αποτελεί συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, αναμενόμενο και φυσιολογικό, χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατο να οριστεί η προσωπική και η κοινωνική ταυτότητα (Festinger, 1954).
Έτσι, ανευρίσκεται το μέτρο, ο αποδεκτός τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι, δηλαδή, εξετάζουν τα συναισθήματα, τις στάσεις και τις πράξεις τους, μέσα από αυτές των άλλων ανθρώπων. Αναζητούν συγκρίσεις μέσα από τις ομάδες, κύκλους που αισθάνονται ότι ανήκουν. Προβαίνουν σε συγκρίσεις μεταξύ του πώς είναι και του πως θα ήθελαν να είναι, σύμφωνα με ένα μέτρο, στη συνέχεια δημιουργούν κίνητρο για αλλαγή και δράση, αντλώντας ικανοποίηση ή δυσαρέσκεια ανάλογα από το αν πέτυχαν ή όχι τους στόχους τους.
Άλλοτε, θέλουν απλά να επικυρώσουν τις στάσεις τους, συμβάλλοντας στην ακεραιότητα του εαυτού.
Πραγματοποιώντας καθοδική σύγκριση, το άτομο συγκρίνεται με εκείνους, των οποίων η απόδοση βρίσκεται κάτω από το δικό του επίπεδο, καταλήγοντας να αισθάνεται καλά για τον εαυτό του (Wills, 1981). Για παράδειγμα, ένας που πέρασε, με οριακή επάρκεια κάποιες εξετάσεις, συγκρίνει τον εαυτό του με αυτούς που ‘κόπηκαν’ και νιώθει ανακούφιση.
Ανάλογα με τη περίπτωση, οι αντιδράσεις μπορεί να ποικίλουν από αίσθημα ευγνωμοσύνης για τα προνόμια που κατέχονται, έως αίσθημα ανωτερότητας και διογκωμένο ‘εγώ’ απέναντι στους άλλους.
Αντίθετα, κατά την ανοδική σύγκριση, το σημείο απόδοσης των άλλων βρίσκεται υψηλότερα από το δικό του (Wood, 1989). Στο αναφερθέν παράδειγμα, αυτός που πέρασε, με οριακή επάρκεια κάποιες εξετάσεις, συγκρίνει τον εαυτό του με αυτούς που αρίστευσαν και νιώθει απογοήτευση.

Ανάλογα με τη περίπτωση, οι αντιδράσεις κι εδώ μπορεί να ποικίλουν, με πιο συχνά συναισθήματα το άγχος, τη δυσαρέσκεια, την ανεπάρκεια, την ανασφάλεια ή το θυμό και τη ζήλεια. Ενώ, άλλες φορές, δημιουργείται αίσθημα στοχασμού και ενδοσκόπησης, κίνητρο για αυτοβελτίωση ή και θαυμασμού για τον άλλον.
Το άτομο μπορεί να ανακτήσει την χαμένη ασφάλεια, υποβαθμίζοντας την ομοιότητά του με τον συγκρινόμενο ή να αποσυρθεί από τη σχέση μαζί του.
Επίσης, μπορεί να τον προβάλλει ως ηττημένο από κάποιες απόψεις ή συνολικά και να ‘πατήσει πάνω στο κουφάρι του’, εκδηλώνοντας επιθετικότητα με λόγια ή πράξεις.
Άλλη εκδοχή είναι να λειτουργήσει υποβιβαστικά προς τον εαυτό του, αναπτύσσοντας καταθλιπτική διάθεση.
Ωστόσο, όταν κάποιος υποχρεώνει τον εαυτό του ή έναν άλλον άνθρωπο να κάνει συνεχώς δυσμενείς ανοδικές συγκρίσεις, το πιθανότερο είναι να αποδομήσει παρά να οικοδομήσει την αυτοεκτίμηση και την σχέση.

Φτιάχνοντας εντυπώσεις για τον εαυτό και τους άλλους
Το τελευταίο συμβαίνει, γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται πρωταρχικά στην αυτοεξύψωση, την προώθηση μιας ευνοϊκής εικόνας του εαυτού. Πρυτανεύει έμφυτα, η ανάγκη των ανθρώπων να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους (αυτο-αντίληψη) θετικά, ως καλό, ικανό και σταθερό (Sedikides, 1993).Τόσο ώστε, να λειτουργούν ασυναίσθητα, μεροληπτικά υπέρ της δικής τους θεώρησης, κάτι που έχει χαρακτηριστεί ως αυτόματος εγωκεντρισμός (Paulhus and Levitt, 1987). Πχ δέχονται εύκολα ή άμεσα τον έπαινο, δύσκολα την επίκριση ή την ευθύνη τους για την αποτυχία.
Ωστόσο, η αυτο-επιβεβαίωση λειτουργεί ψυχολογικά προσαρμοστικά ως ένα βαθμό, ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι δέχονται απειλές, εννοούμενες ή πραγματικές στην αυτοεκτίμηση, συμβάλλοντας ευνοϊκά στη σωματική και την ψυχική υγεία, καθώς τους βοηθά να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους.
Ενώ, η αυτό-επιβεβαίωση δεν είναι προσαρμοστική, όταν η αυτό-αντίληψη αγγίζει την υπεροψία, τα άτομα δηλαδή νιώθουν ιδιαίτερα και ανώτερα από τους άλλους, ξεμακραίνοντας από την πραγματικότητα.
Αμέσως, μετά την αυτο-εξύψωση οι άνθρωποι προτιμούν την αυτο-επαλήθευση, αναζητώντας την επιβεβαίωση για την εικόνα που ήδη διατηρούν για τον εαυτό τους.
Αν έχουν αρνητική, για παράδειγμα, όταν κάποιοι έχουν καταθλιπτική διάθεση, θα την επιβεβαιώσουν αντλώντας αρνητική πληροφόρηση, αν έχουν θετική, για παράδειγμα διατηρούν αισιοδοξία, θα ελκυστούν από ενθαρρυντικά ερεθίσματα.
Κι ακόμα λιγότερο από τις δυο προηγούμενες επιλογές, έρχεται η αυτο-αξιολόγηση, η επιθυμία ν’ ανακαλύψουν οι άνθρωποι την αλήθεια για το ποιοι πραγματικά είναι. Επιβεβαιώνεται ερευνητικά ό,τι, υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στο πως βλέπει κάποιος τον εαυτό του, πως νομίζει ότι τον βλέπουν οι άλλοι και πως πραγματικά τον αποτιμούν (Shrauger & Shoeneman, 1979), (Kenny & DePaulo, 1993).
Οι άνθρωποι δεν μπαίνουν στη θέση του άλλου για να εξακριβώσουν με μεγαλύτερη εγκυρότητα πώς πραγματικά τους αντιλαμβάνονται οι άλλοι και με τη σειρά τους να δώσουν την ίδια ανατροφοδότηση για τον άλλον.
Έτσι, προτιμούν να κατασκευάζουν τις δικές τους εντυπώσεις περισσότερο σολιψιστικά (φτιάχνοντας τη πραγματικότητα μόνο μέσα από την ατομική αντίληψη και τις αισθήσεις).
Από την άλλη, μεγάλη δόση αλήθειας ίσως να μην είναι διαχειρίσιμη, επιδρώντας βλαπτικά στο ψυχισμό του ατόμου.
Σε κάθε περίπτωση όμως οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους και η αυτοεκτίμησή τους να μη βάλλεται συνεχώς.

Διαχειριζόμενοι τη σύγκριση
Το πώς θα βρίσκει κάποιος την ισορροπία του στα παραπάνω, είναι ένας προσωπικός δρόμος.
Εκτός από την ενδοσκόπηση και την ειλικρινή αλληλεπίδραση στις σχέσεις, είναι βοηθητική η αποδοχή σε αλήθειες όπως:
Δεδομένης της μοναδικότητας και της διαφορετικότητας των ανθρώπων και των κοινωνιών που αυτοί συνιστούν, ο ένας συνήθως, θα υπερέχει από τον άλλο, σε κάποιο τομέα.
Με την αναγνώριση της αξίας του άλλου, ο άνθρωπος μπορεί να διατηρεί ταπεινότητα και ήρεμη αυτοπεποίθηση.
Εναλλακτικά, αυτό μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για μίμηση. Ο ‘νικητής’ αξίζει να ειδωθεί ως παράδειγμα προς μάθηση, αφορμή για έπαινο, παρά ως αντικείμενο φθόνου. Ο καθένας μπορεί να είναι ‘νικητής’ για έναν άλλο άνθρωπο.
Ο εαυτός, πάντα, θα διαθέτει τόσο δυνατότητες όσο και περιορισμούς. Το μόνο που αλλάζει είναι το εύρος ανάπτυξης και ορίου που θα δώσει το άτομο σ’ αυτά.
Η αυτο-παραδοχή όλων των πλευρών της προσωπικότητας ακόμα κι των λιγότερο ελκυστικών, είναι ωφέλιμη, παρά η συνεχής σύγκριση κι ο αγώνας να εξασφαλιστεί μια θέση στο κοινωνικό ‘φαίνεσθαι’ που ούτως ή άλλως, αποτελεί, όχι μόνο μια υποκειμενική κατασκευή, αλλά συχνά επίπλαστη.
Οι αποτυχίες και τα προβλήματα, αν και δυσάρεστα, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Κανένας δεν διαθέτει την αποκλειστικότητα τους. Αν τελειώσει το Χ πρόβλημα πιθανόν να εμφανιστεί το Ψ. Είναι προτιμότερη η στάση αποδοχής αυτών που έρχονται και προσπάθεια επίλυσης ή διαχείρισης τους.
Διαφορετικά, αν η ζωή παρατηρείται μέσα από το στενό φακό που παίζει το έργο, ‘η ευτυχία βρίσκεται πάντα στους άλλους’ το αίσθημα πικρίας και απογοήτευσης θα διαβρώνει το μυαλό και τη καρδιά.

Βιβλιογραφία
Festinger, L(1954) A theory of social comparison processes. Human Relations, 7, 117-140.
Hogg, M. A & Vaughan G. M. (2010) Κοινωνική Ψυχολογία. Εαυτός και ταυτότητα, 161-198.
Kenny, D. A., & DePaulo, B. M. (1993). Do people know how others view them? An empirical and theoretical account. Psychological Bulletin, 114, 145-161.
Paulhus, D. L., & Levitt, K. (1987). Desirable responding triggering by affect: Automatic egotism. Journal of Personality and Social Psychology, 52, 245-259.
Sedikides, C. (1993). Assessment, enhancement, and verification determinants of self-evaluation process. Journal of Personality and Social Psychology, 65, 317-338.
Shrauger, J. S., & Shoeneman, T. J. 1979. Symbolic interactionist view of self-consept: Through the looking glass darkly. Psychological Bulletin, 86, 549-573.
Suls, J., & Wheeler, L. (eds) (2000). Handbook of social comparison: Theory and research. New York: Kluwer/Plenum.
Wills, T. A. (1981). Downward comparison principles in social psychology. Psychological Bulletin, 90, 245-271.
Wood, J. V. (1989). Theory and research concerning social comparisons of personal attributes. Psychological Bulletin, 106, 231-248.
Αρθρογράφος: Ηλιοπούλου Τέτα
e-psychology
Σχόλια