Πώς η Δύση παρέδωσε την παγκόσμια ανάπτυξη των υποδομών στην Κίνα
Οι ίδιοι παράγοντες που κρατούν τα μεγάλα έργα υποδομής από το να απογειωθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη καθιστούν τα σχέδια που χρηματοδοτούνται από την Δύση στις αναπτυσσόμενες χώρες λιγότερο βιώσιμα από ό, τι τα κινεζικά αντιστοιχά τους.
Οι μελετητές και οι ειδήμονες στην Δύση ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι η σχεδιαζόμενη κινεζική Πρωτοβουλία Belt and Road (B&R) θα μπορούσε να μετατοπίσει περαιτέρω το παγκόσμιο στρατηγικό τοπίο προς όφελος του Πεκίνου, με τον δανεισμό για υποδομές να αποτελεί τον κύριο μοχλό για παγκόσμια επιρροή. Το σχεδιασμένο δίκτυο έργων υποδομών -που χρηματοδοτούνται από τους διμερείς δανειστές της Κίνας, την Τράπεζα Ανάπτυξης της Κίνας (China Development Bank, CDB) και την Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών της Κίνας (Export-Import Bank of China, CEXIM), μαζί με τη νεοσυσταθείσα και πολυμερή Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ)- είναι ιστορικά πρωτοφανές σε εύρος. Αλλά η Πρωτοβουλία B&R είναι απλώς η φυσική πρόοδος μιας παγκόσμιας αλλαγής της παλίρροιας στην χρηματοδότηση υποδομών των αναπτυσσόμενων οικονομιών που έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες.
Η αλήθεια είναι ότι η Δύση εδώ και πολύ καιρό παραχώρησε την ηγεσία στον τομέα αυτό στην Κίνα, ένα φαινόμενο που κατευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό όχι από την εξωτερική πολιτική αλλά από την εγχώρια πολιτική υποδομών. Οι ίδιοι παράγοντες που κρατούν τα μεγάλα έργα υποδομής από το να απογειωθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη καθιστούν τα σχέδια που χρηματοδοτούνται από την Δύση στις αναπτυσσόμενες χώρες λιγότερο βιώσιμα από ό, τι τα κινεζικά αντιστοιχά τους.
Η προσέγγιση της Κίνας στις υποδομές στο εξωτερικό αντικατοπτρίζει την προσέγγισή της στο εσωτερικό της. Τα έργα αξιολογούνται περισσότερο σχετικά με τον αντίκτυπό τους παρά με την συγκεκριμένη βιωσιμότητα του συγκεκριμένου έργου. Οι Κινέζοι τείνουν να υπερτιμούν τις ευεργετικές οικονομικές επιπτώσεις των έργων υποδομής, ενώ υποτιμούν τις πιθανές ζημίες, είτε είναι οικονομικές, κοινωνικές, είτε περιβαλλοντικές. Η Δυτική προσέγγιση, αντιθέτως, είναι πιο συναλλακτική και επικεντρώνεται σε προσεκτική due diligence [δέουσα επιμέλεια] όσον αφορά τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες ενός συγκεκριμένου έργου. Αυτές οι διασφαλίσεις είναι προς το συμφέρον των απλών ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά τα Δυτικά θεσμικά όργανα έχουν γίνει τόσο απρόθυμα να αναλάβουν ρίσκο που το κόστος και ο χρόνος για την υλοποίηση τέτοιων έργων έχουν εκτοξευθεί. Οι Δυτικές κυβερνήσεις και οι πολυμερείς θεσμοί πάνω στους οποίους ασκούν επιρροή, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να καταστήσουν πιο ευέλικτη την διαδικασία διασφαλίσεών τους, αν δεν πρόκειται να αφήσουν το πεδίο ανοιχτό στο κινεζικό μονοπώλιο.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι κινεζικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν μεταβεί από τη σχετική αφάνειά τους στην κυριαρχία στην διεθνή βιομηχανία υποδομών. Στο πλαίσιο της πολιτικής «Go Out» του Πεκίνου για την ενθάρρυνση των επενδύσεων στο εξωτερικό, τα έργα των εν λόγω εταιρειών χρηματοδοτήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από τους υποστηριζόμενους από το κράτος κινεζικούς διμερείς δανειστές, κάτι που διογκώθηκε από περίπου το ένα τέταρτο του αναπτυξιακού δανεισμού το 2002 (μετρούμενο στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων) σε περισσότερα από τα τρία τέταρτα μέχρι το 2016. Τον ίδιο χρόνο, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των CDB και CEXIM είχε διογκωθεί σε περίπου τριάμισι φορές το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων έξι μεγάλων διεθνών και περιφερειακών τραπεζών ανάπτυξης: Της International Bank for Reconstruction and Development (IBDR), της European Bank for Reconstruction and Development, της Asian Development Bank, της African Development Bank, της Inter-American Development Bank και της International Finance Corporation.
Για να εξηγήσουν τι καθοδηγεί αυτή την τάση, οι Δυτικοί παρατηρητές έχουν συχνά επισημάνει τρία πλεονεκτήματα που η Κίνα έχει έναντι της Δύσης όσον αφορά τις υποδομές: Πρώτον, ένα αυταρχικό κράτος που δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη του τους μετόχους [των πιστωτικών ιδρυμάτων]˙ δεύτερον, μια κινεζική στρατηγική εξωτερικής πολιτικής για την οικοδόμηση επιρροής μέσω δανείων για υποδομές˙ και τρίτον, μια εγχώρια βιομηχανική πολιτική για την υποστήριξη των κινεζικών κατασκευαστικών εταιρειών.
Παρόλο που όλοι αυτοί είναι σίγουρα παράγοντες που συμβάλλουν, δεν μπορούν να εξηγήσουν πόσο συνολικά πετυχαίνει η Κίνα σε αυτή την σφαίρα. Αν και η ανάπτυξη της κινεζικής πολιτικής περί τραπεζικών δανείων συγκεντρώθηκε αρχικά σε άλλα αυταρχικά κράτη όπως η Βενεζουέλα ή η Αιθιοπία, σήμερα τα κινεζικά ιδρύματα χρηματοδοτούν επίσης έργα σε δημοκρατικές χώρες, όπως το οδικό δίκτυο που δημιουργούν στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη. Το Πεκίνο μπορεί να επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τις υποδομές για να κερδίσει ξένη επιρροή, αλλά ο αντίκτυπος αυτής της διπλωματίας είναι συχνά υπερβολικός -τα προσδοκώμενα δάνεια είναι δελεαστικά για τους δανειολήπτες, αλλά τα έργα, μόλις κατασκευαστούν, παρέχουν λίγη συνεχιζόμενη μόχλευση. Ενώ οι ελίτ μπορεί να επηρεαστούν βραχυπρόθεσμα, πολλά κινεζικά έργα αποξενώνουν βαθιά τους τοπικούς πληθυσμούς, οδηγώντας τελικά σε αντίδραση. Αυτό συνέβη ήδη στην Αργεντινή, τη Μιανμάρ και την Σρι Λάνκα, όπου συμφωνίες που συνήφθησαν με αυταρχικούς ή λαϊκιστές ηγέτες βοήθησαν να δυσφημιστούν αμφότεροι, οι ηγέτες και οι Κινέζοι.
Μια καλύτερη εξήγηση της αυξανόμενης κινεζικής κυριαρχίας στις παγκόσμιες υποδομές είναι το γεγονός ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις και οι δανειστές απλώς προσεγγίζουν την ανάπτυξη των υποδομών με έναν ουσιαστικά διαφορετικό τρόπο από τους ομολόγους τους στην Δύση, τόσο εγχωρίως όσο και στο εξωτερικό.
Η ΑΥΞΗΜΕΝΗΣ ΑΠΡΟΘΥΜΙΑΣ ΓΙΑ ΡΙΣΚΟ ΔΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Σήμερα τα Δυτικά αναπτυξιακά θεσμικά όργανα υφίστανται το βάρος του παρελθόντος τους, κατά το οποίο ήταν κυριολεκτικά οι μόνες τράπεζες για τους δανειολήπτες χωρών υποδοχής. Τα δυνητικά σχέδια αξιολογούνταν πάντοτε για να εξασφαλίσουν ότι τα συνολικά τους οφέλη υπερβαίνουν οικονομικά το κόστος τους και ότι θα εξασφαλίσουν την πραγματική αποπληρωμή των δανείων. Αρχίζοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αυτός ο υπολογισμός άρχισε να περιλαμβάνει το περιβαλλοντικό, ασφαλιστικό, κοινωνικό και όποιο άλλο κόστος ,πέρα από το στενά οικονομικό -κάτι που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις» (negative externalities).
Η καταγραφή των αρνητικών εξωτερικών επιπτώσεων μέσω της εφαρμογής αυστηρών μέτρων διασφάλισης είναι ζωτικής σημασίας εάν ένα έργο υποδομής πρόκειται να αποφέρει καθαρό όφελος για την κοινωνία. Αλλά αυτά τα κόστη πρέπει να σταθμιστούν σε σχέση με τα κέρδη που παράγουν τα έργα όσον αφορά την αξιόπιστη ηλεκτρική ενέργεια, το καθαρό νερό, τις θέσεις εργασίας και την συνολική οικονομική ανάπτυξη. Στην Δύση, το κατάλληλο επίπεδο διασφαλίσεων έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Με την καθοδήγηση της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα Δυτικά πιστωτικά ιδρύματα σταδιακά ανέπτυξαν όλο και πιο επαχθείς προϋποθέσεις για τους δανειολήπτες. Καθ’ όλη την δεκαετία του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Παγκόσμια Τράπεζα απαίτησε όλο και περισσότερο από τους δανειολήπτες να συμμορφώνονται με τα πρότυπα περιβαλλοντικής αξιολόγησης, στην ουσία «εξάγοντας» τα πρότυπα αυτά από τα έθνη-δωρητές στους δανειολήπτες. Οι ολοένα και αυστηρότερες αναθεωρήσεις δημιούργησαν περαιτέρω μια βιομηχανία Δυτικών μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασκούσαν επιρροή για να υποστηρίξουν την ακύρωση ή την αλλαγή σε δυνητικά έργα της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι πρωτοβουλίες αυτές είχαν μια μετρήσιμη επίπτωση στα προγράμματα δανειοδότησης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σε πραγματικούς όρους, οι δανειοδοτικές υποχρεώσεις του κλάδου International Bank for Reconstruction and Development της Παγκόσμιας Τράπεζας μειώθηκαν από έναν ετήσιο μέσο όρο άνω των 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην δεκαετία του 1980 και του 1990 στα 16,6 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ του 2000 και του 2009. Η μείωση αυτή οφειλόταν σε υπερβολικά αυστηρές και απαιτητικές διαχειριστικές και κοινωνικές/περιβαλλοντικές διασφαλίσεις που συνδέονται με τα έργα της Παγκόσμιας Τράπεζας, γεγονός που επιβράδυνε τους τραπεζικούς δανεισμούς και αύξησε το πραγματικό κόστος για τους δανειολήπτες.
Έτσι, ο μεγαλύτερος αναπτυξιακός θεσμός στον κόσμο ξεκίνησε την έξοδό του από τις δραστηριότητες δανεισμού υποδομών και αυτό συνέπεσε με την εμφάνιση των κινεζικών τραπεζών πολιτικής [China’s policy banks] στον κλάδο.
Μετά από μια εσωτερική αναθεώρηση το 2010, η Παγκόσμια Τράπεζα εργάστηκε για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στα προγράμματα των διασφαλίσεών της και για την αύξηση του δανεισμού της σε έργα υποδομής. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις της περιβαλλοντικής πολιτικής έχουν μετατραπεί σε ένα είδος αλληγορίας για τις δυσκολίες του θεσμού στην εφαρμογή νέων πρωτοβουλιών. Το νέο Περιβαλλοντικό και Κοινωνικό Πλαίσιο (Environmental and Social Framework) χρειάστηκε περισσότερα από έξι χρόνια για να αναπτυχθεί, σε αυτό που ουσιαστικά είναι μια αναθεώρηση των πολιτικών αναθεώρησης. Το πλαίσιο αυτό προβλέπεται να τεθεί σε εφαρμογή κάποια στιγμή μέσα στο 2018.
Πολλά από τα διδάγματα από την Παγκόσμια Τράπεζα ισχύουν επίσης για διμερή προγράμματα δανεισμού από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αμερικανικοί αναπτυξιακοί θεσμοί παρεμποδίστηκαν από εγχώριες πολιτικές προκλήσεις τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με τους συντηρητικούς να τους επικρίνουν ως ότι εμπλέκονται σε καταστροφικές δαπάνες ή σε εταιρική ευημερία, και τους φιλελεύθερους να επικρίνουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις ως ότι δεν υπολογίζουν κατάλληλα τις περιβαλλοντικές ή κοινωνικές ανησυχίες. Οι χάρτες τόσο της Overseas Private Investment Corporation όσο και της Export-Import Bank of the United States έληξαν για λίγο το 2015 λόγω της αντιπολίτευσης των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, και αμφότερα τα ιδρύματα αντιμετώπισαν πρόσφατα αγωγές από περιβαλλοντικές ομάδες των ΗΠΑ για την χρηματοδότησή τους προς ορισμένα διεθνή έργα [στον τομέα των] ορυκτών καυσίμων.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα μιας πιο συντονισμένης προσέγγισης των ΗΠΑ ήταν η πρωτοβουλία Power Africa υπό την διοίκηση Obama το 2013. Στα τέλη του 2017 φαίνεται ότι μεγάλο μέρος των χορηγηθέντων κονδυλίων απλώς επαναπρογραμματίστηκε από τις υπάρχουσες εγκρίσεις τους. Η Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (Congressional Budget Office) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος Electrify Africa θα οδηγήσει πράγματι σε καθαρή εξοικονόμηση πόρων για την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Έτσι, το εμβληματικό πρόγραμμα του προέδρου φαίνεται να έχει λάβει μηδέν δολάρια καθαρής νέας χρηματοδότησης, σε αντίθεση με το ποσό των 60 έως 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων νέων δανείων που η Κίνα έριξε στην υποσαχάρια Αφρική κατά την τελευταία δεκαετία.
ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ;
Είναι το νέο κυρίαρχο κινεζικό μοντέλο μια καλύτερη προσέγγιση για την ανάπτυξη των υποδομών, για τις δανειολήπτες χώρες υποδοχής ή ακόμα και για την Κίνα; Εδώ, το αναδυόμενο ιστορικό των τραπεζών της κινεζικής πολιτικής αρχίζει να υλοποιείται. Αλλά υπολείπεται πρακτικά σε κάθε δυνατή μέτρηση.
Για δεκαετίες, η Κίνα επένδυε σε μεγάλο βαθμό στις εγχώριες υποδομές, αλλά πρόσφατα κατέστη ένα μη βιώσιμο τμήμα της κινεζικής οικονομίας. Μέχρι το 2016, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου της Κίνας, ένα μέτρο της συνολικής επένδυσης σε φυσικά περιουσιακά στοιχεία, ήταν πάνω από 45% του ΑΕΠ. Αυτή η εγχώρια οικοδόμηση συνέπεσε με μια δραματική αύξηση του τοπικού κινεζικού χρέους, και η κυβέρνηση της Κίνας δαπάνησε μεγάλο μέρος του 2014 και του 2015 προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, απαιτώντας τελικά από τις εγχώριες τράπεζες να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη των τοπικών κυβερνήσεων με «διαπραγματεύσιμα» επιτόκια με αντάλλαγμα κρατικές εγγυήσεις, οι οποίες, παρά την επιτυχή αποτροπή της κρίσης, μετέφεραν ουσιαστικά τα επισφαλή χρέη των τοπικών κυβερνήσεων της Κίνας στους εθνικούς λογαριασμούς.
Αυτή η εμπειρία τροφοδοτεί μια κατανόηση του κινεζικού δανεισμού στο εξωτερικό, με μερικές κρίσιμες επιφυλάξεις. Η πρώτη είναι ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που υποδέχονται τις κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό δεν είναι τοπικές επαρχίες. Είναι κυρίαρχα έθνη. Αν το κακό χρέος συσσωρευτεί στο εξωτερικό, η κινεζική κυβέρνηση θα έχει λιγότερα εργαλεία για να βρει λύση. Το δεύτερο είναι ότι για τα έργα στο εξωτερικό, η Κίνα δεν απολαμβάνει απαραιτήτως όλες τις ευεργετικές οικονομικές εξωτερικές επιδράσεις (beneficial economic externalities) που δημιουργούνται από την ανάπτυξη υποδομών, όπως συμβαίνει με τα εγχώρια έργα. Αντ’ αυτού, στο εξωτερικό οι κινεζικές επιχειρήσεις πρέπει να ανταγωνίζονται με τους οικοδεσπότες τους για να τις απολαύσουν.
Δυτικοί παρατηρητές έχουν κατηγορήσει τις τράπεζες της κινεζικής πολιτικής [China’s policy banks] ότι χρησιμοποιούν «διπλωματία παγίδευσης με χρέος», φορτώνοντας την Βενεζουέλα με περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια για υποδομές ή την Σρι Λάνκα με περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια δολάρια για έργα που αποδείχθηκαν οικονομικά μη βιώσιμα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες πολιτικής της Κίνας χάνουν ξεκάθαρα ένα απίστευτο χρηματικό ποσό σε αμφότερα τα μέρη. Μια συνοπτική ανασκόπηση δείχνει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος με χρηματοδοτούμενες από την Κίνα υποδομές που δεν είναι δυνατό να αποδώσουν καλά οικονομικά. Αυτό σημαίνει ότι τα δάνεια που τα χρηματοδότησαν είναι είτε μη εξυπηρετούμενα είτε, στην περίπτωση κρατικών εγγυήσεων από τα κράτη υποδοχής, ένα βάρος για τους δανειολήπτες. Φαίνεται λοιπόν ότι μια χώρα όπως η Βενεζουέλα έχει εκμεταλλευτεί την Κίνα και όχι το αντίστροφο.
Τα δανειακά προγράμματα τραπεζών πολιτικής της Κίνας είναι σχετικά μικρά, αλλά ήδη εμφανίζονται σημάδια δυσφορίας, ειδικά για την CEXIM, η οποία δανείζει αποκλειστικά διεθνώς, ενώ η CDB στοχεύει το 70% των δανείων της σε έργα στην Κίνα. Οι αναφερθείσες απομειώσεις δανείων της CEXIM ήταν αμελητέες το 2008, αλλά αυξήθηκαν σε περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως το 2015 και το 2016. Το 2015 το Υπουργείο Οικονομικών της Κίνας προέβη σε μια εισροή μετρητών άνω των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων που χωρίστηκε σχεδόν ομοιόμορφα μεταξύ της CDB και της CEXIM. Το Υπουργείο ανέφερε ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της CDB, ένα μέτρο της φερεγγυότητας της τράπεζας, λίγο πριν την ένεση [των μετρητών] ήταν κάτω από 9%, ενώ ήταν μόνο 2,26% στην CEXIM.
Τα δάνεια από τις τράπεζες πολιτικής της Κίνας γενικά ενσωματώνουν την έλλειψη διαφάνειας ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα˙ η μεγάλη πλειοψηφία των έργων τους έχουν υλοποιηθεί μέσω άμεσης διαπραγμάτευσης. Συχνά δεν είναι σαφές ποιοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις των δανείων –και, το πιο σημαντικό, αν έρχονται με κρατικές εγγυήσεις ή είναι «χωρίς καταφυγή» (nonrecourse), πράγμα που σημαίνει ότι το δάνειο εξασφαλίζεται μόνο από το ίδιο το έργο και ότι ο δανειστής θα βρεθεί στριμωγμένος αν το έργο χρεοκοπήσει. Αυτή η ασάφεια καθιστά δύσκολο για τα έθνη υποδοχής να ποσοτικοποιήσουν ακόμη και την έκταση του χρέους τους, και πιθανώς για τις τράπεζες πολιτικής της Κίνας να εκτιμήσουν με ακρίβεια το παθητικό τους σε σταθμισμένο ρίσκο.
Εάν ο πραγματικός στόχος των προγραμμάτων δανεισμού της Κίνας είναι να οικοδομήσει επιρροή σε διεθνές επίπεδο, ήταν αναμφισβήτητα σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικό και σε αυτό το μέτωπο. Σήμερα, πολλά από τα έθνη που είναι οι μεγαλύτεροι αποδέκτες κινεζικών δανείων έχουν τις χειρότερες διμερείς σχέσεις με την Κίνα, όχι τις καλύτερες. Τα υψηλά επίπεδα κινεζικών επενδύσεων στην Σρι Λάνκα αποτελούν το κυριότερο παράδειγμα, καθώς οι τοπικοί οργανισμοί που βυθίζονται στο χρέος έχουν προκαλέσει σημαντική αντίδραση. Με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Πακιστάν, τα έθνη στη Νότια Ασία, που συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους αποδέκτες του δανεισμού κινεζικής [Πρωτοβουλίας] Ζώνη και Οδός, έχουν μετατοπιστεί για να επανισορροπήσουν στρατηγικά με την Ινδία, την Ιαπωνία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΗ
Τα Δυτικά πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να κάνουν περισσότερα από το να περιμένουν απλά τα προγράμματα δανεισμού της Κίνας να κάνουν την πορεία τους. Τα πολυμερή ιδρύματα δανειοδότησης υποδομών πρέπει να αναδιαρθρωθούν για να λάβουν υπόψη τους το γεγονός ότι δεν αποτελούν πλέον τη μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση για τους δανειολήπτες. Η επόμενη επανάληψη του Δυτικού αναπτυξιακού δανεισμού θα πρέπει να προωθήσει διαφανείς, ανταγωνιστική και «χωρίς καταφυγή» χρηματοδότηση χωρίς κρυφές κρατικές εγγυήσεις, αλλά χωρίς να επιβάλλει υπερβολικά επαχθείς απαιτήσεις στις φιλοξενούσες χώρες που επιθυμούν να προωθήσουν τα σχέδιά τους. Η εναλλακτική στην συμμετοχή τους μπορεί να είναι το ίδιο έργο αλλά χωρίς τις εξασφαλίσεις και την ανάλυση που προσπαθούν να προωθήσουν τα εν λόγω ιδρύματα. Το βάρος της επιβολής αυτών των προϋποθέσεων πρέπει απλώς να τεθεί στα ίδια τα έθνη υποδοχής. Προκειμένου να προωθηθούν ενεργά τα στο εξωτερικό, τα Δυτικά πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προστατεύονται από την πολιτική εγχωρίως.
Αυτό δεν θα απαιτούσε έναν «αγώνα δρόμου προς τα κάτω» από τους αναπτυξιακούς φορείς για τις υποδομές. Σήμερα, οι Δυτικοί αναπτυξιακοί θεσμοί παρεμποδίζονται μέχρι του σημείου στο οποίο δεν μπορούν πλέον να προωθήσουν τους στόχους για τους οποίους δημιουργήθηκαν. Η Κίνα απλώς καλύπτει το κενό.
BUSHRA BATAINEH
υποψήφια διδάκτωρ αστικής και περιβαλλοντικής μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ερευνώντας την προμήθεια και παράδοση των διεθνών υποδομών.
MICHAEL BENNON
διευθυντής του Global Projects Center στο Πανεπιστήμιο Stanford.
FRANCIS FUKUYAMA
ανώτερος υπότροφος Olivier Nomellini στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών του Freeman Spogli (FSI) και διευθυντής στην έδρα Mosbacher του Κέντρου για την Δημοκρατία, την Ανάπτυξη και το Κράτος Δικαίου του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.
foreignaffairs.gr
Σχόλια