Ο θρίαμβος των εμπορικών πλεονασμάτων







Γράφει ο Κώστας Νάκος

Είναι γνωστό ότι ο κάθε επιχειρηματίας για την επιτυχή αντιμετώπιση των ανταγωνιστών του προσπαθεί να συμπιέσει το κόστος παραγωγής και ειδικά το κόστος εργασίας. Δεν επιθυμεί όμως το ίδιο για όλες τις άλλες επιχειρήσεις. Θα ήθελε όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι των άλλων επιχειρήσεων, να έχουν όσο γίνεται μεγαλύτερους μισθούς έτσι ώστε να έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταναλώνουν τα δικά του εμπορεύματα.

Αυτή η αντίφαση που υπάρχει σε επίπεδο ατομικής και συνολικής επιχείρησης, εμφανίζεται και όταν γίνεται αναφορά για την οικονομία μιας χώρας. Η δεσπόζουσα σήμερα μονεταριστική οικονομική πολιτική της λιτότητας, άρα και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών στην ευρωζώνη, απορρέει από το στόχο της απόκτησης συγκριτικών πλεονεκτημάτων για την επίτευξη εμπορικών πλεονασμάτων. Έτσι σήμερα παρατηρούμε στην ευρωζώνη να υπάρχουν πλεονάσματα της τάξεως των 3,5% και η ατμομηχανή της, η Γερμανία, να φτάνει στο εξωφρενικό ποσοστό του 8%.

Την αντίστοιχη βέβαια μονεταριστική οικονομική πολιτική ακολουθούν και οι ανταγωνιστικές προς την ευρωζώνη οικονομίες με αποτέλεσμα να μειώνεται συνολικά η κατανάλωση και κυρίως να συρρικνώνεται συνεχώς το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών από αυτόν τον τυφλό προς τα κάτω εμπορικό ανταγωνισμό που πάτο δεν έχει.

Λιτότητα λοιπόν σημαίνει λιγότερο εισόδημα για τους μισθωτούς, δηλαδή μειωμένη αγοραστική δύναμη. Αν σε αυτήν προστεθεί η ανεργία και κυρίως η μερική ανεργία (η επίσημη στατιστική στα πλαίσια των αλχημειών της την αναφέρει μόνο ως μερική απασχόληση) τότε η εμφάνιση της υποκατανάλωσης είναι αυτή που προκαλεί τους μεγαλύτερους τριγμούς και στην παραγωγή. Η αδυναμία απορρόφησης των παραγόμενων προϊόντων είναι αυτή που στην συγκεκριμένη περίπτωση προκαλεί το φαινόμενο της υπερπαραγωγής, για να ακολουθήσει μετά η προσπάθεια εξισορρόπησης με την αύξηση των εξαγωγών και τη δημιουργία πλεονασμάτων. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις οικονομίες που υπάρχει μειωμένη ζήτηση στην εσωτερική τους αγορά, με προεξέχουσα την αγορά της Κίνας όπου τα μεγάλα πλεονάσματά της στηρίζονται στην απόλυτη φτώχεια του Κινέζου μισθωτού. Αλλά και στην Ευρώπη της συνεχούς λιτότητας και των μειωμένων κοινωνικών παροχών.

Κάπως έτσι συνδυάζεται η μειωμένη αγοραστική δύναμη ή και φτώχια ενός λαού, με τα πλεονάσματα της οικονομίας. Γιατί ο ανταγωνισμός προσδιορίζεται όχι από το πόσο πουλάς, αλλά από το αν πουλάς περισσότερα από τον ανταγωνιστή σου. Δεν έχει σημασία πόσα κέρδη έχεις, αρκεί να έχεις περισσότερα από τους ανταγωνιστές σου. Δεν έχει σημασία αν τα κέρδη σου συρρικνώνονται, αρκεί να έχεις εσύ πλεονάσματα και οι άλλοι ελλείμματα.

Αυτός όμως ο εμπορικός πόλεμος δε θα μπορούσε να είναι αναίμακτος για τους εμπνευστές του. Η Γερμανική οικονομία για παράδειγμα σήμερα επιδιώκει όπως λέει την εξωστρέφεια, να μην εξαρτάται δηλαδή από την εσωτερική αγορά της, όπου φροντίζει να υπάρχει μια συνεχής συρρίκνωση της κατανάλωσης, αλλά από τα πλεονάσματα που απορρέουν από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό το πλεονέκτημα που έχει αποκτήσει με την πολιτική της λιτότητας μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη της αν ο Τραμπ αποφασίσει να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του. Γιατί η πολιτική των εμπορικών πλεονασμάτων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον έλεγχο και την εξάρτηση των μικρών οικονομιών από τις μεγαλύτερες, αλλά όταν γίνεται αναφορά στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ γιγάντων τότε τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Τότε με μια απλή κίνηση στη σκακιέρα του εμπορικού ανταγωνισμού, οι έχοντες τα πλεονάσματα μπορεί να εμφανιστούν αυτοί να εξαρτώνται οικονομικά από αυτούς που έχουν ελλείμματα.

Η Γερμανία εξάγει κάθε χρόνο χάλυβα προς τις ΗΠΑ αξίας περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Αν λοιπόν ο Τραμπ εφαρμόσει την εξαγγελθείσα πολιτική του και βάλλει δασμούς στην εισαγωγή χάλυβα (25%) και αλουμινίου (10%), ο κίνδυνος της ανεργίας και της ύφεσης για τη Γερμανία είναι μεγάλος. Στην Κίνα ο Τραμπ το έχει ήδη εφαρμόσει, ενώ απειλεί με επέκταση των μέτρων για την Ε.Ε. και άλλες χώρες από την 1η Μαΐου. Το πρόβλημα θα πάρει τεράστιες διαστάσεις αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να εμφανίσουν τον κρυφό άσσο που έχουν στο μανίκι τους, βάζοντας δασμούς και στην εισαγωγή αυτοκινήτων. Από τη στιγμή που η Γερμανική οικονομία δεν στηρίζεται στην εσωτερική της αγορά, αλλά εξαρτάται από τις εξαγωγές της στη μεγαλύτερα αγορά του κόσμου, τότε (με το κλείσιμο των συνόρων) το πλεονέκτημά της μετατρέπεται σε μειονέκτημα και αντί να κυριαρχεί έναντι της οικονομίας που έχει ελλείμματα (ΗΠΑ), εξαρτάται από αυτήν.

Πιθανόν ο Τραμπ να μη προχωρήσει στα προστατευτικά μέτρα έναντι των Ευρωπαίων. Αυτό θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από το αν γίνουν δεκτά τα αιτήματά του, ένα από τα οποία είναι οι μεγαλύτερες εισαγωγές πολεμικού υλικού από την Ευρώπη. Όσο όμως η Ευρώπη αναπτύσσει τη δική της πολεμική βιομηχανία και μειώνει τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ, αυτό ωθεί τους Βορειοαμερικανούς αργά ή γρήγορα στην προστατευτική πολιτική. Σαφώς και θα υπάρξουν αντίμετρα από την κομισιόν, αλλά ποιος αμφιβάλλει ότι το μεγάλο πρόβλημα θα υπάρξει για την οικονομία που έχει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα;

Πώς αλλάζουν οι καιροί, για να φανεί ότι τα ευχολόγια και τα ηθικά κηρύγματα περί ελεύθερης αγοράς και της ελεύθερης διακίνησης των εμπορευμάτων, αποτελούν ιδεολογήματα που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Πηγή
Σχόλια