Κορέα: Από τον πυρηνικό πόλεμο, στον πόλεμο φιλίας







Του Alexander Mordoudack



Το 1992 η Βόρεια και η Νότια Κορέα υπέγραψαν συμφωνία αποπυρηνικοποίησης. Το 1994 η Βόρεια Κορέα υπέγραψε παρόμοια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2005, η Βόρεια Κορέα υπέγραψε παρόμοια συμφωνία με τις γείτονές της χώρες και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2012 υπέγραψε καινούρια παρόμοια διμερή συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.


Το 2017, οι στρατιωτικές ενέργειες της Βόρειας Κορέας περιλάμβαναν την δοκιμή μιας βόμβας υδρογόνου, και την δοκιμαστική εκτόξευση πυραύλων, στους οποίους περιλαμβάνονταν και διηπειρωτικοί πύραυλοι. Πριν λίγες ημέρες, οι ηγέτες της Βόρειας και της Νότιας Κορέας συναντήθηκαν και εξέφρασαν την κοινή δέσμευσή τους για αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου. Και σε λίγο καιρό ο Κιμ Γιονγκ Ουν ετοιμάζεται για το μέχρι πρότινος ακατόρθωτο ή και προηγουμένως γενικώς αδιανόητο –μια συνάντηση με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Όλα αυτά είναι γεγονότα. Είναι, όμως, και αλήθεια;

Όλες οι αναλύσεις επαναλαμβάνουν το χρονικό των προηγουμένων προσπαθειών για ειρήνευση και αποπυρηνικοποίηση στην κορεατική χερσόνησο, καλώντας σταθερά για ψυχραιμία, αλλά προσέχοντας συγχρόνως να επιτρέψουν κάποια σχετική αισιοδοξία. Τι ακριβώς σημαίνουν οι πρόσφατες κινήσεις στην σκακιέρα;

Ο Μουν Τζάε Ιν

Ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Μουν Τζάε Ιν, δεν διεκδικεί ίση κάλυψη με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Κιμ Γιονγκ Ουν, αλλά ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που καταφέρνει να κάνει τη δουλειά του. Ο άνθρωπος που ακολουθεί πιστά την επιταγή του νομπελίστα προκατόχου του, Κιμ Ντάε Γιουνγκ, για μια ειρηνική κορεατική χερσόνησο, είναι ο αρχιτέκτονας, σύμφωνα με τους ειδικούς, των συναντήσεων του Κιμ –εκείνης με τον ίδιο, και εκείνης με τον Αμερικανό πρόεδρο. Ο πρόεδρος Μουν κατέχει το αξίωμά του για περισσότερο από έναν χρόνο, αλλά η δημοφιλία του παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά άνω των 70 ποσοστιαίων μονάδων. Σε μεγάλο βαθμό, η δημοφιλία του οφείλεται και στην δέσμευσή του για εξερεύνηση όλων των πιθανών δρόμων που θα δηγήσουν στην εξεύρεση λύσεων στη διαμάχη των δύο χωρών.

Στην ανάλυση του Bloomberg τονίζεται η προσωπική του ιστορία ως παιδιού γονέων που διέφυγαν από τη Βόρεια Κορέα. Ο Μουν γεννήθηκε σε στρατόπεδο προσφύγων και ήταν επιτελάρχης του Ρο Μου Χιούν, προέδρου της χώρας του το 2007, όταν η σύνοδος των Κορεών έγινε το σκηνικό μιας ακόμα αποτυχημένης προσπάθειας. Ο Μουν γνωρίζει καλά ότι το βασικό ζητούμενο για τις δύο χώρες είναι η οικονομική ευημερία. Γνωρίζει εξ ίσου καλά ότι ο αδιαπραγμάτευτος όρος κάθε πιθανής συμφωνίας είναι η διάλυση του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας και η παροχή εμπράκτων διαβεβαιώσεων περί της μη επανέναρξής του. Την ίδια ώρα, λοιπόν, που συμβαδίζει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και προωθεί την «αμοιβαία ευημερία Νότιας και Βόρειας Κορέας», ο πρόεδρος Μουν, ο οποίος αξιποίησε στο έπακρο τους χειμερινούς Ολυμπιακούς στην Πιονγκτσάνγκ για να ανοίξει τις διπλωματικές οδούς, είναι αποφασισμένος να διαχειριστεί με υπομονή τις εξελίξεις, και να παραμείνει ένα βήμα πίσω από τους ομολόγους του.

Η συνάντηση Μουν-Κιμ

Οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν την Παρασκευή και υπέγραψαν συμφωνία στην οποία δεσμεύονται να υπογράψουν Συνθήκη Ειρήνης που θα τερματίζει επισήμως τον πόλεμο της Κορέας, και να εργαστούν για την αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου. Στη Νότια Κορέα, οι συντηρητικοί πολιτικοί και σημαντική μερίδα του πληθυσμού αγανάκτησαν με την αοριστία της συμφωνίας. Πρόκειται εξ άλλου για μια συμφωνία που προβλέπει μια άλλη συμφωνία, καθώς και μια διαδικασία που δεν διευκρινίζεται. Ακόμα και έτσι, αυτά τα μικρά βήματα της μιας ημέρας φαίνονται γιγαντιαία μπροστά στην σχετική ακινησία επτά δεκαετιών. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν δεν αναφέρθηκε ποτέ προσωπικά στην αποπυρηνικοποίηση, όμως προχώρησε σε πλήθος συμβολικών διπλωματικών κινήσεων. Επιπλέον, στην κρατική τηλεόραση της Βόρειας Κορέας η Ρι Τσουν Χι επελέγη να παρουσιάσει τα νέα της συνάντησης των δύο ανδρών. Όπως παρατηρεί η επικεφαλής της Washington Post στην περιοχή, η Ρι Τσουν Χι είναι η πλέον σεβαστή παρουσιάστρια στην Βόρεια Κορέα, και μετά την συνταξιοδότησή της έχει κληθεί έξι φορές μπροστά από την κάμερα. Οι πρώτες τέσσερις ήταν για να ανακοινώσει δοκιμές του πυρηνικού οπλοστασίου και των πυραύλων της χώρας. Η πέμπτη φορά ήταν όταν πριν λίγες ημέρες, όταν ανακοίνωσε τον τερματισμό αυτών των δοκιμών. Την τελευταία φορά, η Ρι ανακοίνωσε την συνάντηση Μουν-Κιμ. Και εκείνη χρισημοποίησε τον όρο «πλήρη αποπυρηνικοποίηση».

Ακόμα και με αυτά τα δεδομένα, ο Κιμ Γιονγκ Ουν παραμένει λιγομίλητος. Μάλιστα, ένας σημαντικός ρόλος του προέδρου της Νότιας Κορέας είναι εκείνος του προέδρου της… Βόρειας Κορέας. Τα πλέον ενθαρρυντικά για την διαδικασία λόγια του Κιμ είναι σχόλια που του αποδίδει ο Μουν Τζάε Ιν –σχόλια όπως πρόθεσή του να εγκαταλείψει το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του σε αντάλλαγμα για την υπόσχεση των Ηνωμένων Πολιτειών να επικυρώσουν την Συνθήκη Ειρήνης και να μην εισβάλλουν στη Βόρεια Κορέα. Μαζί με τον πρόεδρο Μουν και τον κυβερνητικό του εκπρόσωπο, Γιουν Γιουνγκ Τσαν, ένας ακόμη (και ακόμη πιο απροσδόκητος) εκπρόσωπος του Κιμ Γιονγκ Ουν είναι ο Μάικ Πομπέο, ο εγκριθείς πλέον υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος σχολίασε πρόσφατα ότι η συνάντησή του με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας ήταν καλή, και πως ήταν πρόθυμος να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να κατορθώσουν την αποπυρηνικοποίηση.

Ο πρόεδρος Τραμπ και οι συνομιλητές του

Σε αναλύσεις τους, τόσο οι New York Times, όσο και το Bloomberg, αναδεικνύουν τη διάσταση απόψεων ανάμεσα στην αισιοδοξία του προέδρου Τραμπ και σε συμβούλους του, όπως τον Τζον Μπόλτον, σύμβουλο εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησής του. Η διάσταση αυτή μπορει να είναι μια διπλωματική τακτική, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικής συμπεριφοράς του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος, σύμφων και με την Washington Post, απολαμβάνει τον χαρακτηρισμό του απρόβλεπτου ηγέτη, που ξαφνιάζει τους πάντες με θετικά αποτελέσματα. Μπορεί αυτό να μην έχει συμβεί αρκετές φορές στη διεθνή σκηνή, αλλά η Κορέα φαίνεται για τώρα να προσφέρει στον Ντόναλντ Τραμπ αυτήν ακριβώς την ευκαιρία. Πολλοί στην Ουάσινγκτον ανησυχούν πως ο πρόεδρος Τραμπ θα «συμβιβαστεί» με μια συμφωνία που θα είναι κατώτερη των προσδοκιών που ο ίδιος εξέθρεψε, μόνο και μόνο για να καρπωθεί τη δόξα του επιτεύγματος. Άλλωστε, έχει προλάβει να τονίσει πως ο αμερικανικός λαός θα πρέπει να αισθάνεται περήφανος για όσα έχει καταφέρει με την συνάντηση των ηγετών της Βόρειας και της Νότιας Κορέας.

Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν περιορίζει τις φιλοδοξίες του στην έκπληξη των συνεργατών του. Αντιθέτως, μεγαλύτερη ευχαρίστηση φαίνεται να του δίνει η έκπληξη των άλλων ηγετών. Το σύνολο, σχεδόν, των αναλύσεων των επισκέψεων Μακρόν-Μέρκελ στην Ουάσινγκτον παραδέχεται πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατάφεραν να πείσουν τον Ντόναλντ Τραμπ για τις προτεραιότητές τους, είτε αυτές αφορούσαν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, είτε αφορούσαν τις οικονομικές σχέσεις της Αμερικής με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως, όμως, σχολιάζουν οι New York Times, στην περίπτωση της Κορέας, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ίσως έχει αρχίσει να χάνει τα διαπραγματευτικά του πλεονεκτήματα, ακριβώς επειδή -και ακριβώς όσο- η Βόρεια Κορέα εμφανίζεται να γίνεται πιο διαλλακτική.

Ίσως, λοιπόν, ο πρόεδρος Τραμπ να χρειάζεται την αυστηρότητα συμβούλων όπως ο Μπόλτον, για να μπορεί να συντηρεί μια ρητορική θέρμη που ο ίδιος αναγκάζεται να μετριάζει.

Η προσέγγιση των δύο Κορεών απέναντι στις Η.Π.Α.

Το παράδοξο σε αυτό το αναλυτικο πλαίσιο είναι πως η βελτίωση των σχέσεων Βόρειας και Νότιας Κορέας είναι μια διπλωματική τακτική που μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση τον Αμερικανό πρόεδρο. Ο ενωτικός, εθνικιστικός τόνος του Κιμ Γιονγκ Ουν, αν γίνει πράξη, θα οδηγήσει κατά πάσα πιθανότητα στην ελάφρυνση των κυρώσεων που αντιμετωπίζει η χώρα του, και στις οποίες η Κίνα συμφώνησε διστακτικά, ακόμα και αν ο Ντόναλντ Τραμπ υπερηφανεύεται για την προσωπική του σχέση με τον Ζι Ζινπίνγκ, και το πώς αυτή ήταν που τον οδήγησε στη σχετική απόφαση. Η αναζωογόνηση, λοιπόν, της οικονομίας της Βόρειας Κορέας, σε συνδυασμό με την διπλωματία του ηγέτη της θα απαιτούσε συντονισμένες προσπάθειες για τον αυστηρό αναπροσανατολισμό των συζητήσεων προς τις λεπτομέρειες της διαδικασίας αποπυρηνικοποίησης της χώρας, η οποία θα προσπαθήσει ασφαλώς να εξισορροπήσει την παροχή πρόσβασης στις εγκαταστάσεις της στους διεθνείς παρατηρητές, με υποσχέσεις οικονομικής ενίσχυσης.

Αναλυτές και πολιτικοί σχολιάζουν ότι, αν η όλη διαδικασία είναι τελικά επιτυχής, οι Μουν, Κιμ και Τραμπ θα πρέπει να πάρουν το Νόμπελ Ειρήνης. Την ίδια ώρα, όμως, οι ίδιοι είναι που φοβούνται μήπως το μόνο βραβείο θα είναι ένα όσκαρ -και αρκετά εκατομμύρια- για τον Κιμ Γιονγκ Ουν.
Πηγή
Σχόλια