Ο κίνδυνος του «ανήκειν» στους απόλυτους




Αποτελεί κοινό τόπο ότι διανύουμε καιρούς ενός ασυγκράτητου παραλογισμού. Καιρούς κατά τους οποίους πολλές φορές η αξιοπρεπής ανθρώπινη υπόσταση δεν αποτελεί προτεραιότητα, και οι άνθρωποι είναι νούμερα, στατιστικά μπροστά σε κανόνες και συμφέροντα.
Κατά λογική αναγκαιότητα αυτό γίνεται έστω και υποσυνείδητα με αποτέλεσμα να παρατηρείται ολοένα και περισσότερο ένα είδος κοινωνικού «διπολισμού». Από τη μία πλευρά η απάθεια και η ολοκληρωτική αποχή από οτιδήποτε θυμίζει την πολιτεία και τα κοινά δρώμενα και από την άλλη η μονομέρεια, η μη κριτική σκέψη, η απόρριψη διαφορετικού. Και οι δυο πόλοι είναι φορτισμένοι με μια απολυτότητα αν αντιληφθεί κανείς ότι και οι δυο στάσεις έχουν σταθερά απήχηση.
Η απάθεια από την αρχαιότητα ήταν αξιόμεμπτο στοιχείο ενός πολίτη.Είναι αξιοπερίεργο το πώς σε μια εποχή που τα ατομικά δικαιώματα με την έννοια που σήμερα τα καθορίζουμε ως τέτοια δε γίνονταν αντιληπτά, παρ΄ όλα αυτά μια υποτυπώδης μορφή ατομικού κεκτημένου αποτελούσε το «μετέχειν». Η πορεία της ιστορίας και της νομικής κατηγοριοποίησης των δικαιωμάτων σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά απέδειξε πως τα τελευταία δεν έχουν να κάνουν με αξίωση των πολιτών αποχής του κράτους από την προσωπική σφαίρα δράσης τους ή αξίωση παρέμβασης του για την εξασφάλιση κοινωνικών παροχών όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τα προηγούμενα.
Τα πολιτικά δικαιώματα κατοχυρώθηκαν ως υποχρέωση του κάθε πολίτη να δρα ενεργά και να συμμετέχει, όχι με την έννοια του εξαναγκασμού του, αλλά υπό το πρίσμα του καθήκοντος προς την επίτευξη ενός βέλτιστου δυνατού επιπέδου πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης που εν τέλει έχει αντίκτυπο στην ίδια την ποιότητα ζωής του. Η απόλυτη αρνητική στάση, λοιπόν, ως απόδειξη ωχαδερφισμού σίγουρα διαβρώνει εν όλω την εξέλιξη και δεν επιτρέπει την αντικειμενικά πλειοψηφική πορεία των πραγμάτων. Διότι αν η πλειονότητα απέχει από τα κοινά, εν τέλει αυτός που αποφασίζει είναι η πλειοψηφία της δρώσας μειοψηφίας.

Στην αντίπερα όχθη συναντούμε τη μερίδα εκείνη πολιτών που εμμένουν στις ιδέες τους, τις απόψεις τους, τη στάση τους απέναντι στα πράγματα όχι ως υποστηρικτές απλώς αλλά ως φανατισμένοι οπαδοί που πέρα από τα όρια που τους έχουν τεθεί δεν μπορούν πεισματικά -και μάλλον δεν θέλουν- να δουν πέρα από αυτά. Είναι εκείνοι που σαφώς έχουν συγκεκριμένη κοσμοθεωρία περί των πάντων, ωστόσο εάν βρεθούν παρόντες σε μια συζήτηση η άποψη τους επιβάλλεται να επικρατήσει των άλλων χωρίς να μπορούν να επιχειρηματολογήσουν επαρκώς το γιατί.
Το «πίστευε, και μη ερεύνα» ίσως θα είναι η μόνη φράση που τους καλύπτει. Απόλυτη άποψη για την οικονομική αστάθεια, για την πολιτική ανεπάρκεια, για τη διοίκηση. Η μονομέρεια έχει κατά μαθηματική ακρίβεια ως συνέπεια όχι μόνο το φανατισμό και τη στασιμότητα. Εγκυμονεί κινδύνους που μπορεί να αποτυπωθούν σε μια κοινωνική ζύμωση που είναι έτοιμη να εκραγεί με την παραμικρή διαφοροποίηση από τα μέτρα και σταθμά της. Μια κοινωνία έτοιμη να ξεσπάσει σίγουρα δε δύναται να αποφασίζει συνειδητά και ψύχραιμα σε ένα μακροπρόθεσμο πλάνο.
Τα ερωτήματα περί του πρακτέου, πολλά. Τα λόγια, οι διαπιστώσεις, η παρουσίαση του προβλήματος πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους, όπως και οι προσεγγίσεις. Εξάλλου η ίδια η κοινωνία εν γένει είναι πολύμορφη. Το κρίσιμο είναι η αντιμετώπιση της παθογένειας και όχι η διαπίστωση της, αν και αυτή είναι αναγκαία για την αφετηρία της διαδικασίας της εξυγίανσης της πολιτικής συνείδησης. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, εξυγίανση όχι με την έννοια της μεθοδευμένης, κοινής κατεύθυνσης της, αλλά η επίτευξη της μέγιστης δυνατής διάθεσης για δράση, ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, έρευνα.
Είναι απαράδεκτο το μέλλον να εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια κάποιου άλλου, και στις αποφάσεις του. Είναι, μάλλον, παράλογο να πιστεύουμε ότι η κατάσταση δεν είναι δεκτική αλλαγής προς το καλύτερο, αν πρώτοι από μόνοι μας δεν αποφασίσουμε να συμμετάσχουμε ενεργά και συνειδητά για αυτήν την αλλαγή. Είναι θεμιτό να στεκόμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στο απόλυτο. Η απολυτότητα γεννά μισαλλοδοξία, μονομέρεια, εφησυχασμό. Και αυτά με τη σειρά τους στη νέκρωση του ζωντανού αυτού «οργανισμού» που ονομάζεται κοινωνία. Η εξέλιξη και η πρόοδος σίγουρα δε βρίσκεται στη μεμψιμοιρία. Η εξέλιξη και η πρόοδος βρίσκεται εκεί όπου πολίτες πράττουν, συμπράττουν, προβληματίζονται, είναι γνώστες των δυνατοτήτων τους, των προοπτικών τους και συνάμα των ευθυνών τους, όντας έτοιμοι να αναλάβουν και το κόστος των αποφάσεων.
Πρέπει επιτέλους να γίνουμε εμείς η αλλαγή που επιθυμούμε για την κοινωνία μας.
***
Στεφανία Ζούρκα
Φοιτήτρια Νομικής
Σχόλια