Κότταβος: Το παιχνίδι των αρχαίων Ελλήνων




Σήμερα, το να χυθεί ακούσια κρασί στο σπίτι ενός οικοδεσπότη αποτελεί μια άγαρμπη κίνηση, ένα ατσούμπαλο ατύχημα που θα κάνει το άτομο που το προκάλεσε να ντραπεί για τη ζημιά που προκάλεσε. Όταν δε το κρασί χύνεται… σκόπιμα, τότε το άτομο που το έχυσε χαρακτηρίζεται από αγενές και προκλητικό έως μεθυσμένο!

Ωστόσο, όσο παράξενο κι αν μας ακούγεται σήμερα, στην αρχαία Ελλάδα, το πόσο κρασί θα χυνόταν σε μια μάζωξη αποτελούσε μονάδα μέτρησης της επιτυχίας της. Κοινώς, αν το σπίτι του οικοδεσπότη δεν μετατρεπόταν σε έναν μικρό βάλτο οίνου, το συμπόσιο θεωρούνταν βαρετό!

Όταν λοιπόν το κέφι φούντωνε για τα καλά, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν σκαρφιστεί τον κότταβο. Ένα παιχνίδι που επέλεγαν να παίζουν στις συγκεντρώσεις τους, το οποίο ήταν πρωτίστως για διασκέδαση, ωστόσο ουκ ολίγες φορές σχετιζόταν και με οιωνούς για την έκβαση ενός… έρωτα!

Στο νέο τεύχος του ET Magazine του EleftherosTypos.gr, αποφασίσαμε να κάνουμε μια εκτενή αναφορά στο αγαπημένο παιχνίδι των αρχαίων Ελλήνων εξετάζοντας τους κανόνες, τις εκδοχές αλλά και όσα διακυβεύονταν κατά τη διεξαγωγή του.

Επρόκειτο για ένα παιχνίδι επιδεξιότητας που παιζόταν με τους παίκτες μεθυσμένους και περιλάμβανε πάντα έναν στόχο, αν και υπήρχαν αρκετές εκδοχές του, καθώς οι παίκτες ήταν ελεύθεροι να καθορίσουν κάθε φορά τους κανόνες του.


Οι εκδοχές και οι κανόνες
Ο κότταβος είχε δύο βασικές εκδοχές, αν και η πλέον αγαπημένη (κότταβος κατακτός), αυτή για την οποία διαβάζουμε στα θεατρικά και βλέπουμε στα αγγεία, είχε να κάνει με έναν μπρούτζινο στύλο (ράβδος). Ένας μικρός μεταλλικός δίσκος, η πλάστιγγα (πλάστιγξ), ισορροπούσε σε μια δοκό και ο σκοπός ήταν να την εκτρέψεις από τη θέση της εκσφενδονίζοντας κρασί και να χτυπήσει αυτή σε έναν μεγαλύτερο μεταλλικό δίσκο (λεκανίς) που βρισκόταν από κάτω της, στα 2/3 του ύψους της δοκού.

Κάποιες φορές αντί για πλάστιγγα τοποθετούσαν στην κορυφή του κοτταβείου ένα μεταλλικό αγαλμάτιο (μάνης) που απεικόνιζε έναν άντρα με ανυψωμένα το δεξί πόδι και χέρι. Τρία παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το κοτταβείο. Στο πρώτο, οι παίκτες προσπαθούσαν να γεμίσουν με τόσο κρασί την πλάστιγγα ώστε αυτή να ανατραπεί και να χτυπήσει στη λεκάνη. Στο δεύτερο, γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η πλάστιγγα όφειλε να χτυπήσει και τον μάνης, ο οποίος προσαρμοζόταν εδώ στη ράβδο πριν από τη λεκάνη.

Στο τρίτο παιχνίδι, αντικαθιστούσαν απλώς την πλάστιγγα με το μεταλλικό αγαλματάκι και παιζόταν όπως και στις άλλες εκδοχές.

Απλός στη σύλληψη, ο κότταβος γινόταν δύσκολος στην εκτέλεσή του. Γιατί βλέπετε οι παίκτες το έπαιζαν γερμένοι καθώς ήταν στα ανάκλιντρά τους και εκσφενδόνιζαν τις τελευταίες γουλιές του κρασιού είτε με το στόμα τους είτε, στην παραδοσιακή εκδοχή του, με τα κύπελλά τους. Σχημάτιζαν έναν κύκλο ή ένα τετράγωνο με τα ανάκλιντρα γύρω από τον στύλο και γινόταν κακός χαμός!

Η κύλικα εξάλλου, το ρηχό και πλατύ αυτό αγγείο με τις δύο λαβές από το οποίο έπιναν το κρασί τους, έμοιαζε ιδανική για το παιχνίδι, καθώς στα μαεστρικά χέρια των καλυτέρων μετατρεπόταν σε σφενδόνα οίνου. «Λάταγες» αποκαλούσαν οι Έλληνες τις λιγοστές σταγόνες κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα της κύλικας και «λαταγείο» το χάλκινο αγγείο που έβαζαν στόχο.

Η δεύτερη εκδοχή του κότταβου (κότταβος δι᾽ ὀξυβάφων) εγκατέλειπε την πλάστιγγα για μια μεγάλη λεκάνη με νερό, μέσα στην οποία επέπλεαν μικρότερα πήλινα δοχεία (οξύφαβα), τα οποία έπρεπε να βυθίσουν οι αρχαίοι με το κρασί τους.

Ο νικητής ήταν εδώ αυτός που θα βύθιζε τα περισσότερα δοχεία με μια καλοζυγισμένη εκτόξευση κρασιού. Και μιας και έλειπε εδώ ο κρότος που έκανε η πλάστιγγα ή ο μάνης όταν χτυπούσε τον μεταλλικό δίσκο, αυτή η εκδοχή θεωρούνταν περισσότερο πολιτισμένη, όντας αθόρυβη.


Τα έπαθλα και ακρίβεια της βολής
Ο νικητής και στις δύο εκδοχές έπαιρνε προσυμφωνημένα έπαθλα, βρώσιμα αντικείμενα συνήθως (μήλα και αυγά), σανδάλια ή ακόμα και την ίδια πλάστιγγα, που ήταν εδώ μια πιατέλα. Αν και κάποιες φορές τα έπαθλα ήταν πραγματικά πολύτιμα, όταν ήθελαν να κάνουν το παιχνίδι λίγο πιο «πιπεράτο» με τη συμμετοχή εταίρων, οι οποίες στη συνέχεια θα εκτελούσαν κάποιου είδους «χάρες» στον νικητή. Ανάλογα με το μέγεθος της νίκης, το έπαθλο μπορούσε να είναι από ένα απλό φιλί μέχρι κάποιου είδους όργιο.

Οι αρχαίοι Έλληνες πάντως, λάτρεις της τελειότητας, δεν αποζητούσαν απλώς το πετυχημένο αποτέλεσμα, αλλά και τη χάρη της βολής, την καλοσχηματισμένη τροχιά της κίνησης και την ακρίβειά της.

Στα «συν» προσμετρούσαν και το γεγονός ότι το κρασί δεν έπρεπε να χυθεί πάνω σου, ακόμα και την καλαισθησία με την οποία έπιανες την κύλικα. Να σημειωθεί πως όσο μεγαλύτερη καμπύλη διέγραφε η τροχιά του κρασιού, τόσο πιο ευγενής ήταν η βολή, όπως ακριβώς και με το ακόντιο στον πόλεμο.

Το ίδιο συνέβαινε και με τον τρόπο που έπιανε κάποιος την κύλικα, προσαρμόζοντας δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού (πάντα του δεξιού χεριού) στο εσωτερικό της λαβής: τα δάχτυλα όφειλαν να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο με την κίνηση που διέγραφαν μέσα στη δερμάτινη λαβή του ακοντίου. Οι καλύτεροι στον κότταβο ήταν και οι καλύτεροι ακοντιστές, συνεκδοχικά, μια αρετή που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως πολύ.

Παρά τη χάρη και την καλαισθησία που αποζητούσαν βέβαια οι συμποσιαστές στις βολές τους, ο κότταβος άφηνε το δωμάτιο σωστό πεδίο μάχης. Και ήταν αυτή η εξόχως βρόμικη φύση του παιχνιδιού που το έκανε κατάλληλο για τις προχωρημένες ώρες των συμποσίων, όταν η μέθη δεν άφηνε άλλα περιθώρια για φιλοσοφικές συζητήσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς.


Η σικελική προέλευση


Ο κότταβος ξεκίνησε από τη Μεγάλη Ελλάδα ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., όντας ήδη δημοφιλέστατος στη Σικελία, πριν περάσει στον ελλαδικό χώρο και εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, από τη Θεσσαλία ως και τη Ρόδο. Τις μεγαλύτερες δόξες του τις έζησε βέβαια στην κλασική Αθήνα.

Και δεν ήταν απλώς ο παιχνιδιάρικος τρόπος που συνόδευε απαρέγκλιτα ένα συμπόσιο, αλλά στη Σικελία τουλάχιστον χτίζονταν ακόμα και ειδικά κτίρια για τον κότταβο, κυλινδρικές κατασκευές με τα ανάκλιντρα διαταγμένα ολόγυρα από τον στύλο ώστε να παίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά.

Συχνά πυκνά μάλιστα το κοτταβείο έμοιαζε και με ερωτικό μαντείο, μιας και το παιχνίδι από τότε και μια τέτοια πτυχή. Ο συμποσιαστής ονομάτιζε το αντικείμενο του πόθου του πριν από τη βολή του και η επιτυχημένη ή όχι έκβασή της προοιώνιζε το τι μέλει γενέσθαι. Ακόμα και από την τροχιά του κρασιού ή την ελεύθερη πτώση της πλάστιγγας έβγαζαν ερωτικά συμπεράσματα οι πρόγονοί μας στις οινοπνευματώδεις μαζώξεις τους.

Και καθώς η τύχη έπαιζε πάντα έναν καλό ρόλο, κάτι που αποδέχονταν οι αρχαίοι, ο κότταβος είχε αναγκαστικά και μια διάσταση οιωνού για τη μελλοντική επιτυχία των συμποσιαστών στη ζωή τους, ειδικά σε ζητήματα αγάπης. Γι’ αυτό και τα έπαθλα ήταν μια στο τόσο μεγάλης αξίας, για να ανεβαίνουν τα στοιχήματα και να διακυβεύονται περισσότερα από μερικά μήλα ή σεξουαλικές χάρες.

Ο Κριτίας, ο Αθηναίος πολιτικός, φιλόσοφος και ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., μας λέει για την «ένδοξη εφεύρεση» που ήρθε από τη Σικελία και εγκαθιδρύθηκε στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Και δεν είναι φυσικά ο μόνος, καθώς το παιχνίδι εμφανίζεται στα γραπτά πάμπολλων, όπως ο μεγάλος Αλκαίος, ο λυρικός ποιητής Ανακρέων, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο Αθηναίος κωμωδιογράφος Αντιφάνης.

Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι πως άπαντες μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον κότταβο ενώ το δημοφιλές παιχνίδι έχει δώσει το «παρών» και σε πληθώρα ερυθρόμορφων αγγείων της εποχής. Η αδυναμία και ο εθισμός των αρχαίων Ελλήνων σε αυτόν, δεν κρυβόταν!


Γράφει ο Χάρης Αποστολόπουλος
Πηγή
Σχόλια