Πού είναι ο πολιτισμός μας;..
Η επίσκεψη, πριν από μερικά χρόνια, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Σαγκάης ήταν για εμένα ένα σοκ. Εξαιτίας της...
απερίγραπτης συμπεριφοράς των Kινέζων που άγγιζαν τους πίνακες, έξυναν τις πινελιές πάνω στον καμβά για να δουν πόσο παχύ είναι το χρώμα, αγκάλιαζαν τα αγάλματα, έβγαζαν μπροστά τους, αλλά και καθισμένοι πάνω τους, φωτογραφίες κάνοντας γκριμάτσες ή τρώγοντας. Ακόμα και ένα παιδάκι να σκαρφαλώνει σε ένα γλυπτό είδα, υπό την προτροπή της μητέρας του που το απαθανάτιζε.
Σκέφτηκα τότε πως επρόκειτο για ανθρώπους απαίδευτους, που έμπαιναν για πρώτη φορά σε τέτοιο χώρο και δεν ήξεραν πως θα συμπεριφερθούν. Σε μερικά χρόνια θα έχουν μάθει. Να, όμως, που πέρασαν τα μερικά χρόνια και αυτό που παρατηρώ είναι πως αντί να μάθουν αυτοί, ξεχνάμε εμείς εκείνα που γνωρίζαμε. Πώς, δηλαδή, πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε μουσεία, θέατρα, κινηματογράφους, βιβλιοθήκες. Κάθε χώρος έχει το savoir vivre του.
Στο Βερολίνο, στο διάλειμμα παράστασης στην Komische Oper, είδα μαμάδες να απλώνουν χαρτοπετσέτες και πετσέτες στα τραπεζάκια του σαλονιού και να ταΐζουν τα τέκνα τους από ταπεράκια. Αναρωτήθηκα, αυτά τα φιλότεχνα παιδάκια δεν μπορούν να περιμένουν να τελειώσει το έργο και να φάνε μετά, στα σπίτια τους, όπως κάναμε στην ηλικία τους; Εμείς, τότε, ούτε νερό δεν επιτρεπόταν να βάλουμε στην αίθουσα. Τώρα και στην Ελλάδα όλοι κουβαλάνε το μπουκάλι τους —στο Λονδίνο και τη γρανίτα τους, τη μπύρα τους… Τόσο μεγάλη η ανάγκη για ενυδάτωση που δεν μπορούμε να αντέξουμε δύο ώρες χωρίς υγρά; Παρεμπιπτόντως, ουκ ολίγα τα άδεια μπουκαλάκια που μένουν πεταμένα στους διαδρόμους. Δεν θέλουμε μόνο να ξεδιψάσουμε, θέλουμε και να αφήσουμε το αποτύπωμά μας. Αρχοντες!
Ούτε το φαγητό επιτρεπόταν την ώρα της παράστασης, πιο παλιά. Σήμερα — και δεν μιλώ για τους κινηματογράφους που έχουν μετατραπεί σε εστιατόρια όπου πηγαίνεις πρωτίστως για να φας νάτσος με λιωμένο τυρί και δευτερευόντως για να δεις ταινία, αλλά για τα θέατρα που ο θόρυβος μπορεί να γίνει πιο ενοχλητικός— όλοι κάτι μασουλάνε. Πρόσφατα στην Οπερα της Κοπεγχάγης διαπίστωσα πως μεγάλος αριθμός θεατών είχε πάει περισσότερο για να φάει παρά για να ακούσει μουσική: Όλα τα φουαγιέ είχαν μετατραπεί σε εστιατόρια, με τις μυρωδιές της κουζίνας να μπλέκονται με τα αρώματα των κυριών και των κυρίων. Το μεγάλο φαγοπότι! Η παράσταση (για την οποία είχαμε πληρώσει πολλά χρήματα) ήταν κάκιστη, όλοι όμως χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Ισως, επειδή είχαν χορτάσει. Και ναι, γνωρίζω πως στην πολιτισμένη Ευρώπη συνηθίζεται όταν πηγαίνουν στην όπερα να πίνουν ένα ποτήρι κρασί και να τρώνε μπριός με λίγο προσούτο. Άλλο όμως να τσιμπάς ένα μεζεδάκι και άλλο να τρως τον αγλέουρα και να κατεβάζεις και ένα κιλό κρασί. Μετά τι έργο να δεις; Απλώς κοιμάσαι, όπως έκανε ο κύριος δίπλα μου.
Η μόδα εξαπλώνεται και εδώ: Πιο πολύ διαφημίζουν τα εστιατόρια και τις καφετέριες που λειτουργούν σε μουσεία, χώρους τέχνης, θέατρα, ακόμα και βιβλιοθήκες (επειδή φέρνουν επιπλέον χρήμα), παρά τις παραστάσεις, τις εκδηλώσεις και τις εκθέσεις τους. Είναι δυνατόν να διαβάζεις σε μία μεγάλη βιβλιοθήκη πίνοντας καφέ και τρώγοντας τσούρος περιχυμένα με καυτή σοκολάτα; (Και αυτό το είδα). Αν στάξει η σοκολάτα στο δανεισμένο βιβλίο; Περιβάλλον καφεβιβλιοθήκης με όλες τις ανέσεις έχει δημιουργηθεί εξάλλου και στην Εθνική Βιβλιοθήκη από τότε που μετακόμισε στου Νιάρχου, όχι;
Όμως, μετατρέποντας χώρους που λόγω της ιστορίας τους και της χρήσης τους έχουν μία (ακούγεται υπερβολική η λέξη αλλά δεν είναι) ιερότητα, σε λούνα παρκ οικογενειακής εκτόνωσης —όπου μπορούν να παίξουν τα παιδιά, να φάνε οι μεγάλοι και όλοι μαζί να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα, τη θάλασσα, οτιδήποτε άλλο πλην των εκθεμάτων ή των παραστάσεων— τους ακυρώνεις. Δεν δημιουργείς το περιβάλλον που θα εμπνεύσει την απαραίτητη συγκέντρωση και τον σεβασμό.
Οχι, δεν είμαι υπέρ των ψυχρών, γεμάτων απαγορεύσεις χώρων, απλά νομίζω πως κάνοντάς τα όλα «Allοu fun park» μαθαίνεις και το κοινό να συμπεριφέρεται σαν να είναι στο «Allοu fun park»: να μιλάει ακατάπαυστα, να τηλεφωνεί και να στέλνει μηνύματα την ώρα της παράστασης, να αδιαφορεί για τους γύρω του, να μην καταλαβαίνει στο τέλος τι βλέπει. Η πνευματικότητα σε ζωντανή σύνδεση με το Facebook και το Instagram, βουτημένη στην κέτσαπ και βαφτισμένη στην μπύρα, γίνεται fast food χωρίς θρεπτικά συστατικά.
Περπατώντας στους διαδρόμους της Γλυπτοθήκης της Κοπεγχάγης, είδα έναν κύριο να έχει καθίσει στο σκαμνάκι του και να ακουμπά την πλάτη του πάνω σε μια αιγυπτιακή στήλη, σε ένα έκθεμα από εκείνα που απαγορεύεται να τα αγγίζεις. Δεν γνωρίζω αν η βλάσφημη πράξη του θα επισύρει την κατάρα των Φαραώ, σίγουρα πάντως επιβεβαιώνει το έλλειμμα αγωγής του σύγχρονου ανθρώπου. Που είπαμε να είναι χαλαρός και άνετος, αλλά μέχρι ενός ορίου!..
Κοσμάς Βίδος
απερίγραπτης συμπεριφοράς των Kινέζων που άγγιζαν τους πίνακες, έξυναν τις πινελιές πάνω στον καμβά για να δουν πόσο παχύ είναι το χρώμα, αγκάλιαζαν τα αγάλματα, έβγαζαν μπροστά τους, αλλά και καθισμένοι πάνω τους, φωτογραφίες κάνοντας γκριμάτσες ή τρώγοντας. Ακόμα και ένα παιδάκι να σκαρφαλώνει σε ένα γλυπτό είδα, υπό την προτροπή της μητέρας του που το απαθανάτιζε.
Σκέφτηκα τότε πως επρόκειτο για ανθρώπους απαίδευτους, που έμπαιναν για πρώτη φορά σε τέτοιο χώρο και δεν ήξεραν πως θα συμπεριφερθούν. Σε μερικά χρόνια θα έχουν μάθει. Να, όμως, που πέρασαν τα μερικά χρόνια και αυτό που παρατηρώ είναι πως αντί να μάθουν αυτοί, ξεχνάμε εμείς εκείνα που γνωρίζαμε. Πώς, δηλαδή, πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε μουσεία, θέατρα, κινηματογράφους, βιβλιοθήκες. Κάθε χώρος έχει το savoir vivre του.
Στο Βερολίνο, στο διάλειμμα παράστασης στην Komische Oper, είδα μαμάδες να απλώνουν χαρτοπετσέτες και πετσέτες στα τραπεζάκια του σαλονιού και να ταΐζουν τα τέκνα τους από ταπεράκια. Αναρωτήθηκα, αυτά τα φιλότεχνα παιδάκια δεν μπορούν να περιμένουν να τελειώσει το έργο και να φάνε μετά, στα σπίτια τους, όπως κάναμε στην ηλικία τους; Εμείς, τότε, ούτε νερό δεν επιτρεπόταν να βάλουμε στην αίθουσα. Τώρα και στην Ελλάδα όλοι κουβαλάνε το μπουκάλι τους —στο Λονδίνο και τη γρανίτα τους, τη μπύρα τους… Τόσο μεγάλη η ανάγκη για ενυδάτωση που δεν μπορούμε να αντέξουμε δύο ώρες χωρίς υγρά; Παρεμπιπτόντως, ουκ ολίγα τα άδεια μπουκαλάκια που μένουν πεταμένα στους διαδρόμους. Δεν θέλουμε μόνο να ξεδιψάσουμε, θέλουμε και να αφήσουμε το αποτύπωμά μας. Αρχοντες!
Ούτε το φαγητό επιτρεπόταν την ώρα της παράστασης, πιο παλιά. Σήμερα — και δεν μιλώ για τους κινηματογράφους που έχουν μετατραπεί σε εστιατόρια όπου πηγαίνεις πρωτίστως για να φας νάτσος με λιωμένο τυρί και δευτερευόντως για να δεις ταινία, αλλά για τα θέατρα που ο θόρυβος μπορεί να γίνει πιο ενοχλητικός— όλοι κάτι μασουλάνε. Πρόσφατα στην Οπερα της Κοπεγχάγης διαπίστωσα πως μεγάλος αριθμός θεατών είχε πάει περισσότερο για να φάει παρά για να ακούσει μουσική: Όλα τα φουαγιέ είχαν μετατραπεί σε εστιατόρια, με τις μυρωδιές της κουζίνας να μπλέκονται με τα αρώματα των κυριών και των κυρίων. Το μεγάλο φαγοπότι! Η παράσταση (για την οποία είχαμε πληρώσει πολλά χρήματα) ήταν κάκιστη, όλοι όμως χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Ισως, επειδή είχαν χορτάσει. Και ναι, γνωρίζω πως στην πολιτισμένη Ευρώπη συνηθίζεται όταν πηγαίνουν στην όπερα να πίνουν ένα ποτήρι κρασί και να τρώνε μπριός με λίγο προσούτο. Άλλο όμως να τσιμπάς ένα μεζεδάκι και άλλο να τρως τον αγλέουρα και να κατεβάζεις και ένα κιλό κρασί. Μετά τι έργο να δεις; Απλώς κοιμάσαι, όπως έκανε ο κύριος δίπλα μου.
Η μόδα εξαπλώνεται και εδώ: Πιο πολύ διαφημίζουν τα εστιατόρια και τις καφετέριες που λειτουργούν σε μουσεία, χώρους τέχνης, θέατρα, ακόμα και βιβλιοθήκες (επειδή φέρνουν επιπλέον χρήμα), παρά τις παραστάσεις, τις εκδηλώσεις και τις εκθέσεις τους. Είναι δυνατόν να διαβάζεις σε μία μεγάλη βιβλιοθήκη πίνοντας καφέ και τρώγοντας τσούρος περιχυμένα με καυτή σοκολάτα; (Και αυτό το είδα). Αν στάξει η σοκολάτα στο δανεισμένο βιβλίο; Περιβάλλον καφεβιβλιοθήκης με όλες τις ανέσεις έχει δημιουργηθεί εξάλλου και στην Εθνική Βιβλιοθήκη από τότε που μετακόμισε στου Νιάρχου, όχι;
Όμως, μετατρέποντας χώρους που λόγω της ιστορίας τους και της χρήσης τους έχουν μία (ακούγεται υπερβολική η λέξη αλλά δεν είναι) ιερότητα, σε λούνα παρκ οικογενειακής εκτόνωσης —όπου μπορούν να παίξουν τα παιδιά, να φάνε οι μεγάλοι και όλοι μαζί να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα, τη θάλασσα, οτιδήποτε άλλο πλην των εκθεμάτων ή των παραστάσεων— τους ακυρώνεις. Δεν δημιουργείς το περιβάλλον που θα εμπνεύσει την απαραίτητη συγκέντρωση και τον σεβασμό.
Οχι, δεν είμαι υπέρ των ψυχρών, γεμάτων απαγορεύσεις χώρων, απλά νομίζω πως κάνοντάς τα όλα «Allοu fun park» μαθαίνεις και το κοινό να συμπεριφέρεται σαν να είναι στο «Allοu fun park»: να μιλάει ακατάπαυστα, να τηλεφωνεί και να στέλνει μηνύματα την ώρα της παράστασης, να αδιαφορεί για τους γύρω του, να μην καταλαβαίνει στο τέλος τι βλέπει. Η πνευματικότητα σε ζωντανή σύνδεση με το Facebook και το Instagram, βουτημένη στην κέτσαπ και βαφτισμένη στην μπύρα, γίνεται fast food χωρίς θρεπτικά συστατικά.
Περπατώντας στους διαδρόμους της Γλυπτοθήκης της Κοπεγχάγης, είδα έναν κύριο να έχει καθίσει στο σκαμνάκι του και να ακουμπά την πλάτη του πάνω σε μια αιγυπτιακή στήλη, σε ένα έκθεμα από εκείνα που απαγορεύεται να τα αγγίζεις. Δεν γνωρίζω αν η βλάσφημη πράξη του θα επισύρει την κατάρα των Φαραώ, σίγουρα πάντως επιβεβαιώνει το έλλειμμα αγωγής του σύγχρονου ανθρώπου. Που είπαμε να είναι χαλαρός και άνετος, αλλά μέχρι ενός ορίου!..
Κοσμάς Βίδος
Κατηγορίες:
Σχόλια