Τα παιδιά της νέας φτώχειας...
Τα παιδιά της κρίσης, τα παιδιά της νέας φτώχειας, τα «αφανή» παιδιά των φαναριών ζουν δίπλα μας, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, κατοικούν μέσα μας, σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πόλη, σε κάθε χώρα. Tα παιδιά ενός «κατώτερου Θεού» όσο και να θέλουμε να τα αγνοούμε δεν είναι αόρατα.
Εκτός από τις εικόνες και τις φωτογραφίες στα ΜΜΕ ή τις δια ζώσης εμπειρίες του καθενός μας, αποτυπώνονται σε μελαγχολικές στατιστικές, σε επίσημες μετρήσεις, σε ποσοτικούς δείκτες υπενθυμίζοντας ακόμα και στους πιο αδιάφορους ή αδαείς πως η βαρβαρότητα της φτώχειας και της υλικής αποστέρησης, ως «κοινωνική κατασκευή», ταυτοποιείται από την παιδική ηλικία των ανθρώπων.
Παρά τις όποιες μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις ή ακόμα και ενστάσεις για τη μέτρηση της φτώχειας, το ζήτημα υπερβαίνει κάθε διάθεση μικροκομματικής ρητορικής αφού κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη ενός βασανιστικού προβλήματος που, η οικονομική κρίση, η παρατεταμένη ύφεση, η συρρίκνωση των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών, οι πολιτικές λιτότητας, η αποδυνάμωση των θεσμών κοινωνικής πολιτικής, επιδείνωσαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία.
Αναφορικά προς την Ελλάδα, η πρόσφατη Έκθεση της UNICEF η οποία αποτυπώνει το επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας των παιδιών στη χώρας μας, επικαιροποιεί την εικόνα του προβλήματος υπολογίζοντας πως «περίπου μισό εκατομμύριο παιδιά ζουν σε φτωχές οικογένειες» επισημαίνοντας πως «με βάση το όριο φτώχειας του 2007 (έρευνα 2008) το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 22,6% το 2008 μειώνεται στο 20,7% το 2009. Στη συνέχεια όμως αυξάνει με δραματικά γρήγορους ρυθμούς και ανέρχεται στο 55,1% το 2014 (στοιχεία της έρευνας του 2015). Αυτό σημαίνει ότι το 2014 το 55,1% των παιδιών της χώρας είχε συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές που είχε το 20,7% των παιδιών το 2009» (Unicef, 2017).
Δείκτης υλικής στέρησης Στην ίδια έκθεση αποτυπώνεται μια εξίσου προβληματική εικόνα με βάση το «δείκτη υλικής αποστέρησης». Πρόκειται για το δείκτη που μετρά την αδυναμία των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες βασικές ανάγκες μέσω της έλλειψης αγαθών και υπηρεσιών τα οποία που θεωρούνται αναγκαία για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των ατόμων (πληρωμή πάγιων λογαριασμών, κάλυψη έκτακτων οικονομικών αναγκών, κατάλληλη διατροφή, επαρκής θέρμανση, μία εβδομάδα διακοπές, πρόσβαση σε συγκεκριμένα διαρκή καταναλωτικά αγαθά).
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ένα παιδί βιώνει αποστέρηση αν ζει σε νοικοκυριό που αδυνατεί να ικανοποιήσει τουλάχιστον τρεις από τις εννέα επιλεγμένες βασικές ανάγκες ενώ σε ακραία αποστέρηση βρίσκονται τα νοικοκυριά που αδυνατούν να ικανοποιήσουν τέσσερις από τις εννέα αυτές ανάγκες. Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως το «2015 σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45% η Ελλάδα, με μεγάλη διαφορά είναι η χώρα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν την υψηλότερη υλική αποστέρηση μεταξύ των 14 παλαιοτέρων χωρών – μελών της ΕΕ» (Unicef , 2017).
Όχι στη βάση της φιλανθρωπίας Είναι σαφές πως παρά τις προσπάθειες που γίνονται τόσο από το ισχνό κοινωνικό κράτος, ή από άλλους θεσμούς όπως η εκκλησία ή φορείς και οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών», απομένουν πολλά περισσότερα να γίνουν και το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται στη βάση της φιλανθρωπίας. Η αναδιάταξη των δημόσιων πολιτικών για τη στήριξη των ασθενέστερων, η πολλαπλή υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, η ενδυνάμωση και η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας δύνανται να ανακόψουν την ορμή του προβλήματος.
Επιβάλλεται συστηματικά και με σθένος μια συνολικότερη κοινωνική στρατηγική για την υπεράσπιση και πολλαπλή στήριξη των παιδιών, αφού, κατά κανόνα, αποδεικνύονται οι πιο αδύναμοι κρίκοι στην αλυσίδα της κοινωνική συνοχής. Κι αυτό γιατί τα σημάδια της φτώχειας, της αποστέρησης, του εκπαιδευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού χαράσσονται ανεξίτηλα στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή τους. Εσωτερικεύονται, σωματοποιούνται, αποκρυσταλλώνονται ως υπαρξιακά στίγματα μιας ανάλγητης κοινωνίας που στην ουσία δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ναρκοθετεί το μέλλον και την προοπτική της.
Αναφορικά προς τους δείκτες αυτούς, είναι σαφές πως το χάσμα ανάμεσα στη Ελλάδα και στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά (σκανδιναβικές, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία) παραμένει μεγάλο. Αν πάλι αναλογιστούμε την πραγματικότητα εκατομμυρίων παιδιών σε άλλες πλευρές του πλανήτη, η εικόνα γίνεται εφιαλτική: Συρία, Υεμένη, Νιγηρία, Σομαλία, Νότιο Σουδάν, Φιλιπίννες, Μπαγκλαντές κ.α αποτελούν τις σύγχρονες χωματερές μιας «δυστοπικής μετανεωτερικότητας».
Εκεί, οι συγκρούσεις, η βία, η αγριότητα, ο υποσιτισμός, η παιδική εργασία, η σεξουαλική εκμετάλλευση και ο αναλφαβητισμός ενορχηστρώνουν ό,τι πιο σκοτεινό και δύσοσμο η σύγχρονη ανθρωπότητα έχει να επιδείξει. Κι όλα αυτά σε μία ανορθολογική παγκόσμια σφαίρα όπου η ακραία φτώχεια συνυπάρχει με την ηγεμονία των αγορών και των πολυεθνικών κολοσσών.
Επισκιάζεται κάθε επίτευγμα που η νανοτεχνολογία, η ρομποτική, η ψηφιακή επικοινωνία, οι νευρο-επιστήμες και τόσες άλλες εφαρμογές στην ιατρική, στην παραγωγή, αλλά και τις «δημιουργικές βιομηχανίες» θα μπορούσαν προσφέρουν, στην προοπτική της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τον πόνο και τη δυστυχία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι εκείνοι οι στίχοι του Κώστα Τριπολίτη: «Άκου κοινό!/ Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους/ δεν αντέχει κόσμους αληθινούς/ κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς».
Νίκος Φωτόπουλος
Πηγή
Εκτός από τις εικόνες και τις φωτογραφίες στα ΜΜΕ ή τις δια ζώσης εμπειρίες του καθενός μας, αποτυπώνονται σε μελαγχολικές στατιστικές, σε επίσημες μετρήσεις, σε ποσοτικούς δείκτες υπενθυμίζοντας ακόμα και στους πιο αδιάφορους ή αδαείς πως η βαρβαρότητα της φτώχειας και της υλικής αποστέρησης, ως «κοινωνική κατασκευή», ταυτοποιείται από την παιδική ηλικία των ανθρώπων.
Παρά τις όποιες μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις ή ακόμα και ενστάσεις για τη μέτρηση της φτώχειας, το ζήτημα υπερβαίνει κάθε διάθεση μικροκομματικής ρητορικής αφού κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη ενός βασανιστικού προβλήματος που, η οικονομική κρίση, η παρατεταμένη ύφεση, η συρρίκνωση των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών, οι πολιτικές λιτότητας, η αποδυνάμωση των θεσμών κοινωνικής πολιτικής, επιδείνωσαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία.
Αναφορικά προς την Ελλάδα, η πρόσφατη Έκθεση της UNICEF η οποία αποτυπώνει το επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας των παιδιών στη χώρας μας, επικαιροποιεί την εικόνα του προβλήματος υπολογίζοντας πως «περίπου μισό εκατομμύριο παιδιά ζουν σε φτωχές οικογένειες» επισημαίνοντας πως «με βάση το όριο φτώχειας του 2007 (έρευνα 2008) το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 22,6% το 2008 μειώνεται στο 20,7% το 2009. Στη συνέχεια όμως αυξάνει με δραματικά γρήγορους ρυθμούς και ανέρχεται στο 55,1% το 2014 (στοιχεία της έρευνας του 2015). Αυτό σημαίνει ότι το 2014 το 55,1% των παιδιών της χώρας είχε συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές που είχε το 20,7% των παιδιών το 2009» (Unicef, 2017).
Δείκτης υλικής στέρησης Στην ίδια έκθεση αποτυπώνεται μια εξίσου προβληματική εικόνα με βάση το «δείκτη υλικής αποστέρησης». Πρόκειται για το δείκτη που μετρά την αδυναμία των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες βασικές ανάγκες μέσω της έλλειψης αγαθών και υπηρεσιών τα οποία που θεωρούνται αναγκαία για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των ατόμων (πληρωμή πάγιων λογαριασμών, κάλυψη έκτακτων οικονομικών αναγκών, κατάλληλη διατροφή, επαρκής θέρμανση, μία εβδομάδα διακοπές, πρόσβαση σε συγκεκριμένα διαρκή καταναλωτικά αγαθά).
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ένα παιδί βιώνει αποστέρηση αν ζει σε νοικοκυριό που αδυνατεί να ικανοποιήσει τουλάχιστον τρεις από τις εννέα επιλεγμένες βασικές ανάγκες ενώ σε ακραία αποστέρηση βρίσκονται τα νοικοκυριά που αδυνατούν να ικανοποιήσουν τέσσερις από τις εννέα αυτές ανάγκες. Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως το «2015 σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45% η Ελλάδα, με μεγάλη διαφορά είναι η χώρα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν την υψηλότερη υλική αποστέρηση μεταξύ των 14 παλαιοτέρων χωρών – μελών της ΕΕ» (Unicef , 2017).
Όχι στη βάση της φιλανθρωπίας Είναι σαφές πως παρά τις προσπάθειες που γίνονται τόσο από το ισχνό κοινωνικό κράτος, ή από άλλους θεσμούς όπως η εκκλησία ή φορείς και οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών», απομένουν πολλά περισσότερα να γίνουν και το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται στη βάση της φιλανθρωπίας. Η αναδιάταξη των δημόσιων πολιτικών για τη στήριξη των ασθενέστερων, η πολλαπλή υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, η ενδυνάμωση και η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας δύνανται να ανακόψουν την ορμή του προβλήματος.
Επιβάλλεται συστηματικά και με σθένος μια συνολικότερη κοινωνική στρατηγική για την υπεράσπιση και πολλαπλή στήριξη των παιδιών, αφού, κατά κανόνα, αποδεικνύονται οι πιο αδύναμοι κρίκοι στην αλυσίδα της κοινωνική συνοχής. Κι αυτό γιατί τα σημάδια της φτώχειας, της αποστέρησης, του εκπαιδευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού χαράσσονται ανεξίτηλα στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή τους. Εσωτερικεύονται, σωματοποιούνται, αποκρυσταλλώνονται ως υπαρξιακά στίγματα μιας ανάλγητης κοινωνίας που στην ουσία δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ναρκοθετεί το μέλλον και την προοπτική της.
Αναφορικά προς τους δείκτες αυτούς, είναι σαφές πως το χάσμα ανάμεσα στη Ελλάδα και στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά (σκανδιναβικές, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία) παραμένει μεγάλο. Αν πάλι αναλογιστούμε την πραγματικότητα εκατομμυρίων παιδιών σε άλλες πλευρές του πλανήτη, η εικόνα γίνεται εφιαλτική: Συρία, Υεμένη, Νιγηρία, Σομαλία, Νότιο Σουδάν, Φιλιπίννες, Μπαγκλαντές κ.α αποτελούν τις σύγχρονες χωματερές μιας «δυστοπικής μετανεωτερικότητας».
Εκεί, οι συγκρούσεις, η βία, η αγριότητα, ο υποσιτισμός, η παιδική εργασία, η σεξουαλική εκμετάλλευση και ο αναλφαβητισμός ενορχηστρώνουν ό,τι πιο σκοτεινό και δύσοσμο η σύγχρονη ανθρωπότητα έχει να επιδείξει. Κι όλα αυτά σε μία ανορθολογική παγκόσμια σφαίρα όπου η ακραία φτώχεια συνυπάρχει με την ηγεμονία των αγορών και των πολυεθνικών κολοσσών.
Επισκιάζεται κάθε επίτευγμα που η νανοτεχνολογία, η ρομποτική, η ψηφιακή επικοινωνία, οι νευρο-επιστήμες και τόσες άλλες εφαρμογές στην ιατρική, στην παραγωγή, αλλά και τις «δημιουργικές βιομηχανίες» θα μπορούσαν προσφέρουν, στην προοπτική της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τον πόνο και τη δυστυχία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι εκείνοι οι στίχοι του Κώστα Τριπολίτη: «Άκου κοινό!/ Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους/ δεν αντέχει κόσμους αληθινούς/ κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς».
Νίκος Φωτόπουλος
Πηγή
Κατηγορίες:
Σχόλια