Από το Σικάγο έως την Καισαριανή και μέχρι το μέλλον… – του Γεράσιμου Χολέβα





Από τον Μάη του 1886, στο Σικάγο, την πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (Αθήνα – 1893), τον ματωμένο Μάη (Θεσσαλονίκη – 1936), την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή μέχρι και το μέλλον…

Γιατί η Ιστορία δεν τελείωσε.

Το μέλλον των ανθρώπων δεν είναι καταδικασμένο στη βαρβαρότητα.

Γιατί «…η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή / που δεν την αρμενίσαμε ακόμα. / Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα./ Τις πιο όμορφες μέρες,/ τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα…» (Ναζίμ Χικμέτ).



Μια θαυμάσια μέρα…

«Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ο δυνατός ήλιος (…) Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο, είπε ο Σπάις, δείχνοντας με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση (…) Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε…» (Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ, Ρ. Ο. Μπόγιερ – Χ. Μ. Μορέ, μετφ: Αθηνά Παναγουλοπούλου, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 152-155).

Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας το 1884 είχε αποφασίσει πως εάν οι εργοδότες δεν αποδέχονταν το αίτημα του οκτάωρου θα πραγματοποιούσε πανεργατική απεργία την 1η Μάη του 1886.

Στις 3 του Μάη, έξι εργάτες δολοφονήθηκαν και 30 τραυματίστηκαν όταν η αστυνομία πυροβόλησε σε μεγάλη συγκέντρωση έξω απ’ το εργοστάσιο «Μακ Κόρμικ», στο Χάρβεστερ. Τα συνδικάτα καλούν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την επόμενη μέρα στην πλατεία Χαϊμάρκετ.

130 αστυνομικοί με επικεφαλής έναν γνωστό αξιωματικό, διώκτη των εργατών, επιτέθηκαν στη συγκέντρωση. Κάποιος, που έμεινε άγνωστος, πέταξε μια βόμβα. Σκοτώθηκαν 7 αστυνομικοί, 4 εργάτες και πολλοί άλλοι εργάτες τραυματίστηκαν.

Η αστυνομία συλλαμβάνει εργατικά στελέχη και οκτώ παραπέμπονται σε δίκη. Οι 4 (Α. Σπάις, Α. Φίσερ, Τζ. Ενγκελ, Α. Πάρσον) καταδικάζονται σε απαγχονισμό και τους κρεμάνε στις 11 του Νοέμβρη του 1887.



«Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε»

Τα λόγια με τα οποία ο Αύγουστος Σπάις απευθύνθηκε στους κατηγόρους τους παραμένουν ζωντανά:

«Είναι αυτό που εσείς αποκαλείτε «αύξηση του εθνικού πλούτου»! «Εθνικού»! Τι ειρωνεία! Τη χαρά μερικών προνομιούχων του έθνους να λέτε.

(…)Όποιος λέει ιδιωτική βιομηχανία, λέει αναρχούμενη βιομηχανία. Μετρημένα άτομα χρησιμοποιούν προς όφελός τους τις εφευρέσεις. Ο κόσμος είναι για τους λίγους. Δεξιά και αριστερά πέφτουν οι όμοιοί τους, θύματα του πλούτου και της καλοζωίας τους. Λίγο τους ενδιαφέρει. Με τις μηχανές τους μετατρέπουν το ανθρώπινο αίμα σε βώλους χρυσαφιού.

(…) Εδώ θα ποδοπατήσετε μία μικρή σπίθα, εκεί όμως και πιο πέρα και απέναντι και γύρω μας παντού, θα ξεπεταχτούν οι φλόγες. Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε…».

«Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι…»

«…Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μόν’ ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος…» (Κώστας Βάρναλης – Πρωτομαγιά 1944).



«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί./Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες -/ η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο. / Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. / Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες / αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον./ Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς / μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία / δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, / εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας» (Γιάννης Ρίτσος, «Σκοπευτήριο Καισαριανής»).

Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν την εντολή:

«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τους τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν: 1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μάη 1944. 2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωριών. Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς. Ο στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδος».

Οι «εθελοντές» δεν ήταν τίποτα άλλο από ταγματασφαλίτες.

Ο Θέμος Κορνάρος έγραψε: «Ο διοικητής του Χαϊδαρίου (σ.σ. του στρατοπέδου όπου ήταν φυλακισμένοι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές της Αντίστασης) δεν είχε κανένα δικαίωμα ν’ αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα(…) Ο διοικητής απάν’ στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα (…)Οχι. Οχι εσύ Ναπολέων(…) Το στρατόπεδο αναταράσσεται.

Ως ετούτη τη στιγμή αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του «Παιδιού». Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τα αυτιά είναι τεντωμένα και αφουγκράζονται. Οσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του: Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!…

Το στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεχτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουν, κοιτάζονται και σα νευρόσπαστα χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή!…».

«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος»

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης στο δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου». Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Το ίδιο δωρικά και τα γράμματα των άλλων ηρώων. Ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».

Ο εργάτης μεταλλουργός Σάββας Σαββόπουλος: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, δε χάσαμε την πίστη μας στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης… Καμία δύναμη δε θα τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ».

Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές». Ο Νίκος Μαριακάκης: «Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος». Ο νεαρός Δημήτρης Σοφήςαπό την Πεντέλη με μόλις οκτώ λέξεις: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».

Ηταν, έγραψε ο Νίκος Καραντηνός, «μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα ‘βγαινε στις 5.33΄… Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.

Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές… Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.

(…) Ο Στέλιος Φραγκίσκος, Ακροναυπλιώτης, θυμόνταν: «Τέτοιο δράμα, τέτοια μέρα η Καισαριανή δεν την ξανάζησε. Περιμένοντας να ακούσει 10 φορές την ομοβροντία και δέκα φορές τις χαριστικές βολές, που τις διέκοπταν τα τραγούδια κι οι ζητωκραυγές των μελλοθάνατων».

(…) Η Μαίρη Παρασκευοπούλου ήταν τότε 14 χρόνων. Είχε βρεθεί σε μια ταράτσα. Και καθώς θυμάται κόντευε μεσημέρι. Ηταν η ταράτσα του αστυνομικού Θάνου. Από εκεί με τα κιάλια παρακολουθούσαν. Διέκρινες μια ομάδα να σηκώνει τα χέρια. Είδε τα χέρια ψηλά με τ’ άσπρα πουκάμισα. Και είχε καρφωθεί στη μνήμη της η κραυγή και μια ριπή: Αδέλφια Γεια σας. Και με το Γεια σας η ριπή. Κι αμέσως μετά οι χαριστικές βολές».

Το ΕΑΜ, λίγες μέρες μετά, σε ανακοίνωσή του γράφει για τις «ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ Ο ΚΑΘΕ ΑΘΗΝΑΙΟΣ»:

«… Η φρικώδης και πρωτάκουστη τρομοκρατία που εξασκεί στην Ελλάδα ο καταχτητής με τη βοήθεια γερμανοράλληδων δεν είναι στην ουσία αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ εδώ και στην ύπαιθρο. Αυτό είναι απλή δικαιολογία. Γίνεται για να τρομοκρατηθεί ο λαός να σταματήσει την αντίστασή του και να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι οι καταχτητές την επιστράτευση και τη ληστεία του τόπου μας.

(…) Η στιγμή είναι κρίσιμη. Αν σκύψουμε το κεφάλι είμαστε χαμένοι. Τα θύματα του αγώνα είναι πολύ λιγότερα από τα θύματα της επιστράτευσης, από τα θύματα της πείνας. Οι κρεμασμένοι και τουφεκισμένοι ήρωες, τα καμένα μας χωριά φωνάζουν. Μην αφήστε τη θυσία μας να πάει χαμένη! Μην υποταχθείτε! Αγωνιστείτε για να μη γίνει η επιστράτευση. Αγωνιστείτε για τη ζωή σας. Εκδικηθείτε μας. Αγωνιστείτε για να σταματήσουν οι σφαγές».

Ο ματωμένος Μάης του 1936

Θεσσαλονίκη 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Στην απεργία πήραν μέρος 40.000 καπνεργάτες. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν συγκρούσεις.



Στις 9 του Μάη οι χωροφύλακες αρχίζουν επιθέσεις στις συγκεντρώσεις των απεργών. Οι αυτοκινητιστές είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης στην Εγνατία. Για να αμυνθούν στήνουν οδοφράγματα.

Οι χωροφύλακες χτυπάνε «στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Ακολουθούν άλλοι τέσσερις. Αντί για σημαίες υψώνονται μαντίλια βουτηγμένα στο αίμα. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά».



Λίγο πιο πέρα οι χωροφύλακες πυροβολούν άοπλο πλήθος. «Απολογισμός»: 20 νεκροί, 300 τραυματίες. Το απόγευμα γίνεται νέα διαδήλωση, τη νύχτα η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά.

Την επόμενη μέρα η κηδεία των θυμάτων είναι πραγματικός παλλαϊκός ξεσηκωμός. Στο νεκροταφείο συγκεντρώνονται 150.000 άνθρωποι. Στις 11 του Μάη κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 του Μάη πανελλαδική απεργία. Οι καπνέμποροι υποχωρούν στις περισσότερες οικονομικές διεκδικήσεις. Η κυβέρνηση Μεταξά αρνείται να ικανοποιήσει τα πολιτικά αιτήματα.

Ο Γιάννης Ρίτσος (γεννήθηκε, σαν σήμερα, την Πρωτομαγιά του 1909), συγκλονισμένος απ’ τα γεγονότα, γράφει τον «Επιτάφιο». Στις 10 του Μάη ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη συγκλονιστική φωτογραφία, όπου απεικονίζεται μια μάνα να θρηνεί καταμεσής του δρόμου το νεκρό παιδί της. Ο νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης.

Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα

Αθήνα 1893. Στις 2 του Μάη του 1893 γιορτάστηκε πρώτη φορά η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Εγκρίθηκε ειδικό ψήφισμα με αιτήματα το 8ωρο, την κυριακάτικη αργία, τη σύνταξη. Επιδόθηκε στη Βουλή αλλά ο πρόεδρός της το παρουσίασε χλευαστικά στους βουλευτές. Ο Καλλέργης, εξοργισμένος, προσπάθησε να το διαβάσει απ’ το δημοσιογραφικό θεωρείο, όπου βρισκόταν. Αμέσως πιάστηκε και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Κρατήθηκε και παραπέμφθηκε στο πλημμελειοδικείο, όπου καταδικάστηκε σε 10 μέρες φυλάκιση.

***

Πηγές: Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ, Ρ. Ο. Μπόγιερ – Χ. Μ. Μορέ), μετφ. Αθηνά Παναγουλοπούλου ,εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1890-1999), Δημήτρης Λιβιεράτος, εκδόσεις Προσκήνιο – Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α΄ Τόμος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Θέμος Κορνάρος, «Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», χαρισμένο στη μνήμη του εθνικού ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Νεοελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1963 – «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», εκδόσεις Κέδρος, 1974 – Νίκος Καραντηνός, «Ο λαός της Καισαριανής ξαναθυμάται τους 200», «Ριζοσπάστης», 27 Απριλίου 1980 – «Ριζοσπάστης».

Σημείωση: Τηρείται η ορθογραφία των πρωτότυπων κειμένων.

* Η φωτογραφία για την Πρωτομαγιά του 1886 είναι από τις πιο γνωστές γκραβούρες για τα γεγονότα στο Σικάγο – Το χαρακτικό για τους 200 κομμουνιστές της Καισαριανής είναι έργο του Τάσσου – Η φωτογραφία με τη μάνα πάνω από τον νεκρό Τάσο Τούση συγκλόνισε τον Γιάννη Ρίτσο κι έγραψε τον «Επιτάφιο» – Η φωτογραφία πάνω δεξιά στην κεντρική φωτογραφία του θέματος είναι πλάνο από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί».

To κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Ημεροδρόμο» την 1η Μαΐου 2016
Σχόλια