Ελένη ο μύθος της γέννησης της






Η Ομηρική Ελένη, αποκαλούμενη Ωραία Ελένη στη νεοελληνική γλώσσα και ευειδής στην Ιλιάδα, περίφημη για την ομορφιά της, αποτελεί το πλέον διλημματικό πρόσωπο (αθωότητας ή ενοχής) στην ελληνική μυθολογία. Ήταν κόρη του Δία ή του Τυνδάρεω και σύζυγος του Μενέλαου, του βασιλέα της Σπάρτης.

Η "αρπαγή" της από τον Πάρη και η μεταφορά της στην Τροία έγινε αφορμή, σύμφωνα με τον μύθο, του μακροβιότερου πολέμου όλης της αρχαιότητας, του δεκάχρονου Τρωικού Πολέμου, έχοντας προηγουμένως συνεγείρει όλα τα αρχαία ελληνικά βασίλεια κατά της Τροίας. Η δε παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία κρίνεται πυκνή αλλά και σημαδιακή, όχι μόνο στα ομηρικά έπη, αλλά και στη λυρική και χορική ποίηση, στο αττικό δράμα, στη ρητορική και την ιστοριογραφία.




Ετυμολογία
Ακολουθώντας την περίφημη επισήμανση του αρχαίου Έλληνα σωκρατικού κυνικού φιλοσόφου Αντισθένη (445-360 π.Χ.) "Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις", αλλά και τη θέση που υποστηρίζει ο φιλόσοφος Κρατύλος στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ότι τα ονόματα προσώπων και όντων ή πραγμάτων, κατά μείζονα λόγον, δεν έχουν τεθεί από κάποια συνθήκη ή ομολογία (με νόμο ή έθος), αλλά "κατά φύσει", (θέση που διατηρείται και στη σύγχρονη νεοελληνική ως ιδιωματισμός σε αποτίμηση ονόματος "όνομα και πράγμα"), επιχειρείται η ετυμολογία του ονόματος Ελένη ξεκινώντας από την ελληνική βεβαίως αρχαία γραμματεία.

Το όνομα Ἑλένη, πρόκειται για δασύτονο κύριο γυναικείο όνομα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Τούτο σημαίνει ότι το πρώτο γράμμα ήταν το δίγαμμα (F) που αντικατέστησε η δασεία. Πέντε ομάδες αρχαίων ελληνικών λέξεων ερίζουν για την "κατά φύσει" ετυμολογία του ονόματος:



Ἑλένη - Ἕλενος, και τα δύο δασύτονα, (αναφέρονται από τον Ησύχιο, προβάλλοντας ετυμολογία από τη λέξη ἑλάνη (= λαμπάς)
γέλαν (= αυγήν ηλίου) - γελεῖν (= λάμπειν, ἀνθεῖν) (αναφέρονται επίσης από τον Ησύχιο), όπου το γ αποτελεί είτε παραφθορά είτε μετάπλαση του δίγαμμα F .
βέλα (= ήλιος και αυγή) - βελάσσεται (= ηλιωθήσεται), δωρική γλώσσα (που διασώζει ο Ησύχιος), όπου το β αποτελεί παραφθορά του δίγαμμα F στη λακωνική δωρική .
εἵλη - ἕλη (= ζεστασιά, θέρμη) και
σέλας - Σελήνη.

Και οι πέντε παραπάνω ομάδες λέξεων συμπίπτουν στις έννοιες λαμπρότητα, φωτεινότητα, ωραιότητα. Ο Αισχύλος, φερόμενος ως ένας από τους βασικότερους κατήγορους της Ωραίας Ελένης, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, στο έργο του "Αγαμέμνων", επιχειρώντας παρετυμολογικό λογοπαίγνιο δια τριών επιθέτων, στην πραγματικότητα αναπτύσσει μια εκπληκτική ετυμηγορία, συμπλέοντας έτσι με τη ρήση του Πλαύτου στο έργο του "Πέρσης", "nomen est omen" (= Το όνομα είναι οιωνός [πεπρωμένου])

Προ-Ομηρική Ελένη - θεότητα


Δυστυχώς ίχνη της προ-ομηρικής Ελένης, δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα, επειδή ακριβώς δεν έχουν διασωθεί γραμματειακά στοιχεία της περιόδου αυτής. Μπορούν όμως ν΄ ανιχνευθούν, κατ΄ ανάγκη, στα ομηρικά έπη, που είναι και τα αρχαιότερα σωζόμενα κείμενα, όπου η περί της Ελένης γενικότερη αντίληψη και στοιχεία αυτής (εμφάνιση, καταγωγή, χαρακτήρας κ.λ.π.) αποτυπώνονται περισσότερο ως υπαινιγμοί, θεωρούμενα πολύ γνωστά στους ακροατές των Επών, καθώς επίσης από αρχαιολογικά ευρήματα, (ναοί, ιερά, αναθήματα κ.λ.π.), ή και από σωζόμενα αρχαία έργα τέχνης (ανάγλυφες παραστάσεις, αγγειογραφίες κ.λ.π.).

Ο Όμηρος την ονομάζει κόρη του Δία από την επαφή του με τη Λήδα, την οποία επεσκέφθη μεταμορφωμένος σε λευκό κύκνο, φερόμενη έτσι κατά τον αυτό μύθο αδελφή εξ αίματος των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη. Παράλληλα όμως ο Όμηρος την θεωρεί κόρη του μυθικού ήρωα του Άργους Τυνδάρεω και της Λήδας και συνεπώς αδελφή της Κλυταιμνήστρας, της Τιμάνδρας, καθώς και του Κάστορα και Πολυδεύκη, οι αποκαλούμενοι στον μύθο αυτόν Τυνδαρίδες, προσδίδοντάς έτσι ηρωική καταγωγή από Σπάρτη και το ευρύτερο Άργος[8]. Σημειώνεται ότι ο από Τυνδάρεω μύθος γέννησης της Ελένης φέρεται να είναι πολύ αρχαιότερος από εκείνον τον από Διός γέννησης.


Ο από Τυνδάρεω μύθος γέννησης
Ο Τυνδάρεως είναι απόγονος του μυθικού αυτόχθονα πρώτου βασιλέως της Λακωνίας, του Λέλεγα[9] Συγκεκριμένα ο Λέλεγας ενωθείς με την Ναϊάδα Κλεοχάρεια έγινε πατέρας του Ευρώτα, του οποίου η κόρη Σπάρτη παντρεύτηκε τον Λακεδαίμονα τον γιο του Δία και της νύμφης Ταϋγέτης. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν ο Αμύκλας (επώνυμος ήρωας λακωνικών πόλεων) ο Υάκινθος και ο Κυνόρτας. Γιος του τελευταίου ήταν ο Περιήρης που νυμφεύθηκε την Γοργοφόνη, κόρη του Αργείου ήρωα Περσέα και της Ανδρομέδας, με την οποία και απέκτησε πολλά παιδιά, τον φονευθέντα από τον Ηρακλή Ιπποκόωντα, τον Ικάριο (πατέρα της Πηνελόπης), τον Τυνδάρεω, τον Αφαρέα και τον Λεύκιππον, εκ των οποίων οι τρεις τελευταίοι, είτε αυτοπροσώπως με τα έργα τους, είτε με τα τέκνα τους, κυριάρχησαν στους λακωνικούς μύθους κατά την τελευταία προ-ομηρική εποχή ή εποχή των ηρώων βασιλέων.

Ο Τυνδάρεως, μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε Βασιλεύς της Σπάρτης, πλην όμως ο ετεροθαλής αδελφός του Ιπποκόων κατάφερε με τους 12 γιους του να τον ανατρέψει και να καταλάβει την εξουσία. Τότε ο Τυνδάρεω καταφεύγοντας μαζί με τον αδελφό του Ικάριο στο ανάκτορο του Θέστιου (βασιλέα της Αιτωλίας) και βοηθώντας τον σε επιχειρήσεις κατά των γύρω εχθρών του, ζήτησε τη βοήθειά του καθώς και πολλών άλλων επιφανών ηρώων και βασιλέων της εποχής, μεταξύ των οποίων του Ηρακλή και του Κηφέα (βασιλέα της Τεγέας), στην αποκατάστασή του στο θρόνο της Σπάρτης.

Πράγματι αυτοί προσέτρεξαν νικηφόρα και ο Τυνδάρεως ανέλαβε πάλι βασιλεύς, ενώ ο Θέστιος του πρόσφερε για σύζυγο την πανέμορφη κόρη του, τη Λήδα. Ο Τυνδάρεως μετά της Λήδας απέκτησε επτά παιδιά, πέντε κόρες, τη Φοίβη, τη Φιλονόη, την Τιμάνδρα, την Κλυταιμνήστρα και την Ελένη καθώς και δύο γιους, τους δίδυμους Κάστορα και Πολυδεύκη, (εθνικοί ήρωες της Λακωνίας).


Ο από Διός μύθος γέννησης


Ο εν λόγω μύθος, μεταγενέστερος του προηγουμένου, διαφέρει μόνο ως προς την πατρότητα τόσο του Κάστορα και Πολυδεύκη, καλούμενοι πλέον Διόσκουροι αντί Τυνδαρίδες, καθώς και της πανέμορφης Ελένης.

Η αντικατάσταση μόνο της πατρότητας των προσώπων αυτών μπορεί να ερμηνευτεί είτε από την επιθυμία των Λακώνων να αποδώσουν θεϊκή καταγωγή στους αυτόχθονες ήρωές τους, είτε το λίαν πιθανότερο[10] ότι ο Δίας είναι ταυτόσημος με τον Τυνδάρεω, του οποίου το όνομα αποτελούσε αρχικά προσωνυμία του Δία του Ταϋγέτη, που ακολούθως υποβιβάστηκε σε δευτερεύοντα τοπικό ήρωα μετά τη δωρική κατάκτηση της ευρύτερης περιοχής της νότιας Πελοποννήσου.

Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα ταυτίστηκαν με ουράνια σώματα και λαμπρά φαινόμενα της φύσης, ένεκα παρατηρήσεων, δεν θα μπορούσε να δοθεί άλλη παρουσία αυτών εκτός από την από Διός γέννηση, απολαμβάνοντας έτσι θεϊκές τιμές.

Πριν όμως διαμορφωθεί πλήρως αυτός ο μύθος υπήρξε ένας μεταβατικός που αφορούσε μόνο τον Πολυδεύκη προκειμένου να ερμηνευτούν οι εξ αντιθέτου διαδοχικές εμφανίσεις των ταυτόσημων με αυτόν και τον Κάστορα ουρανίων σωμάτων. Κατά τον μονομερή αυτόν μύθο η Θεστιάδα Λήδα συνευρέθη την ίδια νύκτα με τον σύζυγό της Τυνδάρεω και τον κυρίαρχο του ουρανού Δία.

Από τη συνεύρεση αυτή ο μεν Κάστορας φέρεται γιος του Τυνδάρεω, συνεπώς θνητός υποκείμενος σε γήρας και θάνατο, ενώ ο Πολυδεύκης γιος του Δία που τυγχάνει αθάνατος. Η ζωή που απολαμβάνουν έκαστος "διαδοχικά" όπως θα ερμηνευτεί παρακάτω βασίστηκε στην εξαίρετη αφοσίωση του αθάνατου Πολυδεύκη προς τον θνητό αδελφό του Κάστορα την τύχη του οποίου θέλησε να συμμεριστεί.

Ο βασικός μύθος κατά τον οποίο ο Δίας καθίσταται πατέρας των Διοσκούρων και της Ελένης συνοδεύεται από θαυμάσια περιστατικά, μέρη των οποίων απαντώνται και σε ξένες μυθολογίες. Συγκεκριμένα η κύρια επουράνια δύναμη, ο Δίας, προκειμένου να κατακτήσει την όμορφη Λήδα μεταμορφώνεται σε λευκό κύκνο σκηνοθετώντας καταδίωξή του από αετό που είχε μεταμορφωθεί η θεά Αφροδίτη, (ανθρωπόμορφη έννοια της ωραιότητας).

Αντικρίζοντας η Λήδα τον καταδιωκόμενο λευκό κύκνο τον πήρε αμέσως στην αγκαλιά της. Από τη συνεύρεση αυτή η Λήδα γέννησε δύο αυγά όπου μετά εννέα μήνες εκκόλαψης από το ένα γεννήθηκαν οι λαμπροί Διόσκουροι και από το άλλο η πανέμορφη Ελένη, οι οποίοι και θα καταστούν φωτοβόλες θεότητες. Κατά δε την αφήγηση του Απολλόδωρου στη διάρκεια της εν λόγω συνεύρεσης της Λήδας με τον ουράνιο κύκνο αυτή είχε μεταμορφωθεί σε χήνα.

Παρόμοιες μυθοπλασίες με μυθικά πτηνά (χήνα, ή πάπια, ή όρνιθα) να γεννούν χρυσά αυγά απαντώνται και σε παραδόσεις άλλων λαών. Σημειώνεται ότι παρόμοιο περιστατικό απαντάται και στην κοσμογονία των Ορφικών όπου η μελανόπτερη Νύκτα (Νυξ) γονιμοποιούμενη από τον άνεμο γέννησε ωόν από το οποίο, μετά τη συμπλήρωση του απαραίτητου χρόνου, εξήλθε ο ακτινοβόλος θεός Έρως με τις χρυσές πτέρυγες ως θεότητα διαιώνισης της ζωής.

Στον εν λόγω μύθο η Λήδα, όπως κι η Λητώ της οποίας το όνομα φέρεται ίσως ταυτόσημο με το δικό της γίνεται η προσωποποίηση της νύκτας όταν στο τελευταίο στάδιο ξεπροβάλει προς την ανατολή ως να κατατρέχεται ο λευκός κύκνος (η λευκή απόχρωση του ουρανού κατά το λυκαυγές) όπου παίρνοντάς τον στην αγκαλιά της λίγο αργότερα γεννιούνται οι δύο αστέρες που φωτίζουν τον κόσμο καθώς και η φωτεινή τους ενέργεια (η Ελένη) που επιδρά αντίστοιχα στη φύση.

Ως επίγειος τόπος της θαυμαστής αυτής γέννησης των Διοσκούρων και της Ελένης φέρονται είτε οι πρόποδες του εκπληκτικού, εκ της πυραμιδοειδούς κορυφής,Ταΰγετου, είτε "εν Θεράπναις", είτε οι Αμύκλες, είτε ακόμα πλησίον της νήσου Πέφνου στη δυτική ακτή της Λακωνίας, κατά εκδοχή του Αλκμάνου[20], τόπος για τον οποίο οι αρχαίοι Μεσσήνιοι διατείνονταν ότι ανήκε άλλοτε σ΄ αυτούς και αντιποιούνταν τους Διόσκουρους.

Ο συγκεκριμένος μύθος με τελική διαμόρφωση ότι ο Πολυδεύκης και η Ελένη είναι τέκνα του Δία, ενώ ο Κάστορας και οι έτερες κόρες της Λήδας, (Κλυταιμνήστρα, Τιμάνδρα και Φιλονόη είναι του Τυνδάρεω, συνεπώς θνητοί), είναι ο επικρατέστερος στην αρχαία ελληνική γραμματεία και κυρίως στη λυρική ποίηση αλλά και στις τέχνες.

Η δε επίδραση αυτού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο υπήρξε τόσο έντονη ώστε πολλά σημεία αυτού πέρασαν ακόμα και στις παραδόσεις που δια μέσου των αιώνων διατηρούνται ακόμα μέχρι και σήμερα. Χαρακτηριστική περίπτωση η παράδοση της βαφής των κόκκινων αυγών, (παραδοσιακό χρώμα των Λακώνων) που υπαινίσσεται τον ερχομό του εαρινού Ηλίου


Άλλοι μύθοι γέννησης


Κατά τον Ησίοδο, η Ελένη ήταν κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, προσδίδοντας έτσι μορφή θαλάσσιας θεότητας.
Κατά τον Πτολεμαίο τον Χέννο, η Ελένη ήταν κόρη του Δία και της Αφροδίτης, ή του Ηλίου και της Λήδας.
Κατά τα "Κύπρια Έπη", του Στασίνου, που φέρονται μεταγενέστερα της Ιλιάδας, η Ελένη φέρεται κόρη της Νέμεσης και του Δία. Στον εν λόγω μύθο η Νέμεση διαφεύγοντας από στεριές και θάλασσες την καταδίωξη του ουράνιου θεού, που για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν συνεχώς λαμβάνοντας διαδοχικά μορφή θαλάσσιων τεράτων και χερσαίων ζώων, θυμίζοντας τις μεταμορφώσεις της Θέτιδας στην καταδίωξη του Πηλέα, τελικά υπέκυψε όπου και γέννησε μια πανέμορφη κόρη την Ελένη, την οποία ανέλαβε να αναθρέψει στη συνέχεια η Λήδα. Στον μύθο αυτόν είναι έκδηλη η επίδραση των ασιατικών παραδόσεων. Σημειώνεται ότι στη Μικρά Ασία στους αρχαιότατους χρόνους η Νέμεσις των Ελλήνων συγχέονταν με την Αδράστεια το όνομα της οποίας φέρεται ως κακή μετάφραση της Αστάρτης, (Στον μύθο του Τρωικού πολέμου η Ελένη θα ήταν δηλαδή κόρη της Νέμεσης - Αδράστειας, δηλαδή κόρη της Ασιατικής Αφροδίτης με την οποία και συνδέεται με πολλές αναλογίες)



Απομυθοποίηση της ωοτοκίας



Στην πραγματικότητα κανένα αξιοπερίεργο ή αφύσικο γεγονός δεν είχε συμβεί στη γέννηση της Ελένης και των δίδυμων αδελφών της των οποίων ο τοκετός φαίνεται να ήταν απόλυτα φυσιολογικός, σχετικά εύκολος αλλά και ασφαλής. Από τη σχετική περιγραφή του μύθου διαφαίνεται ότι τόσο η Ελένη όσο οι αδελφοί της, ή τουλάχιστον μόνο ο Πολυδεύκης, μετά από εννεάμηνη κύηση, γεννήθηκαν φερόμενοι μέσα στον "αμνιακό σάκο" προσδίδοντας έτσι εικόνα αυγού.

Πρόκειται για την λεγόμενη "προσωπίδα" ή "προσαψίδα" όπως αποκαλείται σήμερα σε λαϊκές εκφράσεις. Αυτό το γεγονός ήταν η αιτία να διεγείρει τη φαντασία και τη σχετική μυθοπλασία κατά την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, εμπλέκοντας ακόμα και τον Δία στη θαυμαστή ωοτοκία της Λήδας, που αποτέλεσε βασικό θέμα πλείστων καλλιτεχνών, ζωγράφων και γλυπτών ανά τους αιώνες.

Επισημαίνεται ότι την εποχή εκείνη της μυκηναϊκής περιόδου ιδιαίτερες γνώσεις για την κύηση ήταν πολύ περιορισμένες προερχόμενες κυρίως από παρατήρηση των οικόσιτων ζώων. Η δε βρεφική θνησιμότητα ήταν εξαιρετικά μεγάλη, όπως επίσης και η φροντίδα των νεογνών ήταν ελλιπής και δύσκολη ανάλογη βέβαια με την κοινωνική τάξη των γονέων. Συνεπώς εύλογο ήταν και το έντονο κοινό ενδιαφέρον ως προς τη γέννηση και φροντίδα ιδιαίτερα των βασιλικών γόνων.

Κατά την αρχαία ελληνική παράδοση το άτομο που γεννιόταν με προσωπίδα θεωρούταν ιδιαίτερα ευνοούμενο από τους Ολύμπιους θεούς, καλότυχο, τυχερό, διατηρώντας πρόσωπο ιδιαίτερα φωτεινό και ωραίο.

Η σύγχρονη ιατρική παραδέχεται ότι τα παιδιά που γεννιούνται με προσωπίδα έχουν πρόσωπο ιδιαίτερα καθαρό χωρίς να εμφανίζουν ποτέ αιμαγγειώματα ή σπίλους ή άλλου είδους κηλίδες, καλούμενα εξ αυτού "καθαροπρόσωπα".

Κατά την αρχαιότητα το τμήμα του αμνιακού υμένα που κάλυπτε το πρόσωπο του παιδιού, είτε άρρεν ήταν αυτό είτε θήλυ, γινόταν φυλαχτό, που το έφερε σε όλη του τη ζωή συνηθέστερα επί του στήθους του προκειμένου να το διαφυλάσσει από οποιοδήποτε κακό. Η λαϊκή αυτή αντίληψη διατηρείται ως έθιμο, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ακόμα μέχρι και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Πηγή
Σχόλια