Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, οι κλασικοί και το ζήτημα της ανεργίας





Γράφει ο Θανάσης Μπαντές



Το βιβλίο του Κέινς «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», πιο γνωστό ως «Γενική Θεωρία», αναμφίβολα αποτέλεσε σταθμό στην πορεία της οικονομικής σκέψης. Η πρωτοπορία των απόψεων ανέτρεψαν τα δεδομένα της εποχής – το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1936 – υποδεικνύοντας ένα οικονομικό μοντέλο, που, χωρίς να αναιρεί τις καπιταλιστικές αρχές της παραγωγής και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, φέρνει στο προσκήνιο το ρόλο του κράτους ως ρυθμιστικό κι εξισορροπητικό παράγοντα στο οικονομικό γίγνεσθαι. Κι επειδή η διαμόρφωση των οικονομικών σχέσεων καταδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό (αν όχι σε απόλυτο) και το πρόσωπο της κοινωνίας, δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο κεϊνσιανισμός δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική πρόταση. Εξάλλου, ακόμη και σήμερα, ο όρος «κεϊνσιανό μοντέλο» είναι αδύνατο να αποκοπεί από την κοινωνική του διάσταση.







Ο Κέινς από την αρχή ασκεί δριμύτατη κριτική στις απόψεις της κλασικής οικονομικής σχετικά με την απασχόληση. Καταγγέλλει ότι οι εκπρόσωποι της κλασικής σχολής παρασυρόμενοι από το Ρικάρντο και διαστρεβλώνοντάς τη θεωρία του επικαλούνται τις ρικαρντιανές απόψεις, που δεν αφορούν το εθνικό εισόδημα αλλά τη διανομή του, ακόμη κι όταν ερευνούν τα αίτια του πλούτου σε εθνικό επίπεδο: «Ο Ricardo απαρνείται ρητά κάθε ενδιαφέρον για το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος, σε αντίθεση με το ενδιαφέρον του για τη διανομή του. Ως προς αυτό αξιολογούσε ορθά το χαρακτήρα της θεωρίας του. Οι διάδοχοί του, όμως, λιγότερο οξυδερκείς, χρησιμοποίησαν την κλασική θεωρία σε συζητήσεις σχετικές με τα αίτια του πλούτου». (σελ. 55).




Ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, πρώτος βαρώνος Κέυνς του Τίλτον (John MaynardKeynes, 5 Ιουνίου 1883 – 21 Απριλίου 1946) ήταν Άγγλος οικονομολόγος, μαθηματικός, καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας και ανώτατος κρατικός υπάλληλος. Εξώφυλλο του περιοδικού TIME




Και προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε αντίρρηση, ο Κέινς παραθέτει κι ένα απόσπασμα από μια επιστολή που είχε στείλει ο Ρικάρντο στο Μάλθους στις 9 Οκτωβρίου του 1820: «Εσείς πιστεύετε ότι η πολιτική οικονομία είναι η διερεύνηση της φύσης και των αιτιών του πλούτου, εγώ νομίζω ότι θα έπρεπε να ονομαστεί διερεύνηση των νόμων που προσδιορίζουν τη διανομή του προϊόντος μεταξύ των τάξεων οι οποίες συνεργάζονται για την παραγωγή του. Κανένας νόμος που να αφορά την ποσότητα δεν μπορεί να τεθεί. Μπορεί, ωστόσο, να τεθεί ένας αρκετά ορθός νόμος που να αφορά σε αναλογίες». (σελ. 55).




Η αναζήτηση των αιτιών του πλούτου σε μια θεωρία που δεν ερευνά τα αίτια, αλλά τη διανομή του στις διάφορες κοινωνικές τάξεις αποτελεί παρεκτροπή, που, μοιραία, θα οδηγήσει στην παρανόηση: «Οι περισσότερες πραγματείες για τη θεωρία της αξίας και της παραγωγής ασχολούνται κυρίως με τη διανομή δεδομένου όγκου απασχολούμενων πόρων μεταξύ διαφορετικών χρήσεων και με τις συνθήκες οι οποίες, υποθέτοντας την απασχόληση δεδομένης ποσότητας πόρων, προσδιορίζουν τις σχετικές αμοιβές τους και τις σχετικές αξίες των προϊόντων τους». (σελ. 55).




Με άλλα λόγια, οι ως τότε μελέτες για τη θεωρία της αξίας και της παραγωγής βασίζονταν κυρίως τόσο στον τρόπο που διανέμονταν όλος ο όγκος των διαθέσιμων πόρων, όσο και στις συνθήκες που καθόριζαν τις αμοιβές και τις αξίες των προϊόντων, υποθέτοντας ότι αυτοί είναι και οι κύριοι διαμορφωτικοί παράγοντες της απασχόλησης. Υπό αυτούς τους όρους, η απασχόληση εξαρτάται κυρίως από τους διαθέσιμους παραγωγικούς πόρους σε σχέση με τους μισθούς, που πρέπει να αποδεχτούν οι εργαζόμενοι ή, για να το πούμε αλλιώς, αν θέλουμε να γεννηθεί πλούτος στην κοινωνία, πρέπει οι εργαζόμενοι να δουλέψουν με τους μισθούς που θα τους προσφερθούν, ώστε να είναι αρκούντως αποδοτικές οι επενδύσεις προς εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πόρων.




Κι όταν λέμε «όλων των διαθέσιμων πόρων» δεν εννοούμε μόνο υλικά ή πρώτες ύλες που μπορεί να προσφέρει η φύση, αλλά και το μέγεθος του πληθυσμού, που μπορεί να προσφέρει την εργατική του δύναμη στην παραγωγική διαδικασία. Θα έλεγε κανείς ότι μιλάμε για μια θεωρία κομμένη και ραμμένη στα συμφέροντα του κεφαλαίου, τα οποία μετατρέπονται σε εθνικά, αφού ταυτίζονται με τη γέννηση του πλούτου της χώρας. Ο Κέινς φαίνεται επιφυλακτικός από την πρώτη στιγμή: «Το ζήτημα […] του όγκου των διαθέσιμων πόρων, με την έννοια του μεγέθους του πληθυσμού που μπορεί να απασχοληθεί, της έκτασης του φυσικού πλούτου και του συσσωρευμένου πραγματικού κεφαλαίου έχει συχνά αντιμετωπιστεί περιγραφικά. Η καθαρή, όμως, θεωρία όσον αφορά στους παράγοντες που καθορίζουν την πραγματική απασχόληση των διαθέσιμων πόρων σπανίως έχει εξεταστεί λεπτομερέστερα … Δεν εννοώ ότι το ζήτημα έχει αγνοηθεί, αλλά ότι η υπονοούμενη θεμελιώδης θεωρία λογιζόταν τόσο απλή και προφανής, που δε χρειαζόταν παρά απλώς και μόνο να αναφερθεί». (σελ. 55 – 56).




Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 ήταν μια κατάσταση διεθνούς οικονομικής ύφεσης που διήρκεσε από ένα μέχρι δέκα χρόνια σε διάφορες χώρες του κόσμου.




Το πρώτο που κάνει είναι να αποκρυσταλλώσει την κλασική θεωρία για την απασχόληση σε δύο αξιώματα: «Η κλασική θεωρία της απασχόλησης – η οποία υποτίθεται ότι είναι απλή και προφανής – έχει βασιστεί, νομίζω, σε δύο θεμελιώδη αξιώματα, χωρίς πρακτικά να έχουν συζητηθεί. Τα αξιώματα αυτά είναι: 1. Ο μισθός είναι ίσος προς το οριακό προϊόν της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι ο μισθός ενός εργαζομένου είναι ίσος προς την αξία που θα χανόταν, αν μειωνόταν η απασχόληση κατά μία μονάδα … υπό την περιοριστική, όμως, συνθήκη ότι η ισότητα μπορεί να διαταραχθεί, σύμφωνα με ορισμένες αρχές, αν ο ανταγωνισμός και οι αγορές είναι ατελείς. 2. Η χρησιμότητα του μισθού, όταν απασχολείται ένας δεδομένος όγκος εργασίας, είναι ίση προς την οριακή δυσαρέσκεια του συγκεκριμένου όγκου απασχόλησης». (σελ. 56). Κι αν η έννοια της «οριακής δυσαρέσκειας» δε γίνεται πλήρως κατανοητή ο Κέινς διευκρινίζει: «Εδώ η δυσαρέσκεια πρέπει να νοηθεί ότι καλύπτει κάθε λόγο που μπορεί να οδηγήσει κάποιον ή κάποιους να μην προσφέρουν την εργασία τους για ένα ημερομίσθιο που θα τους προσπόριζε χρησιμότητα κάτω από ένα επίπεδο». (σελ. 57).




Μια τέτοια άποψη μπορεί να ερμηνεύσει τόσο αυτό που ονομάζουμε ανεργία «τριβής», όσο και την «εκούσια» ανεργία. (Ως ανεργία «τριβής» ορίζεται η ανεργία που οφείλεται στα «θεμιτά περιθώρια για ποικίλες, μη ακριβείς προσαρμογές, οι οποίες εμποδίζουν την επίτευξη συνεχούς και πλήρους απασχόλησης: παραδείγματος χάριν, ανεργία που μπορεί να οφείλεται σε προσωρινή έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στις σχετικές ποσότητες των εξειδικευμένων πόρων σε κακό υπολογισμό ή σε ασυνέχεια της ζήτησης· σε χρονικές υστερήσεις εξαιτίας απρόβλεπτων μεταβολών στο γεγονός ότι η μετάβαση από μια απασχόληση σε άλλη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς κάποια καθυστέρηση. Έτσι, σε μια μη στατική κοινωνία πάντοτε θα υπάρχει ένα ποσοστό μη χρησιμοποιούμενων πόρων “μεταξύ απασχολήσεων”». (σελ. 57).




Σχετικά με την «εκούσια» ανεργία τα πράγματα είναι προφανή: «… οφείλεται στην άρνηση ή στην αδυναμία μιας μονάδας εργασίας να αποδεχτεί αμοιβή η οποία αντιστοιχεί στην αξία του προϊόντος που μπορεί να αποδοθεί στην οριακή παραγωγικότητα, για αιτίες όπως: η νομοθεσία, οι κοινωνικές πρακτικές, η συλλογική διαπραγμάτευση, η αργή απόκριση στις αλλαγές ή απλώς μια απλή ανθρώπινη εμμονή». (σελ. 57). Το πρόβλημα είναι ότι «τα κλασικά αξιώματα δε δέχονται την πιθανότητα της τρίτης κατηγορίας, την οποία θα ορίσω […] ως “ακούσια” ανεργία». (σελ. 57).




Φυσικά, η «ακούσια» ανεργία αφορά τις περιπτώσεις των ανθρώπων που διατίθενται στην αγορά εργασίας και δε βρίσκουν απασχόληση, μολονότι αποδέχονται τους εργασιακούς όρους και σε μισθοδοσία και σε ωράρια. Ο Κέινς εξηγεί: «Οι άνθρωποι θεωρούνται ακούσια άνεργοι αν, σε περίπτωση μιας μικρής αύξησης της τιμής των αγαθών που είναι απαραίτητα για τη συντήρησή τους σε σχέση προς τον ονομαστικό μισθό, τόσο η συνολική προσφορά του εργατικού δυναμικού που θα ήθελε να εργαστεί με τον ισχύοντα ονομαστικό μισθό όσο και η συνολική ζήτηση εργασίας, στο μισθό αυτό, θα ήταν μεγαλύτερες από τον υφιστάμενο όγκο απασχόλησης». (σελ. 65).




(Εδώ πρέπει να διαχωριστεί η έννοια του ονομαστικού μισθού, που αφορά τα χρήματα που εισπράττει ο εργαζόμενος για την εργασία του, από την έννοια του πραγματικού μισθού, που αφορά την αγοραστική δύναμη αυτών των χρημάτων. Για παράδειγμα, αν αυξηθούν οι τιμές των προϊόντων, είναι φανερό ότι ο μισθός, εφόσον παραμείνει ίδιος έχει πρόσβαση σε λιγότερα αγαθά από πριν. Ενώ, δηλαδή, ο ονομαστικός μισθός παρέμεινε ίδιος, ο πραγματικός μισθός έχει μειωθεί).




Η «Μεγάλη Ύφεση», όπως χαρακτηρίστηκε στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους αναλυτές προκλήθηκε μετά από το χρηματιστηριακό κραχ, που ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου του 1929. Το τέρμα της κρίσης στις ΗΠΑ ταυτίστηκε με το έναυσμα της πολεμικής οικονομίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου γύρω στο 1939. «Θέλω δουλειά»




Η μη αποδοχή της «ακούσιας» ανεργίας είναι η μεταφορά της ευθύνης στους εργαζομένους, καθώς δε φταίει το σύστημα, αλλά οι ίδιοι, που δεν αποδέχονται τους εργασιακούς όρους, λόγω της «οριακής δυσαρέσκειας», όπως τίθεται στο δεύτερο αξίωμα. Ο Κέινς επεξηγεί: «Αν αυτό συμβαίνει πράγματι, μια τέτοια ανεργία, αν και φαινομενικά είναι ακούσια, στην πραγματικότητα δεν είναι, και θα έπρεπε να περιληφθεί στην κατηγορία της “εκούσιας” ανεργίας, εξαιτίας των επιδράσεων που ασκεί η συλλογική διαπραγμάτευση κλπ.». (σελ. 58). Η αντίληψη ότι η ανεργία είναι μόνο «εκούσια» και ποτέ «ακούσια» είναι η επισφράγιση της επάρκειας του οικονομικού συστήματος, το οποίο ανά πάσα στιγμή μπορεί να προσφέρει δουλειά σε όλους, αρκεί να μην έχουν εξωφρενικές απαιτήσεις.




Θα έλεγε κανείς ότι αν ο μισθός κάλυπτε την οριακή δυσαρέσκεια της απασχόλησης δε θα υπήρχε καθόλου ανεργία: «… έπεται ότι ισότητα του πραγματικού μισθού με την οριακή δυσαρέσκεια της απασχόλησης, την οποία προϋπέθεσε το δεύτερο αξίωμα, αν ερμηνευτεί ρεαλιστικά, αντιστοιχεί στην απουσία “ακούσιας” ανεργίας. Θα περιγράψουμε την κατάσταση αυτήν ως “πλήρη” απασχόληση, αφού τόσο η ανεργία “τριβής” όσο και η “εκούσια” ανεργία είναι δυνατόν να συνυπάρχουν με την “πλήρη” απασχόληση … Στο βαθμό που τα κλασικά αξιώματα ισχύουν, ανεργία, η οποία με την προαναφερθείσα έννοια είναι ακούσια, δεν μπορεί να εμφανιστεί […] Έτσι, συγγραφείς που ακολουθούν την κλασική παράδοση […] έχουν αναπόφευκτα καταλήξει στο συμπέρασμα, το οποίο είναι απόλυτα λογικό βάσει της υπόθεσής τους, ότι η παρουσιαζόμενη ανεργία (εκτός από τις παραδεκτές εξαιρέσεις) πρέπει σε τελική ανάλυση να οφείλεται σε άρνηση από την πλευρά των άνεργων συντελεστών να αποδεχτούν μια αμοιβή που να αντιστοιχεί στην οριακή παραγωγικότητά τους». (σελ. 65 – 66).




Εργάτες στην Αμερική (1935)



Μπροστά σ’ αυτή την άποψη ο Κέινς γίνεται σαρκαστικός: «Ένας κλασικός οικονομολόγος μπορεί να συμπαθεί τους εργαζομένους που αρνούνται να αποδεχτούν την περικοπή των ονομαστικών μισθών τους και να ομολογεί ότι ίσως δεν είναι συνετό να υποχρεωθούν οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν περιστάσεις που είναι προσωρινές. Παρά ταύτα, η επιστημονική του ακεραιότητα τον υποχρεώνει να δηλώνει ότι η άρνηση αυτή, πάντως, είναι εκείνη που προκαλεί το πρόβλημα». (σελ. 66).




Η άποψη αυτή διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα: «… η άποψη ότι η ανεργία που χαρακτηρίζει μια ύφεση οφείλεται σε άρνηση των εργαζομένων να αποδεχτούν μείωση των ονομαστικών μισθών δε φαίνεται να στηρίζεται στα γεγονότα. Δεν είναι τόσο εύλογο να ισχυριστούμε ότι η ανεργία στις ΗΠΑ το 1932 οφειλόταν είτε στο ότι οι εργαζόμενοι αρνούνταν κατηγορηματικά να αποδεχτούν μια μείωση των ονομαστικών μισθών είτε στην κατηγορηματική τους απαίτηση για πραγματικούς μισθούς πάνω από την παραγωγικότητα που η οικονομική μηχανή μπορούσε να προσφέρει. … Οι εργαζόμενοι δεν είναι περισσότερο επιθετικοί στην ύφεση απ’ ό,τι στην οικονομική άνθηση – κάθε άλλο μάλιστα». (σελ. 60).




Και μην ισχυριστεί κανείς ότι η κλασική οικονομία δεν είχε την πολυτέλεια να γνωρίζει αυτά που έβλεπε ο Κέινς στο κραχ της Αμερικής, γιατί ήταν η τότε επικρατούσα οικονομική άποψη. Ο Κέινς δεν επιτέθηκε σ’ ένα μουσειακό ιδεολόγημα του περασμένου αιώνα, αλλά στο οικονομικό κατεστημένο της εποχής του. Και ήταν σαρωτικός: «Η πίστη στην πρόταση ότι οι εργαζόμενοι είναι πάντα σε θέση να καθορίζουν το δικό τους πραγματικό μισθό, από τη στιγμή που υιοθετήθηκε, διατηρήθηκε, επειδή μπερδεύτηκε με την πρόταση ότι οι εργαζόμενοι είναι πάντα σε θέση να προσδιορίζουν τον πραγματικό μισθό που θα αντιστοιχεί σε πλήρη απασχόληση, δηλαδή τη μέγιστη ποσότητα της απασχόλησης που είναι συμβατή με δεδομένο πραγματικό μισθό». (σελ. 62).




Επί της ουσίας πρόκειται για το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Στην πλήρη απασχόληση οι διαθέσιμοι εργαζόμενοι σπανίζουν κι αυτό τους κάνει πιο ισχυρούς διαπραγματευτικά. Το ζητούμενο είναι ότι η πλήρης απασχόληση είναι σχεδόν ανέφικτη. Η «ακούσια» ανεργία – που η κλασική θεωρία αρνείται – είναι φαινόμενο αδιαπραγμάτευτα υπαρκτό δίνοντας ξεκάθαρο πλεονέκτημα στον εργοδότη. Ειδικά σε περιόδους ύφεσης: «Οι κλασικοί θεωρητικοί μοιάζουν με τους ευκλείδειους γεωμέτρες σε ένα μη ευκλείδειο κόσμο, οι οποίοι, ανακαλύπτοντας ότι ευθείες, παράλληλες γραμμές συχνά συναντιούνται, επιπλήττουν τις γραμμές που δε διατηρούνται ευθείες – ωσάν το μοναδικό φάρμακο για τις ατυχείς συγκρούσεις που συμβαίνουν. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχει φάρμακο άλλο από την απόρριψη του αξιώματος των παραλλήλων και την επεξεργασία μιας μη ευκλείδειας γεωμετρίας. Χρειάζεται να απορρίψουμε το δεύτερο θεώρημα της κλασικής θεωρίας και να επεξεργαστούμε τη συμπεριφορά ενός συστήματος όπου θα είναι δυνατή η ύπαρξη ακούσιας ανεργίας, υπό τη στενή της έννοια». (σελ. 66).




Κι αφού ο μισθός είναι θέμα διαπραγματεύσεων γιατί πρέπει να φτάσει στα κατώτερα όρια που μπορούν να ανεχτούν οι εργαζόμενοι κι όχι στα ανώτερα που μπορούν να ανεχθούν οι εργοδότες; Γιατί δηλαδή μιλάμε μόνο για την «οριακή δυσαρέσκεια» των εργαζομένων κι όχι των εργοδοτών; «… υποθέτοντας ότι επικρατεί ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ των εργοδοτών, οι τελευταίοι, αν το θέλουν, μπορούν να προσαρμόζουν τους πραγματικούς μισθούς τους στην οριακή δυσαρέσκεια του όγκου της απασχόλησης που προσφέρεται από τους εργοδότες στον μισθό αυτόν. Αν αυτό δεν ισχύει, τότε δεν υπάρχει, πλέον, λόγος να περιμένουμε μια τάση εξίσωσης του πραγματικού μισθού με την οριακή δυσαρέσκεια της εργασίας». (σελ. 61).




Όταν, όμως, απορριφθεί η θεωρία, μοιραία, καταρρίπτονται και τα συμπεράσματά της. Η άποψη ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να αποδεχτούν χαμηλότερους μισθούς για να καταπολεμηθεί η ανεργία κρίνεται απολύτως επισφαλής. Ο Κέινς παρατηρεί: «… η πάλη για τους ονομαστικούς μισθούς επηρεάζει κυρίως τη διανομή του συνολικού πραγματικού μισθού μεταξύ των διαφορετικών ομάδων εργαζομένων και όχι τη μέση ποσότητα ανά μονάδα απασχόλησης». (σελ. 64). Κι εδώ μπαίνουν και τα επί μέρους εργασιακά συμφέροντα, καθώς ο κάθε κλάδος εργασίας διεκδικεί για τον εαυτό του μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα.




Εργάτες στην Αμερική (1939)




Αυτό που μένει είναι τα συμφέροντα που συγκρούονται στη μοιρασιά και που πρέπει να μειώσουν το μερίδιο των άλλων για να προασπίσουν το δικό τους. Η προσπάθεια να πείσουν ότι η μείωση των μισθών θα καταπολεμήσει την ανεργία – και να προτείνεται μάλιστα ως μοναδική διέξοδος – είναι η σύγκρουση της διανομής, όταν όλοι βλέπουν ότι η πίτα μικραίνει. Το ότι η κλασική οικονομία έχει δικαίωμα να σφάλλει είναι απολύτως κατανοητό. Το ότι, όμως, ακόμη και σήμερα υπάρχουν οικονομολόγοι και σχολές που αναπαράγουν αυτές τις απόψεις είναι μάλλον ακατανόητο. Ο Κέινς πάντως τους έχει απαντήσει εδώ και ογδόντα χρόνια: «Η βούληση των εργαζομένων να αποδεχτούν χαμηλότερους ονομαστικούς μισθούς δεν είναι, κατ’ ανάγκη, το φάρμακο της ανεργίας». (σελ. 67). Κι όταν λέει «κατ’ ανάγκη» εννοεί ότι υπάρχουν κι άλλες καλύτερες λύσεις, που προάγουν αποτελεσματικότερα το κοινωνικό συμφέρον.




Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», εκδόσεις Παπαζήση, για λογαριασμό της εφημερίδας «το Βήμα», Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα 2010
http://www.formuladomina.ru/ekonomicheskij-krizis-1930/
http://www.thejumpingfrog.com/?page=shop/flypage&product_id=1409654
http://photochronograph.ru/2012/06/17/velikaya-depressiya-v-ssha/
ΠΗΓΗ: eranistis
Σχόλια