Τα θρυλικότερα σπαθιά της Ιστορίας (εικόνες)
Το ξίφος αποτελεί βασικό θέμα στους περισσότερους ιστορικούς θρύλους και παραδόσεις, συνδεόμενο με γενναίους πολεμιστές, επικές μάχες και κατακτήσεις.
Υπήρξαν ξίφη που το όνομά τους έλαβε μυθικές διαστάσεις, συνδυάζοντας την πραγματικότητα με την φαντασία, μέχρι σημείου ταύτισης. Ουδέποτε θα υπάρξει άλλο όπλο που να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ιστορία όπως το ξίφος.
Στο παρόν άρθρο αναφέρονται ιστορικά ξίφη των οποίων η φήμη και το μυστήριο που τα περιβάλλουν, τους προσδίδουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εξκάλιμπερ (Excalibur)
Ενώ ο θρύλος του βασιλέα Αρθούρου περιβάλλεται από μυστήριο, εντούτοις υπάρχουν ενδείξεις ότι το βυθισμένο Εξκάλιμπερ στον βράχο ίσως να ήταν πραγματικότητα. Σε ένα παρεκκλήσιο στο Μόντε Σιέπι της Ιταλίας βρίσκεται ένα παλαιό ξίφος βυθισμένο σε βράχο, το οποίο θα μπορούσε να είναι το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της προέλευσης του μύθου.
Ο άγιος Γκαλιάνο έζησε τον 12ο αιώνα και ήταν Ιππότης της Τοσκάνης, τον οποίο διέταξε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ να εγκαταλείψει τον αμαρτωλό του βίο. Υποστηρίζοντας ότι το εγχείρημα θα ήταν τόσο δύσκολο όσο το σπάσιμο μιας πέτρας ο Γκαλιάνο έσπασε το ξίφος του σε έναν βράχο και ο θρύλος λέει ότι η λεπίδα έκοψε την πέτρα, σαν βούτυρο. Το σπαθί στην πέτρα υπάρχει ακόμα εκεί όπου το άφησε ο Γκαλιάνο, μαζί με τις εγκόσμιες απολαύσεις του.
Όταν αγιοποιήθηκε ο Γκαλιάνο η ιστορία του ξίφους στον βράχο διαδόθηκε γρήγορα. Βέβαια η ύπαρξη του Εξκάλιμπερ προηγείται, όμως η προσθήκη του συμβάντος με την πέτρα έπεται αυτής του Γκαλιάνο και εικάζεται ότι το σπαθί του ήταν η πραγματική έμπνευση για τον δημιουργό του Εξκάλιμπερ στον βράχο.
Φυσικά όλα εξαρτώνται από την «ιστορική αξιοπιστία» του ξίφους. Έχει τεθεί πολλές φορές το ερώτημα αν το ξίφος στην Ιταλία ανήκε ή όχι στον Γκαλιάνο. Πρόσφατα ο Λουίτζι Γκαρλασέλλι του Πανεπιστημίου της Πάβια χρησιμοποιώντας την μέθοδο του άνθρακα, χρονολόγησε το ξίφος στον 12ο αιώνα, περίοδο που ταυτίζεται με τον βίο του αγίου Γκαλιάνο, χωρίς βέβαια να αποτελεί απόδειξη για το αληθές της ιστορίας.
Καλλιτεχνική εκτίμηση των Αυτοκρατορικών Κειμηλίων της Ιαπωνίας – αριστερά το Κουσανάγκι
Σύμφωνα με το μύθο, το «ξίφος του φιδιού» Κουσανάγκι, βρέθηκε στο σώμα ενός οκτακέφαλου ερπετού που σκοτώθηκε από τον θεό των καταιγίδων και θαλασσών και αποτελεί μέρος των «Τριών Ιερών Κειμηλίων της Ιαπωνίας» ή των «Αυτοκρατορικών Εμβλημάτων της Ιαπωνίας» μαζί τον καθρέπτη Γιάτα νο Καγκάμι (八咫鏡) και το πετράδι Γιασακάνι νο Μαγκατάμα (八尺瓊曲玉) τα οποία συμβολίζουν τις τρείς βασικές αρετές……..θάρρος (ξίφος) – σοφία (καθρέπτης) – καλοσύνη (πετράδι) και αποτελούσαν τα σύμβολα των αυτοκρατόρων να κυβερνούν «ελέω θεού».
Το Κουσανάγκι λέγεται ότι φυλάσσεται στο παρεκκλήσι Ατσούτα του νομού Ναγκάνο αν και δεν είναι σε δημόσια έκθεση. Το ξίφος χρησιμοποιείται περιστασιακά στις αυτοκρατορικές στέψεις, αλλά τηρείται πάντα σε περιτυλίγματα. Παρόλο που δεν έχει εμφανισθεί και καταγράφεται μόνο σε παραδόσεις και ιστορικά έγγραφα, ωστόσο οι αρχές έχουν καταφέρει να διατηρούν το μυστήριο άσβεστο όσον αφορά στην ύπαρξή του, αφού ουδέποτε επιβεβαίωσαν ή αρνήθηκαν την ύπαρξή του.
Η μόνη επίσημη αναφορά του ξίφους εμφανίζεται μετά από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου παρόλο που ο αυτοκράτορας Χιροχίτο απαρνήθηκε το δικαίωμα της θεϊκής ιδιότητάς του, εντούτοις διέταξε τους φύλακες των κειμηλίων «να τα υπερασπισθούν με κάθε κόστος».
Ντουραντάλ (Durandal)
Για εκατοντάδες χρόνια, ένα μυστηριώδες σπαθί ήταν ενσωματωμένο στα βράχια πάνω από το εκκλησάκι της Παναγίας (Notre Dame) στο Ροκαμαντούρ της Γαλλίας. Οι μοναχοί λένε ότι είναι το Ντουραντάλ το ξίφος του παλαδίνου (Ιππότη φύλακα)Ρόλαντ. Σύμφωνα με το μύθο, ο Ρόλαντ βύθισε το ξίφος στους βράχους προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των εχθρών. Το 2011, το ξίφος αφαιρέθηκε από τον τοπικό δήμο και παραδόθηκε στο μουσείο του Cluny στο Παρίσι ως έκθεμα.
Εκκλησία της Παναγίας στο Ροκαμαντούρ – βράχος με το βυθισμένο ξίφος
Είναι όμως στην πραγματικότητα το Ντουραντάλ; Ενώ η μάχη όπου ο Ρόλαντ σκοτώθηκε αποτελεί ιστορικά τεκμηριωμένο γεγονός, η πρώτη αναφορά του Ντουραντάλ ήταν στο «τραγούδι του Ρόλαντ» το οποίο συνετέθη πριν εκατοντάδες χρόνια περίπου την ίδια εποχή που οι μοναχοί της Νοτρ Νταμ άρχισαν να ισχυρίζονται ότι το ξίφος ανήκε στον Ρόλαντ. Πιθανόν συσχέτισαν το ξίφος με το Ντουραντάλ διότι η Ροκαμαντούρ ήταν η αφετηρία του ταξιδιού του Ρόλαντ, παρόλο που η τελική μάχη διεξήχθη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στην κοιλάδα του Ρονσεσβώ. Συνεπώς, το ξίφος στον απότομο βράχο πιθανότατα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία που εφηύραν οι μοναχοί του παρεκκλησιού. Όμως η προέλευσή του παραμένει ένα μυστήριο.
Τα καταραμένα Μουραμάσας
Ξίφος Μουραμάσα – Εθνικό Μουσείο Τόκυο
Ο Μουραμάσα ήταν αρχαίος Ιάπωνας οπλοποιός ο οποίος σύμφωνα με το μύθο, προσευχήθηκε τα ξίφη του να είναι «μεγάλοι εξολοθρευτές». Λόγω της εξαιρετικής ποιότητας των λεπίδων του, οι θεοί έκαναν δεκτό το αίτημά του και τα διαπότισαν με ένα αιμοδιψές πνεύμα που – αν δεν τρεφόταν σε μάχη – θα οδηγούσε τον κάτοχο σε δολοφονία ή αυτοκτονία. Υπάρχουν αμέτρητες ιστορίες για κατόχους Μουραμάσα οι οποίοι είτε τρελάθηκαν είτε δολοφονήθηκαν. Τα ξίφη πιστεύεται ότι ήταν καταραμένα και είχαν απαγορευθεί με αυτοκρατορικό διάταγμα.
Το διάταγμα εκδόθηκε έγινε από τον σογκούν Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, ο οποίος καταδίκασε τα ξίφη, αφού σκότωσαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογενείας του. Ο παππούς του είχε αυτοκτονήσει με ένα Μουραμάσα και τόσο ο Ιεγάσου, όσο και ο πατέρας του είχαν τραυματιστεί από λεπίδες Μουραμάσα. Τέλος η σύζυγός του και ο υιοθετημένος γιος εκτελέστηκαν αργότερα από τα δήθεν καταραμένα ξίφη.
Όμως ήταν όντως τα ξίφη πραγματικά καταραμένα; Πιθανόν το πρόβλημα του Ιεγιάσου με τα σπαθιά άρχισε απλά επειδή ήταν εξαιρετικά δημοφιλή. Μουραμάσα δεν ήταν απλώς το όνομα ενός ανθρώπου, αλλά ολόκληρης σχολής κατασκευαστών σπαθιών. Οι αξεπέραστης ποιότητας λεπίδες Μουραμάσα παράγονταν σχεδόν επί έναν αιώνα και τα χρησιμοποιούσαν οι καλύτεροι Ιάπωνες πολεμιστές. Το γεγονός σύμφωνα με τον σογκούν, ότι χρησιμοποιήθηκαν ξίφη Μουραμάσα σε τόσες δολοφονίες, ήταν σίγουρα μια σύμπτωση, όχι όμως αξιοσημείωτη.
Το ξίφος του Μασαμούνε (The Honjo Masamune)
Honjo Masamune
Σε σχέση με τα καταραμένα ξίφη Μουραμάσα, το αντίθετο ισχύει με τις λεπίδες του θρυλικού ιερέα και οπλοποιού Μασαμούνε. Ο μύθος αναφέρει ότι ο Μασαμούνε και ο Μουραμάσα διαγωνίσθηκαν προκειμένου να αναδειχθεί ο καλύτερος κατασκευαστής. Ενώ ο Μουραμάσα έκοβε τα πάντα, ο Μασαμούνε αρνήθηκε να κόψει οτιδήποτε ανάξιο κοπής, ακόμη και τον αέρα.
Ενώ τα δημιουργήματα του Μασαμούνε αποτιμώνται ως Ιαπωνικοί εθνικοί θησαυροί, ένα από τα ξίφη του δεν έχει βρεθεί. Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το «Honjo Masamune» δόθηκε σε έναν Αμερικανό στρατιώτη, τον λοχία Coldy Bimore, ο οποίος πιθανότατα το πήρε σπίτι μαζί του ως ενθύμιο πολέμου και έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι παρά την αδιαμφισβήτητη αξία του (αποτιμάται σε εκατομμύρια δολάρια) οι φανατικοί συλλέκτες αδυνατούν να το εντοπίσουν.
Το Ζουαγιέζ (Joyeuse)
Το Joyeuse του Λούβρου
Joyeuse είναι το θρυλικό ξίφος του Καρλομάγνου, το οποίο όπως λέγεται άλλαζε χρώμα τριάντα φορές την ημέρα και ήταν πιο λαμπερό από τον ήλιο. Μέχρι τις αρχές του 1271 δύο ξίφη τα οποία εκαλούντο Joyeuse χρησιμοποιούνταν στις γαλλικές τελετές στέψης. Επειδή όμως μόνο το ένα είναι το πραγματικό, το ερώτημα – μυστήριο για το ποιο είναι το αυθεντικό Joyeuse παραμένει αναπάντητο επί αιώνες.
Το Joyeuse που τηρείται στο Μουσείο του Λούβρου έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις. Το παλαιότερο τμήμα είναι η λαβή του ξίφους και σύμφωνα με πρόσφατες δοκιμές χώρα χρονολογείται μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα. Καθώς ο Καρλομάγνος πέθανε το 813 το ξίφος εκφεύγει χρονολογικά από την ιστορική περίοδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το άλλο υποψήφιο όπλο είναι το «σπαθί του Καρλομάγνου» που τηρείται στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο της Βιέννης. Είναι άγνωστο πώς το ξίφος έγινε μέρος της Γαλλικής Αυτοκρατορικής Συλλογής, αλλά χρονολογείται από τις αρχές του 10ου αιώνα – παλαιότερο μεν του Joyesse, αλλά μετά την χρονική περίοδο του Καρλομάγνου. Το σπαθί κατασκευάσθηκε μάλλον από Ούγγρους οπλοποιούς οι οποίοι τροφοδότησαν επιπλέον θρύλους ότι είναι το φημισμένο «ξίφος του Αττίλα» το οποίο λέγεται ότι έστειλε στον Αττίλα ο Άρης, ο θεός του πολέμου, κάτι το οποίο βεβαίως στερείται εγκυρότητας και ιστορικής τεκμηρίωσης.
Το ξίφος του Αγ. Πέτρου
Υπάρχουν αρκετοί μύθοι σχετικά με το ξίφος που χρησιμοποιήθηκε από τον άγιο Πέτρο, όταν έκοψε το αυτί του υπηρέτη του Αρχιερέα στον κήπο της Γεθσημανής. Η παράδοση αναφέρει ότι το έφερε στην Αγγλία ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας, μαζί με το Άγιο Δισκοπότηρο. Ωστόσο το 968, παρουσιάσθηκε ένα ξίφος στην Πολωνία από τον Επίσκοπο Ιορδάνη που ισχυρίστηκε ότι ήταν το πραγματικό ξίφος του Αγίου Πέτρου. Το σπαθί του επισκόπου, που θεωρείται το πραγματικό κειμήλιο, παρέμεινε στην Πολωνία και τελικά μεταφέρθηκε στο Μουσείο της Αρχιεπισκοπής στο Πόζναν.
Ανήκει όμως το μυστηριώδες σπαθί στον Άγιο Πέτρο; Υπάρχουν ισχυρισμοί ότι το σπαθί θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί στα ανατολικά σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον πρώτο αιώνα, αλλά ελάχιστες αποδείξεις υπάρχουν που να τεκμηριώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό, εκτός από την (λανθασμένη) πεποίθηση εκείνων που πιστεύουν ότι το ξίφος είναι πραγματικό κειμήλιο. Το ξίφος στην Πολωνία είναι μια φαλκιόνα(falchion) – ένα είδος σπάθης που δεν χρησιμοποιείτο την εποχή του Αγίου Πέτρου. Εξάλλου μεταλλουργικές δοκιμές έχουν χρονολογήσει το εν λόγω όπλο μετά τον βίο του αγίου.
Το ξίφος του Ουάλλας (Wallace)
Ο μύθος αναφέρει ότι ο Γουίλιαμ Ουάλλας χρησιμοποίησε ανθρώπινο δέρμα για την θήκη του ξίφους του. Η σάρκα του δότη ανήκε στον Χιού ντε Κρέσινγκχαμ, ταμία της Σκωτίας, τον οποίο ο Ουάλλας έγδαρε μετά την ήττα του στη μάχη του Στέρλινγκ.
Μια εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι ο Ουάλλας χρησιμοποίησε μια λωρίδα δέρματος του Κρέσινγκχαμ για την ζώνη του ξίφους. Άλλες εκδοχές ισχυρίζονται ότι ο Ουάλλας και οι άνδρες του χρησιμοποίησαν το δέρμα του Κρέσινγκχαμ για να κατασκευάσουν ιμάντες για τις σέλες των αλόγων. Ο θρύλος εξαπλώθηκε ακόμα περισσότερο όταν ο βασιλιάς Ιάκωβος ο IV της Σκωτίας απέστειλε το «ξίφος Ουάλλας» προκειμένου ο ήρωας να έχει το θηκάρι – την ζώνη – και τη λαβή που αρμόζει στο ξίφος του. Το σπαθί που τηρείται στο Εθνικό Μνημείο Ουάλλας, φέρει τα εν λόγω μέρη (θήκη – λαβή – ζώνη).
Τελικά ο Ουάλλας διέθετε το εν λόγω ξίφος; Ενώ ο Κρέσινγκχαμ σίγουρα εγδάρη, αναφορές θέλουν τον Ουάλλας να έχει χρησιμοποιήσει το δέρμα του άτυχου φοροεισπράκτορα μόνο για την ζώνη και όχι για την λαβή του ξίφους. Επιπλέον τονίζεται ότι η ιστορία προήλθε από την Αγγλική πλευρά και ήταν παραποιημένη προκειμένου να παραστήσει τον ήρωα της Σκωτίας με βάρβαρο.
Είναι απόλυτα κατανοητή η μνησικακία του Ουάλλας έναντι των φοροεισπρακτόρων και ίσως να μην είναι υπερβολή ότι χρησιμοποίησε το δέρμα για να «διακοσμήσει» το ξίφος του. Αλλά όπως συμβαίνει με πολλούς θρύλους, η αλήθεια χάνεται στο χρόνο.
Το ξίφος του Γκουγιάν ( 越王勾踐劍)
Το 1965, βρέθηκε ένα εκπληκτικό ξίφος σε έναν υγρό τάφο στην Κίνα και παρά το γεγονός ότι ήταν ηλικίας μεγαλύτερης των 2.000 ετών, δεν εντοπίσθηκε το παραμικρό σημείο οξείδωσης (σκουριάς). Η λεπίδα ήταν τόσο ανεπηρέαστη από το χρόνο ώστε τραυμάτισε τον αρχαιολόγο ο οποίος θέλησε να την δοκιμάσει προκαλώντας αιμορραγία στην άκρη του δακτύλου του. Εκτός από την αφύσικη ανθεκτικότητα, η κατασκευή και οι χαράξεις του ήσαν απίστευτα λεπτομερείς για ένα σπαθί που έχει σφυρηλατηθεί τόσο παλιά. Η προέλευσή του αποτελούσε μυστήριο.
Περαιτέρω μελέτη των χαράξεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ένα σπαθί που ανήκε στο βασιλιά Γιούε Γκουγιάν (Yue Goujian) και πιστεύεται ότι ήταν το θρυλικό ξίφος που αναφέρεται στο έργο «Η χαμένη ιστορία του Γιούε». Σύμφωνα με το κείμενο, στην συλλογή σπαθιών του βασιλέα Γκουγιάν, υπήρχε μόνο ένα ξίφος το οποίο άξιζε πραγματικά. Αυτό το σπαθί ήταν τόσο υπέροχο που λέγεται ότι κατασκευάσθηκε μετά από συνδυασμένες προσπάθειες του ουρανού και της γης.
Πώς το σπαθί παρέμεινε σε τόσο εξαιρετική κατάσταση για περισσότερα από 2.000 χρόνια; Δοκιμές δείχνουν ότι οι κατασκευαστές του Γιούε είχαν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο μεταλλουργίας, ώστε ήταν σε θέση να ενσωματώσουν στις λεπίδες τους ανοξείδωτα κράματα μετάλλου αξεπέραστης χρονικής αντοχής.
Επίσης, τα ξίφη τους είχαν εμποτισθεί με επιπλέον αντιοξειδωτικές ουσίες, βοηθώντας να επιβιώσουν με το πέρασμα των αιώνων. Επιπλέον και προς έκπληξη των αρχαιολόγων, το θηκάρι της συγκεκριμένης λεπίδα ήταν σχεδόν αεροστεγές, γεγονός που εμπόδισε την οξείδωση και επέτρεψε στο θρυλικό σπαθί να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση……………μετά από δύο χιλιετίες.
Το Eπτάκλαδο ξίφος (七支刀)
Το 1945 βρέθηκε ένα μυστηριώδες ξίφος στο ιερό Ισονοκάμιστην Ιαπωνία, το οποίο ήταν ασυνήθιστης κατασκευής, με έξι διακλαδώσεις να προεξέχουν των πλευρών (η κορυφή θεωρείται ως έβδομη). Το ξίφος ήταν σε κακή κατάσταση, αλλά διεκρίνετο μια ξεθωριασμένη επιγραφή κατά μήκος της λεπίδας. Η ακριβής μετάφραση έχει αμφισβητηθεί πολλές φορές, αλλά αυτό που είναι σαφές είναι ότι το ξίφος ήταν δώρο Κορεάτη βασιλέα σε κάποιον Ιάπωνα μονάρχη.
Αυτό συνδυάζεται με ένα ξίφος που αναφέρεται στο Νίχον Σόκι (Nihon Shoki) ένα λαογραφικό ιστορικό έγγραφο – κατάλογο της πρώιμης ιστορίας της Ιαπωνίας. Αν αυτό ταυτίζεται με το επτάκλαδο σπαθί που δόθηκε σε μία μυθική αυτοκράτειρα την Γινγκού, τότε μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη ταύτισης του μύθου με την πραγματικότητα.
Η χρονολόγηση στη λεπίδα επαληθεύεται σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές στην Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία. Το ίδιο το ιερό Ισονοκάμι αναφέρθηκε επίσης και σε άλλα έγγραφα που χρονολογούνται από την εποχή της Νίχον Σόκι, έτσι ώστε το σπαθί θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει εκεί από τους αρχαίους χρόνους. Οι μελετητές πιστεύουν τώρα ότι το επτάφωτο ξίφος είναι το πραγματικό ξίφος του μύθου, δίνοντας στην αυτοκράτειρα Γινγκού μια πραγματική θέση στην ιστορία .
Λα Τιζόνα (LaTizona)
Λα Τιζόνα
Λα Τιζόνα ονομαζόταν το ξίφος του θρυλικού ήρωα Ελ Σίντ (El Cid) ο οποίος πολέμησε τόσο με τους Χριστιανούς όσο και με τους Μουσουλμάνους στην Ισπανία. Σε μουσείο στο Μπούργκος της Ισπανίας, υπάρχει ένα ξίφος το οποίο σύμφωνα με ισχυρισμούς του μουσείου είναι το Λα Τιζόνα.
Το ξίφος λέγεται ότι δόθηκε στον Μαρκήσιο του Φαλκές (Falces)από τον βασιλέα Φερδινάνδο το 1516. Στη συνέχεια πέρασε στην οικογένεια του μέχρι να δοθεί στο Στρατιωτικό Μουσείο της Μαδρίτης το 1944. Εκεί παρέμεινε, χωρίς να αμφισβητηθεί η νομιμότητά, για εξήντα χρόνια μέχρι να πωληθεί στην περιοχή της Καστίλης και Λεόν προκειμένου να εκτίθεται στο μουσείο της Μπούργκος .
Μετά την πώληση του, το Υπουργείο Πολιτισμού – το οποίο είναι συναρμόδιο με το Στρατιωτικό Μουσείο – ξεκίνησε μια πολεμική κατά του ξίφους, λέγοντας ότι είναι πλαστό και κατασκευασμένο αιώνες μετά τον βίο του Ελ Σίντ. Η Καστίλλη και Λεόν πέρασαν στην αντεπίθεση, επικυρώνοντας την αυθεντικότητα του ξίφους με μια διαφορετική μελέτη και λέγοντας ότι το υπουργείο αντιδρά διότι έχασε το σπαθί.
Στο επικό ποίημα «η μπαλάντα του Ελ Σίντ» αναφέρεται ότι το Τιζόνα τρομοκρατούσε τους εχθρούς, οι οποίοι λιποθυμούσαν και μόνο που το αντίκριζαν. Το σπαθί στο Μπούργκος μπορεί να μην έχει την ίδια επίδραση στους επισκέπτες, αλλά σίγουρα έχει την δύναμη να προκαλεί αντιπαραθέσεις. Η αυθεντικότητα του ξίφους παραμένει αδιευκρίνιστη.
Το Ούλφμπερχτ (Ulfberht)
Ξίφη Ulfbrecht
Αν και ως επί το πλείστον σήμερα έχει σχεδόν ξεχασθεί, εντούτοις υπήρχε ένα ξίφος κατασκευασμένο από τους Βίκινγκς το οποίο υπερείχε έναντι οιουδήποτε Ευρωπαϊκού όπλου της εποχής. Τα ξίφη Ούλφμπερχτ ήσαν χίλια χρόνια μπροστά από κάθε άλλο όπλο και το έφεραν μόνο οι εκλεκτοί πολεμιστές.
Τι έκανε τις λεπίδες Ούλφμπερχτ τόσο εξελιγμένες; Ενώ τα περισσότερα ξίφη ων Βίκινγκς βρέθηκαν να έχουν κατασκευασθεί από οξειδωμένο ακατέργαστο ατσάλι χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα, το μέταλλο αυτών των λεπίδων είναι εφάμιλλο με την σύσταση του σύγχρονου χάλυβα. Ήταν χαραγμένα με την υπογραφή «+ ULFBERH + T» και δεν επρόκειτο να εμφανισθούν ξανά στην Ευρώπη μέχρι την βιομηχανική επανάσταση. Το μυστήριο εστιάζεται στον τρόπο που οι Βίκινγκς κατασκεύαζαν αυτές τις λεπίδες, την στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη παρήγαγε χάλυβα που μπορούσε να ραγίσει όπως το γυαλί.
Μελετητές εκτιμούν ότι το μυστικό στις λεπίδες Ούλφμπερχτ ήταν το χωνευτήριο χάλυβα, το οποίο οι Βίκινγκς εισήγαγαν από το Ιράν και το Αφγανιστάν. Δεν είναι σίγουρο ποιος ήταν ο Ούλφμπερχτ – ή αν ήταν ένα μόνο πρόσωπο – ήταν όμως ο μόνος Ευρωπαίος σιδηρουργός που χρησιμοποιούσε το χωνευτήριο χάλυβα και κατασκεύαζε ξίφη που αναμφισβήτητα ήταν τα πιο προηγμένα όπλα της εποχής τους.
Πηγή
Κατηγορίες:
Σχόλια