Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας: η πρόταση του 2005
Γράφει ο Ιωάννης Μάζης
Στις εξαιρετικά κρίσιμες ημέρες που διανύει η χώρα μας και υπό την πίεση του δημοσίου λόγου συγκεκριμένων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητος, τα οποία ουδέποτε έπαυσαν να τονίζουν την αναγκαιότητα αποκτήσεως εθνικού θεσμού ορθολογικού στρατηγικού σχεδιασμού με προβλεπτικές δυνατότητες, το πολιτικό σύστημα μάλλον έκρινε ότι πρέπει να προβεί σε σχετικές εξαγγελίες περί της δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Από το 2005, με την μορφή Υπηρεσιακού Υπομνήματος προς τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου ως Προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου του αλήστου μνήμης Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (ΥΠΕΘΑ) είχα προτείνει την δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας εις την χώρα μας. Εκεί έγραφα κάποια χρήσιμα πράγματα, τα οποία πιθανόν να τύχουν μελέτης, από όποιον πολιτικό φορέα ή θεσμό της χώρας, αποφασίσει να προβεί ή να συμβάλλει στην δημιουργία αυτού του άκρως αναγκαίου θεσμικού οργάνου.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε ανεπτυγμένο το 2006, υπό τον τίτλο: Γεωπολιτική Ανάλυση για ένα νέο Εθνικό Αμυντικό Δόγμα (Ι. Θ. Μάζης, Γεωπολιτική Ανάλυση για ένα νέο Εθνικό Αμυντικό Δόγμα, Παπαζήσης, Αθήνα, 2006, σσ. 109-151.) Τα επαναφέρω στη δημοσιότητα, διότι κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι παρήλθαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, διατηρούν ακέραια την επικαιρότητα και την προβλεπτικότητά τους. Επίσης, απαλλάσσουν πολλούς πολιτικούς ηγέτες από το να διαγκωνίζονται μεταξύ των, περί της «πρωτιάς» της ιδέας της δημιουργίας του εν λόγω θεσμικού οργάνου υψηλού στρατηγικού σχεδιασμού! Τα παραθέτω χωρίς καμμία διόρθωση ή παρέμβαση:
Πρόταση Δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας
1. Κριτική για την σύνθεση και τρόπο λειτουργίας του ΚΥΣΕΑ – Η ανάγκη δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας
α. Εισαγωγή
Η συνεχώς αυξανόμενη κινητικότητα στον γεωπολιτικό περίγυρο της Ελλάδος επιβάλλει μία αξιολόγηση του υφισταμένου μηχανισμού διαχείρισης και χειρισμού κρίσεων, με αναλυτική προοπτική τα αμέσως επόμενα χρόνια. Δεδομένου ότι ο μηχανισμός στο σύνολό του εδράζεται στο ΚΥΣΕΑ, η αξιολόγηση αυτή θα επικεντρωθεί στην παρούσα δομή του ΚΥΣΕΑ και τις αδυναμίες που αυτή παρουσιάζει.
β. Δομή του ΚΥΣΕΑ
Το ΚΥΣΕΑ συγκροτείται από 8 υπουργούς και 1 υφυπουργό ως τακτικά μέλη, και από 3 υπουργούς και τον ΑΓΕΕΘΑ όταν συζητούνται θέματα της αρμοδιότητός τους. Βασικές προϋποθέσεις για την ουσιαστική και αποτελεσματική λειτουργία του ΚΥΣΕΑ, είναι:
(i) τα μέλη του να γνωρίζουν επακριβώς την κατάσταση του συνόλου των δυνατοτήτων που έχουν άμεση επίδραση στην ασφάλεια – εν τη στενή και ευρεία εννοία- και τις ικανότητες αντιδράσεως της χώρας,
(ii) κάθε υπουργός να γνωρίζει σε τρέχουσα βάση το σύνολο των προβλημάτων και ικανοτήτων της χώρας, δηλαδή να έχει εκτεταμένη γνώση των πεδίων δράσεως και άλλων υπουργείων και κρατικών οργανισμών, και να έχει συνεκτιμήσει αυτές πριν εισέλθει στην αίθουσα όπου και θα ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις,
(iii) να εξασφαλίζεται ομαλή και διαρκής ροή πληροφοριών στην διάρκεια μιας κρίσεως, αν και οι κτιριακές εγκαταστάσεις των υπουργείων είναι γεωγραφικώς διαχωρισμένες, με αποστάσεις που φθάνουν και τα 500 χμ. προκειμένου για το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης,
(iv) να εξασφαλίζεται αδιάλειπτη συνεργασία σε περίπου διαρκή βάση των ανθρώπων αυτών στην διάρκεια μιας μείζονος κρίσεως, χωρίς να παραλύσουν τα υπουργεία τα οποία εποπτεύουν, και τα οποία σε ανάλογη περίπτωση πρέπει να λειτουργήσουν στο 200% των ικανοτήτων τους, άρα καθοδηγούμενα από τους φυσικούς τους προϊσταμένους.
Είναι προφανές ότι η κάλυψη των ανωτέρω λειτουργικών προϋποθέσεων, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση μπορεί να χαρακτηρισθεί. Επιπλέον, η Γραμματεία του ΚΥΣΕΑ περιορίζεται εκ του Νόμου σε στενογράφηση των πρακτικών των συνεδριάσεων, χωρίς να παρέχει ουσιαστική υποστήριξη στο έργο του ΚΥΣΕΑ εκτός συνεδριάσεων, ο δε δυϊσμός που υπάρχει μεταξύ Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, και αξιωματικού του ΥΠ.ΕΘ.Α. προκειμένου να αποφασισθούν στρατιωτικά θέματα (άρθρο 3), επιτείνει την δυσλειτουργία του συγκεκριμένου οργάνου.
Ακόμη, στο ΚΥΣΕΑ συμμετέχουν 3 άτομα που ανήκουν είτε στο γραφείο του Πρωθυπουργού, είτε αναφέρονται απ’ ευθείας σε αυτόν (προϊστάμενοι γραφείων Σχεδιασμού Στρατηγικής και Διπλωματικού, και ο Σύμβουλος για αμυντικά θέματα). Ο δυϊσμός Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και ηγεσίας ΥΠΕΞ στην διάρκεια μιας κρίσεως μπορεί να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στο εσωτερικό της κυβερνήσεως, αλλά και αποστολή αντιφατικών σημάτων στο εξωτερικό της χώρας.
Η ύπαρξη τριών ατόμων από το γραφείο του Πρωθυπουργού στο ΚΥΣΕΑ περιπλέκει και τη λειτουργία του οργάνου, αφού προφανώς ο ρόλος τους είναι να παρέχουν στον Πρωθυπουργό μνήμη γεγονότων και εκτιμήσεις, τις οποίες πιθανόν οι άλλοι συμμετέχοντες δεν έχουν, ή να συμβάλλουν με εκτιμήσεις της τελευταίας στιγμής με βάση στοιχεία που δεν έχουν φθάσει στους υπουργούς, ή τα οποία οι υπουργοί δεν έχουν συμπεριλάβει εκ των προτέρων στην εκ μέρους τους αξιολόγηση προ της συνεδριάσεως του ΚΥΣΕΑ.
γ. Έργο του ΚΥΣΕΑ
Το όλο κείμενο του Νόμου δεν ασχολείται καθόλου με τον μηχανισμό που θα επιτρέψει στο ΚΥΣΕΑ να εκτελέσει την αποστολή του. Η απουσία ενεργού θεσμικής μνήμης του οργάνου είναι διάχυτη, καθώς ενώ περιγράφονται τα καθήκοντα του οργάνου αυτού, δεν γίνεται καμία μνεία στο εύρος και την πολυπλοκότητα που είναι σύμφυτη με την αποστολή του, αφήνοντας ουσιαστικά την όποια λειτουργία σε περίοδο κρίσεως σε adhoc διευθετήσεις (μηχανισμοί διαχειρίσεως κρίσεως).
Με άλλα λόγια, θεσμοθετείται ένα όργανο το οποίο χαρακτηρίζεται από έλλειψη υποστηρικτικών μηχανισμών με θεσμική υπόσταση και αδυνατεί να επεξεργαστεί εκ των προτέρων, κατά το χρόνο που προηγείται μιας κρίσεως, τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του. Το ΚΥΣΕΑ βρίσκεται, συνεπώς, προ τετελεσμένων, τα οποία και καλείται να αντιμετωπίσει χωρίς να διασφαλίζεται η εκ των πραγμάτων απαραίτητη εσωτερική συνοχή, στο βαθμό που δεν είναι αυτονόητη η δυνατότητα σύνθεσης της πλήρους επιχειρησιακής εικόνας των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού κατά την περίοδο που αναφύεται η υπό διαχείριση κρίση.
Προφανές είναι, τέλος, ότι ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για την αξιολόγηση και χρήση δυνάμεων και πόρων εκτός του κρατικού μηχανισμού, σε περίπτωση μείζονος κρίσης, διότι απλούστατα οι πόροι αυτοί δεν καταγράφονται και δεν αξιολογούνται συστηματικά στο πλαίσιο του σχεδιασμού της Εθνικής Ασφαλείας.
Το ΚΥΣΕΑ καλείται να αποφασίζει για μείζονα συστήματα στρατιωτικής τεχνολογίας χωρίς να έχει την προς τούτο υποστήριξη εξειδικευμένης οικονομικό-τεχνικής αναλύσεως, καθώς και της σύμφυτης διεθνο-πολιτικής και διεθνο-οικονομικής αναλύσεως, και χωρίς να υπάρχει τακτική σχετική ενημέρωση προς τα μέλη του. Προφανώς, το ΚΥΣΕΑ αρκείται στις αναλύσεις που παρέχει το ΥΠ.ΕΘ.Α., το οποίο όμως δεν διαθέτει πλήρη και εξειδικευμένη αναλυτική ικανότητα επί ζητημάτων διεθνούς πολιτικής και οικονομίας. Σε ό,τι αφορά στην εξειδικευμένη τεχνική ανάλυση, κατά το παρελθόν και κατ’ επανάληψη έχουν εντοπισθεί προβλήματα.
Το κείμενο του Νόμου για τη δομή και λειτουργία του ΚΥΣΕΑ χαρακτηρίζεται από σύγχυση μεταξύ των εννοιών αφ’ ενός της Εθνικής Ασφαλείας, η οποία διαλαμβάνεται στο κείμενο υπό αστυνομική θεώρηση, και αφ’ ετέρου της Εθνικής Άμυνας, η οποία διαλαμβάνεται υπό στρατιωτικό πρίσμα. Αφήνεται έτσι στην τύχη του ένα τεράστιο πλέγμα ικανοτήτων και δυνητικών όπλων για την χώρα.
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι σε περίοδο κρίσεως ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας δεν μετέχει στο ΚΥΣΕΑ, αφού έχει δικαίωμα συμμετοχής μόνον για την επιλογή του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος. Προφανώς, ο νομοθέτης δεν αξιολογεί στον δέοντα βαθμό το γεγονός ότι το μείζον μέρος των εισαγωγών της Ελλάδος γίνεται δια θαλάσσης, ότι ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος του κόσμου, ότι η θάλασσα αποτελεί την κύρια οδό ανεφοδιασμού της χώρας σε περιόδους κρίσεων, και ότι η ναυτιλία αποτελεί ίσως την μόνη βαριά βιομηχανία της χώρας, και ίσως την πλέον σημαντική για το οικονομικό της ισοζύγιο.
[Δεν είναι τυχαίο ότι μια ανάλογη αντιμετώπιση των πραγμάτων εκ μέρους της φασιστικής Ιταλίας, είχε ως συνέπεια ο Μουσολίνι να κηρύξει πόλεμο στη Βρετανία και τη Γαλλία, ενώ τα 2/3 του ιταλικού εμπορικού στόλου ήταν ελλιμενισμένο εκτός ιταλικών χωρικών υδάτων, με συνέπεια να περιορισθεί αμέσως στους λιμένες αυτούς ή να αιχμαλωτισθεί, και με αποτέλεσμα τη μείωση της μεταφορικής ικανότητας της Ιταλίας προς χώρους εκτός της ιταλικής χερσονήσου κατά 70% σε σχέση με την προ του πολέμου περίοδο].
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν το ΚΥΣΕΑ λειτουργεί επί τη βάσει της ανωτέρω εννοιολογικής επικαλύψεως, είναι δύσκολο θα αναμένεται από αυτό συνεκτίμηση όλων των παραμέτρων που απαρτίζουν την εθνική ασφάλεια της χώρας (π.χ. παραγωγή, διανομή και εισαγωγή ενέργειας, θαλάσσιες οδοί ανεφοδιασμού, βασικά δίκτυα αστικής διαβιώσεως, κ.λπ.).
Επί τη βάσει των παραπάνω αδυναμιών καλείται να θέσει την χώρα σε κατάσταση μερικής ή ολικής κινητοποιήσεως των μέσων και πόρων της. Καλείται, δηλαδή, να ανεβάσει κατακόρυφα το κόστος λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, αγνοώντας ουσιώδη στοιχεία όχι μόνον για μια μείζονα κρίση, αλλά και το κατ’ εκτίμηση κόστος των δυνατών επιλογών.
Μεγάλο μέρος της ενεργητικότητας του ΚΥΣΕΑ αναλώνεται επίσης με τις κρίσεις στα σώματα ασφαλείας, τη στιγμή που αυτές θα ήταν λογικό να αποφασίζονται από τον Πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, αφού οι λοιποί υπουργοί εξ αντικειμένου ελάχιστα μπορούν να γνωρίζουν για τα τυπικά (λόγω αγνοίας των εσωτερικών διαδικασιών αξιολόγησης σε κάθε σώμα), και ουσιαστικά προσόντα του κάθε υποψηφίου. Κατά το παρελθόν δε, οι κρίσεις αυτές υπήρξαν και πεδίο προσωπικών ανταγωνισμών υπουργών, άσχετων με τα υπουργεία και το υπό κρίση αντικείμενο.
δ. Λειτουργία ΚΥΣΕΑ ως πολεμικού συμβουλίου
«Σε πολεμική περίοδο το ΚΥΣΕΑ μετονομάζεται σε Πολεμικό Συμβούλιο». Επί τη βάσει της περιγραφής του Νόμου, και συνοψίζοντας τα όσα προαναφέρθηκαν, η παρούσα σύνθεση του ΚΥΣΕΑ αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντα πολεμικού συμβουλίου. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι, συνοπτικά, οι ακόλουθοι:
Το ΚΥΣΕΑ στερείται υποστηρικτικού μηχανισμού ο οποίος θα του παρείχε συνεχή ροή πληροφοριών αφορώσα στα θέματα που άπτονται της ασφάλειας εν τη ευρεία εννοία της χώρας. Κατά συνέπεια, το ΚΥΣΕΑ δεν διαθέτει θεσμική μνήμη που θα παρουσίαζε όχι μόνο το υπόβαθρο μιας κρίσεως, αλλά και αξιολογημένα σενάρια αντιμετωπίσεως των γεγονότων, συνοδευόμενα από το κόστος (οικονομικό, πολιτικό, διπλωματικό, κοινωνικό) της κάθε πιθανής επιλογής που θα προτεινόταν στην πολιτική ηγεσία της χώρας.
Η σύνθεση του ΚΥΣΕΑ ουδόλως διευκολύνει τον χειρισμό κρίσεων, δεδομένου ότι αφ’ ενός μια μείζων κρίση σε επίπεδο κρατικού συστήματος είναι πολυσύνθετη και απαιτεί συνδυασμό δεδομένων, αναλόγως της περιστάσεως από εξαιρετικά διαφορετικές κρατικές δραστηριότητες (π.χ. θαλάσσιες μεταφορές στο αιγαιϊκό αρχιπέλαγος, και κίνηση κεφαλαίων μέσω του διεθνούς τραπεζικού συστήματος), και αφ’ ετέρου πρέπει να αξιολογηθούν και να επικαιροποιηθούν τάχιστα και στο πλαίσιο ενός ενιαίου σχεδιασμού, μη συγκρίσιμες παράμετροι του προβλήματος (π.χ. η βούληση της ηγεσίας της χώρας και η διακύμανση της τιμής του πετρελαίου λόγω διεθνών κερδοσκοπικών κινήσεων, όπως συνέβη πρόσφατα διεθνώς με τις τιμές του αργού πετρελαίου). Κατά συνέπεια, η υφιστάμενη δομή του οργάνου απαιτεί από άτομα με ήδη βεβαρημένο πρόγραμμα εργασίας, να επιδοθούν σε εργώδη ανάλυση, η οποία για να είναι επιτυχής, όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί από την διεθνή εμπειρία, προϋποθέτει όχι μόνο προεργασία, αλλά και αφοσίωση στη διάρκεια της κρίσεως, κάτι αδύνατον για τους υπουργούς που θα πρέπει να επιβλέπουν εκ του σύνεγγυς τα υπουργεία τους.
Το προαναφερθέν πλαίσιο λειτουργίας του ΚΥΣΕΑ είναι ασύγχρονο με την ταχύτητα εξελίξεως των συγχρόνων κρίσεων και τους ρυθμούς που αυτές επιβάλουν. Η αντιμετώπιση πυρκαγιών και καιρικών φαινομένων στο πλαίσιο της πολιτικής προστασίας, είναι τελείως διαφορετική υπόθεση από την αντιμετώπιση μιας μεγάλης διεθνοπολιτικής κρίσεως, ιδίως δε ενός πολέμου. Η προεργασία που απαιτείται για αυτού του είδους τις μείζονες κρίσεις είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και πολύπλοκη, για να μπορεί να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά με λίγες συνεδριάσεις, οι οποίες θα έχουν προετοιμασθεί –παράλληλα με άλλα καθήκοντα– από χωρικά διεσπαρμένους υπηρεσιακούς παράγοντες, με αντικειμενικά διαφορετικό βαθμό επίγνωσης των παραμέτρων της υπό διαχείριση κρίσης.
Η ad hoc δημιουργία Οργάνου Διαχειρίσεως Κρίσεων αποτελεί πρωτοτυπία τόσο σε επίπεδο ΝΑΤΟ, όσο και σε σύγκριση με τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, είναι χαρακτηριστικό του χαμηλού βαθμού προετοιμασίας της χώρας για σοβαρές κρίσεις. Εάν συνυπολογισθεί και η, αναμφίβολα κρατούσα σε πολλές δραστηριότητες του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, λογική της «τελευταίας στιγμής» και του «έχει ο Θεός», εύλογο είναι το ερώτημα μήπως, εν τέλει, η έξωθεν τεχνητή δημιουργία κρίσεων αποτελεί μέσο πολιτικής επιβολής και εκβιασμού της Ελλάδας. Κατά τα φαινόμενα, και η Τουρκία, και οι ΗΠΑ, μάλλον μας αξιολογούν συστηματικά και υπ’ αυτό το πρίσμα.
Θα ήταν σαφής βελτίωση η διατύπωση ενός νέου Νόμου ο οποίος θα καθορίζει σαφέστερα και συστηματικότερα το πότε και το πώς συγκροτείται το πολεμικό συμβούλιο της χώρας. Βέλτιστη δε θα ήταν η διάκριση ανάμεσα σε στενό και ευρύτερο πολεμικό συμβούλιο, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται, εάν ποτέ χρειασθεί, τόσο η συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων, όσο και η αδιάλειπτη διοικητικά λειτουργία του κρατικού μηχανισμού στο σύνολό του. Επιπλέον δε, θα λειτουργούσε και ως ξεκάθαρη σηματοδότηση προς τους διεθνείς δρώντες σχετικά με τη σοβαρότητα της αντιμετωπίσεως μίας κρίσεως εκ μέρους της Ελλάδας. Αυτονόητο είναι, τέλος, ότι αυτός ο Νόμος θα πρέπει να διατυπωθεί σε συνέχεια της διατύπωσης του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, τουλάχιστον ως προς τους αδιαπραγμάτευτους στόχους της χώρας.
ε. ΚΥΣΕΑ και Δομή Εθνικής Ασφαλείας
Η απουσία μονίμου και θεσμοθετημένου Οργάνου Διαχειρίσεως Κρίσεων έχει ως φυσικό επακόλουθο την απουσία ή και ελλιπή προετοιμασία όλων εκείνων των εξειδικευμένων φυσικών υποδομών που απαιτούνται προκείμενου να παρακολουθείται σε πραγματικό χρόνο η εξέλιξη μιας κρίσεως. Η συνθετότητα και το μέγεθος μίας κρίσης επιδρά, σε ευθεία αναλογία, στο πλήθος των παραμέτρων που πρέπει να παρακολουθούνται συντονισμένα και αδιάκοπα κατά την εξέλιξη της κρίσης.
Ταυτόχρονα, απουσιάζουν και όλες εκείνες οι φυσικές υποδομές που επιτρέπουν τη συγκεντρωτική και λεπτομερειακή αξιολόγηση των απειλών για την ασφάλεια της χώρας, ούτως ώστε να διαμορφωθούν εγκαίρως οι κατάλληλες πολιτικές αποτροπής των κρίσεων. Με απλά λόγια, το ελληνικό κράτος δεν έχει κάνει τις αναγκαίες επενδύσεις σε φυσικές υποδομές προκειμένου να μειώσει τελικά το συνολικό κόστος μιας σειράς κρίσεων, που ούτως ή άλλως είναι μέρος της ζωής των κρατών. Άρα, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η ad hoc δημιουργία οργάνων διαχειρίσεως κρίσεων είναι σωστή, η έλλειψη και η αποσπασματική οργάνωση των μονίμων υποδομών έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται χρόνος προκειμένου να γίνουν οι ελάχιστες απαιτούμενες διασυνδέσεις μεταξύ των φυσικών υποδομών, οι οποίες εν τέλει λειτουργούν σε σαφώς χαμηλά επίπεδα αποδόσεως ακριβώς λόγω του πρόσκαιρου χαρακτήρα των.
Απορίας άξιο είναι πώς το ΚΥΣΕΑ θα διαμορφώσει την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας της χώρας, μη υπαρχόντων Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, αφ’ ενός, και συγκεντρωτικής αξιολογήσεως των δυνατοτήτων και τρωτών σημείων της χώρας, αφ’ ετέρου. Εν ολίγοις, απορίας άξιο είναι πώς μπορεί να διαμορφώνεται η αμυντική πολιτική, η οποία έπεται του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, και συνακολούθως η πολιτική εξοπλισμών και τεχνικής – οικονομικής αναπτύξεως της χώρας. Αλλά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι με κάποιο τρόπο τα οκτώ υπουργεία που αναφέρονται ως τακτικά μέλη του ΚΥΣΕΑ, είχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν πλήρη την ποιοτική και ποσοτική εικόνα των διαφόρων συστημάτων και δυνατοτήτων που μπορούν να κινητοποιηθούν στη διάρκεια μιας κρίσεως, η εκτελεστική και συντονιστική ευθύνη παραμένει ζητούμενο.
Θεωρητικά, το πολεμικό συμβούλιο χαράσσει στρατηγική και διαμορφώνει αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο, μη υπεισερχόμενο στο ζήτημα του συντονισμού της χρησιμοποίησης και στον τρόπο, το χρόνο και την ένταση της χρήσης αυτών των δυνατοτήτων.
στ. Ανάγκη νέας θεσμικής οργάνωσης του ΚΥΣΕΑ
Εν κατακλείδι, απαιτείται όχι μόνο η αναθεώρηση του Νόμου που διέπει την σύνθεση και λειτουργία του ΚΥΣΕΑ, αλλά και η δημιουργία θεσμοθετημένων δομών οι οποίες θα προετοιμάσουν όλες τις δομές και θα εκπονήσουν τα σενάρια –πιθανά και λιγότερο πιθανά– τα οποία θα πρέπει να κινητοποιήσουν σε περίοδο κρίσεως οι συμμετέχοντες στο ΚΥΣΕΑ.
Πηγή
Κατηγορίες:
Σχόλια