Πώς εταιρείες σαν τη Google ελέγχουν τις αναζητήσεις μας στο διαδίκτυο.
Πώς εταιρείες σαν τη Google ελέγχουν τις αναζητήσεις μας στο διαδίκτυο.
c
Σε διάφορες συζητήσεις τους τελευταίους μήνες, έχω παρατηρήσει ότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ της γενικής (ή οριζόντιας) αναζήτησης και της εξειδικευμένης (ή κάθετης, όπως λέγεται) αναζήτησης.
Σε μια από αυτές τις συζητήσεις, με έναν ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος στα 80 του έχει καταφέρει να ενσωματώσει τη Google και το Facebook στην καθημερινότητά του μέσω κινητού και tablet, η απάντηση που έπρεπε να δώσω στην ερώτηση «μα καλά, βρε παιδάκι, από που βγάζουν τόσα πολλά λεφτά αυτές οι εταιρείες αφού οι υπηρεσίες τους είναι δωρεάν;», μου φαινόταν λίγο δύσκολη.
Ωστόσο, προσπάθησα να του απαντήσω όσο πιο απλά μπορούσα. «Από τη διαφήμιση, φυσικά», του είπα.
Ήθελα να του πω επίσης ότι το μεγαλύτερο προϊόν αυτών των επιχειρήσεων είναι ο ίδιος, ο οποίος εν μέσω εκδρομών του ΚΑΠΗ και όλων των αναμνηστικών φωτογραφιών, που δεν ξεχνάει να ανεβάζει στο κοινωνικό δίκτυο, αποτελεί ως χρήστης το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των νέων τεχνολογικών μέσων. Δεν το έκανα για να μην του χαλάσω τη χαρά να περνάει το χρόνο με τα νέα του παιχνίδια.
Κάθε μέρα η μηχανή αναζήτησης της Google επιστρέφει πάνω από 5 δισεκατομμύρια αποτελέσματα σε αναζητήσεις παγκοσμίως. Το μυστικό της επιτυχίας της βρίσκεται εκεί, στην κλίμακα της λειτουργίας αυτής της μηχανής. Και για να καταλάβουμε αυτήν την επιτυχία, πρέπει να καταλάβουμε και τη διαφορά ανάμεσα στην οριζόντια και την κάθετη, την πιο σύνθετη, και άρα πιο αποτελεσματική αναζήτηση.
Η κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στους δύο τρόπους αναζήτησης είναι ζωτικής σημασίας για να κατανοήσει ένας απλός χρήστης τους τρόπους με τον οποίους η Google καταχράται τη δεσπόζουσα θέση της.
Για τον απλούστατο λόγο ότι η μηχανή της Google συχνά εμφανίζεται ως ένα εύχρηστο εργαλείο στο αχανές του κυβερνοχώρου, τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται να εξηγήσει στο χρήστη πώς πραγματικά λειτουργεί.
Συστηματικά, λοιπόν, η Google αρνείται τυχόν διαφορές στον τρόπο που φέρνει τα πιο δημοφιλή αποτελέσματα στην επιφάνεια των αποτελεσμάτων της – πάντα βγαίνουν στην κορυφή εκείνα που διαφημίζονται στο διαδίκτυο.
Oι γίγαντες της τεχνολογίας πάντοτε επωφελούνταν από τα αποτελέσματα του Internet: όσο περισσότεροι χρήστες συνδέονται στο Facebook, τόσο πιο ελκυστική είναι η εγγραφή για όλους τους υπόλοιπους.
Όσο τρομακτικό κι εάν ακούγεται, το κύριο προϊόν της Google, είναι η τεράστια ομάδα χρηστών και τα δεδομένα τους, σχετικά με τον τρόπο που συμπεριφέρονται στο διαδίκτυο.
Αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για να ταιριάζουν εταιρείες με πιθανούς πελάτες, σερβίροντας τους διαφημίσεις που πιθανότατα θα κλικάρουν πάνω σε αυτές.
Στην καθημερινή χρήση, αυτή η πρακτική, είναι κάτι που ξεχνάμε όλοι μας. Όμως, οι συνήθειες μας, οι προτιμήσεις μας στο YouTube, οι αναζητήσεις μας ή τα κλικς μέσα στο Gmail, όλα χρησιμοποιούνται με σκοπό να σκιαγραφήσουν τη συμπεριφορά μας.
Επιπλέον, η Google ακολουθεί όλες τις συνήθειες περιήγησής μας μέσω των κωδικών του Analytics και του Adsense, (ενσωματωμένων σε ιστοσελίδες), για να παρακολουθεί τα ενδιαφέροντά μας εκτός της μηχανής αναζήτησης.
Όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Κάποιοι τα γνωρίζουν, άλλους δεν τους νοιάζει, οι πιο υποψιασμένοι χρησιμοποιούν άλλες, πιο αθώες μηχανές αναζήτησης.
Παράλληλα, όμως, με την κυριαρχία της Google στον ιστό, η επανάσταση των έξυπνων κινητών πολλαπλασίασε τα υπερπολύτιμα δεδομένα.
Είτε βρισκόμαστε στο λεωφορείο και χαζεύουμε το κινητό είτε βλέπουμε τηλεόραση και ταυτόχρονα θέλουμε να βρούμε μια πληροφορία στο Google, σχεδόν κάθε δραστηριότητα μας δημιουργεί ένα εικονικό ίχνος.
Αυτή είναι η πρώτη ύλη για τα αποστακτήρια δεδομένων της Google. Και καθώς όλες οι συσκευές γίνονται πιο έξυπνες, δηλαδή όλες συνδέονται στο διαδίκτυο, ο όγκος αυτός γιγαντώνεται.
Αυτή η αφθονία των δεδομένων έχει αλλάξει τη φύση του ανταγωνισμού. Οι γίγαντες της τεχνολογίας πάντοτε επωφελούνταν από τα αποτελέσματα του Internet: όσο περισσότεροι χρήστες συνδέονται στο Facebook, τόσο πιο ελκυστική είναι η εγγραφή για όλους τους υπόλοιπους.
Ακόμη και για τους συνταξιούχους και τους ηλικιωμένους. Με όλο και περισσότερα δεδομένα δημιουργούνται επιπλέον πεδία δράσης.
c
Σε διάφορες συζητήσεις τους τελευταίους μήνες, έχω παρατηρήσει ότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ της γενικής (ή οριζόντιας) αναζήτησης και της εξειδικευμένης (ή κάθετης, όπως λέγεται) αναζήτησης.
Σε μια από αυτές τις συζητήσεις, με έναν ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος στα 80 του έχει καταφέρει να ενσωματώσει τη Google και το Facebook στην καθημερινότητά του μέσω κινητού και tablet, η απάντηση που έπρεπε να δώσω στην ερώτηση «μα καλά, βρε παιδάκι, από που βγάζουν τόσα πολλά λεφτά αυτές οι εταιρείες αφού οι υπηρεσίες τους είναι δωρεάν;», μου φαινόταν λίγο δύσκολη.
Ωστόσο, προσπάθησα να του απαντήσω όσο πιο απλά μπορούσα. «Από τη διαφήμιση, φυσικά», του είπα.
Ήθελα να του πω επίσης ότι το μεγαλύτερο προϊόν αυτών των επιχειρήσεων είναι ο ίδιος, ο οποίος εν μέσω εκδρομών του ΚΑΠΗ και όλων των αναμνηστικών φωτογραφιών, που δεν ξεχνάει να ανεβάζει στο κοινωνικό δίκτυο, αποτελεί ως χρήστης το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των νέων τεχνολογικών μέσων. Δεν το έκανα για να μην του χαλάσω τη χαρά να περνάει το χρόνο με τα νέα του παιχνίδια.
Κάθε μέρα η μηχανή αναζήτησης της Google επιστρέφει πάνω από 5 δισεκατομμύρια αποτελέσματα σε αναζητήσεις παγκοσμίως. Το μυστικό της επιτυχίας της βρίσκεται εκεί, στην κλίμακα της λειτουργίας αυτής της μηχανής. Και για να καταλάβουμε αυτήν την επιτυχία, πρέπει να καταλάβουμε και τη διαφορά ανάμεσα στην οριζόντια και την κάθετη, την πιο σύνθετη, και άρα πιο αποτελεσματική αναζήτηση.
Η κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στους δύο τρόπους αναζήτησης είναι ζωτικής σημασίας για να κατανοήσει ένας απλός χρήστης τους τρόπους με τον οποίους η Google καταχράται τη δεσπόζουσα θέση της.
Για τον απλούστατο λόγο ότι η μηχανή της Google συχνά εμφανίζεται ως ένα εύχρηστο εργαλείο στο αχανές του κυβερνοχώρου, τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται να εξηγήσει στο χρήστη πώς πραγματικά λειτουργεί.
Συστηματικά, λοιπόν, η Google αρνείται τυχόν διαφορές στον τρόπο που φέρνει τα πιο δημοφιλή αποτελέσματα στην επιφάνεια των αποτελεσμάτων της – πάντα βγαίνουν στην κορυφή εκείνα που διαφημίζονται στο διαδίκτυο.
Oι γίγαντες της τεχνολογίας πάντοτε επωφελούνταν από τα αποτελέσματα του Internet: όσο περισσότεροι χρήστες συνδέονται στο Facebook, τόσο πιο ελκυστική είναι η εγγραφή για όλους τους υπόλοιπους.
Όσο τρομακτικό κι εάν ακούγεται, το κύριο προϊόν της Google, είναι η τεράστια ομάδα χρηστών και τα δεδομένα τους, σχετικά με τον τρόπο που συμπεριφέρονται στο διαδίκτυο.
Αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για να ταιριάζουν εταιρείες με πιθανούς πελάτες, σερβίροντας τους διαφημίσεις που πιθανότατα θα κλικάρουν πάνω σε αυτές.
Στην καθημερινή χρήση, αυτή η πρακτική, είναι κάτι που ξεχνάμε όλοι μας. Όμως, οι συνήθειες μας, οι προτιμήσεις μας στο YouTube, οι αναζητήσεις μας ή τα κλικς μέσα στο Gmail, όλα χρησιμοποιούνται με σκοπό να σκιαγραφήσουν τη συμπεριφορά μας.
Επιπλέον, η Google ακολουθεί όλες τις συνήθειες περιήγησής μας μέσω των κωδικών του Analytics και του Adsense, (ενσωματωμένων σε ιστοσελίδες), για να παρακολουθεί τα ενδιαφέροντά μας εκτός της μηχανής αναζήτησης.
Όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Κάποιοι τα γνωρίζουν, άλλους δεν τους νοιάζει, οι πιο υποψιασμένοι χρησιμοποιούν άλλες, πιο αθώες μηχανές αναζήτησης.
Παράλληλα, όμως, με την κυριαρχία της Google στον ιστό, η επανάσταση των έξυπνων κινητών πολλαπλασίασε τα υπερπολύτιμα δεδομένα.
Είτε βρισκόμαστε στο λεωφορείο και χαζεύουμε το κινητό είτε βλέπουμε τηλεόραση και ταυτόχρονα θέλουμε να βρούμε μια πληροφορία στο Google, σχεδόν κάθε δραστηριότητα μας δημιουργεί ένα εικονικό ίχνος.
Αυτή είναι η πρώτη ύλη για τα αποστακτήρια δεδομένων της Google. Και καθώς όλες οι συσκευές γίνονται πιο έξυπνες, δηλαδή όλες συνδέονται στο διαδίκτυο, ο όγκος αυτός γιγαντώνεται.
Αυτή η αφθονία των δεδομένων έχει αλλάξει τη φύση του ανταγωνισμού. Οι γίγαντες της τεχνολογίας πάντοτε επωφελούνταν από τα αποτελέσματα του Internet: όσο περισσότεροι χρήστες συνδέονται στο Facebook, τόσο πιο ελκυστική είναι η εγγραφή για όλους τους υπόλοιπους.
Ακόμη και για τους συνταξιούχους και τους ηλικιωμένους. Με όλο και περισσότερα δεδομένα δημιουργούνται επιπλέον πεδία δράσης.
Έτσι, με τη συλλογή περισσότερων δεδομένων, μια επιχείρηση έχει περισσότερα περιθώρια βελτίωσης των προϊόντων της, τα οποία προσελκύουν περισσότερους αγοραστές, οι οποίοι με τη σειρά τους δημιουργούν ακόμα περισσότερα δεδομένα και ο κύκλος δεν τελειώνει ποτέ.
Τα συστήματα επίβλεψης και επιτήρησης των μεγάλων κολοσσών καλύπτουν πλέον ολόκληρη την οικονομία: η Google μπορεί να δει τι ψάχνουν οι χρήστες, το Facebook γνωρίζει τι κοινοποιούν 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι αυτού του πλανήτη, η Amazon ξέρει τι αγοράζουν.
Αυτή η «πανοραμική» θέα του κόσμου και των δραστηριοτήτων, αυτές οι τεράστιες βάσεις δεδομένων είναι το πιο πολύτιμο αγαθό των ημερών μας.
Και αυτό το νέο προϊόν που ηγείται μια συνεχώς αναπτυσσόμενης βιομηχανίας, προκαλεί όλο και περισσότερο τις αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές να βγουν μπροστά για να θέσουν όρια σε όσους γιγαντώνουν την επιρροή του.
Πριν από έναν αιώνα, αυτή τη θέση κατείχε το πετρέλαιο.
Σε ένα πρόσφατο, και πολύ σημαντικό για την εποχή μας, άρθρο των New York Times, o δημοσιογράφος Charles Duhigg, κάνει μια συνταρακτική έρευνα για το φαινόμενο της μονοπωλιακής κυριαρχίας της Google.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας του η Shivaun Moeran και ο Adam Raff, ηλικίας 51 και 49 ετών, το ζευγάρι από τη Μεγάλη Βρετανία, που εγκατέλειψε τις δουλειές του για να ξεκινήσουν μια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών το 2005. Το Foundem βγήκε online το 2006.
Μετά από ένα 48ωρο λειτουργίας του ένιωσαν να τους χτυπάει αλύπητα η οργή της Google. Ενώ τις δύο πρώτες ημέρες τα αποτελέσματα το έφερναν στην κορυφή των αναζητήσεων, ξαφνικά το είδαν να πέφτει στο βυθό των αποτελεσμάτων.
Παρά τις προσπάθειές τους να έρθουν σε επαφή με την εταιρεία και τους ρυθμιστές της, το Foundem δεν κατάφερε ποτέ να σηκωθεί από τα έγκατα των αναζητήσεων της Google.
To Foundem ξεκίνησε σαν ένα εξελιγμένο site, ειδικά σχεδιασμένο για να μπορεί να κάνει εξειδικευμένη, δηλαδή κάθετη αναζήτηση στις τιμές προϊόντων που μπορεί να έψαχνε κάποιος στο Internet.
Από αεροπορικά εισιτήρια μέχρι φωτογραφικές μηχανές και από ξενοδοχεία μέχρι κράνη για μηχανές.
Στην πραγματικότητα ήταν μια μηχανή αναζήτησης για εκείνα τα κομμάτια του Internet στα οποία η Google δεν έφτανε, μέχρι τότε. Όμως, λίγες μέρες από την έναρξη του Foundem, άρχιαν τα προβλήματα τους με την Google, στις 26 Ιουνίου του 2006.
Ο υπαίτιος του μεγάλου προβλήματος ήταν μια ενημέρωση σε έναν αλγόριθμο της μηχανής αναζήτησης, φαινομενικά σχεδιασμένο να διαγράφει spam, ο οποίος όμως ουσιαστικά στόχευε σε χαρακτηριστικά όπως η έλλειψη αυθεντικού περιεχομένου.
Άρα, εφόσον το Foundem μπορούσε να σε οδηγήσει σε ξένα sites ή υπηρεσίες τρίτων, η μηχανή αναζήτησης της Google υποβάθμιζε όλο και περισσότερο τη λειτουργία του.
Το τελικό χτύπημα ήρθε ως ποινή για το Foundem σε όλο το εύρος της μηχανής της Google, η οποία απέκλειε κάθε αναζήτηση του Foundem, πέρα από το ίδιο του το όνομα.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη δεύτερη ή τρίτη θέση των αποτελεσμάτων (την οποία διατήρησε στο Yahoo! και στο Bing της Microsoft) το Foundem βρέθηκε στη θέση 80 ή 90 της Google, δηλαδή ουσιαστικά «εξαφανίστηκε» από το internet.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι Raffs προσπάθησαν με κάθε τρόπο να έρθουν σε επικοινωνία με τον «γίγαντα».
Δεν έχει σημασία τι προσπάθησαν, σημασία έχει ότι δεν κατάφεραν να βγάλουν άκρη ή να πάρουν έστω μια σαφή απάντηση.
Η μοναδική επιλογή τους ήταν να βρουν εναλλακτικές πηγές εσόδων, εξουσιοδοτώντας το λογισμικό του Foundem σε τρίτους εκδότες όπως η Bauer και η IPC Media.
Κι ενώ όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί, μια μέρα άκουσαν τα κινητά τους να χτυπούν ταυτόχρονα. Τα είχαν προγραμματίσει να ειδοποιούν σε στιγμές που η κίνηση του site ήταν αργή λόγω αυξημένης κυκλοφορίας.
To The Gadget Show του Channel 5 τους είχε ανακηρύξει ως κορυφαίο βρετανικό site σύγκρισης τιμών του 2008.
Σε όλη τη διάρκεια της επικοινωνίας τους με τον μεγάλο τεχνολογικό γίγαντα, οι Raffs προσπαθούσαν να συλλέξουν στοιχεία για να αποδείξουν την νομιμότητά τους.
Τώρα είχαν στα χέρια τους μια αναμφισβήτητη επικύρωση. Στράφηκαν πάλι προς την Google, αλλά και πάλι, το μόνο που έλαβαν ως απάντηση ήταν μια απρόσωπη απάντηση «δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ιδιωτική υποστήριξη».
Κάτι που δεν έδειχνε καμία πρόθεση της Google να άρει την ποινή της. Αλλά, και πάλι, το ζευγάρι δεν σταμάτησε τους αγώνες του.
Μετά από αγώνες και πίεση, στο τέλος του 2009 η Google αποφάσισε να βάλει στην «λευκή λίστα» το Foundem, το οποίο ξαφνικά άρχισε να ξαναζεί, σημειώνοντας μια τρομακτική άνοδο 10.000 τοις εκατό.
Γεγονός που έφερε τους Raffs αντιμέτωπους με ένα δίλημμα: αφού είναι πλέον φανερό ότι ο γίγαντας στραγγαλίζει κάθε ανταγωνισμό, πώς θα συνέχιζαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα;
Το ερώτημα έπρεπε να απαντηθεί άμεσα, επειδή το παιχνίδι της Google με την κατάταξη των αποτελεσμάτων άρχισε να εξαπλώνεται όλο και πιο επικίνδυνα και σε άλλες περιπτώσεις.
Το επίκεντρο του προβλήματος ήταν η υπηρεσία σύγκρισης προϊόντων της ίδιας της Google, η οποία αρχικά πήρε το όνομα «Froogle».
Η υπηρεσία αυτή κάθε άλλο παρά δημοφιλής αποδείχθηκε. Μάλιστα, ένα εσωτερικό έγγραφο του 2006, το οποίο αποκαλύφθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, παραδεχόταν ότι «το Froogle απλά δεν δουλεύει».
Έτσι, το 2008, η Google άλλαξε το όνομά της υπηρεσίας σε «Google Product Search» και άρχισε να το σπρώχνει στην κορυφή των αποτελεσμάτων αναζήτησης, ενισχύοντας έτσι μια εσωτερική (εξελιγμένη) έκδοση του δικού της SEO.
Ταυτόχρονα, αντίπαλες τοποθεσίες υποβιβάστηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως και η Foundem: κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι τουλάχιστον τέσσερις ιστοσελίδες (μεταξύ αυτών και η Foundem) είδαν πτώση της κυκλοφορίας τους κατά 90%.
Όταν οι Raffs υπέβαλλαν την τελική τους καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Φεβρουάριο του 2010, επικεφαλής ήταν ο Ισπανός πολιτικός Joaquín Almunia.
Την εποχή εκείνη, πριν ακόμη σκάσουν οι αποκαλύψεις του Snowden, η εικόνα της Google στην Ευρώπη έλαμπε!
Ο Almunia αποφάσισε, λοιπόν, ότι αντί να ασκήσει δίωξη στην επιχείρηση, θα ήταν καλύτερο να της προσφέρει μια ευκαιρία να έρθει σε συμβιβασμό, αφού βέβαια τροποποιούσε τον τρόπο που έδειχνε τα προϊόντα.
Έτσι, όμως, αντί να φέρει μια γρήγορη λύση, έστησε το σκηνικό για μια συγκλονιστική μάχη.
To 2013 η Google συμφώνησε να δώσει περισσότερο χώρο στους ανταγωνιστές στο ιστότοπό της, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας συμφωνίας με τις ευρωπαϊκές αρχές και απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας μεγάλης ποινής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δέχεται τις αναθεωρημένες προτάσεις της Google για τον τρόπο εμφάνισης των αποτελεσμάτων αναζήτησης μετά από μια μακρά έρευνα, η οποία είχε αποκαλύψει ότι η εταιρεία λειτουργούσε παραβιάζοντας τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες για τον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με εκείνη τη νέα πρόταση, τα αποτελέσματα αναζήτησης θα έπρεπε να παραθέτουν συνδέσμους σε ανταγωνιστικούς ιστότοπους, υπηρεσίες και μηχανές αναζήτησης με πολύ πιο εμφανή τρόπο.
Οι ανταγωνιστές θα μπορούσαν να εμφανίζουν τα λογότυπά τους δίπλα στους δεσμούς και να υπάρχει δυναμικό κείμενο που θα περιγράφει το περιεχόμενό τους.
«Μεγαλύτερος χώρος στα αποτελέσματα αναζήτησης της Google διατίθεται στους ανταγωνιστές», είχε πει τότε ο Almunia, χαρακτηρίζοντας τις εξελίξεις ως ένα «κομβικό σημείο» σε μια τριετή διαμάχη, που ξεκίνησε ύστερα από καταγγελίες ανταγωνιστών όπως η Microsoft, η TripAdvisor και η Expedia.
Η συμφωνία που είχε κλείσει ο Almunia με τον τότε CEO της Google, Eric Schmidt, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, κάθε άλλο παρά ανακούφιση μπορούσε να φέρει σε όσους πάλευαν εναντίον του γίγαντα.
Γιατί; Γιατί η μηχανή αναζήτησης πάλι τα δικά της αποτελέσματα θα έσπρωχνε, απλά τώρα θα έφερνε και τρία ανταγωνιστικά sites στην κορυφή των αποτελεσμάτων.
Και το μόνο που είχαν στα χέρια τους οι δεκάδες καταγγέλοντες τώρα ήταν η επίσημη «προ-απόρριψη» της υπόθεσής τους, υπογεγραμμένη από τον Ισπανό Επίτροπο.
Το κλίμα, όμως, άλλαζε και ειδικά στις Βρυξέλλες η πολιτική διάθεση δεν συμφωνούσε με το «κλείσιμο» του Almunia.
Οι συνεχείς καταγγελίες εναντίον των Google Shopping, Google Flights και του Google Local στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Καταναλωτών (BEUC) από ονόματα όπως η Deutsche Telekom και οι εκδοτικοί Axel Springer and Lagardère, ανάγκασαν τους υπουργούς οικονομικών Sigmar Gabriel και Arnaud Montebourg να στείλουν επιστολή στον Επίτροπο, απαιτώντας από αυτόν να αλλάξει χειρισμό της υπόθεσης.
Γιατί, όπως, πολύ σωστά έθεσαν «Δεν πρέπει τα αποτελέσματα αναζήτησης να βασίζονται στην αξία και τη χρησιμότητα, παρά σε ποιον μπορεί να πληρώσει περισσότερο;».
Λίγες μέρες αργότερα, σε μια σαστισμένη συνάντηση με δημοσιογράφους, ο Επίτροπος Almunia υπαινίχθηκε ότι προετοιμάζεται να επιστρέψει στη συμφωνία της Google.
Ο λόγος: ανησυχίες που εγείρονται από τους καταγγέλλοντες, ιδίως όσον αφορά τον σχεδιασμό των δημοπρασιών που είχε προτείνει ο τεχνολογικός.
Με το ρόλο του Almunia να παίζει σε ένα ατυχές τέλος της ιστορίας, η υπόθεση της Google θα έπεφτε σε λίγο στα χέρια μιας νέας επιτρόπου.
Από την πρώτη στιγμή που η Margrethe Vestager ανέλαβε την θέση της Επιτρόπου Ανταγωνισμού στην ΕΕ ήξερε ότι την περίμενε μια μεγάλη πρόκληση που ακούει στο όνομα Google.
Με καταγωγή από τη Δανία και πτυχιούχος οικονομικών, ασχολήθηκε ενεργά από τα 33 της χρόνια με το κόμμα των Σοσιαλφιλελευθέρων.
Οι Raffs συναντήθηκαν με την Vestager τον Ιανουάριο του 2015. Από την πρώτη στιγμή που την είδαν μπορούσαν να δουν ότι το καθεστώς της θα ήταν διαφορετικό.
Αλλά παρόλο που τους παρέλαβε η ίδια από την αίθουσα αναμονής για να τους πάει στο γραφείο της και όλη την ώρα άκουγε προσεκτικά τις θέσεις τους, δεν τους έδωσε κανένα σημάδι ελπίδας.
Αυτός ήταν ο τρόπος της, μέχρι το κατηγορητήριο τρεις μήνες αργότερα που προετοίμασε το δρόμο για την εκπληκτική ετυμηγορία της τον Ιούνιο του 2017.
Το προηγούμενο καλοκαίρι η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε πρόστιμο ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Alphabet, μητρική εταιρεία της Google, εκτιμώντας πως η εταιρεία κάνει κατάχρηση της κυριαρχίας της στην online αναζήτηση, στρέφοντας τους χρήστες στη δική της υπηρεσία αγορών, το Google Shopping.
Κρίνοντας ότι με αυτήν την τακτική δημιουργείται ένα αθέμιτο περιβάλλον σε βάρος ανταγωνιστικών υπηρεσιών της Google, οι αρμόδιες ευρωπαϊκές Αρχές κάλεσαν την υπηρεσία να συμμορφωθεί σε διάστημα 90 ημερών.
Φυσικά, με απόλυτο σεβασμό, η Google εξέφρασε την διαφωνία της προς την απόφαση της επιτρόπου.
Και φυσικά, άσκησε έφεση. Οπότε και η αστική αγωγή των Raffs, η οποία κρέμεται από την τελική ετυμηγορία, μπορεί να πάρει πολλά χρόνια μέχρι να επιλυθεί.
Αλλά, ακόμη κι αν κερδίσουν – στο άρθρο των New York Times φαίνονται αποφασισμένοι να φτάσουν στα άκρα, αλλά δεν ακούγονται ιδιαίτερα φιλόδοξοι – η υπόθεσή τους, όπως και η υπόθεση της Microsoft για το Bing (την οποία κάποτε η Αμερικανική Κυβερνήση την κυνηγούσε ανελέητα για τις μονοπωλιακές της στρατηγικές, δίνοντας έτσι έδαφος σε πιτσιρικάδες όπως o Larry Page και ο Serget Brin να χτίσουν αυτοκρατορίες όπως η Google), γεννούν το ερώτημα: είναι η πληρωμή ένας καλός τρόπος για να αποφασίζει η Google τι φτάνει στην κορυφή της αναζήτησης;
Η Google και το Facebook ευθύνονται σχεδόν για ολόκληρη την τρομακτική αύξηση των εσόδων στην ψηφιακή διαφήμιση της τελευταίας δεκαετίας.
Η παντοδυναμία των εν λόγω τεχνολογικών κολοσσών έχει προκαλέσει έντονες ανησυχίες, όπως κάποτε είχε προκαλέσει και η Standard Oil του Rockefeller στις αρχές του 20ου αιώνα.
Αλλά, όχι δεν είναι το μέγεθος αυτών των εταιρειών που είναι τρομακτικό. Εξάλλου, η φύση των δεδομένων είναι τέτοια που καθιστά τις αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις του παρελθόντος λιγότερο χρήσιμες.
Η διάσπαση μιας επιχείρησης όπως η Google σε πέντε, δέκα Googlets, δεν θα άλλαζε τίποτα στο σημερινό περιβάλλον.
Αντίθετα, πιο πολλά λεφτά θα έφερναν στην μητρική Alphabet, όπως έκαναν και οι διάσημοι «απόγονοι» της Standard Oil, Mobil, BP και Arco.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αναδόμηση των αντιμονοπωλιακών αρχών στην εποχή της τεχνολογίας που διανύουμε δεν θα είναι εύκολη.
Όλοι, φοβόμαστε, πιθανούς νέους κινδύνους. Μια ξαφνική έλλειψη της καθημερινής ψηφιακής δόσης.
Μια μέρα, μια εβδομάδα, ένα μήνα χωρίς κοινωνική δικτύωση, χωρίς αυτόματη ενημέρωση, χωρίς άμεση πρόσβαση στην πληροφορία του διπλανού μας.
Δυστυχώς, όμως, αυτό σημαίνει ότι πάντα θα ανοίγουμε το στόμα για να μεταλάβουμε την θεία Πληροφορία χωρίς να έχουμε νηστέψει ούτε μια μέρα από τα κοινά.
Όχι, κανένας δεν θέλει να κλείσει ούτε η Google, oύτε το Facebook, ούτε το Twitter όπως κανένας δεν ήθελε να κλείσει το MySpace, η ΑΟL και το ΝetScape κάποτε.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλα νούμερα, θα μου πείτε. Όχι, δεν θα συμφωνήσω. Γιατί και τα ατρόμητα τείχη της Ιεριχούς ισοπεδώθηκαν κάποτε όταν σήμαναν ομόφωνα οι σάλπιγγες και οι φωνές των περιπλανώμενων κατακτητών της.
Τα συστήματα επίβλεψης και επιτήρησης των μεγάλων κολοσσών καλύπτουν πλέον ολόκληρη την οικονομία: η Google μπορεί να δει τι ψάχνουν οι χρήστες, το Facebook γνωρίζει τι κοινοποιούν 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι αυτού του πλανήτη, η Amazon ξέρει τι αγοράζουν.
Αυτή η «πανοραμική» θέα του κόσμου και των δραστηριοτήτων, αυτές οι τεράστιες βάσεις δεδομένων είναι το πιο πολύτιμο αγαθό των ημερών μας.
Και αυτό το νέο προϊόν που ηγείται μια συνεχώς αναπτυσσόμενης βιομηχανίας, προκαλεί όλο και περισσότερο τις αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές να βγουν μπροστά για να θέσουν όρια σε όσους γιγαντώνουν την επιρροή του.
Πριν από έναν αιώνα, αυτή τη θέση κατείχε το πετρέλαιο.
Σε ένα πρόσφατο, και πολύ σημαντικό για την εποχή μας, άρθρο των New York Times, o δημοσιογράφος Charles Duhigg, κάνει μια συνταρακτική έρευνα για το φαινόμενο της μονοπωλιακής κυριαρχίας της Google.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας του η Shivaun Moeran και ο Adam Raff, ηλικίας 51 και 49 ετών, το ζευγάρι από τη Μεγάλη Βρετανία, που εγκατέλειψε τις δουλειές του για να ξεκινήσουν μια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών το 2005. Το Foundem βγήκε online το 2006.
Μετά από ένα 48ωρο λειτουργίας του ένιωσαν να τους χτυπάει αλύπητα η οργή της Google. Ενώ τις δύο πρώτες ημέρες τα αποτελέσματα το έφερναν στην κορυφή των αναζητήσεων, ξαφνικά το είδαν να πέφτει στο βυθό των αποτελεσμάτων.
Παρά τις προσπάθειές τους να έρθουν σε επαφή με την εταιρεία και τους ρυθμιστές της, το Foundem δεν κατάφερε ποτέ να σηκωθεί από τα έγκατα των αναζητήσεων της Google.
To Foundem ξεκίνησε σαν ένα εξελιγμένο site, ειδικά σχεδιασμένο για να μπορεί να κάνει εξειδικευμένη, δηλαδή κάθετη αναζήτηση στις τιμές προϊόντων που μπορεί να έψαχνε κάποιος στο Internet.
Από αεροπορικά εισιτήρια μέχρι φωτογραφικές μηχανές και από ξενοδοχεία μέχρι κράνη για μηχανές.
Στην πραγματικότητα ήταν μια μηχανή αναζήτησης για εκείνα τα κομμάτια του Internet στα οποία η Google δεν έφτανε, μέχρι τότε. Όμως, λίγες μέρες από την έναρξη του Foundem, άρχιαν τα προβλήματα τους με την Google, στις 26 Ιουνίου του 2006.
Ο υπαίτιος του μεγάλου προβλήματος ήταν μια ενημέρωση σε έναν αλγόριθμο της μηχανής αναζήτησης, φαινομενικά σχεδιασμένο να διαγράφει spam, ο οποίος όμως ουσιαστικά στόχευε σε χαρακτηριστικά όπως η έλλειψη αυθεντικού περιεχομένου.
Άρα, εφόσον το Foundem μπορούσε να σε οδηγήσει σε ξένα sites ή υπηρεσίες τρίτων, η μηχανή αναζήτησης της Google υποβάθμιζε όλο και περισσότερο τη λειτουργία του.
Το τελικό χτύπημα ήρθε ως ποινή για το Foundem σε όλο το εύρος της μηχανής της Google, η οποία απέκλειε κάθε αναζήτηση του Foundem, πέρα από το ίδιο του το όνομα.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη δεύτερη ή τρίτη θέση των αποτελεσμάτων (την οποία διατήρησε στο Yahoo! και στο Bing της Microsoft) το Foundem βρέθηκε στη θέση 80 ή 90 της Google, δηλαδή ουσιαστικά «εξαφανίστηκε» από το internet.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι Raffs προσπάθησαν με κάθε τρόπο να έρθουν σε επικοινωνία με τον «γίγαντα».
Δεν έχει σημασία τι προσπάθησαν, σημασία έχει ότι δεν κατάφεραν να βγάλουν άκρη ή να πάρουν έστω μια σαφή απάντηση.
Η μοναδική επιλογή τους ήταν να βρουν εναλλακτικές πηγές εσόδων, εξουσιοδοτώντας το λογισμικό του Foundem σε τρίτους εκδότες όπως η Bauer και η IPC Media.
Κι ενώ όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί, μια μέρα άκουσαν τα κινητά τους να χτυπούν ταυτόχρονα. Τα είχαν προγραμματίσει να ειδοποιούν σε στιγμές που η κίνηση του site ήταν αργή λόγω αυξημένης κυκλοφορίας.
To The Gadget Show του Channel 5 τους είχε ανακηρύξει ως κορυφαίο βρετανικό site σύγκρισης τιμών του 2008.
Σε όλη τη διάρκεια της επικοινωνίας τους με τον μεγάλο τεχνολογικό γίγαντα, οι Raffs προσπαθούσαν να συλλέξουν στοιχεία για να αποδείξουν την νομιμότητά τους.
Τώρα είχαν στα χέρια τους μια αναμφισβήτητη επικύρωση. Στράφηκαν πάλι προς την Google, αλλά και πάλι, το μόνο που έλαβαν ως απάντηση ήταν μια απρόσωπη απάντηση «δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ιδιωτική υποστήριξη».
Κάτι που δεν έδειχνε καμία πρόθεση της Google να άρει την ποινή της. Αλλά, και πάλι, το ζευγάρι δεν σταμάτησε τους αγώνες του.
Μετά από αγώνες και πίεση, στο τέλος του 2009 η Google αποφάσισε να βάλει στην «λευκή λίστα» το Foundem, το οποίο ξαφνικά άρχισε να ξαναζεί, σημειώνοντας μια τρομακτική άνοδο 10.000 τοις εκατό.
Γεγονός που έφερε τους Raffs αντιμέτωπους με ένα δίλημμα: αφού είναι πλέον φανερό ότι ο γίγαντας στραγγαλίζει κάθε ανταγωνισμό, πώς θα συνέχιζαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα;
Το ερώτημα έπρεπε να απαντηθεί άμεσα, επειδή το παιχνίδι της Google με την κατάταξη των αποτελεσμάτων άρχισε να εξαπλώνεται όλο και πιο επικίνδυνα και σε άλλες περιπτώσεις.
Το επίκεντρο του προβλήματος ήταν η υπηρεσία σύγκρισης προϊόντων της ίδιας της Google, η οποία αρχικά πήρε το όνομα «Froogle».
Η υπηρεσία αυτή κάθε άλλο παρά δημοφιλής αποδείχθηκε. Μάλιστα, ένα εσωτερικό έγγραφο του 2006, το οποίο αποκαλύφθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, παραδεχόταν ότι «το Froogle απλά δεν δουλεύει».
Έτσι, το 2008, η Google άλλαξε το όνομά της υπηρεσίας σε «Google Product Search» και άρχισε να το σπρώχνει στην κορυφή των αποτελεσμάτων αναζήτησης, ενισχύοντας έτσι μια εσωτερική (εξελιγμένη) έκδοση του δικού της SEO.
Ταυτόχρονα, αντίπαλες τοποθεσίες υποβιβάστηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως και η Foundem: κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι τουλάχιστον τέσσερις ιστοσελίδες (μεταξύ αυτών και η Foundem) είδαν πτώση της κυκλοφορίας τους κατά 90%.
Όταν οι Raffs υπέβαλλαν την τελική τους καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Φεβρουάριο του 2010, επικεφαλής ήταν ο Ισπανός πολιτικός Joaquín Almunia.
Την εποχή εκείνη, πριν ακόμη σκάσουν οι αποκαλύψεις του Snowden, η εικόνα της Google στην Ευρώπη έλαμπε!
Ο Almunia αποφάσισε, λοιπόν, ότι αντί να ασκήσει δίωξη στην επιχείρηση, θα ήταν καλύτερο να της προσφέρει μια ευκαιρία να έρθει σε συμβιβασμό, αφού βέβαια τροποποιούσε τον τρόπο που έδειχνε τα προϊόντα.
Έτσι, όμως, αντί να φέρει μια γρήγορη λύση, έστησε το σκηνικό για μια συγκλονιστική μάχη.
To 2013 η Google συμφώνησε να δώσει περισσότερο χώρο στους ανταγωνιστές στο ιστότοπό της, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας συμφωνίας με τις ευρωπαϊκές αρχές και απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας μεγάλης ποινής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δέχεται τις αναθεωρημένες προτάσεις της Google για τον τρόπο εμφάνισης των αποτελεσμάτων αναζήτησης μετά από μια μακρά έρευνα, η οποία είχε αποκαλύψει ότι η εταιρεία λειτουργούσε παραβιάζοντας τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες για τον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με εκείνη τη νέα πρόταση, τα αποτελέσματα αναζήτησης θα έπρεπε να παραθέτουν συνδέσμους σε ανταγωνιστικούς ιστότοπους, υπηρεσίες και μηχανές αναζήτησης με πολύ πιο εμφανή τρόπο.
Οι ανταγωνιστές θα μπορούσαν να εμφανίζουν τα λογότυπά τους δίπλα στους δεσμούς και να υπάρχει δυναμικό κείμενο που θα περιγράφει το περιεχόμενό τους.
«Μεγαλύτερος χώρος στα αποτελέσματα αναζήτησης της Google διατίθεται στους ανταγωνιστές», είχε πει τότε ο Almunia, χαρακτηρίζοντας τις εξελίξεις ως ένα «κομβικό σημείο» σε μια τριετή διαμάχη, που ξεκίνησε ύστερα από καταγγελίες ανταγωνιστών όπως η Microsoft, η TripAdvisor και η Expedia.
Η συμφωνία που είχε κλείσει ο Almunia με τον τότε CEO της Google, Eric Schmidt, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, κάθε άλλο παρά ανακούφιση μπορούσε να φέρει σε όσους πάλευαν εναντίον του γίγαντα.
Γιατί; Γιατί η μηχανή αναζήτησης πάλι τα δικά της αποτελέσματα θα έσπρωχνε, απλά τώρα θα έφερνε και τρία ανταγωνιστικά sites στην κορυφή των αποτελεσμάτων.
Και το μόνο που είχαν στα χέρια τους οι δεκάδες καταγγέλοντες τώρα ήταν η επίσημη «προ-απόρριψη» της υπόθεσής τους, υπογεγραμμένη από τον Ισπανό Επίτροπο.
Το κλίμα, όμως, άλλαζε και ειδικά στις Βρυξέλλες η πολιτική διάθεση δεν συμφωνούσε με το «κλείσιμο» του Almunia.
Οι συνεχείς καταγγελίες εναντίον των Google Shopping, Google Flights και του Google Local στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Καταναλωτών (BEUC) από ονόματα όπως η Deutsche Telekom και οι εκδοτικοί Axel Springer and Lagardère, ανάγκασαν τους υπουργούς οικονομικών Sigmar Gabriel και Arnaud Montebourg να στείλουν επιστολή στον Επίτροπο, απαιτώντας από αυτόν να αλλάξει χειρισμό της υπόθεσης.
Γιατί, όπως, πολύ σωστά έθεσαν «Δεν πρέπει τα αποτελέσματα αναζήτησης να βασίζονται στην αξία και τη χρησιμότητα, παρά σε ποιον μπορεί να πληρώσει περισσότερο;».
Λίγες μέρες αργότερα, σε μια σαστισμένη συνάντηση με δημοσιογράφους, ο Επίτροπος Almunia υπαινίχθηκε ότι προετοιμάζεται να επιστρέψει στη συμφωνία της Google.
Ο λόγος: ανησυχίες που εγείρονται από τους καταγγέλλοντες, ιδίως όσον αφορά τον σχεδιασμό των δημοπρασιών που είχε προτείνει ο τεχνολογικός.
Με το ρόλο του Almunia να παίζει σε ένα ατυχές τέλος της ιστορίας, η υπόθεση της Google θα έπεφτε σε λίγο στα χέρια μιας νέας επιτρόπου.
Από την πρώτη στιγμή που η Margrethe Vestager ανέλαβε την θέση της Επιτρόπου Ανταγωνισμού στην ΕΕ ήξερε ότι την περίμενε μια μεγάλη πρόκληση που ακούει στο όνομα Google.
Με καταγωγή από τη Δανία και πτυχιούχος οικονομικών, ασχολήθηκε ενεργά από τα 33 της χρόνια με το κόμμα των Σοσιαλφιλελευθέρων.
Οι Raffs συναντήθηκαν με την Vestager τον Ιανουάριο του 2015. Από την πρώτη στιγμή που την είδαν μπορούσαν να δουν ότι το καθεστώς της θα ήταν διαφορετικό.
Αλλά παρόλο που τους παρέλαβε η ίδια από την αίθουσα αναμονής για να τους πάει στο γραφείο της και όλη την ώρα άκουγε προσεκτικά τις θέσεις τους, δεν τους έδωσε κανένα σημάδι ελπίδας.
Αυτός ήταν ο τρόπος της, μέχρι το κατηγορητήριο τρεις μήνες αργότερα που προετοίμασε το δρόμο για την εκπληκτική ετυμηγορία της τον Ιούνιο του 2017.
Το προηγούμενο καλοκαίρι η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε πρόστιμο ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Alphabet, μητρική εταιρεία της Google, εκτιμώντας πως η εταιρεία κάνει κατάχρηση της κυριαρχίας της στην online αναζήτηση, στρέφοντας τους χρήστες στη δική της υπηρεσία αγορών, το Google Shopping.
Κρίνοντας ότι με αυτήν την τακτική δημιουργείται ένα αθέμιτο περιβάλλον σε βάρος ανταγωνιστικών υπηρεσιών της Google, οι αρμόδιες ευρωπαϊκές Αρχές κάλεσαν την υπηρεσία να συμμορφωθεί σε διάστημα 90 ημερών.
Φυσικά, με απόλυτο σεβασμό, η Google εξέφρασε την διαφωνία της προς την απόφαση της επιτρόπου.
Και φυσικά, άσκησε έφεση. Οπότε και η αστική αγωγή των Raffs, η οποία κρέμεται από την τελική ετυμηγορία, μπορεί να πάρει πολλά χρόνια μέχρι να επιλυθεί.
Αλλά, ακόμη κι αν κερδίσουν – στο άρθρο των New York Times φαίνονται αποφασισμένοι να φτάσουν στα άκρα, αλλά δεν ακούγονται ιδιαίτερα φιλόδοξοι – η υπόθεσή τους, όπως και η υπόθεση της Microsoft για το Bing (την οποία κάποτε η Αμερικανική Κυβερνήση την κυνηγούσε ανελέητα για τις μονοπωλιακές της στρατηγικές, δίνοντας έτσι έδαφος σε πιτσιρικάδες όπως o Larry Page και ο Serget Brin να χτίσουν αυτοκρατορίες όπως η Google), γεννούν το ερώτημα: είναι η πληρωμή ένας καλός τρόπος για να αποφασίζει η Google τι φτάνει στην κορυφή της αναζήτησης;
Η Google και το Facebook ευθύνονται σχεδόν για ολόκληρη την τρομακτική αύξηση των εσόδων στην ψηφιακή διαφήμιση της τελευταίας δεκαετίας.
Η παντοδυναμία των εν λόγω τεχνολογικών κολοσσών έχει προκαλέσει έντονες ανησυχίες, όπως κάποτε είχε προκαλέσει και η Standard Oil του Rockefeller στις αρχές του 20ου αιώνα.
Αλλά, όχι δεν είναι το μέγεθος αυτών των εταιρειών που είναι τρομακτικό. Εξάλλου, η φύση των δεδομένων είναι τέτοια που καθιστά τις αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις του παρελθόντος λιγότερο χρήσιμες.
Η διάσπαση μιας επιχείρησης όπως η Google σε πέντε, δέκα Googlets, δεν θα άλλαζε τίποτα στο σημερινό περιβάλλον.
Αντίθετα, πιο πολλά λεφτά θα έφερναν στην μητρική Alphabet, όπως έκαναν και οι διάσημοι «απόγονοι» της Standard Oil, Mobil, BP και Arco.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αναδόμηση των αντιμονοπωλιακών αρχών στην εποχή της τεχνολογίας που διανύουμε δεν θα είναι εύκολη.
Όλοι, φοβόμαστε, πιθανούς νέους κινδύνους. Μια ξαφνική έλλειψη της καθημερινής ψηφιακής δόσης.
Μια μέρα, μια εβδομάδα, ένα μήνα χωρίς κοινωνική δικτύωση, χωρίς αυτόματη ενημέρωση, χωρίς άμεση πρόσβαση στην πληροφορία του διπλανού μας.
Δυστυχώς, όμως, αυτό σημαίνει ότι πάντα θα ανοίγουμε το στόμα για να μεταλάβουμε την θεία Πληροφορία χωρίς να έχουμε νηστέψει ούτε μια μέρα από τα κοινά.
Όχι, κανένας δεν θέλει να κλείσει ούτε η Google, oύτε το Facebook, ούτε το Twitter όπως κανένας δεν ήθελε να κλείσει το MySpace, η ΑΟL και το ΝetScape κάποτε.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλα νούμερα, θα μου πείτε. Όχι, δεν θα συμφωνήσω. Γιατί και τα ατρόμητα τείχη της Ιεριχούς ισοπεδώθηκαν κάποτε όταν σήμαναν ομόφωνα οι σάλπιγγες και οι φωνές των περιπλανώμενων κατακτητών της.
Κατηγορίες:
Σχόλια